Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

Η ερμηνείες του θαύματος του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων

Κυριακή Η Ματθαίου
imconstantias

Iωάννη Λ. Γαλάνη,
Ομότιμου Καθηγητή της Καινής Διαθήκης του Α.Π.Θ

Στην Κ.Δ. αναφέρονται δύο θαύματα πολλαπλασιασμού άρτων και ιχθύων. Το πρώτο είναι ο πολλαπλασιασμός των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων και ο χορτασμός με αυτά πέντε χιλιάδων. Το θαύμα αυτό αναφέρουν και οι τέσσερις ευαγγελιστές, ο Ματθαίος (14,13-21), ο Μάρκος (6,30-44), ο Λουκάς (9,10-17) και ο Ιωάννης (6,1-14). Το δεύτερο θαύμα είναι ο πολλαπλασιασμός των εφτά άρτων και «oλίγων ιχθυδίων» και ο χορτασμός τεσσάρων χιλιάδων ανθρώπων. Αυτό το αναφέρουν μόνον οι Ματθαίος (15,32-39) και Μάρκος (8,1-10).

Για το δεύτερο θαύμα υπάρχει το πρόβλημα, αν οι δύο ευαγγελιστές αναφέρονται στο ίδιο θαύμα, το οποίο διηγούνται δύο φορές, ή σε δύο διαφορετικά θαύματα, τα οποία όμως έχουν το ίδιο περίπου περιεχόμενο. Οι υποστηρικτές των δύο απόψεων έχουν τα επιχειρήματά τους. Η θέση ότι οι ευαγγελιστές Ματθαίος και Μάρκος διηγούνται δύο διαφορετικά θαύματα, μόνον ως προς τον τόπο και το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν και όχι ως προς το περιεχόμενό τους, είναι πιο ισχυρή, γιατί προβάλλεται στους ίδιους τους ευαγγελιστές. Ο ευαγγελιστής Μάρκος π.χ. παραθέτει τα ακόλουθα λόγια του Ιησού σε μια συζήτηση με τους μαθητές του εξ αιτίας της αδυναμίας τους να τον κατανοήσουν : «τι διαλογίζεσθε ότι άρτους ουκ έχετε; ούπω νοείτε ουδέ συνίετε; έτι πεπωρωμένην έχετε την καρδίαν υμών; οφθαλμούς έχοντες ου βλέπετε, και ώτα έχοντες ουκ ακούετε; και ου μνημονεύετε ότε τους πέντε άρτους έκλασα εις τους πεντακισχιλίους, και πόσους κοφίνους κλασμάτων πλήρεις ήρατε; λέγουσιν αυτώ? δώδεκα. ότε δε τους επτά εις τους τετρακισχιλίους, πόσων σπυρίδων πληρώματα κλασμάτων ήρατε; οι δε είπον? επτά. Και έλεγεν αυτοίς? ούπω συνίετε;» (8,17-20). Τα ίδια λόγια με μικρές διαφοροποιήσεις και στην ίδια συνάφεια παραθέτει και ο ευαγγελιστής Ματθαίος (16,8-10). Ως δύο διαφορετικά θαύματα κατανοεί και η ερμηνευτική παράδοση της εκκλησίας τις δύο διηγήσεις.

Στην παρούσα μικρή μελέτη θα ασχοληθούμε με την κατανόηση και την ερμηνεία του θαύματος του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων από τους πατέρες της εκκλησίας, όπως αυτό παρουσιάζεται και στους τέσσερις ευαγγελιστές. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι πατέρες βλέπουν τη διήγηση του θαύματος ως ενιαία και στους τέσσερις ευαγγελιστές, παρά τις διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ τους, καθώς και τη διαφορετική συνάφεια της κάθε διήγησης. Περισσότερες είναι οι διαφορές μεταξύ των Συνοπτικών και του Ιωάννη, στον οποίο το θαύμα είναι από τα ελάχιστα κοινά με τους Συνοπτικούς θαύματα.


Το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων στους ευαγγελιστές Ματθαίο και Μάρκο τοποθετείται στην ίδια συνάφεια. Προηγείται ο αποκεφαλισμός του Ιωάννη του Βαπτιστή και ακολουθεί το βάδισμα του Ιησού επάνω στα νερά της λίμνης. Στη διήγηση του Λουκά η συνάφεια είναι διαφορετική. Προηγείται η αποστολή των δώδεκα μαθητών από τον Ιησού με τις σχετικές οδηγίες και η απορία του Ηρώδη του τετράρχη (Ηρώδη Αντύπα), ο οποίος κυριεύτηκε από φόβο, όταν άκουσε να διαδίδεται ότι αναστήθηκε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής. Μετά το θαύμα ο Λουκάς αναφέρεται στην ομολογία του Πέτρου, μετά από σχετικό ερώτημα του Ιησού, για το τι λέγει ο κόσμος ποιος είναι, και την απαγόρευση στους μαθητές του να διαδοθεί η ομολογία αυτή.

Στον Ιωάννη[1] προηγείται από τη διήγηση του θαύματος το θαύμα της θεραπείας του παραλύτου στη Βηθεσδά, η μακρά ομιλία του Ιησού για τον ίδιο και τον Πατέρα του, για τη σχέση μαζί του, καθώς και τη δική του αυθεντία και την ανωτερότητα συγκριτικά με τον Ιωάννη το Βαπτιστή. Μετά το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων, ο ευαγγελιστής Ιωάννης διηγείται το θαύμα του περιπάτου του Ιησού επάνω στα κύματα της τρικυμισμένης λίμνης και ακολουθεί μια μακρά ομιλία για τον άρτο της ζωής.

Από όλα τα παραπάνω φαίνεται ότι η συνάφεια της διήγησης του Ιωάννη συμπίπτει με τη συνάφεια της διήγησης στους Ματθαίο και Μάρκο μόνον ως προς το θαύμα του περιπάτου του Ιησού στα κύματα της λίμνης της Τιβεριάδας, ενώ ο Λουκάς τοποθετεί το θαύμα σε εντελώς διαφορετική συνάφεια.

Το δεύτερο θαύμα, ο χορτασμός των τεσσάρων χιλιάδων, το οποίο, όπως είπαμε, έχουν μόνον οι Ματθαίος και Μάρκος, ακολουθεί λίγο μετά το θαύμα του χορτασμού των πέντε χιλιάδων. Η συνάφεια είναι περίπου η ίδια και στους δύο ευαγγελιστές. Παρεμβάλλονται στα δύο θαύματα, εκτός από το βάδισμα του Ιησού επάνω στα νερά της λίμνης, η συζήτηση του Ιησού με τους Φαρισαίους περί καθαρών και ακαθάρτων, η θεραπεία της θυγατέρας της Συροφοινίκισσας (Χαναναίας κατά το Ματθαίο) και η θεραπεία του κωφαλάλου.

Οι πατερικές αναφορές και ερμηνείες στα δύο προαναφερθέντα θαύματα, και προπαντός στο θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων και του χορτασμού με αυτά των πέντε χιλιάδων, είναι πολλές και μερικές φορές μακρές, συστηματικές και πολυσύνθετες. Είναι γνωστό και εμφανές παντού στην πατερική γραμματεία ότι οι πατέρες της εκκλησίας είναι πρώτα βιβλικοί θεολόγοι και ερμηνευτές. Όλα τα θέματά τους έχουν αφετηρία και βάση την Αγία Γραφή. Μόνον οι βιβλικές παραθέσεις στα έργα τους υπερβαίνουν τις 300.000. Ερμηνεύουν κάτω από τις ιδιαίτερες πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες που ο καθένας τους ζει. Τα έργα τους δεν είναι προϊόντα θεωρητικής σκέψης αλλά απόσταγμα πνευματικής ζωής και βιωματικής εμπειρίας του λόγου του Θεού. Είναι δάσκαλοι με σοφία, φώτιση και προπαντός με αγιότητα βίου. Σκοπός τους είναι να αποκαλύψουν και να ερμηνεύσουν το λυτρωτικό μήνυμα του Θεού στον κόσμο και να μεταγγίσουν τα βιώματά τους στους αναγνώστες. Το ερμηνευτικό τους έργο θα συνοδεύει πάντοτε την εκκλησία στην προσπάθειά της να κατανοεί και να μεταδίδει το λόγο του Θεού στον κόσμο.[2] Ερμηνεύουν για την εποχή τους χωρίς όμως να αποφεύγουν να οραματίζονται για το μέλλον ούτε να παραβλέπουν και την εποχή που γράφηκαν τα ιερά κείμενα. Οι ερμηνείες τους περιέχουν αλληγορίες, τυπολογίες, δογματικές θέσεις, ηθικές προτροπές, ιστορικογραμματικά στοιχεία κλπ. Στα ερμηνευτικά τους έργα μπορεί κανείς να επισημάνει την εφαρμογή και ερμηνευτικών μεθόδων, οι οποίες δε διαφέρουν από μεθόδους της σύγχρονης ερμηνευτικής. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι χρησιμοποιούν προκαθορισμένα καλούπια και φόρμες, αλλά απλώς προσπαθούν να βρουν τον καλύτερο στην εποχή τους τρόπο κατανόησης της Αγίας Γραφής.

Όλα τα παραπάνω είναι εμφανή στην ερμηνεία του θαύματος του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων και του χορτασμού των πέντε χιλιάδων. Την περικοπή αυτή την ερμηνεύουν με πολλούς τρόπους, δηλαδή με τη χρήση όλων των γνωστών στην εποχή τους ερμηνευτικών μεθόδων, όπως είναι η αλληγορική, η τυπολογική μέθοδος, η δογματική, η ηθική και η ιστορικογραμματική.

Η αρχαιότερη και η πιο συστηματική ερμηνεία της διηγήσεως του θαύματος έγινε από τον Ωριγένη (185-254). Με συστηματικό επίσης τρόπο ερμήνευσαν την περικοπή ακόμη οι Ιωάννης ο Χρυσόστομος (350-407), Κύριλλος Αλεξανδρείας (370-444) και αρκετούς αιώνες αργότερα οι Θεοφύλακτος (1040-1127) και Ευθύμιος ο Ζιγαβηνός (1050-1120). Ερμηνευτικές αναφορές στο θαύμα έχουν οι Ευσέβιος Καισαρείας (280-340), Αθανάσιος Αλεξανδρείας (295-373), Μάξιμος ο Ομολογητής (580-662) κ.ά. Σύντομες αναφορές, ερμηνευτικές ή μη, υπάρχουν σε έργα και πολλών άλλων πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων . Αρχίζουν από τον Κλήμεντα Ρώμης και εκτείνονται σε όλους τους αιώνες της εκκλησιαστικής γραμματείας. Οι ερμηνείες των πατέρων διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τη μέθοδο που ακολουθείται. Από πολύ ενωρίς είχαν διαμορφωθεί δύο κύριες ερμηνευτικές τάσεις (Σχολές), της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας. Η πρώτη επέμεινε πιο πολύ στην αλληγορική ερμηνεία και η δεύτερη στην ιστορική και γραμματική, χωρίς όμως να αποκλείεται ο συνδυασμός των μεθόδων αυτών και από τις δύο πλευρές. Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε τους τρόπους ερμηνείας της διηγήσεως του θαύματος από τους πατέρες της εκκλησίας.

1. Αλληγορική ερμηνεία

Ο πρώτος συστηματικός ερμηνευτής του θαύματος του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων είναι, όπως και πιο πριν είπαμε, ο Ωριγένης, ο οποίος ερμηνεύει την περικοπή, όπως αυτή παρουσιάζεται στο κατά Ματθαίον σε συνδυασμό πολλές φορές με τις διηγήσεις και των άλλων ευαγγελίων. Με αλληγορικό τρόπο ερμηνεύει την περικοπή και ένας άλλος αλεξανδρινός θεολόγος, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας στις ερμηνείες των ευαγγελίων Ματθαίου, Λουκά και Ιωάννη. Η αρχή και των δύο είναι να καταδείξουν τον πνευματικό και μυστικό χαρακτήρα του θαύματος μέσα από την αλληγορία. Παρακολουθούν τη διήγηση του θαύματος στο σύνολο και πάντοτε μέσα στη συνάφειά της. Συνήθως επιλέγουν σύντομες φράσεις της διηγήσεως, οι οποίες πρέπει και μπορούν να ερμηνευτούν αλληγορικά. Ο Ωριγένης π.χ. αρχίζει με τη φράση «έρημός εστιν ο τόπος», η οποία σημαίνει την ερημιά που ζουν πολλοί με την απουσία της πίστης στο Θεό και το Λόγο του. Η παρέλευση της ώρας («και η ώρα παρήλθεν») αντιστοιχεί στην παρέλευση του νόμου και των προφητών. Η θέση αυτή συνδυάζεται με τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη[3], ο οποίος, κατά τους ευαγγελιστές Ματθαίο και Μάρκο, προηγήθηκε του θαύματος. `Ετσι, η ισχύς του νόμου και των προφητών σταματά με το θάνατο του Ιωάννη, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τον ίδιο το Χριστό, όταν λέγει: «ο νόμος και οι προφήται μέχρις Ιωάννου…»(Λκ 16,16). Η παρέλευση της ώρας και η έλλειψη τροφής για το συγκεντρωμένο πλήθος ανάγεται, σύμφωνα με την αλληγορική ερμηνεία ή την πνευματική ή την αναγωγή, όπως αλλιώς ονομάζεται, στην οριστική παρέλευση της εποχής εκείνης, που ο λαός Iσραήλ, ζώντας στην έρημο, ακολουθούσε το νόμο και τους προφήτες[4].

Κατά τον δεύτερο αλεξανδρινό αλληγοριστή, τον Κύριλλο, η μετάβαση του Ιησού «εις έρημον τόπον» ή, κατά τον Ιωάννη, «πέραν της θαλάσσης της Γαλιλαίας της Τιβεριάδος», σημαίνει ότι η ενέργειά του αυτή ξεκινά από την αρνητική στάση των Ιουδαίων απέναντι στον Ιησού, η οποία τον αναγκάζει να καταφύγει «τοις αλλογενέσι», δηλαδή «τη εξ εθνών εκκλησία».[5] H θάλασσα, επειδή είναι άβατη «τοις ανθρωπίν ποσί», δηλώνει το ανυπέρβλητο εμπόδιο που προβάλλεται στους διώκτες του. Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι άβατος και «αδιόδευτος» θα είναι και ο δρόμος επιστροφής για όσους παροργίζουν το Χριστό. Αντίθετα, για όσους πιστεύουν σ’ αυτόν, ο δρόμος θα είναι λείος και «ευπόρευτος»[6], κατά το γραφικό «ευθείαι αι οδοί του Κυρίου και δίκαιοι πορεύσονται εν αυταίς, οι δε ασεβείς ασθενήσουσιν εν αυταίς» (Ωσηέ 14,10).

Ένα σημείο, το οποίο παρουσιάζει ενδιαφέρον και για τους δύο αλεξανδρινούς ερμηνευτές, είναι η φράση «απόλυσον τους όχλους». Για τον Ωριγένη η πρόταση των μαθητών προς τον Ιησού να απολύσει τους όχλους, για να μεταβούν στα γύρω χωριά και να προμηθευτούν τρόφιμα, κατακρίνεται, επειδή υπερτονίζουν την ανάγκη της υλικής τροφής και μειώνουν την αξία της πνευματικής. Δεν έχουν συνειδητοποιήσει ακόμη την κατάργηση του νόμου και τη νέα πραγματικότητα που δημιουργήθηκε με το Χριστό. Γι’ αυτό και προτείνουν την απόλυση του πλήθους και όχι την παραμονή του κοντά σε εκείνον, αφού οι πέντε άρτοι και τα δύο ψάρια δεν επαρκούν. Επιμένουν, δηλαδή, να αγνοούν ή να μην υποψιάζονται ότι ο Ιησούς έχει τη δυνατότητα να θαυματουργήσει, όπως πολύ πρόσφατα φάνηκε με τις θεραπείες πολλών ασθενών[7]. Την ίδια ερμηνεία, δηλαδή την παραμονή του πλήθους κοντά στο Χριστό, από τον οποίο πρέπει να συνεχίζει να λαμβάνει την πνευματική τροφή, προβάλλει και ο Κύριλλος. Δικαιολογεί όμως την πρόταση των μαθητών «απόλυσον τους όχλους» τονίζοντας την αγάπη τους για τον όχλο, την ποιμαντική τους φροντίδα και το γεγονός ότι αρχίζουν να αναλαμβάνουν την ευθύνη «του κήδεσθαι λαών».[8]

Για τους πέντε κρίθινους άρτους ο Ωριγένης γράφει ότι «παρέθηκεν ο Κύριος άρτους τους μεν κριθίνους τοις αλογωτέροις τους δε πυρίνους τοις λογικοίς».[9]Γενικά για τους πέντε άρτους λέγει ότι υπαινίσσονται «τους αισθητούς των Γραφών λόγους» και τις πέντε αισθήσεις, ενώ τα δύο ψάρια είναι δυνατόν να υπαινίσσονται το λόγο για τον Πατέρα και τον Υιό[10] ή τον προφορικό και τον ενδιάθετο λόγο. Αυτή η ερμηνεία όμως δεν αποκλείει, όπως γράφει ο Ωριγένης, κάποια άλλη καλύτερη: «Ημείς μέν ούτως τω περί των πέντε άρτων και δύο ιχθύων επιβαλείν δεδυνήμεθα λόγω? εικός δε ότι οι μάλλον ημών συναγαγείν δυνάμενοι τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθύας παρ’ εαυτοίς, πλείονα και κρείττονα δύναιντ’ αν αποδούναι περί τούτων νούν».[11] Από αυτό προκύπτει ότι η αλληγορική μέθοδος επιτρέπει πολλές πνευματικές ερμηνείες. Αλληγορική σημασία έχουν και τα δώδεκα κοφίνια, στα οποία συγκεντρώθηκαν τα περισσεύματα των κλασμάτων. Είναι οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ, ή σημαίνουν την προτροπή του Ιησού προς τους μαθητές του «καθήσεσθε επί δώδεκα θρόνους, κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ» (Μτθ 19,28).[12] Ο Κύριλλος ερμηνεύει αλληγορικά και τους αριθμούς πέντε για τους πέντε άρτους και δύο για τα δύο ψάρια. Οι πέντε άρτοι είναι «το πενταμερές του πανσόφου Μωϋσέως βιβλίον, τουτέστι σύμπας ο νόμος», ενώ τα ψάρια η κατ’ εξοχήν τροφή των αλιέων μαθητών του Ιησού, σημαίνουν «τα τρυφερώτατα των του Σωτήρος μαθημάτων συγγράμματα», δηλαδή το αποστολικό και ευαγγελικό κήρυγμα, αφού και τα δύο αυτά είναι «των αλιέων ευρήματα και λογογραφίαι πνευματικαί»[13].

Mε αλληγορικό τρόπο ερμηνεύει τους πέντε, κρίθινους κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη, άρτους και τους δύο ιχθείς και ένας άλλος εκκλησιαστικός άνδρας από την Αλεξάνδρεια, ο Κλήμης. Τα δύο στοιχεία διατροφής υπαινίσσονται την προπαιδεία των Ελλήνων και των Ιουδαίων, για να δεχθούν τη νέα πίστη. Το κριθάρι ωριμάζει, όπως σημειώνει ο Κλήμης, νωρίτερα από το σιτάρι. Η διατροφή επομένως με κρίθινο ψωμί προετοιμάζει τους ανθρώπους για την πνευματική τους διατροφή με το σιταρένιο θείο άρτο, το Χριστό. Τα δύο ψάρια δηλώνουν κατώτερη τροφή γι’ αυτό και τα περισσεύματα, σύμφωνα με τη διήγηση του Ιωάννη, ήταν περισσεύματα μόνον άρτων.[14]

Δυσκολίες στην αλληγορική ερμηνεία δημιουργεί η τελευταία φράση του στίχου «οι δε εσθίοντες ήσαν άνδρες ωσεί πεντακισχίλιοι χωρίς γυναικών και παιδίων»,ή οποία υπάρχει μόνο στο κατά Ματθαίον. Ο Ωριγένης προβληματίζεται, αν το «χωρίς γυναικών και παιδίων», που αναφέρει ο Ματθαίος, και το «άνδρες», που αναφέρουν οι άλλοι ευαγγελιστές, σημαίνει ότι οι πέντε χιλιάδες ήταν μόνον άνδρες ή ότι στις πέντε χιλιάδες δεν υπολογίζονται οι γυναίκες και τα παιδιά. Την αλληγορική του ερμηνεία φαίνεται να την διευκολύνει περισσότερο η μη αρίθμηση των γυναικών και των παιδιών, γιατί αυτό ταιριάζει πιο πολύ με την απογραφή των Ισραηλιτών που έκανε ο Μωϋσής στην έρημο του Σινά, κατά το Αριθμ 1,2-3, όταν κατέγραψε μόνο τους άνδρες από είκοσι ετών και πάνω. Επεκτείνει όμως την ερμηνεία του προσάγοντας τρία χωρία από επιστολές του Απ. Παύλου: α) το Α` Κορ 3,1 «καγώ, αδελφοί, ουκ ηδυνήθην λαλήσαι υμίν ως πνευματικοίς αλλ’ ως σαρκίνοις, ως νηπίοις εν Χριστώ», β) το Β` Κορ 11,2 «ηρμοσάμην γάρ υμάς ενί ανδρί παρθένον αγνήν παραστήσαι τω Χριστώ» και γ) το Α` Κορ 13,11 «ότε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου». Δηλαδή τα παιδιά, λόγω της μικρής ηλικίας, εκπροσωπούν το σάρκινο κόσμο, οι γυναίκες την αγνότητα και την παρθενία και οι άνδρες τον πνευματικό κόσμο.[15]

Ο Κύριλλος θεωρεί ότι η ιδιαίτερη αναφορά τόσο των Συνοπτικών όσο και του Ιωάννη σε άνδρες γίνεται γιατί το αρσενικό φύλο είναι εκλεκτό για το Θεό, «ως μαχιμώτατον και εις ήβην ελθείν, ήγουν εις ευεξίαν πνευματικήν και σπερματίζειν και τους λοιπούς διδάσκειν δυνάμενον και αναμετρείν εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού ισχύον».[16] Σε άλλο σημείο τονίζει με την αλληγορική ερμηνεία πιο πολύ την υπεροχή του αρσενικού φύλου γράφοντας «ότι τοις ανδριζομένοις, εις το αγαθόν δηλονότι, πρεπωδέστερον πως και οικειότερον η παρά του Σωτήρος χορηγηθείσα τροφή και ουχί τοις εκθηλύνεσθαι πεφυκόσιν εις έξιν ουκ αγαθήν, αλλ’ ουδέ τοις νηπιάζουσι ταις φρεσίν, ως δια τούτο μηδέν συνιέναι δύνασθαι των αναγκαίων εις γνώσιν».[17]

Ο Ωριγένης ερμηνεύει αλληγορικά και τη φράση «κελεύσας τους όχλους ανακλιθήναι επί του χόρτου». Το χορτάρι σημαίνει, σύμφωνα με τη φράση του προφήτη Ησαϊα (40,6) «πάσα σάρξ χόρτος», τη σάρκα, «το φρόνημα της σαρκός», το οποίο πρέπει να υποτάσσεται για να μπορέσει ο όχλος να γευθεί τους άρτους που ευλόγησε ο Χριστός.[18] Παραπλήσια είναι και η αλληγορική ερμηνεία του Κυρίλλου. Τονίζει και αυτός τον πνευματικό χαρακτήρα του χωρίου, το οποίο συσχετίζει με το ψαλμικό «Κύριος ποιμαίνει με και ουδέν με υστερήσει εις τόπον χλόης εκεί με κατεσκήνωσεν» (22,1-2). Δηλαδή η ανάκλιση επάνω στο χορτάρι σημαίνει την πνευματική ετοιμασία του πλήθους να δεχθεί την τροφή που είναι οι χορηγίες του Αγίου Πνεύματος.[19]

Mε συμβολικό τρόπο ερμηνεύει ο Ωριγένης και τους αριθμούς εκατόν και πεντήκοντα, οι οποίοι υπάρχουν στο Μάρκο και το Λουκά, όταν οι δύο ευαγγελιστές αναφέρονται στη διάταξη των πεντακισχιλίων μετά από εντολή του Χριστού. Ο αριθμός εκατό αναφέρεται στο Θεό και θεωρείται ιερός, επειδή περιέχει τη μονάδα. Ιερός είναι και ο αριθμός πενήντα, γιατί συμβολίζει το ανά πενήντα χρόνια κατά την Πεντηκοστή ιωβηλαίο έτος, το οποίο ήταν αφιερωμένο στο Θεό και ακολουθούσε μετά από εφτά σαβατιαία έτη.

Eνδιαφέρον παρουσιάζει η αλληγορική ερμηνεία του Μαξίμου του Ομολογητή, ο οποίος, στηριζόμενος στο θαύμα του πολλαπλασιασμού των εφτά άρτων και των«ιχθυδίων» και της διατροφής με αυτά των τεσσάρων χιλιάδων, θέτει το ερώτημα: «τίνες αι τρεις ημέραι, ας προσμένουσι τω Κυρίω εν τη ερήμω;» και απαντά ως εξής: «Η έρημός εστιν η φύσις των ανθρώπων ή ο κόσμος ούτος εν ω προσμένουσι τω λόγω της αρετής και της γνώσεως, οι διά της πίστεως και των μελλόντων αγαθών ελπίδος κακοπαθούντες? αι δε τρείς ημέραι εισίν αι τρείς δυνάμεις της ψυχής, καθ’ ας προσμένουσι τω θείω λόγω της αρετής και της γνώσεως».[20] O ίδιος δίνει, όπως συνηθίζει, και δεύτερη αλληγορική ερμηνεία γράφοντας: «τους τρεις γενικωτέρους νόμους αι τρεις ημέραι σημαίνουσι, τον γραπτόν φημί και τον φυσικόν και τον πνευματικόν, ήτοι τον της χάριτος …».[21] Ο ίδιος, αναφερόμενος στη διήγηση του Ιωάννη, δίνει αλληγορική ερμηνεία στους κρίθινους άρτους και στην έρημο, όπου έγινε το θαύμα? γράφει τα ακόλουθα: «… οι κρίθινοι τοιγαρούν πέντε άρτοι τους προχείρους της φυσικής θεωρίας παραδηλούσι λόγους … Ως νοείν δίδωσι τοις των τοιούτων λόγων θαύμα εκ κριθής είναι τους άρτους, κοινόν δε τούτο κτηνών τε και ανθρώπων είδος υπάρχει τροφής και το συν γυναιξίν είναι και παισίν, όπερ δηλοί σαφώς μη των καθ’ ηδονήν παντελώς επιθυμιών και της ατελούς των λογισμών νηπιότητος αυτούς ηλλοτριώσθαι. Η δε έρημός εστιν ο κόσμος ούτος, εν ώ τοίς δια της φυσικής θεωρίας περί το θείον κινουμένοις τους της φύσεως πνευματικώς διαθρύπτων λόγους ο του Θεού Λόγος πάσαν αγαθών χαρίζεται πλησμονήν, ως δηλούσιν αι των περισσευμάτων κόφινοι, δώδεκα όντως τον αριθμόν».[22]

Πολλές αλληγορικές ερμηνείες στις έξι διηγήσεις του θαύματος του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων προσφέρει ο Θεοφύλακτος, παράλληλα με την ιστορική και γραμματική ερμηνεία που ο ίδιος ακολουθεί. Αρχίζει από το γεγονός που προηγήθηκε του θαύματος, δηλαδή την αγωνία και το φόβο του Ηρώδη, όταν άκουσε ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής αναστήθηκε, και τελειώνει με την άνοδο του Ιησού στο όρος μετά το θαύμα. `Ετσι, ο Ηρώδης, κατά το Θεοφύλακτο, συμβολίζει το σάρκινο και δερμάτινο νου των Ιουδαίων, η άνοδος στο όρος συμβολίζει την άνοδο στο σταυρό. Από τη διήγηση του θαύματος, όπως αυτή παρουσιάζεται και στους τέσσερις ευαγγελιστές, ο έρημος τόπος είναι τα έθνη, οι θεραπείες των ασθενών το μυστήριο του βαπτίσματος, οι πεντακισχίλιοι οι πέντε αισθήσεις και οι πληγές, οι οποίες θεραπεύονται με τους πέντε άρτους. Οι δύο ιχθείς είναι το Ευαγγέλιο και ο Απόστολος, οι πέντε άρτοι η Πεντάτευχος του Μωϋσή, τα δώδεκα κοφίνια των περισσευμάτων είναι τα όσα οι όχλοι δεν μπορούσαν να φάνε, δηλαδή να κατανοήσουν, λόγω της υποταγής τους στις πέντε αισθήσεις. Είναι τα δύσκολα νοήματα του Νόμου και του ευαγγελίου, τα οποία βαστάζουν, δηλαδή κατανοούν, μόνον οι Απόστολοι. Οι γυναίκες και τα παιδιά σημαίνουν το νηπιώδες, το γυναικείο και το άνανδρο φρόνημα που πρέπει να αποφεύγουν οι χριστιανοί[23].

Από τη διήγηση του θαύματος της διατροφής των τεσσάρων χιλιάδων οι τετρακισχίλιοι συμβολίζουν όσους έχουν τις τέσσερις αρετές, οι οποίοι τρέφονται με τους εφτά άρτους, δηλαδή με λόγους τέλειους και πνευματικούς. Ο αριθμός εφτά είναι σύμβολο του Πνεύματος και των εφτά πνευματικών χαρισμάτων, η τριήμερη παραμονή του όχλου κοντά στον Ιησού ακούγοντας τη διδασκαλία του συμβολίζει την τριπλή κατάδυση κατά το βάπτισμα, η κατάκλιση επάνω στο χόρτο σημαίνει την καταπάτηση της σάρκας , της ανθρώπινης δόξας και γενικά κάθε υλικού και γήινου. Οι εφτά σπυρίδες των περισσευμάτων είναι όσα πνευματικά θεϊκά νοήματα δεν μπόρεσαν οι όχλοι να φάνε, δηλαδή να κατανοήσουν.[24]

2. Τυπολογική ερμηνεία

Αρκετά σημεία του θαύματος του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων, ερμηνεύονται και τυπολογικά. Αρκετές τυπολογικές ερμηνείες έχει ο Κύριλλος συνδυάζοντας τις διηγήσεις και των τεσσάρων ευαγγελιστών. Μία από αυτές είναι η ερμηνεία που δίνει στην αναχώρηση του Ιησού «πέραν της θαλάσσης της Γαλιλαίας της Τιβεριάδος», καθώς και στο γεγονός ότι τον ακολούθησε «όχλος πολύς». Συσχετίζει όλα αυτά με τη διάβαση της Ερυθράς θάλασσας από τους Ισραηλίτες και την εγκατάστασή τους στην έρημο του Σινά. Η Ερυθρά θάλασσα είναι τύπος της λίμνης της Τιβεριάδας, ο έρημος τόπος είναι η έρημος του Σινά και οι Ισραηλίτες ο όχλος που ακολουθεί τον Ιησού.[25] Όπως τότε οι Ισραηλίτες λησμόνησαν την ευεργεσία του Θεού, έτσι και τώρα οι Ιουδαίοι λησμονούν τις ευεργεσίες του Χριστού και τον καταδιώκουν.[26] Ως τυπολογική και όχι αλληγορική μπορεί να χαρακτηρισθεί και η ερμηνεία που δίνει ο Κύριλλος με την άνοδο του Ιησού στο όρος. Ερμηνεύει το γεγονός με τη βοήθεια του χωρίου Ιω 12,32 «καγώ εάν υψωθώ εκ της γης, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν», στο οποίο υπαινίσσεται η σταυρική θυσία. `Ετσι, η άνοδος στο όρος είναι τύπος της ανόδου του Χριστού στο σταυρό.[27]Επίσης περισσότερο τυπολογικό και λιγότερο αλληγορικό χαρακτήρα έχει και η ερμηνεία του Ωριγένη και του Κυρίλλου για τους πέντε χιλιάδες άνδρες και τον αποκλεισμό από τον αριθμό αυτό των γυναικών και των παιδιών[28].To πλήθος αυτό των ανδρών προτυπώνεται στο πλήθος των Ισραηλιτών που απογράφηκε στην έρημο του Σινά, όταν ο Μωϋσής, μετά από εντολή του Θεού, κατέγραψε μόνο τους άνδρες από είκοσι ετών και πάνω (Αριθμ. 1,2-3). Ο πολλαπλασιασμός των άρτων και ο έρημος τόπος, όπου πραγματοποιήθηκε, συνδέεται τυπολογικά με το μάννα που έβρεξε ο Θεός στην έρημο για τους Ισραηλίτες . Επίσης τυπολογικά φαίνεται να συνδέει ο Ωριγένης[29] τα δώδεκα κοφίνια των περισσευμάτων με το Ψαλμ 80,7 «απέστησεν από άρσεων τον νώτον αυτού, αι χείρες αυτού εν τω κοφίνω εδούλευσαν», το οποίο αναφέρεται στην αγάπη του Θεού προς το λαό του Ιωσήφ, τους Ισραηλίτες, όταν εγκατέλειψαν την Αίγυπτο.

Τυπολογικά στοιχεία κατά την ερμηνεία του θαύματος παρουσιάζει και ο ιερός Χρυσόστομος, ο οποίος συσχετίζει το θαύμα με την ενέργεια του Θεού να δημιουργήσει τη βλάστηση στη γη («βλαστησάτω η γη βοτάνην χόρτου»= Γεν 1,11) και τις ζωντανές υπάρξεις στη θάλασσα (εξαγαγέτω τα ύδατα ερπετά ψυχών ζωσών»=Γεν 1,20). `Ετσι ο πολλαπλασιασμός των άρτων σημαίνει την κυριαρχία του Χριστού στη γη και των ιχθύων την κυριαρχία του στη θάλασσα[30]

3. Δογματική ερμηνεία

Το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων δίνει αρκετές αφορμές για δογματικές ερμηνείες. Αρκετοί πατέρες, όπως οι Κύριλλος, Χρυσόστομος, Θεοφύλακτος κ.ά. αναφέρονται σε σημεία όλων των διηγήσεων για να διορθώσουν παρερμηνείες και να καταπολεμήσουν αιρετικές δοξασίες της εποχής τους. Οι δογματικές τοποθετήσεις έχουν χριστολογικό χαρακτήρα. Αναφέρονται δηλαδή στη θεία και την ανθρώπινη φύση του Χριστού, στην ενότητα με τον Πατέρα και στο χαρακτήρα, τον τρόπο και το σκοπό των ενεργειών του. Τα σημεία του θαύματος, τα οποία προκαλούν δογματικό ενδιαφέρον στους ερμηνευτές, είναι τα ακόλουθα τρία: α) η φράση των Συνοπτικών «και λαβών τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθύας, αναβλέψας εις τον ουρανόν ευλόγησεν…» μαζί με την παραπλήσια φράση του Ιωάννη «έλαβεν ουν τους άρτους ο Ιησούς και ευχαριστήσας διέδωκεν…», β) η ερώτηση του Ιησού, όπως τη διασώζει ο Μάρκος,«πόσους άρτους έχετε;» και η παραπλήσια ερώτηση του Ιησού προς το Φίλιππο, η οποία υπάρχει στη διήγηση του κατά Ιωάννην, «πόθεν αγοράσωμεν άρτους;»και γ) το ερώτημα που θέτουν οι ερμηνευτές πατέρες, γιατί ο Ιησούς δεν κάνει το θαύμα «εκ μη όντων»;

Η απάντηση στο ερώτημα, γιατί ο Ιησούς προβαίνει σ’ αυτές τις ενέργειες, το οποίο προκύπτει από το πρώτο σημείο, είναι σε όλους σχεδόν τους πατέρες η ίδια. Ο Κύριλλος τονίζει ότι ο Χριστός ενεργεί συνήθως με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή ως άνθρωπος, επειδή θέλει να κρύψει «οικονομικώς το θεοπρεπές αξίωμα πρίν επιστήναι του παθείν τον καιρόν».[31]Ως ασφαλές στήριγμα αυτής της θέσης επικαλείται τα λόγια του Χριστού κατά το θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου, όταν σήκωσε τα μάτια του ψηλά και είπε: «πάτερ ευχαριστώ σοι ότι ήκουσάς μου. εγώ δε ήδειν ότι πάντοτέ μου ακούεις? αλλά δια τον όχλον τον περιεστώτα είπον, ίνα πιστεύσωσιν ότι σύ με απέστειλας»(Ιω 11,41-42). Τα λόγια αυτά δείχνουν ότι ο Χριστός ενεργεί με τον τρόπο αυτό, επειδή θέλει, όπως φαίνεται από την τελευταία φράση, να βοηθήσει τους ανθρώπους να καταλάβουν την ιδιότητά του και τη σχέση του με τον Πατέρα. Θέλει, δηλαδή, να διδάξει «τον περιεστώτα όχλον» να καταλάβει ότι ο Θεός τον απέστειλε.[32] H θέση αυτή φαίνεται να διατυπώνεται για πρώτη φορά από το Μ. Αθανάσιο.[33] Ο Κύριλλος από όλα τα παραπάνω συμπεραίνει ότι το «ευχαριστώ σοι» του Χριστού κατά την ανάσταση του Λαζάρου, το «ευχαριστήσας» που αναφέρει ο Ιωάννης κατά το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων και το «ευλόγησεν» που αναφέρουν οι Συνοπτικοί κατά το ίδιο θαύμα πρέπει να ερμηνευθούν κατά τον ίδιο τρόπο, δηλαδή «οικονομικώς».[34] Οι ενέργειες αυτές του Ιησού κατέπληξαν τους μαθητές του και τον όχλο, οι οποίοι τον είδαν ως «Θεόν όντα και Θεού Υιόν κατά αλήθειαν».[35]

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας την ευλογία και την ευχαριστία του Χριστού τονίζει τρία σημεία: α) την ισότητα του Χριστού με τον Πατέρα, την οποία δείχνει συχνά με το να ενεργεί «ως εξουσίαν έχων»(Μτθ 7,29. Μρκ 1,22), β) την προέλευσή του από τον Πατέρα, όπως αποδεικνύει η ταπεινότητά του και η αναφορά του σε Εκείνο, γι’ αυτό ενεργεί και «μετ’ εξουσίας» και «ευχόμενος» και γ) τη συνήθειά του να θαυματουργεί «εν μεν τοις ελάττοσι αναβλέπων εις τον ουρανόν, εν δε τοις μείζοσι μετ’ εξουσίας πάντα ποιών».`Οταν ζητάει τη βοήθεια του Πατέρα, δε σημαίνει ότι παίρνει δύναμη από Εκείνον, αλλά «ούτω ποιεί τιμών τον γεγενηκότα».[36]

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ερμηνεία του Θεοφυλάκτου, ο οποίος λέγει ότι ο Χριστός ευλογεί και ευχαριστεί «ενώπιον του όχλου, ίνα πεισθώσι πάντες ότι κατά γνώμην Θεού παρεγένετο και ως ουκ έστιν αντίθεος, αλλά πάντα προς τον Πατέρα αναφέρει. `Οτε μεν κατά μόνας ποιεί σημεία, ουδέν τοιούτον ποιεί, καίτοι μείζω τελών? όταν δε ενώπιον πολλών θαυματουργή, τότε προς τον Θεόν αναβλέπει. Δείκνυσι δε ότι ουκ ασθενεία τούτο ποιεί, αλλά δι’ οικονομίαν εκ του μείζονα δεσποτικώς και αυθεντικώς ποιείν. Λέγουσι δε τινες δια τούτο αυτόν ευχαριστείν, ίνα λάθη τον του κόσμου άρχοντα άχρι και του καιρού του πάθους και μη εντεύθεν ήδη οιηθείη αυτόν Θεόν, αλλ’ άπατηθή και δελεασθή και ούτω δια του σταυρού νεκρωθείη».[37]

Το πρόβλημα που δημιουργείται από το δεύτερο σημείο της διήγησης του θαύματος, δηλαδή το ερώτημα του Ιησού προς τους μαθητές του «πόσους άρτους έχετε» (Μρκ 6,38) και το παραπλήσιο ερώτημα προς το Φίλιππο «πόθεν αγοράσωμεν άρτους …» (Ιω 6,5), έχει σχέση με την ανθρωποπρεπή συμπεριφορά του Ιησού και τις παρερμηνείες που δημιουργήθηκαν από αιρετικούς και κυρίως από τους Αρειανούς. Το ερώτημα «πόσους άρτους έχετε» αντιμετωπίζει πρώτος ο Μ.Αθανάσιος[38] Οι ερμηνευτές πατέρες, με πρώτον τον Κύριλλο[39], συνδυάζουν τα δύο ερωτήματα και τονίζουν ότι ο Ιησούς ενεργεί «ανθρωποπρεπώς». Ως απόδειξη επικαλούνται τη φράση από τη διήγηση του θαύματος στο κατά Ιωάννην «τούτο δε έλεγεν πειράζων αυτόν? αυτός γαρ ήδει τι έμελλεν ποιείν».Επομένως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ιησούς ενεργεί ως άνθρωπος πειράζοντας και δοκιμάζοντας στην πρώτη περίπτωση τους μαθητές του και στη δεύτερη μόνο το Φίλιππο, για να διαπιστώσει, αν πιστεύουν οτι μπορεί και εδώ να θαυματουργήσει. Το αποτέλεσμα της δοκιμασίας ήταν αρνητικό και στις δύο περιπτώσεις, γιατί κανένας από τους μαθητές του δε σκέφτηκε τη λύση του προβλήματος με τη θαυματουργική επέμβαση του Χριστού. Όλα αυτά έγιναν, τόσο κατά τους Κύριλλο[40] και Χρυσόστομο[41] όσο και τους Θεοφύλακτο[42] και Ζιγαβηνό[43], σκόπιμα, για να παραμείνει έντονη η ανάμνηση του θαύματος στους μαθητές και να διαπιστώσουν για μια ακόμη φορά τη θεότητα του Χριστού.

Το τρίτο δογματικό σημείο του θαύματος του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων προκύπτει από το ερώτημα, το οποίο θέτει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και το επαναλαμβάνει ο Θεοφύλακτος. Αναφέρεται στον τρόπο που ο Χριστός ενήργησε το θαύμα, δηλαδή, γιατί χρειάστηκε να έχει τους υπάρχοντες πέντε άρτους και τα δύο ψάρια για να τα πολλαπλασιάσει και δε θαυματούργησε «εξ ουκ όντων»[44]. Η απάντηση, η οποία έχει αντιαιρετικό χαρακτήρα, είναι σχεδόν ή ίδια και στους δύο. Ως πληρέστερη μπορεί να χαρακτηρισθεί η απάντηση του Θεοφυλάκτου, ο οποίος γράφει: «Ο γάρ Κύριος και εκ μη όντων ηδύνατο άρτους ποιείν τω πλήθει αρκούντας? όμως ίνα μη δόξη η κτίσις αλλοτρία είναι της αυτού σοφίας, αυτή τη κτίσει κέχρηται προς την υπόθεσιν των θαυμάτων? και αφορμήν λαβών τους άρτους, ώσπερ ύλην τινά, ούτως ειδοποιεί το θαύμα. Αισχυνέσθωσαν οι Μανιχαίοι λέγοντες ότι ο άρτος και πάντα τα εν τη κτίσει του πονηρού Θεού εισιν δημιουργήματα? και δια τούτο εάν τις αυτοίς δώη άρτον, μη λαμβάνοντες αυτόν εκ των εκείνου χειρών, αλλά πόρρωθεν μεν αυτόν ρίψαι επιτάττοντες, ιστάμενοι δε και καταρώμενοι τω δόντι ? ο σπείρας σε σπαρείη? ο αλήσας σε, αλεσθείη τας σάρκας, και όσα τοιουτότροπα. Αισχυνέσθωσαν ουν ακούοντες, ότι ο του αγαθού Θεού Υιός ο Χριστός, άρτους επλήθυνεν. Ει δε κακόν ήσαν κτίσμα, ουκ αν ο αγαθός το κακόν επλήθυνεν, ίνα μη λέγω και αυτός άρτους ήσθιεν».[45]

4. Ιστορική και γραμματική ερμηνεία

Όλοι οι ερμηνευτές πατέρες κάνουν ιστορικογραμματικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις στο θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων. Από αυτούς δεν εξαιρείται ο Ωριγένης και κυρίως ο Κύριλλος, ο οποίος, όταν κάνει τέτοια ερμηνεία, συνήθως το σημειώνει λέγοντας π.χ. «και ταύτα μέν ημίν εις το εκ της ιστορίας λελέξεται χρήσιμον…». [46] Σημειώνουμε και πάλι ότι όλοι θεωρούν τις διηγήσεις του θαύματος στους τέσσερις ευαγγελιστές ως μία ενιαία διήγηση, γι’ αυτό, κατά τις ερμηνείες τους, χρησιμοποιούν στοιχεία από τους Συνοπτικούς και από τον Ιωάννη.[47] `Ολοι τοποθετούν το θαύμα μέσα στη συνάφειά του αναφέροντας τόσο τα πριν από αυτό γεγονότα όσο και αυτά που ακολουθούν. Σημειώνουν ότι το θαύμα έγινε έτσι, ώστε να μην υπάρξει αμφιβολία τόσο στους μαθητές, που το διακόνησαν, όσο και στο πλήθος που δοκίμασε την τροφή. Τη θέση αυτή διατυπώνει τόσο ο Κύριλλος[48] όσο και όσοι ανήκουν στη Σχολή της Αντιόχειας. Iστορικοκριτικά αντιμετωπίζει το θαύμα και ο Μ.Αθανάσιος, ο οποίος γράφει ότι αυτό έγινε «ίνα μεθ’ υπερβολής ανύποπτον υπάρξη το θαύμα και μηδείς νομίση πλησίον κώμην κειμέμην εισενεγκείν τι εις την τράπεζαν».[49] Το ίδιο κάνει και ο Κύριλλος.[50] Τη θέση αυτή επαναλαμβάνει ο Χρυσόστομος και οι μεταγενέστεροι ερμηνευτές, δηλαδή ότι ο Χριστός προκάλεσε το πλήθος να τον ακολουθήσει «εις έρημον τόπον», για να αποκλεισθεί η ένσταση ότι οι άρτοι και τα ψάρια αγοράστηκαν από κάποιο κοντινό χωριό. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο αναφέρεται και ο τόπος και ο χρόνος της τέλεσης του θαύματος.[51] Ως αποδεικτικό στοιχείο, για να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να θεωρηθεί ότι το θαύμα ήταν προϊόν φαντασίας, είναι η πείνα του όχλου? Ο Χρυσόστομος γράφει σχετικά: «Διά τούτο και πεινάσαι αφήκε τους όχλους, ίνα μη τις φαντασίαν είναι νομίση το γεγενημένον».[52]

Τα δώδεκα κοφίνια των περισσευμάτων για τους αλληγοριστές συμβολίζουν, όπως είδαμε, τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, ενώ για το Μ. Αθανάσιο και τους Αντιοχειανούς αντιστοιχούν στους δώδεκα μαθητές του Ιησού. Είναι δώδεκα τα κοφίνια, για να αντιστοιχεί από ένα στον καθένα και, όπως γράφει ο Μ. Αθανάσιος,«ίνα και Ιούδας βαστάση».[53] Ένα άλλο σημείο, που τονίζει ο Χρυσόστομος και επαναλαμβάνουν και οι μεταγενέστεροι ερμηνευτές πατέρες, είναι ότι το θαύμα δεν έγινε σε κάποιο μεμονωμένο πρόσωπο με την παρουσία και άλλων, αλλά ο ίδιος ο όχλος γίνεται άμεσος κοινωνός της χάρης και της δωρεάς του Χριστού.[54] Επισημαίνεται ότι η ενέργεια του Ιησού να δώσει στους μαθητές του να διανείμουν τα τρόφιμα έχει ως σκοπό και να τους τιμήσει αλλά ταυτόχρονα και να μη ξεχάσουν το θαύμα, δηλαδή «ου τιμών μόνον αλλ’ ίνα όταν γένηται το θαύμα, μη απιστήσωσι μηδέ επιλάθωνται παρελθόντος, των χειρών αυτοίς μαρτυρουσών».[55] Τον ίδιο σκοπό υπηρετεί, όπως πρώτος σημειώνει ο Μ. Αθανάσιος[56], και το γεγονός ότι τα περισσεύματα δεν ήταν ολόκληροι άρτοι αλλά «κλάσματα», ήθελε δηλαδή ο Χριστός και με αυτό «παιδεύσαι τους μέλλοντας είναι διδασκάλους της οικουμένης».[57] Στη διήγηση του κατά Ιωάννην πρωταγωνιστεί ο Φίλιππος, επειδή εκείνος είχε μεγαλύτερη ανάγκη να κατανοήσει το θαύμα και να διδαχθεί από αυτό.[58] Πρέπει να σημειωθεί ότι σε όλη τη διαδικασία του θαύματος πρωταγωνιστούν και προβάλλονται οι μαθητές του Χριστού.

Ο Χρυσόστομος, αναφερόμενος στην πληροφορία «ήν εγγύς το πάσχα, η εορτή των Ιουδαίων», που υπάρχει στο κατά Ιωάννην, σημειώνει ότι η μη μετάβαση του Ιησού και των μαθητών του στην Ιερουσαλήμ για τη γιορτή και η παραμονή τους στη Γαλιλαία μπορεί να ερμηνευθεί σαν μία ενέργεια κατάργησης του Νόμου.[59]

Ένα σημείο των διηγήσεων, το οποίο δημιουργεί πρόβλημα στο Χρυσόστομο και το Θεοφύλακτο είναι η δυσαναλογία του πλήθους με τους άρτους και τα περισσεύματα των κλασμάτων στα θαύματα του χορτασμού των πέντε και των τεσσάρων χιλιάδων. Δηλαδή, σε λιγότερο πλήθος (4.000) ο αριθμός των άρτων είναι μεγαλύτερος (7), ενώ σε μεγαλύτερο πλήθος (5.000) η ποσότητα των περισσευμάτων είναι μεγαλύτερη (12 κοφίνια). Ο Χρυσόστομος προτείνει διαζευκτικά δύο λύσεις: ή α) ότι οι σπυρίδες ήταν μεγαλύτερης χωρητικότητας από τα κοφίνια ή β) ότι η δυσαναλογία αυτή είναι σκόπιμη, για να εντυπωθούν καλλίτερα τα θαύματα και να διατηρηθούν στη μνήμη των παρισταμένων.[60] Ο Θεοφύλακτος επαναλαμβάνει τις ερμηνείες του Χρυσοστόμου, αλλά προσθέτει και μια τρίτη ερμηνεία, αλληγορική? γράφει τα εξής: «Σύ δέ και τούτο γνώθι, ότι τετρακισχίλιοι,τουτέστιν, οι τας τέσσαρας αρετάς έχοντες τελείως, ούτοι επτά άρτοις, τουτέστι, πνευματικωτέροις λόγοις και τελειωτέροις τρέφονται. Ο γάρ επτά αριθμός, των επτά πνευματικών χαρισμάτων σύμβολον? …».[61]

5. Ηθική ερμηνεία

Στα πλαίσια της ιστορικής και γραμματικής ερμηνείας οι πατέρες επισημαίνουν στις διηγήσεις διδακτικά στοιχεία και διατυπώνουν ηθικές παραινέσεις (π.χ.«μάνθανε δε και τουτο κατά την ιστορίαν ότι…»)[62] προς τους πιστούς. Με τον τρόπο αυτό ερμηνεύουν το θαύμα οι ερμηνευτές πατέρες που ακολουθούν τις αρχές της Σχολής της Αντιόχειας, χωρίς όμως να αποκλείονται εντελώς και οι της Σχολής της Αλεξάνδρειας, όπως π.χ. ο Κύριλλος Αλεξανδρείας.[63]Στη συνέχεια αναφέρουμε μερικές από τις παραινέσεις αυτές. Μια κοινή σε όλους τους ερμηνευτές παραίνεση, η οποία διατυπώνεται πρώτα από το Μ. Αθανάσιο, προκύπτει από την ενέργεια του Ιησού να αναβλέψει στον ουρανό και να ευλογήσει τους άρτους και τα ψάρια. Αυτό δημιουργεί σε όλους την υποχρέωση «μη πρότερον άπτεσθαι τραπέζης έως αν ευχαριστήσωμεν τω την τροφήν ημών παρέχοντι».[64] Η πληροφορία ότι οι άρτοι ήταν κρίθινοι σημαίνει ότι οι πιστοί πρέπει να αποφεύγουν «τον τύφον της πολυτελείας».[65] Το γεγονός ότι τα τρόφιμα πριν από το θαύμα δεν επαρκούσαν για το πλήθος, διδάσκει τους πιστούς ότι δεν πρέπει να αποφεύγουν να φιλοξενήσουν κάποιον, επειδή δεν διαθέτουν πολλά τρόφιμα.[66] Την ενέργεια των μαθητών του Ιησού να διαθέσουν για το πλήθος τις προμήθειες, που είχαν για τις δικές τους ανάγκες, πρέπει να τη μιμούνται οι πιστοί και να προσφέρουν ακόμη και τα λίγα που έχουν σε όσους τα έχουν ανάγκη.[67] Η άνοδος του Ιησού με τους μαθητές του στο όρος πριν από το θαύμα (Ιω 6,3) σημαίνει α) ότι η ανάπαυση πρέπει να γίνεται μακριά από θορύβους, β)ότι η ερημιά είναι «επιτήδειον προς φιλοσοφίαν» και γ) ότι όποιος θέλει να πλησιάσει το Θεό, πρέπει να ζητάει τόπο «καθαρόν θορύβου και ταραχής».[68] Τα πολλά περισσεύματα των κλασμάτων φανερώνουν ότι οι όχλοι «ουκ ηδυνήθησαν πολλά φαγείν, αλλ’ ολίγοις ηρκέσθησαν».[69] Αυτό προτρέπει στο «ότι δεί ημάς άχρι της χρείας ίστασθαι και μηδέν πλέον ζητείν».[70] Η προτροπή του Ιησού προς τους μαθητές του «δεύτε υμείς αυτοί κατ’ ιδίαν εις έρημον τόπον και αναπαύεσθε ολίγον»(Μρκ 6,31) διδάσκει ότι οι προεστώτες πρέπει «τους κοπιώντας εν τε λογω και διδασκαλία αναπαύσεως αξιούν και μη αεί κατατείνειν αυτούς τοις πόνοις».[71]

*

Στη σύγχρονη επιστημονική έρευνα υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για την ερμηνεία του θαύματος του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων. Πολλοί ερμηνευτές δέχονται τη μεσσιανική ερμηνεία, ότι δηλαδή, ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας, ο οποίος ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του λαού του. Ένας μεγάλος αριθμός ερευνητών δέχεται την ευχαριστιακή ερμηνεία, την οποία στηρίζει σε ισχυρά επιχειρήματα, όπως είναι η γλωσσική ομοιότητα με τη διήγηση του Μ. Δείπνου (Μτθ 26,17-30. Μρκ 14,12-26. Λκ 22,7-23), η ομιλία περί άρτου της ζωής που ακολουθεί λίγο μετά το θαύμα στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο (6,22-71) κλπ.[72] `Αλλοι ισχυρίζονται ότι η ευχαριστία και η ευλογία του Ιησού έχει άμεση σχέση με τα ιουδαϊκά έθιμα των γευμάτων και των δείπνων, όπου πριν από την έναρξη του φαγητού ο οικοδεσπότης ευλογούσε ή ευχαριστούσε το Θεό και αμέσως μετά έκοβε τον άρτο σε κομμάτια και τον μοίραζε στους συνδαιτυμόνες.[73]

Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι πατέρες της εκκλησίας δεν ερμηνεύουν το θαύμα ευχαριστιακά-μυστηριακά. Μοναδική εξαίρεση φαίνεται να αποτελεί ο Θεοφύλακτος, ο οποίος, ενώ ερμηνεύει και τις έξι διηγήσεις του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων, μόνο σε μία από αυτές, στη διήγηση του κατά Ματθαίον (14,13-21), στην οποία κάνει και αλληγορική ερμηνεία, γράφει τα ακόλουθα: «… αναχωρεί λοιπόν ο Ιησούς εις έρημον τόπον, εις τα έθνη, τα έρημα του Θεού, και θεραπεύει τους αρρώστους κατά ψυχήν, είτα και τρέφει αυτούς. Ει μη γαρ αφήσει ημίν τας αμαρτίας και θεραπεύσει τας αρρωστείας δια του βαπτίσματος, ου θρέψει ημάς τη μεταδόσει των αχράντων μυστηρίων. Ουδείς γαρ αβάπτιστος μεταλαμβάνει».[74] Μία άλλη όμως γνωστή εκκλησιαστική προσωπικότητα, ο Ευτύχιος, Πατριάρχης Κ/πόλεως, (6ος αι.) γράφει τα ακόλουθα: «Τούτο μέντοι το ποτήριον, ο εκέλευσεν αυτοίς εις αλήλους διαμερίσαι, του δείπνου ην ου των κοινωνικών μυστηρίων. Εφεξής ουν προϊών ο Λουκάς, φησιν, ότι και του άρτου και του ποτηρίου αυτός μετέδωκε τοις αποστόλοις. Ει δε και επί τω ποτηρίω του δείπνου ηυχαρίστησεν, ου θαυμαστόν? και ημείς γαρ ευχαριστούμεν και επί της κοινής εστιάσεως και επί της μυστικής? διάφορα δε όμως η ευχαριστία και η ευλογία. Το δε και επί τη βρώσει ευχαριστείν εκ του ευαγγελίου ημίν παραδέδοται. Ευλόγησε γουν τους πέντε άρτους και ούτως τοις όχλοις έδωκε δια των μαθητών. Και πάλιν μετά το δείπνον είρηται ότι υμνήσαντες εξήλθον εις το όρος των Ελαιών».[75]

[1] Η σύγχρονη έρευνα θεωρεί ότι το 6ο κεφάλαιο του ευαγγελιστή Ιωάννη πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ των κεφαλαίων 4 και 5.(Βλ. Ι. Καραβιδόπουλου, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη (Β` έκδοση),Θεσσαλονίκη 1998,σελ.240 εξ.)

[2] Βλ. Δημητρίου Τρακατέλη (Μητροπολίτου Βρεσθένης), Οι πατέρες ερμηνεύουν. Απόψεις πατερικής βιβλικής ερμηνείας (έκδ. Αποστολικής Διακονίας),Αθήνα 1996, σελ 14 εξ.

[3] P.G. 13,904 Β

[4] P.G. 13,904BC

[5] P.G. 73,437C

[6] P.G. 73,437D

[7] P.G. 13,904CD

[8] P.G. 72,417A.644D

[9] P.G.13,573B

[10] P.G. 13,905B

[11] P.G. 13,905B

[12] P.G. 13,908A. 912A

[13] P.G. 73,456D

[14] P.G. 9,316A

[15] P.G. 13,909A

[16] P.G. 72,417D

[17] P.G. 73,453C

[18] P.G.13,909B

[19] P.G. 73,453B

[20] P.G. 90,392B

[21] P.G. 90,392B

[22] P.G. 91,1396BC

[23] P.G. 123,300B. 557AB. 1289BC

[24] P.G. 123,313BC. 569AB

[25] P.G. 73 440B

[26] P.G. 73,440D

[27] P.G. 73,441AB

[28] P.G. 13, 908CD. 73,453A

[29] P.G. 13,908A

[30] P.G. 58,498

[31] P.G. 73,453D

[32] P.G. 72,417C. 644D

[33] P.G. 28,704B

[34] P.G. 73,456B

[35] P.G. 72,645C

[36] P.G. 58,498

[37] P.G. 123,1288CD

[38] P.G.26,308A

[39] P.G.75,377B

[40] P.G. 73,445B-D

[41] P.G. 59,240.241.242

[42] P.G. 123,556B. 1285AB

[43] P.G. 129,433.A. 1237A

[44] P.G. 58,498

[45] P.G. 123,1285CD

[46] P.G. 73,460C

[47] O Zιγαβηνός γράφει σχετικά: «Δήλον τοίνυν, ότι α μεν είπον οι άλλοι ευαγγελισταί, παρέδραμεν ο Ιωάννης,α δε παρέδραμον εκείνοι, ταύτα ούτος απήγγειλεν (P.G. 129,433A)

[48] P.G. 73,457B

[49] P.G. 28,704B

[50] P.G. 72,421C

[51] P.G. 58,498

[52] P.G. 58,499

[53] P.G. 28,704C

[54] P.G. 58,498

[55] P.G. 58,499A

[56] P.G. 28,704C

[56] P.G. 28,704C

[57] P.G. 59,242

[58] P.G. 59,240

[59] P.G. 59,239.240

[60] P.G. 58,527

[61] P.G. 123,313B

[62] P.G. 123,569C

[63] P.G. 72,417B.645A. 73,441D.457C κ.α.

[64] P.G. 28,704B. 72,417B. 645A. 58,498. 123,817A. 129,433B κ.α.

[65] P.G. 58,497

[66] P.G. 123,1289B

[67] P.G. 58,499

[68] P.G. 129,1236C

[69] P.G. 123,569B

[70] P.G. 123,569C

[71] P.G. 123,553C

[72] Βλ. Ι. Καραβιδόπουλου, Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, Θεσσαλονίκη 1988, σελ.223εξ.

[73] Βλ Χ.Καρακόλη, Η θεολογική σημασία των θαυμάτων στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, Θεσσαλονίκη 1997, σελ.174

[74] P.G.123,300AB

[75] P.G. 86,2400B

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Χριστούγεννα

  Κάθομαι απέναντι από το χριστουγεννιάτικο δέντρο και κοιτάζω τα λαμπιόνια που αναβοσβήνουν. Και αναρωτιέμαι. Σήμερα, τη μέρα που γιορτάζου...