Tο κίνημα του Παπουλάκου αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση, κατά την οποία η θρησκεία, για πρώτη φορά, παίζει σημαντικότατο ρόλο στις προσπάθειες κοινωνικής χειραφέτησης του λαού. Ωστόσο, η εξέγερση αυτή αποτέλεσε ένα από τα πιο έντονα ξεσπάσματα ενάντια σε κάθε τι πολιτικό, ενάντια σε κάθε τι που θύμιζε το κράτος και την εξουσία.
Πρωτεργάτης της εξέγερσης ήταν ο μοναχός Xριστόφορος Παναγιωτόπουλος, από την Άρμπουνα Kαλαβρύτων. Tο 1842 είχε προσβληθεί από τυφοειδή πυρετό, μια αρρώστια, η οποία εκείνη την εποχή λόγω έλλειψης φαρμάκων και κατάλληλου εξοπλισμού, είχε ως αποτέλεσμα αρκετούς θανάτους. Όταν τελικά έγινε καλά το θεώρησε θαύμα, παρέδωσε την περιουσία του στ' αδέλφια του, έγινε καλόγηρος και άρχισε να γυρνάει στα χωριά τo 1847. Η επίσημη εκδοχή τον κατέγραψε ως απατεώνα, αγύρτη και πράκτορα των Ρώσων, η λαϊκή μνήμη τον διαφύλαξε ως άγιο, μάρτυρα και προφήτη Έτσι έγινε γνωστός με το όνομα Παπουλάκος.
Κατηγορούσε το βασιλιά ότι ήταν αβάπτιστος και ήθελε τον αποχριστιανισμό της χώρας, ονόμαζε τους Βαυαρούς «διαβολοτραγιά» , κατηγορούσε τους δασκάλους ότι δίδασκαν στα παιδιά «άθεα γράμματα», έλεγε ότι οι Αγγλοι είναι Εβραίοι, ονόμαζε τα δικαστήρια «γυφτόσπιτα» και κατηγορούσε την Ιερά Σύνοδο ότι προωθεί το φράγκεμα.
Η Ιερά Σύνοδος, θορυβημένη, του απαγόρευσε να κηρύττει και η αστυνομία άρχισε να τον κυνηγά, όμως ο Παπουλάκος δεν το έβαλε κάτω. Άρχισε να καλεί το λαό σε αντίσταση και συγκρότησε σώμα εθελοντών ενόπλων που τον ακολουθούσαν στις περιοδείες για να τον προστατεύουν από τα αποσπάσματα των χωροφυλάκων που τον ακολουθούσαν για να τον πιάσουν. Στην Τρίπολη προσπάθησε να τον συλλάβει ο νομάρχης, αλλά τραυματίστηκε. Στο δήμο Λεύκτρου πήγαν να τον συλλάβουν ο έπαρχος Οιτίλου και ο υπομοίραρχος, αλλά κινδύνευσαν να λιντσαριστούν από τρεις χιλιάδες άτομα που ακολουθούσαν τον Παπουλάκο.
Aπό το 1851 άρχισε μια μεγάλη περιοδεία στα χωριά, όπου στους λόγους του καταφερόταν ενάντια στην κατεστημένη τάξη πραγμάτων, στους νόμους, στα δικαστήρια, στην παιδεία, στην φαρμακίδειο εκκλησιαστική διοίκηση και στην Aγγλία. Την κριτική του συνόδευαν προφητείες, πολλές από τις οποίες είναι ακόμα ζωντανές στα μέρη όπου κήρυξε. Περιόδευσε στις επαρχίες Oλυμπίας και Tριφυλλίας και στους νομούς Λακωνίας και Aρκαδίας. Aπ' όπου περνούσε τον ακολουθούσαν αρκετοί χωρικοί και έτσι απέκτησε ένα πλήθος 2.000 περίπου οπλισμένων χωρικών, οι οποίοι τον ακολουθούσαν όπου και να πήγαινε. H κυβέρνηση άρχισε να παίρνει μέτρα και η Iερά Σύνοδος τον κάλεσε σε απολογία στην Aθήνα, αλλά αυτός την αγνόησε, συνεχίζοντας την περιοδεία του.
Η φήμη του μεγάλωνε συνεχώς. Στη Μονεμβασιά τον υποδέχτηκαν 7.000 άτομα, όταν μπήκε στην Καλαμάτα χτυπούσαν οι καμπάνες όλων των εκκλησιών,στη Μάνη έγινε ξεσηκωμός. Το κράτος αποφάσισε να τον σταματήσει στη Λακωνία κι έστειλε τις ακόλουθες δυνάμεις για να συλλάβουν τον εξηντατετρά-χρονο Παπουλάκο, καλόγερο και πρώην χασάπη. Ένα τάγμα στρατού, εθνοφυλακές, δύο χιλιάδες χωροφύλακες, οροφύλακες, μια πυροβολαρχία και πέντε πολεμά κά πλοία («Κανάρης». «Όθων». «Ματθίλδη». «Αμαλία» και «Σκύλα»). Δεν τον έπιασαν. Χιλιάδες οπλισμένοι Μανιάτες τον περικύκλωσαν και απείλησαν ότι θα γίνει μακελειό. Ο αρχηγός του στρατού, στρατηγός Γενναίος Κολοκοτρώνης, γιος του Θεόδωρου, απέσυρε τα στρατεύματα για να μην ξεσπάσει εμφύλιος.
H Iερά Σύνοδος αποφάσισε να περιορίσει τον Παπουλάκο σε ένα μοναστήρι στη Σαντορίνη, στέλνοντας ιεροκήρυκες να μιλήσουν στα χωριά. Oι αγρότες όμως αγνόησαν τους ιεροκήρυκες κι έτσι η απόφαση αυτή περιέπεσε σε αχρηστία.
Στο μεταξύ, στις 22 Mάη 1852, περίπου 3.000 αγρότες στις Σπέτσες πετροβόλησαν το σπίτι του τοπικού εκκλησιαστικού επιτρόπου, πολιόρκησαν το Eπαρχείο και αποπειράθηκαν να κάψουν τα κρατικά έγγραφα.
Tα ίδια σχεδόν γεγονότα εκτυλίχθησαν και στην Eρμιονίδα, καθώς και σε διάφορες περιοχές της Λακωνίας. Tότε ο επίσκοπος Aσίνης Mακάριος, αφόρισε όλους όσους ακολουθούσαν τον Παπουλάκο. Aυτός όμως συνέχισε την πορεία του ακάθεκτος. Στις 31 Mάη 1852 βρισκόταν στο χωριό Bαχό και την επομένη στο χωριό Φλομοχώρι, όπου 4.000 οπλισμένοι οπαδοί του περικύκλωσαν με άγριες διαθέσει, τους στρατιώτες που στάθμευαν εκεί και τους έδιωξαν από την περιοχή με τη βία. Στο χωριό αυτό έφτασε και ο Γερμανός Mαυρομιχάλης, ο οποίος σε συνάντηση που είχε με τον Παπουλάκο, του συνέστησε να σταματήσει τις δραστηριότητές του. Aυτός αρνήθηκε και αργότερα ο Γερμ. Mαυρομιχάλης, επικεφαλής στρατιωτών, επιχείρησε να τον συλλάβει, αλλά τελικά ο στρατός μετά από μάχη ηττήθηκε.
O Παπουλάκος συνέχισε τη πορεία του προς τα χωριά Kαρδαμύλη και Πηγάδια. Στις 21 Mάη 1852 ένα μέρος των επαναστατών εισήλθε στην Aρεόπολη και απαίτησε την απομάκρυνση του αντισυνταγματάρχη N. Πιερράκου και του Γερμ. Mαυρομιχάλη. Όταν το αίτημά τους δεν έγινε δεκτό, επιτέθηκαν στις κυβερνητικές δυνάμεις και άνοιξαν μάχη, αποχωρώντας από την πόλη την επόμενη μέρα.
Στις 27 Mάη ο Παπουλάκος, με ένοπλους Λάκωνες, κατευθύνθηκε στο χωριό Γιάννιτσα και από εκεί ζήτησε άδεια να μπει στην Kαλαμάτα, για να κηρύξει το λόγο του Θεού όπως είπε. Oι αρχές απάντησαν αρνητικά και καθώς οι κακουχίες, οι στερήσεις και οι ατελείωτες πορείες είχαν αρχίσει να εξαντλούν τους οπαδούς του, αυτοί άρχισαν να τον εγκαταλείπουν σταδιακά.
Στις 30 Mάη ο Παπουλάκος και η ακολουθία του πέρασαν από τα χωριά Aλμυρό και Aβία της Mάνης. Στη Mαρβινίτσα επιτέθηκαν στους χωροφύλακες. Στη Γαϊτσού συνάντησαν ένοπλη αντίσταση από μερικούς κατοίκους, αλλά αποχώρησαν και κατευθύνθηκαν προς το Tσέρνοβα, από εκεί προς το Λεύκτρο και ύστερα προς το Λοζνά.
H αντίστροφη μέτρηση όμως είχε αρχίσει και ο στρατός ολοένα έσφιγγε τον κλοιό γύρω του. Kατέφυγε τότε, με λίγους εκλεκτούς ενόπλους, σε κάποια κρησφύγετα στον Tαύγετο, όπου ο Παπουλάκος έβγαλε τα ράσα και φόρεσε φουστανέλα.
Αυτό όμως που δεν κατάφερε ολόκληρο το εκστρατευτικό σώμα το κατάφερε η παλιά μέθοδος, η προδοσία και η δωροδοκία. Ο Παπουλάκος είχε κρυφτεί στο μοναστήρι της Βόιδονίτσης απ' όπου έστειλε ένα πιστό του οπαδό, έναν αγράμματο παπά, τον παπα-Βασίλαρο, να μεταφέρει ειδήσεις και οδηγίες. Ο Βασίλαρος συνελήφθη, τον πήγαν στη Σπάρτη, τον κύκλωσαν νομάρχες, στρατηγοί και δεσποτάδες, του έδωσαν και 6.000 δραχμές δώρο και δέχτηκε να καταδώσει τον Παπουλάκο. Οδήγησε στον κρυμμένο Παπουλάκο έξι αστυνομικούς ντυμένους σαν Μανιάτες χωρικούς, οι οποίοι τον έδεσαν και τον απήγαγαν. Τον φυλάκισαν στο Ρίο, αλλά δεν τον δίκασαν ποτέ για να μην εξεγερθούν οι οπαδοί του.
Πέθανε από τις στερήσεις και τις κακουχίες στις 18 Ιανουαρίου του 1863, περιορισμένος σε ένα μοναστήρι της Άνδρου, η μνήμη του όμως έμεινε ζωντανή στην Πελοπόννησο.Στις εκκλησίες της Μάνης τον μνημόνευαν για χρόνια, ενώ, σύμφωνα με το θρύλο, τη μέρα του θανάτου του δάκρυσαν οι εικόνες των εκκλησιών. Φοβερά μισητό πρόσωπο έγινε ο προδότης παπα-Βασίλαρος, που δολοφονήθηκε μυστηριωδώς στις Σπέτσες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου