Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα, τα οποία πάντοτε απασχολούσαν την Εκκλησία, είναι αυτό της σχέσης της με τον κόσμο. Το ερώτημα και συνάμα ο πειρασμός της εκκοσμίκευσης αποτελεί σημείο –κλειδί για το πώς όσοι πιστεύουμε στον Θεό θα μπορέσουμε να πορευθούμε στον κόσμο. Θα υιοθετήσουμε το ήθος του κόσμου, διότι είμαστε μέλη του; Θα επιλέξουμε έναν αναχωρητισμό από τον κόσμο, γιατί θα πρέπει να δείξουμε ότι διαφέρουμε από αυτόν; Θα προσπαθήσουμε, υιοθετώντας τρόπους και μεθόδους κοσμικές, να ελκύσουμε ανθρώπους στην πίστη με κίνδυνο να αλλοτριωθεί το φρόνημά μας και να χάσουμε την ουσία της εκκλησιαστικής μας ταυτότητας;
Δεν είναι πάντοτε αυτονόητες οι απαντήσεις. Λησμονούμε ότι η Εκκλησία απαρτίζεται από πρόσωπα. Και τα πρόσωπα έχουν τα χαρίσματά τους. Αυτό συνεπάγεται ότι έχουν και τον δικό τους τρόπο προσέγγισης του κόσμου και της ζωής. Όμως υπάρχουν δύο συνισταμένες, τις οποίες οφείλουμε πάντοτε να λαμβάνουμε υπόψιν όταν το ερώτημα αυτό τίθεται στη ζωή μας. Η πρώτη έχει να κάνει με τρεις λόγους του Χριστού. Ο Κύριος, στην αρχιερατική Του προσευχή, λίγο πριν τα άγια Πάθη Του, ζήτησε από τον Θεό Πατέρα όχι να άρει τους μαθητές Του από τον κόσμο, να τους καταστήσει απόκοσμους, αναχωρητές εξ αυτού, αλλά να τους προφυλάξει από το πονηρό. Από ό,τι δηλαδή τους χωρίζει από την αγάπη του Χριστού. Το κακό. Την αμαρτία. Την επιρροή του διαβόλου. Τον τρόπο του διαβόλου, ο οποίος έχει να κάνει με την άρνηση της αγάπης και την πρόταξη της εξουσίας. «ουκ ερωτώ ίνα άρης αυτούς εκ του κόσμου, αλλ’ ίνα τηρήσης αυτούς εκ του πονηρού» (Ιωάν. 17, 15). Ο δεύτερος λόγος του Χριστού αναφέρεται στην στάση του κόσμου έναντι των μαθητών Του. «Ο κόσμος αν το ίδιον εφίλει» (Ιωάν. 15, 19) , λέει ο Χριστός. Ο κόσμος αγαπά όποιον φέρεται όπως θα φερόταν ο ίδιος. Και γι’ αυτό ο Χριστός προειδοποιεί τους μαθητές του λέγοντας ότι «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. 16,33). Οι μαθητές και κατ’ επέκτασιν όλοι οι χριστιανοί καλούμαστε να ζήσουμε στον κόσμο. Και στον κόσμο θλίψη θα συναντήσουμε, εάν για μας η ιδιότητα του χριστιανού είναι κομβικής σημασίας. Όμως, η σχέση μας με τον Χριστό μας υπενθυμίζει ότι η θλίψη θα διαλυθεί, διότι ο Χριστός νίκησε τον κόσμο και επομένως, όποιος από εμάς ακολουθεί τον δικό του δρόμο θα νικήσει το πνεύμα που χωρίζει τον άνθρωπο από τον Θεό.
Η δεύτερη συνισταμένη έχει να κάνει με τους αγίους μας. Το κατεξοχήν παράδειγμα αντιμετώπισης του ερωτήματος και του πειρασμού της εκκοσμίκευσης είναι οι Άγιοι. Όχι μόνο οι γνωστοί, αλλά και οι άγνωστοι. Οι ξεχωριστοί που τιμάμε καθημερινά, αλλά και εκείνοι οι αφανείς, τους οποίους ο Θεός κρατά ως πνευματική εφεδρεία, για να τους φανερώνει όταν η πίστη χρειάζεται στηρίγματα. Όταν οι χριστιανοί νιώθουμε ότι έχουμε ανάγκη από μορφές που θα μας παρηγορήσουν. Που θα μας κάνουν να αισθανθούμε ότι όπως εκείνοι έδωσαν νικηφόρα απάντηση, έτσι κι εμείς, μπορούμε να πράξουμε αναλόγως. Με γνώμονα τα δικά μας χαρίσματα, τον δικό μας τρόπο ύπαρξης. Αλλά και με βοήθεια από το παράδειγμά τους, το οποίο μας δείχνει ότι δεν υπάρχει μοναξιά στην Εκκλησία, αλλά πάντοτε μπορούμε να βρούμε κάποιον ή κάποια που να μας ταιριάζει. Η δέλτος των Αγίων γίνεται μία τέτοια πηγή ζωής. Για να κερδίζουμε τον χρόνο της ζωής μας έχοντας εκείνους ως ηγέτες και καθοδηγητές μας.
Μία τέτοια προσωπικότητα που αντιμετώπισε το πρόβλημα της εκκοσμίκευσης και νίκησε ήταν και ο Άγιος Νεκτάριος, επίσκοπος Πενταπόλεως και έφορος της Αιγίνης. Στο πρόσωπό του βλέπουμε την πλήρη εφαρμογή των τριών λόγων του Χριστού. Όντας άνθρωπος της Εκκλησίας δεν έζησε ως αναχωρητής, αλλά εν τω κόσμω. Κύριο χαρακτηριστικό του η εργασία. Από παιδί στην Κωνσταντινούπολη, στη Χίο, στο Κάιρο, αλλά και εξόριστος στην Ελλάδα, στη Χαλκίδα και στην Φθιώτιδα, στην Αθήνα, στη Ριζάρειο Σχολή και στην Αίγινα, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο άγιος εργάστηκε τόσο για την επιβίωσή του, όσο και για την πνευματική του πορεία και ζωή. Εργάστηκε για τον εαυτό του και την ίδια στιγμή για τους ανθρώπους. Διότι η εργασία του δεν ήταν στραμμένη προς το εγώ του, αλλά προς το εσύ, τον πλησίον. Ακόμη και τα γράμματα τα οποία έμαθε, οι ξένες γλώσσες, η θεολογική του κατάρτιση, δεν αποσκοπούσαν στο να στολιστεί ο ίδιος με χαρίσματα και ικανότητες, αλλά να έχει για να δώσει. Και έδινε Χριστό με όλα όσα γνώριζε. Συνδύασε την εργασία με την παιδεία, τόσο την θύραθεν όσο και την εκκλησιαστική ζωή. Τίποτε όμως δεν κρατούσε για τον εαυτό του, για την δική του καταξίωση, για να εξουσιάσει τους ανθρώπους. Γινόταν τα πάντα τοις πάσι, απέπνεε αγάπη σε κάθε κίνησή του. Έζησε λοιπόν εν τω κόσμω, αλλά φυλάχθηκε από το πονηρό.
Είχε θλίψη εν τω κόσμω, διότι δεν τον αγάπησε ο κόσμος, ο οποίος το ίδιον φιλεί. Απέρριψε την εκκοσμικευμένη λογική της φιλοδοξίας. Πλήρωσε το τίμημα εντός της Εκκλησίας, διότι ενόχλησε η στάση του. Δεν θέλησε να λάβει μέρος στον αγώνα της διαδοχής του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου Δ’ και δεν υπονόμευσε τους συγκληρικούς και συνεπισκόπους του στο Πατριαρχείο, αλλά παρέμεινε πιστός στην αποστολή του που ήταν η φανέρωση του ονόματος του Χριστού στους ανθρώπους. Και γεύθηκε την εμπάθεια και την κακία αυτών που έβλεπαν την αγάπη τω ανθρώπων προς το πρόσωπό του. Αυτών που δεν ακολουθούσαν το ήθος της ταπεινής διακονίας, αλλά επεδίωκαν να προβάλλουν τους εαυτούς τους όχι για τα χαρίσματά τους, αλλά μειώνοντας και εξοντώνοντας τους άλλους. Νίκησε όμως τον κόσμο ο Άγιος. Όχι ακολουθώντας τις μεθόδους του. Την διαμαρτυρία. Την εκδίκηση. Τη υπεράσπιση του εαυτού του. Αλλά αποσυρόμενος ταπεινά και μη απαντώντας στις συκοφαντίες. Συγχωρώντας όσους τον τυραννούσαν. Αναλαμβάνοντας να ζήσει μία ζωή φτωχή. Κηρύττοντας στους απλοϊκούς και παλεύοντας με τα παιδιά, τους μαθητές της Ιερατικής Σχολής, για να διδάξει με το παράδειγμά του τι σημαίνει πίστη στον Θεό, αγάπη και υπομονή. Μιλώντας με ανθρώπους που δεν καταλάβαιναν στο νησί της Αιγίνης και διακονώντας τους πάντες, με την απλότητα του κηπουρού και του οικοδόμου από την μία και του πνευματικού που με αυταπάρνηση ιδρύει ένα μοναστήρι και γίνεται πάντων και πασών διάκονος.
Ο Χριστός τον αγιάζει. Και μέσα από την ζωή του μάς δίδει την δική του απάντηση στο ερώτημα της εκκοσμίκευσης. Δεν αρκεί να γνωρίζουμε την παράδοση, να ομνύουμε σ’ αυτήν όταν αφήνουμε κατά μέρος την αγάπη. Όταν η παράδοση γίνεται μέσο για την ικανοποίηση της φιλαυτίας μας. Όταν η παράδοση απορρίπτει τον τρόπο των άλλων και γίνεται συνεχής υπεράσπιση του εαυτού μας. Αντίθετα, η αρετή είναι το νόημα. Η αρετή που γίνεται μίμηση Χριστού. Η εργατικότητα. Η παιδεία με σκοπό την προσφορά. Η υπομονή στις συκοφαντίες, στους διωγμούς και στις θλίψεις. Η άρνηση του εξουσιαστικού πνεύματος, το οποίο χωρίζει τον άνθρωπο από τον Θεό και τον καθιστά «εγώ», ακόμη κι αν ο εξουσιαστής υπάρχει εντός της Εκκλησίας. Και βεβαίως, η πραότητα και η συγχωρητικότητα, η οποία μας καθιστά μιμητές Χριστού. Τα υπόλοιπα, οι μέθοδοι και οι τρόποι έχουν να κάνουν με τα χαρίσματα του καθενός. Με την ικανότητα κάποιου να προσφέρει Χριστό και αλήθεια. Αν φανερώνουμε τον Χριστό με την προσαρμογή στο σήμερα και δεν τον κρύβουμε πίσω από τον εαυτό μας και το εγώ μας, αν δεν οδηγούμε τους ανθρώπους στην αμαρτία και το πονηρό, αν δεν κάνουμε εκπτώσεις στο πνεύμα της πίστης, τότε όλα χωρούνε στη ζωή της Εκκλησίας.
Ζούμε σε μία εποχή και σε έναν κόσμο ο οποίος κυριαρχείται από το πνεύμα της εξουσίας. Από το πνεύμα του πονηρού και της αμαρτίας. Θεοποιεί τον αντίθεο δρόμο. Το σαρκικό φρόνημα. Τονίζει ότι η πρόσκαιρη ζωή έχει νόημα αν την περάσουμε καλά, χωρίς να μας ενδιαφέρει ο Θεός. Κι από την άλλη, εντός της Εκκλησίας ταλανιζόμαστε από ένα άλλο πνεύμα. Να αποδείξουμε ότι είμαστε διαφορετικοί από τους άλλους. Κάποιοι παραδοσιολάτρες. Κάποιοι εκσυγχρονιστές. Κάποιοι περισσότερο χρήσιμοι από τους άλλους. Οι περισσότεροι αυτόνομοι. Χωρίς να παίρνουμε πρότυπα ζωής από τους αγίους μας, αλλά ούτε και από όσους μας δίνουν την δυνατότητα να μορφωθούμε και να καλλιεργηθούμε εν Χριστώ. Ας αναλογιστούμε πόσοι άνθρωποι γνώρισαν τον Άγιο Νεκτάριο στους σταθμούς της ζωής του και πόσοι ωφελήθηκαν από την παρουσία του. Θα μας προβληματίσει ο λιγοστός αριθμός τους. Θα μας παρηγορήσει ότι ο Θεός μας θέλει να παλεύουμε με το μικρό ποίμνιο. Με εκείνο το λείμμα, το οποίο θέλει να Τον αγαπά και να Τον εμπιστεύεται. Και δικαιώνει μορφές όπως ο Άγιος Νεκτάριος, καθιστώντας τον πρότυπο για όλους όσους θέλουν να νικούν το πονηρό, να νικούν την θλίψη του κόσμου, να νικούν την ταύτιση με την πρόσκαιρη απόλαυση που δίνει η αμαρτία, την οποία όμως καταπίνει ο θάνατος μιας ζωής χωρίς πίστη, χωρίς αγάπη, χωρίς ανάσταση. Τελικά, χωρίς Χριστό.
Κέρκυρα, 9 Νοεμβρίου 2015
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός
http://themistoklismourtzanos.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου