«Οἱ Σαλοί τοῦ Θεοῦ — γράφει ὁ J. Saward — χρεάζονται ἰδιαίτερα σέ καιρούς σχετικῆς ἠρεμίας στήν πολιτική ζωή μιᾶς χώρας καί τούς στέλνει ὁ θεός γιά νά ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἐσωτερική ἀκμή τῆς Ἐκκλησίας» (J. Saward, «Dieu a la Folie»).
Βεβαίως, στήν ἐποχή μας ἡ ἠρεμία στήν πολιτική, κοινωνική κ.ἄ. ζωή εἶναι ἰδιαίτερα σχετική. «Μετά τίς δεκαετίες τῆς ἀνοικοδόμησης — γράφει ὁ Γερμανός Φιλόσοφος P. Sloterdijk — τῶν οὐτοπιῶν καί τῶν «ἐναλλακτικῶν λύσεων», ἡ ἐποχή εἶναι κυνική καί ξέρει ὅτι οἱ νέες ἀξίες ἔχουν μικρά πόδια… Ὁ σύγχρονος κυνικός αὐτοπεριορίζεται στόν κίνδυνο τοῦ ἁπλοῦ θεατῆ. Κάνει τήν δουλειά του καί λέει μέσα του, ὅτι θά' ταν καλύτερο νά μήν κάνει τίποτε ἄλλο… Ζῆ ἀπό μέρα σέ μέρα, ἀπό διακοπές σέ διακοπές, ἀπό πρόβλημα σέ πρόβλημα… Μερικά θέματα τόν θίγουν, γιά τά περισσότερα ὅμως μένει μᾶλλον ἀδιάφορος» (P. Sloterdijk, «Κριτική τοῦ κυνικοῦ λόγου», σελ. 71).
Οἱ περισσότεροι σύγχρονοι Φιλόσοφοι δέχονται, ὅτι σάν πολιτισμός ζοῦμε τήν ἐποχή τοῦ «μετά — Μηδενισμοῦ», μία κυνική ἐποχή στήν ὁποία τό «ὁ Θεός εἶναι νεκρός» τοῦ Νίτσε, «ἠχεῖ πολύ ρομαντικά». Ὁ κυνισμός τῆς ἐποχῆς μας ἐκφράζεται μέ πολλούς τρόπους. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δέν κινδυνεύει ἁπλά νά αὐτοπεριορισθεῖ στόν παθητικό ρόλο τοῦ θεατή. Εἶναι ἤδη θεατής τῶν προβλημάτων του (ἀτομικῶν, κοινωνικῶν, ἐθνικῶν, πολιτικῶν, πνευματικῶν, κ. ἄ.). Κυριαρχεῖται ἀπό τήν νοσηρή κατάσταση τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, τοῦ καταναλωτισμοῦ καί τοῦ «ὠχ — ἀδερφισμοῦ», ἀκριβῶς δηλαδή ἀπό τήν κυνική ἀναζήτηση διαρκῶς μεγαλύτερης ἀπολαύσεως μέ τόν μικρότερο δυνατό κόπο. Ἔτσι, στήν ἐποχή μας πυκνώνουν τά κρούσματα προσποιϊτῆς τρέλλας.
Γύρω μας ὅλο καί περισσότεροι «κάνουν τόν τρελλό». Βεβαίως, δέν ἐννοοῦμε τούς ἐγκληματίες πού προσποιοῦνται τόν παράφρονα, γιά νά ἐπιτύχουν μικρότερη ποινή. Ἐννοοῦμε τό κυρίαρχο φαινόμενο τῆς θεοποιήσεως τοῦ σχιζοφρενοῦς καί τοῦ μή ὁμαλοῦ. Τό φαινόμενο τῆς προσπάθειας φυγῆς ἀπό τήν πραγματικότητα, μέσῳ τῆς ἀρνήσεως κοινωνικῶν τύπων καί πλαισίων (Κίνημα Χίππυς, Ἀναρχισμός, κ.λ.π.), τῆς χρήσεως ναρκωτικῶν οὐσιῶν, κ. ἄ.
Οἱ Φιλόσοφοι Ντελέζ καί Γκουαταρύ, χαρακτηρίζουν τόν σχιζοφρενῆ σάν ἐπαναστάτη! Τήν θεοποίηση καί λατρεία τοῦ σχιζοφρενοῦς ἀπέδειξε καί ἡ κυκλοφορία εἰδικοῦ περιοδικοῦ στόν τέως Λένινγκραντ, κάτω ἀπό τό Σοβιετικό καθεστώς, τοῦ «Σχιζοφρενοῦς τοῦ Σαϊγκόν», τό ὁποῖο (φυσικά) ἔγινε ἀνάρπαστο.
Γιατί ὅμως ἡ ἐποχή μας εἶναι κυνική καί ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος κυνικός; Διότι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος (ὁ Δυτικός φυσικά) πλήττει. «Ὁ Κυνισμός — γράφει ἡ Τ. Γκορίτσεβα — ξεπηδάει μέσα ἀπό τήν πλήξη, μία πλήξη τῆς κολάσεως» (Τ. Γκορίτσεβα αὐτ. σελ. 63). Τό θανάσιμο πάθος τῆς ἀκηδείας τοποθετεῖ ὁ Φ. Ντοστογιέφσκυ στά χείλη τοῦ Σατανᾶ, «πού δέν ἔχει καμμία δημιουργική ἀρχή, μέ ὅλες τίς βδελυγμίες καί τά ἐγκλήματά του». «Αὐτή ἡ διαδικασία — λέει ὁ Διάβολος στούς «Ἀδελφούς Καραμάζωφ» — ἐπαναλαμβάνεται ἤδη γιά πολλοστή φορά, πάντα μέ τόν ἴδιο τρόπο, μέχρι τήν τελευταία λεπτομέρεια. Μία πέρα γιά πέρα ἀταίριαστη, γιγάντια πλήξη».
Δικαίως, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία τοποθετεῖ τήν ἀκηδεία ἀνάμεσα στά ἑπτά θανάσιμα ἁμαρτήματα.
Γιά τό ἀρχαῖο Ἕλληνα Κυνικό Φιλόσοφο Διογένη ἔχει γραφεῖ — κατά τόν Glygshman — ὅτι «ὁ Διογένης πού οὔτε σκλάβους, οὔτε χρήματα, οὔτε ὑπόληψη, εἶναι ἀνώτερος ἀπό τόν Ἀλέξανδρο καί πιό εὐτυχισμένος ἀπό τόν Βασιλέα τῆς Περσίας». Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό πρότυπο τοῦ ἐκτός Ἐκκλησίας καί Χριστιανικῆς ἀληθείας συγχρόνου κυνικοῦ ἀνθρώπου. Μήπως, λοιπόν, καί ἡ διά Χριστόν Σαλότητα εἶναι μία μορφή συγχρόνου κυνισμοῦ;
Ἡ ἀπάντησις εἶναι ἀρνητική. Ἀκόμη καί στίς φαινομενικές ἐξωτερικές ὁμοιότητες, ὑπάρχουν οὐσιαστικές διαφορές. Ὁ κυνισμός φαίνεται νά ζῆ ὑπεράνω τῶν ὑλικῶν πραγμάτων. Ὁ διά Χριστόν Σαλός εἶναι πράγματι ὑπεράνω τῶν ὑλικῶν πραγμάτων· στερεῖται ἀκόμη κι ἐκεῖνο πού τοῦ προσφέρεται, χάριν τοῦ σκοποῦ του καί τοῦ πλησίον. Ζῆ στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὑπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι μή ἀναγνωρίζοντας «τίποτα καί κανένα» πάνω ἀπ' αὐτόν, ὅπως ὁ κυνικός.
Ὁ διά Χριστόν Σαλός δέν πλήττει, ἀντιθέτως ἀγωνιᾶ. Ἡ σαλότητά του προέρχεται ἀπό τό ἀγωνιώδες ἐνδιαφέρον του γιά τλήν προσωπική του σωτηρία, ἀλλά καί γιά τήν κατάσταση τοῦ «πεπτωκότος» δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ, κόσμου καί ἀνθρώπου. Οἱ κυνικοί, σύγχρονοι καί παλαιοί, δέν ζοῦν τήν ἐν Χριστῷ ζωή τῆς προσευχῆς, καθάρσεως καί ἀσκήσεως. Ἀντιθέτως, ὅπως μαρτυρεῖται, ὁ Διογένης «μπροστά στά μάτια τῶν Ἀθηναίων, ἀσχολιόταν μέ τά πιό ἄπρεπα πράγματα, τά πράγματα τῆς Δήμητρας καί τῆς Ἀφροδίτης» (Διογένης Λαέρτιος, στ. 69). Ὁ ἅγ. Συμεών τῆς Ἔμεσσας (χαρακτηριστική περίπτωσις ἐξωτερικῆς ὁμοιότητος), «τῆς γαστρός αὐτοῦ τήν οἰκείαν χρεῖαν ἐπιζητούσης ποιῆσαι — γράφει ὁ Λεόντιος Νεαπόλεως — εὐθέως, μηδένα ἐρυθριών ἐπί τῆς ἀγορᾶς πρός τόν τόπον ἐκαθέζετο ἐπί πάντων».
Στήν ἐξωτερική ὁμοιότητα τῆς συμπεριφορᾶς μεταξύ Διογένη (Κυνικῶν) καί ἁγ. Συμεών (διά Χριστόν Σαλῶν), ὑπάρχει οὐσιαστική ἐσωτερική διαφορά. Ὁ Διογένης πράττει τά προηγούμενα ἀπό κυνική ἀδιαφορία. Ὁ ἅγ. Συμεών πράττει τοῦτο «βουλόμενος, πεῖσαι καντεῦθεν ὡς ὅτι τῶν κατά φύσιν φρενῶν ἐξεστηκῶς τοῦτο ἐργάζεται». Ὁ Διογένης ἀσχολεῖται μέ «τά πράγματα τῆς Ἀφροδίτης» καί μάλιστα δημοσίως, ἐπειδή ἡ φιλοσοφία του δέν εἶναι ἠθική, ἀσκητική καί ἁγιαστική. Ὁ Βίος τοῦ ἁγ. Ἀνδρέα τῆς ΚΠόλεως ἀναφέρει τήν συμπεριφορά του στό ἴδιο θέμα:
«Μία ἡμέρα περνοῦσε μπροστά ἀπό τά πονηρά καταγώγια καί ἔκανε πώς παίζει. Τόν εἶδε μία ἀπό τίς ἄσεμνες γυναῖκες νά συμπεριφέρεται ἔτσι καί τόν πέρασε γιά τρελλό. Τόν ἔπιασε, λοιπόν, ἀπό τό μάλλινο ροῦχο του καί τόν ἔσυρε στό καταγώγιό της… Μερικές τόν κτυποῦσαν στόν τράχηλο καί προσπαθοῦσαν νά τόν ὁδηγήσουν στήν αἰσχρή πρᾶξι τῆς πορνείας. Ἄλλες πάλι δοκίμαζαν μέ πολλά χάδια καί φιλήματα νά παρασύρουν τόν σώφρονα στήν ἁμαρτία λέγοντας: «Σαλέ, πόρνεψε, ἱκανοποίησε τό πάθος τῆς ψυχῆς σου». Ἦταν νά τόν θαυμάζεις ἐκεῖνον τόν γενναῖο, γιατί μετά ἀπό τόσους μαλαγμούς δέν μπόρεσαν νά τόν ὁδηγήσουν στό βρωμερό πάθος. Ἄλλαξαν λοιπόν συμπεριφορά καί ἔλεγαν: «Αὐτός ἤ νεκρός εἶναι ἤ ξύλινος ἤ πέτρινος» («Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας…", σελ. 37 — 38).
Στήν κυνική ἐποχή μας ἡ σατανική ἀκηδεία — ἀνία — πλήξη, ὁδηγεῖ τόν κοσμικό ἄνθρωπο στήν θεοποίηση τοῦ μή ὁμαλοῦ, στήν διαρκή ἀναζήτηση ἐκείνου πού θά καλύψει τό ἀβυσσαλεό πνευματικό κενό. ὁ Χριστιανός, ὅμως, δέν ἔχει κενό διότι ἔχει Ἐκεῖνον, τόν Νυμφίο τῆς ψυχῆς του Χριστό. Καί στήν ἐποχή μας, λοιπόν, τῆς κυνικῆς ἀδιαφορίας καί τῶν δαιμονικῶν ἐνδιαφερόντων, ὑπάρχουν ἐραστές τῆς Ἁγιότητας, ὑπάρχουν Ἅγιοι καί βεβαίως καί διά Χριστόν Σαλοί. Τό ἀσφαλές συμπέρασμα εἶναι ὅτι ὁ μαρτυρικός τρόπος τῆς ζωῆς τους, ἡ διά Χριστόν σαλότητα, δέν εἶναι μορφή Κυνισμοῦ, ἀλλά ὁδός ἁγιότητας καί μόνον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου