Δημήτρης Ιωάννου
Το πιο σημαντικό κείμενο της νεοελληνικής ακαδημαϊκής θεολογίας για την ενοχή είναι μάλλον το γνωστό «Προπατορικόν Αμάρτημα» του π. Ι. Ρωμανίδη, ο οποίος με το συγκεκριμένο έργο καταπολέμησε το δικανισμό που αναπτύχθηκε στη Δύση και που ως ένα βαθμό επηρέασε και τα «καθ’ ημάς». Μέρος του δυτικού δικανισμού συνιστούν οι θέσεις ότι «η πτώση του Αδάμ προσέβαλε τη θεία δικαιοσύνη, που χρειαζόταν πια αποκατάσταση», «ο Θεός οργίστηκε και ζητούσε ικανοποίηση», «έστειλε το θάνατο για τιμωρία», «τελικά κάποιος, ο Χριστός, έσωσε τον άνθρωπο πληρώνοντας λύτρα για χάρη μας».
Όλα όσα λέγει ο π. Ρωμανίδης βρίσκουν κατ’ ουσίαν τον πατέρα Συμεών Κραγιόπουλο σύμφωνο. Φυσικά και δεν πίστευε ότι το κτιστό μπορούσε πράγματι να «προσβάλει» το Άκτιστο, ότι ο Θεός ζητούσε ικανοποίηση, ότι είναι ο αίτιος του θανάτου κλπ. Από την άλλη, όλα αυτά δεν εμποδίζουν τον θεολόγο να μιλά για την ρεαλιστική ύπαρξη της ενοχής, η οποία γεννάται στον άνθρωπο ως αποτέλεσμα της αμαρτίας. Η τελευταία δεν αποτελεί μια απλή αστοχία, αλλά συνειδητή εξέγερση στο θέλημα του Θεού –και το θείο θέλημα δεν είναι βέβαια μια αστυνομική διάταξη. Ο Θεός μας κάλεσε να γίνουμε «υιοί» Του, συγκληρονόμοι του Κυρίου Ιησού Χριστού (κάποιοι Πατέρες μάλιστα θεωρούν ότι το «ξύλον της ζωής» ήταν στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Χριστός, αλλά δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα για το ανθρώπινο γένος να «γευθεί» τον ίδιο τον Κύριο. Αυτό απαιτούσε αγώνα).
Αμαρτάνοντας, αρνηθήκαμε λοιπόν το θείο θέλημα, την κλήση του Δημιουργού μας. Κατά συνέπειαν, δικαίως ο άνθρωπος αισθάνθηκε ότι προσέβαλε τη θεία τάξη, με την έννοια ότι φέρθηκε αχάριστα και αναξιοπρεπώς έναντι του Υψίστου, εφόσον προτίμησε να ανταλλάξει ένα ανώτερο αγαθό, την αγάπη προς τον Θεό, με ένα κατώτερο, την εγωιστική ηδονή. Αυτό είναι γνώρισμα ποταπού δούλου, ηθικά εξαχρειωμένου όντος και όχι ελεύθερου πλάσματος. Έτσι ήταν τελείως φυσικό που ο ψυχισμός του ανθρώπου κλονίστηκε, γνώρισε ευθύς αμέσως το ισχυρό «πλήγμα» της ενοχής. Η τελευταία στο έργο του π. Συμεών γενικότερα θεωρείται ουσιώδης «ψυχοδυναμική» κατηγορία, εντελώς φυσική συνέπεια της αμαρτίας, που πρέπει οπωσδήποτε να αντιμετωπιστεί.