Θανάσης Ν. Παπαθανασίου
Ακούστε τη μουσική που δυναμώνει πάνω από την Ευρώπη! Βαλκυρίες – η όπερα του Βάγκνερ! Πολεμικές θεότητες της σκανδιναβικής και γερμανικής ιθαγένειας, νεκροπομποί των μαχητών που έπεφταν στις μάχες, οι Βαλκυρίες προσωποποιούν εμβληματικά το μεδούλι του παγανισμού τους: τη δίψα για ισχύ. Την ίδια εποχή με τον Βάγκνερ, αυτό το παγανιστικό μεδούλι το αναδιατύπωσε με έναν συνταρακτικό φιλοσοφικό λόγο ο Νίτσε, στους περίφημους αφορισμούς του για την αποθέωση της ισχύος. Kαι μισόν αιώνα αργότερα, μέσα από περίεργες διαδρομές της ιστορίας[1] Βάγκνερ και Νίτσε αποτέλεσαν πηγές έμπνευσης για την τρομακτικότερη έκφραση της ισχύος στην πολιτική: τον Ναζισμό. Κι άλλα πενήντα χρόνια αργότερα, ακριβώς με τις Βαλκυρίες του Βάγκνερ έντυσε ο Φράνσις Φορντ Κόπολα την κλασική σκηνή του κινηματογραφικού του έργου “Αποκάλυψη τώρα”, όπου στον ορίζοντα αναδύονται αμερικανικά αεροπλάνα για να ρίξουν βόμβες ναπάλμ στο βιετναμέζικο χωριό.
Οι Βαλκυρίες ουδέποτε σίγησαν στο διάβα των αιώνων. Σήμερα όμως ακούγονται εκκωφαντικά πάνω από την Ευρώπη και απειλούν να καλύψουν άλλες μουσικές της. Πρόκειται για έναν διχασμό που αφορά την ίδια την ψυχή της Ευρώπης. Είναι ο ίδιος διχασμός που εντόπισε ο Ρενέ Ζιράρ αναλύοντας το φαινόμενο του Ναζισμού. Ο Ναζισμός, είπε, έσπασε προγραμματικά την παράδοση της αλληλεγγύης προς τα θύματα της ζωής, παράδοση την οποίαν είχε εμφυτεύσει στην Ευρώπη ο Χριστιανισμός[2]. “Τι είναι βλαβερότερο από οποιαδήποτε διαστροφή;”. Είχε μονολογήσει ο Νίτσε. “Η ενεργός συμπόνια προς όλους τους εκφυλισμένους και τους αδύναμους – ο Χριστιανισμός»[3].
Σήμερα, λοιπόν, ζούμε ακριβώς αυτό: την αρχέγονη σύγκρουση παγανισμού και Χριστιανισμού, ειδώλων και ευαγγελίου, ισχύος και αγάπης. Οι Βαλκυρίες επελαύνουν με τη μορφή του νεοφιλελευθερισμού και των αγορών, δηλαδή των δυνάμεων που μετατρέπουν τα πάντα σε εμπόρευμα, έχουν μόνη αρχή την κατίσχυση και εμπεριέχουν την ανθρωποθυσία χάριν της φυσικής τάξης. Να το πούμε αυτό με βιβλική γλώσσα; Αντεπιτίθεται η κατ’ εξοχήν αντίθεη θρησκεία: η θρησκεία του Μαμωνά.
Θέατρο της σύγκρουσης αυτής είναι ολόκληρος ο αναπτυγμένος κόσμος. Μα η Ευρώπη είναι εκ των πραγμάτων σπιτικό μας, και γι’ αυτό επικεντρώνω σ’ αυτήν και στο ειδικό της βάρος. Στην προαναφερθείσα επισήμανσή του ο Zιράρ είπε το αυτονόητο: Την αλληλεγγύη την είχε εμφυτεύσει στην Ευρώπη ο Χριστιανισμός. Ο Χριστιανισμός, με άλλα λόγια, υπήρξε ένας ταξιδιώτης και ένας νεωτεριστής που ρηγμάτωσε ποικιλοτρόπως την πατρογονική ευρωπαϊκή ταυτότητα (τη διέκοψε ή τη μπόλιασε, κατά περίπτωση). Εδώ λοιπόν ερχόμαστε στο πρώτο κρίσιμο σημείο: στη θέση που κατέχει η εντοπιότητα, η ιθαγένεια. Στην παγανιστική οπτική ο άνθρωπος αληθεύει μένοντας για πάντα αυτό που έτυχε να γεννηθεί, αυτό που ήταν ανέκαθεν ο λαός του, η γη του, το αίμα του. Για τον παγανισμό, δηλαδή, κριτήριο της αληθείας είναι η ιθαγένεια. Για τον Χριστιανισμό, όμως, πηγή της αληθείας δεν είναι η ιθαγένεια, ούτε και αποτελούν συμπαγή ενότητα ο πολιτισμός και η θρησκεία. Ο Χριστιανισμός έφερε μιαν επανάσταση: αναγνώρισε τη δυνατότητα του υποκειμένου (δηλαδή του κάθε ανθρώπου) να επιλέξει μιαν άλλη αλήθεια από την πατρογονική, να μετασχηματίσει τον πολιτισμό του, ακόμα και να έρθει σε ρήξη με τα πατρογονικά του χάριν της αληθείας που επέλεξε. Για τον Χριστιανισμό η αλήθεια έρχεται από έξω· είναι ο ερχόμενος Θεός. Κι έτσι, αληθεύω όταν ανταμώνω τον ριζικά Άλλον – όχι τα ίδια μου τα σωθικά! Ο Χριστιανισμός, συνεπώς, δώρισε στην ανθρωπότητα την απάντηση στο αδιέξοδο που είχε έξοχα καταγράψει η αρχαιοελληνική τραγωδία. Δώρισε το άλμα στην ελευθερία: τη δυνατότητα του ανθρώπου να επιλέξει την αλήθεια χωρίς να δεσμεύεται από το αίμα του κι από το παρελθόν του[4].
Οι Βαλκυρίες κραδαίνουν υπέρ αυτών το χθόνιο, το πατροπαράδοτο, την ιθαγένεια με την χονδροειδή έννοια του “αίματος και της γης” (του Blut und Boden των Ναζί). Οι αγορές και οι χρηματιστηριακές συναλλαγές, όμως; Αυτές δεν δεσμεύονται πλέον από εθνικά σύνορα, κι έτσι μοιάζει να μη σχετίζονται διόλου με την έννοια της ιθαγένειας. Και όμως! Οι αγορές και οι κερδοσκοπικές χρηματιστηριακές συναλλαγές εκπροσωπούν την ιθαγένεια στην εξτρεμιστικότερη μορφή της: στην απόλυτη αυτονόμηση του ατόμου, την κυνική δικαίωση του εγωισμού και την αντιμετώπιση των πάντων (πραγμάτων και ανθρώπων) ως αναλώσιμων. Ο εγωισμός είναι η αρχαία ιθαγένεια του ανθρώπου. Είναι το να αντλείς νόημα από τον ίδιο σου τον εαυτό – από το χώμα που είσαι φτιαγμένος.
Σήμερα οι Ευρωπαίοι έχουν να αποφασίσουν αν την ψυχή τους θα την εκφράσει η γηγενής θρησκεία της ισχύος ή η ταξιδιωτική πίστη που ισχυρίζεται ότι ο τόπος συνάντησης ανθρώπου και Θεού είναι το πρόσωπο των ανίσχυρων. Βασικό, λοιπόν, κλειδί για την αποκρυπτογράφηση της σημερινής συγκυρίας, θεωρώ το να δούμε τη ευρωπαϊκή ψυχή σε διχασμό. Η Ευρώπη δεν είναι ένα πράγμα, η Δύση δεν είναι ένα πράγμα, όπως συχνά αφελώς και αυτοδοξαστικά νομίζουμε. Δεν είναι μόνο το βασίλειο του ορθολογισμού. Είναι και η αμφισβήτηση του διαφωτισμού[5]. Δεν είναι μόνο η μήτρα του αποικιοκρατικού Χριστιανισμού. Είναι και η κοιτίδα του πιο ανελέητα αυτοκριτικού Χριστιανισμού[6]. Επιτρέψτε μου ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της συνθετότητας: Τον Φεβρουάριο 2003 δυο κορυφαίοι ευρωπαίοι φιλόσοφοι, ο Γερμανός Γιούργκεν Χάμπερμας και ο Γάλλος Ζακ Ντεριντά συνυπέγραψαν μια διακήρυξη για το ηθικό χρέος της Ευρώπης. Βασικό ερώτημα στο οποίο επιχείρησε να απαντήσει το κείμενο είναι αν η Ευρώπη έχει πλέον να δώσει κάτι, και αν δύναται πια να μιλά για ιδιαίτερη ταυτότητά της, αφού “η δυτική νοοτροπία, που έχει τις ρίζες της στην ιουδαϊκή-χριστιανική παράδοση” έχει πλέον γίνει παγκόσμια πραγματικότητα. Η διακήρυξη απαντά πως, ναι, υπάρχουν σημαντικά στοιχεία ευρωπαϊκής ιδιοπροσωπίας, όπως, λόγου χάριν, η προθυμία να διδαχτεί κανείς από τα ιστορικά του λάθη, η αποδοχή της διαφορετικότητας, ο σκεπτικισμός απέναντι στις αγορές και την τεχνολογική πρόοδο, η δυσανεξία απέναντι στη βία και η προτίμηση της αλληλεγγύης υπό την επίδραση “των εργατικών κινημάτων και των χριστιανικών-κοινωνικών παραδόσεων”[7].
Η διακήρυξη είναι, προδήλως, αισιόδοξη και έχει στραμμένο το βλέμμα μάλλον στη φωτεινή πλευρά της ευρωπαϊκής ψυχής. Από την άλλη, όμως, είναι πραγματικότητα και η φαιά Ευρώπη, που κλίνει γόνυ στην ισχύ. Το 1996 ο Παναγιώτης Κονδύλης είχε γράψει τα εξής, σχεδόν προφητικά:
“Οι καταστάσεις ανάγκης και οι κρίσεις μπορούν να ενεργοποιήσουν τόσο κεντρομόλες όσο και φυγόκεντρες δυνάμεις, να γεννήσουν τόσο αλληλεγγύη όσο και διαμάχη […]. Η αλληλεγγύη (με την κοινωνιολογική, όχι με την ψυχολογική έννοια) προκύπτει όταν το πρόβλημα της λήψεως αποφάσεων λύνεται δεσμευτικά […]. Αλλιώς είτε δημιουργείται άμεση σύγκρουση, είτε επικρατούν οι κεντρόφυγες δυνάμεις με βάση την αρχή ‘ο σώζων εαυτόν σωθήτω’. Ποιον απ’ τους δύο δρόμους θα πάρει η Ευρώπη δεν μπορεί ακόμα να λεχθεί με έσχατη βεβαιότητα. Πριν από λίγον καιρό ακόμη ήταν δυνατό να κατανέμεται η ευημερία, και απ’ αυτό επωφελήθηκαν όλοι σε απόλυτα μεγέθη, μολονότι μερικοί επωφελήθηκαν περισσότερο συγκριτικά με άλλους. Όμως η ώρα της αλήθειας θα σημάνει όταν στην ημερήσια διάταξη δεν θα βρίσκεται πλέον η κατανομή της ευημερίας, αλλά η κατανομή σημαντικών βαρών. Η ένοχη συνείδηση, η οποία, έμμεσα τουλάχιστον, απετέλεσε ίσαμε σήμερα το κίνητρο της γερμανικής ταμειακής γενναιοδωρίας, θα μπορούσε να μετατραπεί σε απροθυμία ή και σε επιθετικότητα, αν η χαμηλή απόδοση των άλλων θα απαιτούσε από τη Γερμανία εξαιρετικές θυσίες ως αντιστάθμισμα σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Ίσαμε σήμερα δεν υπάρχουν ενδείξεις εκ μέρους άλλων ευρωπαϊκών εθνών ότι είναι διατεθειμένα να κάνουν θυσίες για χάρη τρίτων· και η έφεση προς αλληλέγγυα συμπεριφορά εξασθενίζει σήμερα και στο εσωτερικό των διαφόρων ευρωπαϊκών εθνών”[8].
Η συγκυρία είναι πράγματι περίεργη. Η Ευρώπη στατιστικά αποχριστιανοποιείται, και το δημογραφικό κέντρο βάρους του Χριστιανισμού έχει μετακινηθεί στον Τρίτο Κόσμο. Ωστόσο, ακριβώς αυτή τη συγκυρία, η Ευρώπη οφείλει να τη ζήσει ως οδυνηρή ευκαιρία για αναπροσανατολισμό.
Εδώ η Ορθοδοξία αντιμετωπίζει άλλη μια φορά το αιώνιο στοίχημά της: να κατορθώσει να συζητήσει μέσα στη συγκεκριμένη συγκυρία. Όχι απλώς “να ακουστεί”. Και το παραλήρημα ακούγεται, και το ροχαλητό ακούγεται! Το θέμα είναι, η Ορθοδοξία να γίνει συνομιλητής του σήμερα και να μαρτυρήσει την αλήθεια της με τη γλώσσα του σήμερα. Πράγμα που σημαίνει να μην είναι αντίλαλος μιας φωνής που κάποτε είχε ξεστομιστεί, επιτυχημένα πιθανότατα, αλλά κάποτε. Καυχώμαστε, για παράδειγμα, ότι είμαστε η Εκκλησία των συνόδων. Σήμερα όμως αγκομαχάμε για να πραγματοποιήσουμε μια πανορθόδοξο σύνοδο. Γιατί; Αδυνατούμε να αναχαιτίσουμε τον ενδορθόδοξο εθνικοθρησκευτικό ανταγωνισμό. Γιατί; Χρειάζεται να απαντήσουμε ταπεινά σε τέτοια ερωτήματα, κι όχι να διατυπώνουμε έναν λόγο «ζητωρθόδοξο» (όπως θα έλεγε ο δάσκαλός μου Παναγιώτης Νέλλας), έναν λόγο ναρκισσιστικό, που κομπάζει αυτιστικά για την υπεροχή της Ορθοδοξίας και εν τέλει θέτει την Ορθόδοξη παρουσία έξω από την ιστορία.
Στη σημερινή αναμέτρηση, λοιπόν, χρειάζεται να δούμε στοχαστικά, εξομολογητικά και μετανοητικά ποιες παρουσίες συνθέτουν τους δύο τρόπους υπάρξεως, τον παγανιστικό αφ’ ενός και τον ευαγγελικό αφ’ ετέρου. Η ένταξη σε καθένα απ’ αυτά τα δύο μέτωπα δεν είναι θέμα ταμπέλας, αλλά τρόπου ζωής. Κάθε μορφή εξουσιαστικού και ιεροεξεταστικού Χριστιανισμού ανήκει στον παγανισμό. Πολλές φορές στην ιστορία αυτό που λογίζεται ως χριστιανική επικράτηση δεν ήταν παρά νίκη του παγανισμού κατ’ ουσίαν. Το “κατακυριεύειν” και “κατεξουσιάζειν” ο Χριστός το απέδωσε ρητά στους άρχοντες των εθνών και αντιδιέστειλε ευθέως τους μαθητές του απ’ αυτό[9]. Και παρόμοια, παγανισμό και μαγεία διδάσκουμε όταν υποστηρίζουμε ότι τα μυστήρια δύνανται να τελεστούν καθ’ αυτά, σαν χημικές διαδικασίες ερήμην της έγνοιας για την αγάπη.[10] Αυτές οι αντιδιαστολές φρονώ ότι οφείλουν να ορίσουν τη στάση των Ορθοδόξων σε τρία χαρακτηριστικά πεδία της σημερινής ευρωπαϊκής συγκυρίας: Την οικονομία, την πολιτική και τις σπουδές.
Πώς αντιλαμβανόμαστε, άραγε, την οικονομική κρίση; Ως ένα ατύχημα; Είναι μια βλάβη, που αίφνης έπληξε έξωθεν το καλοκουρδισμένο σύστημα της ελεύθερης αγοράς; Ή μήπως, αντιθέτως, καθαυτό το σύστημα (ακόμα δηλαδή και όταν λειτουργούσε ρολόι) αποτελεί ανθρωπολογική βλάβη; Τι άλλο, παρά βλάβη, είναι ένα σύστημα που έχει στη φύση του την αποθέωση του ατομικού κέρδους, τον θαυμασμό προς τον πλουτισμό, την αντιμετώπιση του κόσμου ως ιδιοκτησίας και την αποδοχή της αδικίας ως θεμιτής παράπλευρης απώλειας; Το καθεστώς που κυριάρχησε μέχρι τώρα, και το οποίο ο Κονδύλης είχε ονομάσει “μαζική δημοκρατία”, εδράστηκε σε κάτι πρωτόφαντο στην ιστορία: στη δυνατότητα για συνεχή αύξηση των υλικών προσδοκιών. Έτσι, τα βασικά χαρακτηριστικά του είναι η μαζική παραγωγή, η μαζική κατανάλωση, η εννόηση του πολίτη ως καταναλωτή. Η ίδια η πραγμάτωση του ανθρώπου θεωρήθηκε δυνατή μόνο υπό όρους αφθονίας και κατανάλωσης.[11] Αλλά την πλεονεξία η Πατερική παράδοση δεν την θεωρεί ηθικό παράπτωμα. Την θεωρεί άλλη θρησκεία, στοιχούμενη στην επισήμανση του Παύλου ότι η πλεονεξία “εστίν ειδωλολατρία”! [12]
Είναι χαρακτηριστικό ότι αρκετοί εκκλησιαστικοί λόγιοι ασκούν στον καπιταλισμό όση κριτική τους επιτρέπει η χαρά που ένιωσαν ανακαλύπτοντας στον Μαξ Βέμπερ και στον συσχετισμό Καλβινισμού και καπιταλισμού μια συνηγορία κατά των αιρετικών. Αλλά πέραν αυτού του αυτοδοξασμού, μυωπάζουν μπροστά στην ανάπτυξη ενός ενδορθόδοξου καλβινισμού! Επικαλούνται μεν διάφορα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, που μιλούν για την φιλανθρωπία, αποσιωπούν όμως τα συγκλονιστικά πατερικά κείμενα τα οποία προχωρούν βαθύτερα, κρίνουν τις δομές, αποτρέπουν από συναλλαγές με τους ισχυρούς, αποδοκιμάζουν το πιστωτικό σύστημα, μαστιγώνουν την τοκογλυφία (σύννομη και παράνομη), καταδικάζουν ως φόνο την αποστέρηση του εργατικού μισθού κλπ[13]. O καψερός ο Βέμπερ πολλά θα είχε να μάθει από σημερινούς Ορθοδόξους που είναι ανενδοίαστα επιδέξιοι και σε μπίζνες και σε ευχέλαια. Σε έναν παγανισμό, δηλαδή, μεταμφιεσμένο σε Χριστιανισμό!
Σύμφυτο με την οικονομική κρίση είναι ένα πρόβλημα στο δεύτερο εκ των τριών πεδίων που ανέφερα. Ένα πρόβλημα απολύτως επίκαιρο και ζωτικής κρισιμότητας για την Ευρώπη: η έκλειψη της πολιτικής. Πολιτική είναι να δρας με όραμα και να κάνεις αυτό που, αν δεν το κάνεις, δεν θα γίνει ποτέ από μόνο του. Αντιθέτως, όμως, τώρα σαρώνει η πεποίθηση ότι η οικονομία δεν είναι θέμα οράματος και επιλογής, αλλά μια λογιστική διαδικασία, η οποία έχει έναν και μόνο μόνο τρόπο χειρισμού όπως, για παράδειγμα, η πρόσθεση γίνεται μόνο με έναν τρόπο! Υπό τη δεσποτεία αυτής της πεποίθησης, η πολιτική συνεχίζει μεν να υπάρχει, αλλά απλώς ως φάντασμα: ως γραφείο διεκπεραίωσης των εντολών του κερδοσκοπικού κεφαλαίου. Εδώ, λοιπόν, οφείλει να είναι αποφασιστική η συμβολή των Χριστιανών, ως συνηγορία υπέρ της πολιτικής: υπέρ της ευθύνης, δηλαδή, του ανθρώπου να αλλάζει τον κόσμο με τις επιλογές και τις πράξεις του. Στην ιθαγένεια των Βαλκυριών πλησίον είναι εξ ορισμού ο όμαιμος, και στην ιθαγένεια του νεοφιλελευθερισμού πλησίον είναι μόνος ο εαυτός. Στον Χριστιανισμό, όμως, ο πλησίον δεν “είναι”. “Γίνεται”! Αυτό μας λέει η παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Η παραβολή ξεκίνησε με την ερώτηση του κόσμου “τις εστίν ο πλησίον;”, και έκλεισε με την αντερώτηση του Χριστού “Τις εγένετο ο πλησίον;”[14]. Η εγγύτητα δεν υπάρχει, αλλά φτιάχνεται μέσα από την αληλέγγυα πράξη, από το μυστήριο του να αναγνωρίζεις τον Κύριό σου στο πρόσωπο οιουδήποτε ελαχίστου. Μιλώντας, λοιπόν, για πολιτική, δεν μιλώ για κομματική υποτέλεια και για την κομματοκρατία που αποσαθρώνει κοινωνίες. Μιλώ για τη συμμετοχή στη συνάρθρωση του κοινού βίου και για το μεδούλι της χριστιανικής ύπαρξης: να ρηγματώνεις το γκρίζο της καθημερινότητας με το φως της Ανάστασης. Αλλά αυτό τι σημαίνει στην πράξη; Δύνανται, άραγε, σήμερα οι Ορθόδοξοι να μην κομπορρημονούν για την προίκα τους, αλλά να τη δοκιμάσουν στο χτίσιμο νέων πολιτικών μορφών, κοντά στην άμεση δημοκρατία, στα κοινωνικά κινήματα και την προσωπική ευθύνη; Ή αδιάκοπα οι “υιοί του αιώνος τούτου” θα αποδεικνύονται “φρονιμότεροι υπέρ τους υιούς του φωτός”;
Ο δημόσιος χώρος οφείλει να είναι το φόρουμ όπου κατατίθενται, εκτίθενται και λογοδοτούν όλες οι προτάσεις νοηματοδότησης της ανθρώπινης ζωής, άρα και οι θρησκείες. Οι θρησκείες δεν μπορούν να εγκιβωτίζονται στην ιδιωτική σφαίρα, όπως υποστηρίζουν οι θιασώτες της ακραίας laïcité. Ούτε όμως και να μετατρέπονται σε κρατικές υπηρεσίες. Στον δημόσιο χώρο, λοιπόν! Αλλά το ζήτημα είναι πώς ίστασαι στον δημόσιο χώρο. Η ταυτότητα κάθε θρησκείας δεν αποτελεί έναν φυσικό αριθμό, αλλά ένα πηλίκον: ένα κλάσμα, δηλαδή μια σχέση, μεταξύ του θρησκευτικού ένδον αφενός και της άποψής του για τον γύρω κόσμο αφετέρου.
Σε κάθε εποχή οι μαθητές του Χριστού πολιορκούνται από τον πειρασμό της “υπερευσέβειας”. Θυμηθείτε το ευαγγελικό περιστατικό με την κωμόπολη των Σαμαρειτών. Όταν οι Σαμαρείτες αρνήθηκαν να δεχτούν τον Χριστό και τη συντροφιά του, οι μαθητές ζήτησαν από τον Χριστό να κατεβάσει φωτιά από τον ουρανό και να κάψει τους αντιρρησίες. Ο Χριστός όμως τους επετίμησε: “Ξεχάσατε ποιο πνεύμα κατευθύνει τη ζωή σας· ο υιός του ανθρώπου δεν ήρθε να καταστρέψει ανθρώπους, αλλά να τους σώσει”[15]. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι με βάση μια φονταμενταλιστική λογική, το δίκιο το είχαν οι μαθητές! Διότι προφανώς είχαν κατά νου το περιστατικό με τον προφήτη Ηλία, ο οποίος είχε κατεβάσει φωτιά από τον ουρανό και κατέσφαξε τους ιερείς του Βάαλ. Αλλά ο Χριστός δεν έφερε την ειδωλολατρία των χωρίων! Έφερε μια νέα θέαση των πραγμάτων, η οποία τη θεοκρατία δεν τη θεωρεί αρετή, αλλά βλασφημία. Αυτή η διελκυστίνδα, λοιπόν, μαθητών – Χριστού, γίνεται ιδιαίτερα επίκαιρη στις μέρες μας. Διάφοροι θρησκευτικοί κύκλοι διατυπώνουν έναν λόγο μαχητικό, κοινωνικά ριζοσπαστικό, ακόμα και επικριτικό προς το πολιτικό σύστημα. Αλλά εδώ ακριβώς χρειάζεται να στήσουμε προσεκτικό αυτί! Συχνά πρόκειται για έναν λόγο ο οποίος χαίρεται με την εξαχρείωση της δημοκρατίας, διότι ουδέποτε αγάπησε τη δημοκρατία και κρυφονοσταλγεί την άρση της. Ο λόγος αυτός εισέρχεται μεν στον δημόσιο χώρο για να ακουστεί, επικαλείται τη δημοκρατία για να ακουστεί, αλλά ονειρεύεται να βγάλουν τον σκασμό όλοι οι άλλοι. Όμως ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός που παίρνει διαζύγιο από την ελευθερία είναι πάντα μήτρα ολοκληρωτισμού. Είτε του ολοκληρωτισμού τον οποίον λαχταρούν λαϊκιστικά μισαλλόδοξα ευρωπαϊκά πολιτικά κινήματα, είτε του ολοκληρωτισμού τον οποίον καλλιεργούν στο εσωτερικό τους οι θεοκρατικές κοινότητες. Για παράδειγμα, ένα από τα οξύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη είναι η διελκυστίνδα δημοκρατικών αξιών αφενός και σαρίας αφετέρου, στην περίπτωση φανατικών μουσουλμανικών κοινοτήτων που επιθυμούν να είναι περίκλειστες, αδιάβροχες από το φως του δημοσίου χώρου, ανέγγιχτες από την κριτική σκέψη και ανέπαφες από πανανθρώπινα δικαιώματα[16]. Αλλά το κρίσιμο για μας εδώ δεν είναι να καταδείξουμε τον εφιάλτη του φανατικού Ισλάμ. Αυτό είναι εύκολο. Το κρίσιμο είναι να απορρίψουμε κάθε φανατισμό ως βλασφημία κατά του ζώντος Θεού.
Και εδώ αναδύεται το τρίτο χρέος: Η θεολογία πρέπει να κατορθώσει να συμμετάσχει στη συγκρότηση ενός επείγοντος μετώπου: του μετώπου των σπουδών στοχασμού. Δεν είναι τυχαίο ότι η νεοφιλελεύθερη επίθεση συνοδεύτηκε από συρρίκνωση των ανθρωπιστικών σπουδών και από ενίσχυση των τεχνοκρατικών, δηλαδή των σπουδών εκείνων που αντιλαμβάνονται τον άνθρωπο απλώς ως διαχειριστή ενός μηχανισμού, η ύπαρξη του οποίου φαντάζει δεδομένη και αναντίρρητη. Αυτό που υποστηρίζω είναι ότι οι σπουδές στοχασμού δεν χρειάζεται να είναι μια ιδιαίτερη ομάδα, αντίπαλη προς τις τεχνολογικές σπουδές, αλλά ένα ζωογόνο νεύρο που θα διαπερνά όλες τις σπουδές, τεχνολογικές και ανθρωπιστικές. Αλλά για να μπορέσει να συμμετάσχει η θεολογία σε ένα τέτοιο μέτωπο, θα πρέπει να απαλλαγεί από κάθε αυτισμό, και να κατορθώσει να δείξει στους εταίρους της ότι έχει θέση ανάμεσά τους. Θα πρέπει να κατορθώσει να μιλήσει μια κοινή γλώσσα: να δείξει ότι κάθε άποψη περί νοηματοδοτήσεως του ανθρωπίνου βίου δεν βρίσκεται με “χημεία”, όπως άλλωστε δεν πρόκειται να βρούμε ανάμεσα στα συστατικά ενός αυτοκινήτου την επιλογή του οδηγού για το πού θα πάει. Το νόημα δεν φυτρώνει· φτιάχνεται ή επιλέγεται από το άνθρωπο, βάσει της ελευθερίας του να στοχαστεί μέσω κάθε δυνατότητας της ύπαρξής του, να ερμηνεύσει τον κόσμο και να τον οραματιστεί σε άλλη μορφή, πέρα από την τωρινή.
Πάνω από την Ευρώπη οφείλουν να ενταθούν άλλες μουσικές, οι οποίες δύνανται να διαψεύσουν την ακροτελεύτια φράση του Κονδύλη. Να ενταθούν οι μπαλάντες των Κελτών μοναχών που παρενέβαιναν στην πολιτική εξουσία για να απελευθερώσουν αιχμαλώτους, όπως ο βυζαντινός άγιος Ακάκιος είχε διαθέσει τα ιερά σκεύη των εκκλησιών για να θρέψει Πέρσες αιχμαλώτους. Να ακουστεί το ριζίτικο του φραγκισκανού Μαξιμίλιαν Κόλμπε, που περιέθαλπε Εβραίους και πήρε εκούσια τη θέση ενός αγνώστου του για να εκτελεστεί στο Άουσβιτς, όπως ο Μητροπολίτης και ο δήμαρχος της Ζακύνθου έγραψαν τα δικά τους ονόματα στη λίστα των Εβραίων του νησιού, που τους είχαν ζητήσει οι Ναζί. Πάνω από την Ευρώπη οφείλει να ακουστεί το σιγόντο των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών, που το 1997, δέκα χρόνια πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης ζήτησαν να αποκατασταθεί η “προτεραιότητα του ανθρωπίνου προσώπου από τα οικονομικά συμφέροντα” και “να αφεθούν τα χρέη των πτωχών κρατών”[17]. Πάνω από την Ευρώπη οφείλει να ακουστεί το τραγούδι του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη, όπως μας το τραγούδησε το πολυεθνικό Ορθόδοξο μοναστήρι στην καρδιά της Βρετανίας: “Πολλοί έλαβαν τη χάρη, κι όχι μόνον απ’ όσους μένουν στην Εκκλησία, αλλά κι απ’ όσους βρίσκονται έξω απ’ αυτήν – γιατί δεν υπάρχει προσωποληψία στον Κύριο […]. Αν αγαπάμε αλλήλους με απλότητα καρδιάς, θα μας δείξει ο Κύριος πολλά θαύματα με το Άγιο Πνεύμα και θα μας αποκαλύψη μεγάλα μυστήρια […]. Ο Θεός είναι Αγάπη αχόρταγη…”[18]. Είναι λάθος να νομίσουμε ότι απέναντι στον αχόρταγο νεοφιλελευθερισμό μπορούν να αντιπαραταχθούν χορτάτοι. Αχόρταγοι πρέπει να αντιπαρατεθούν! Οι πεινώντες και διψώντες τη δικαιοσύνη, οι διάκονοι ενός Θεού που δεν χορταίνει την αγάπη!
Σημειώσεις
[1] Μιλώ για “περίεργες διαδρομές της ιστορίας”, διότι η στάση του Νίτσε απέναντι στον Βάγκνερ πέρασε από τον θαυμασμό στην εναντίωση. Βλ. ενδεικτικά Joachim Köhler, Nietzsche and Wagner. A Lesson in Subjugation, εκδ. Υale University Press, New Haven and London 1998. Από την άλλη, έχει υποστηριχτεί και ότι ο Ναζισμός στην πραγματικότητα χρησιμοποίησε τον Νίτσε διαστρέφοντάς τον. Βλ. λ.χ. H.- G. Gadamer, T. W. Adorno, M. Horkheimer, Για τον Νίτσε (μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου), εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2003.
[2] René Girard, Εθεώρουν τον Σατανάν ως αστραπήν… (μτφρ. Ευγενία Γραμματικοπούλου), εκδ. Εξάντας-Νήματα, Αθήνα 2002, σσ. 29-33.
[3] Friedrich Nietzsche, Ο Αντίχριστος. Aνάθεμα κατά του Χριστιανισμού (μτφρ. Βαγγέλης Δουβαλέρης), εκδ. Ιδεόγραμμα, Αθήνα 2007, σ. 36.
[4] Για το ζήτημα της ιθαγένειας βλ. το ημέτερο “Η κοινότητα ως βρόχος. Η αποστολή της Εκκλησίας στη σκοτεινή πλευρά της σελήνης”, στο: “Πολιτισμός και Διαφορετικότητα. Εμείς και οι άλλοι” (επιμ. Δημήτριος Γ. Μαγριπλής), εκδ. Αντ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2011, σσ. 333-352.
[5] Κλασσικό παράδειγμα το έργο των Μαξ Χορκχάιμερ και Τέοντορ Αντόρνο, Η διαλεκτική του Διαφωτισμού (μτφρ. Ζήσης Σαρίκας), εκδ. Ύψιλον / Βιβλία, Αθήνα 1986. Βλ. και Δημήτριος Ουλής, “Ορθός λόγος και διαφωτισμός. Αποφατικός και εσχατολογικός λόγος”, στο: Ορθοδοξία και Νεωτερικότητα (επιμ. Παντελής Καλαϊτζίδης και Νίκος Ντόντος), εκδ. Ίνδικτος, Αθήναι 2007, σσ. 55-77.
[6] Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, “(Ιερ)αποστολ(ικ)ή: Μια υπόθεση με πάρα πολλές παρενθέσεις. Ζητήματα σπουδής, από την Ευρώπη μέχρι τον Τρίτο Κόσμο σήμερα”, Σύναξη103 (2007), σσ. 67-76.
[7] Γιούργκεν Χάμπερμας, Η διάσπαση της Δύσης (μτφρ. Αναστασία Δασκαρόλη), εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2007, σσ. 87-96.
[8] Παναγιώτης Κονδύλης, Από τον 20ό στον 21ο αιώνα. Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000, εκδ. Θεμέλιο 21998, σ. 104. Ο Κονδύλης υποστήριξε, με έναν πεσιμιστικό τόνο, ότι η ανατολή του 21ου αιώνα βρήκε το ειδικό βάρος της Ευρώπης σε υποχώρηση. Παλιότερα ολόκληρος ο πλανήτης συνομαδωνόταν πέριξ των ενδοευρωπαϊκών ανταγωνισμών. Στους δύο παγκοσμίους πολέμους, για παράδειγμα, ολόκληρος ο κόσμος χόρεψε σε ρυθμούς που έπαιζε η Ευρώπη. Τώρα όμως τα ευρωπαϊκά έθνη καλούνται να συνομαδωθούν βάσει των πλανητικών ανταγωνισμών και των τεκταινομένων αλλού, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα. (ό.π., σ. 98.).
[9] Ματθ. 20: 25-26.
[10] Βλ. τα μελετήματά μου “Οι εικόνες της Βασιλείας. Κάποια αθέατα του Καβάσιλα και κάποιοι πειρασμοί της Ευχαριστιακής μας θεολογίας”, Σύναξη 114 (2010), σσ. 13-21, και “Η Εκκλησία ως αποστολή. Ένα κριτικό ξανακοίταγμα της λειτουργικής θεολογίας του π.Αλεξάνδρου Σμέμαν”, Θεολογία 80 (2009), σσ. 67-108.
[11] Βλ. Παναγιώτης Kονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού. Από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2000, σσ. 231-235.
[12] Κολ. 3:5. Ο καθηγ. Σωτήρης Δεσπότης μου επεσήμανε (και τον ευχαριστώ γι’ αυτό) ότι η έρευνα έχει δείξει πως στο συγκεκριμένο χωρίο η “πλεονεξία” αφορά μάλλον σε σεξουαλικά πάθη (πρβλ. Εφεσ. 5:3-5 κ.ά.). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, νομίζω ότι παραμένει πολύτιμη η προθυμία των Πατέρων (οι οποίοι εννόησαν το χωρίο αυτό ως καταδίκη της πλεονεξίας με την τρέχουσα έννοια) να καταδείξουν το ασύμβατο χριστιανικής ταυτότητας και πλουτοκρατίας. Βλ. χαρακτηριστικά Μ. Βασίλειος, Εις τον προφήτην Ησαΐαν, 1, PG 30, 212 CD .
[13] Βλ. Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, Κοινωνική δικαιοσύνη και Ορθόδοξη θεολογία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 32006.
[14] Αντίστοιχα: “Και τις εστί μου ο πλησίον;” και “Τις… πλησίον δοκεί σοι γεγονέναι του εμπεσόντος εις τους ληστάς;” (Λουκ. 10: 29, 36).
[15] Λουκ. 9: 55-56. Για τη διαχρονική δυσκολία αυτού του χωρίου βλ. Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται. Η ιεραποστολή ως ελπίδα και ως εφιάλτης, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 22009, σσ. 249-250.
[16] Βλ. Νίκος Κοτζιάς, “Αντιλήψεις για τις διατλαντικές σχέσεις και ο μέλλον τους”, πρόλογος στο: Χάμπερμας, ό.π., ιδίως σσ. 28-33.
[17] Γρηγόριος Λαρεντζάκης, “Θρησκεία και πολιτική στη νέα Ευρώπη”, στο: Πολιτική και θρησκείες (επιμ. Κωσταντίνος Β. Ζρμπάς), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2007, σσ. 259-260.
[18] αρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 41988, σσ. 192 και 78.
Εισήγηση στο 4ο Συνέδριο Ελληνορθόδοξης Παιδείας και Τεχνολογίας (Πολιτισμικό Σπουδαστήριο Αγίου Νικολάου Έγκωμης), με θέμα «Κύπρος και Ευρώπη σε δίσεκτους χρόνους», Λευκωσία, Κυριακή 11 Μαρτίου 2012 .
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Manifesto τχ.35 (Ιούλιος- Αυγουστος 2012), σσ. 32-36.
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας: “Η αρχαία Ρώμη”. Χαλκογραφία του, ιταλού, Τζιοβάνι Μπατίστα Πιρανέζι (1756).
Καλημέρα, πολύ μου αρέσει το Αντίφωνο. Ακούω τις διαλέξεις του Καραποστόλη, τον οποίο ανακάλυψα τελευταίως.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου αρέσει ο λόγος του, ήρεμος, απλός, κατανοητός.
Όσο διάβαζα το κείμενο (πριν δω ότι είναι από το Αντίφωνο), ο Καραποστόλης μού ερχόταν στον νου.
Καλή Κυριακή, με τη νίκη! Οποια έννοια κ αν της δίνει ο καθένας, για να είμαστε όλοι νικητές!
Έχει ενδιαφέροντα θέματα το Αντίφωνο .
ΔιαγραφήΓια νικητές δεν ξέρω αλλά για χαμένους έχω μια υποψία ...