Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019

Δημιουργικότητα η τελική διέξοδος

https://antifono.gr/%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b1%ce%bd%ce%ac%ce%bb%cf%89%cf%83%ce%b7-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%bc%ce%b9%ce%bd%ce%b9%ce%bc%ce%b1%ce%bb%ce%b9%cf%83%ce%bc%cf%8c%cf%82/

 Mάριος Νοβακόπουλος

Ο καταναλωτισμός είναι από τις λέξεις που «πετάει» κανείς σε συζητήσεις, εκπομπές και σχολικές εκθέσεις, με την αυτονόητη αντίληψη πως πρόκειται για κάτι κακό, που επιβαρύνει τις ζωές μας και συνιστά ευρύτερη κοινωνική παθογένεια.  Ενώ, όπως θα αναπτυχθεί παρακάτω, συμμεριζόμαστε αυτήν την κρίση, δεν γίνεται αρκετά συχνά η προσπάθεια να οριστεί και να μελετηθεί το φαινόμενο, το πως δηλαδή ένα τόσο μεγάλο μέρος του βίου μας περιστρέφεται γύρω από την κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών, τα οποία όχι μόνο ξεπερνούν τον κύκλο των ουσιωδών, αλλά συχνά είναι απολύτως άχρηστα και επιβαρύνουν την τσέπη και την ψυχολογία μας.

Θα χρειαστεί λοιπόν να δούμε τα αίτια της καταναλώσεως, τις ιστορικές και οικονομικές της ρίζες.  Ακολούθως θα εξετάσουμε τις ιδέες και τα κινήματα που έχουν προσπαθήσει να σπάσουν τον φαύλο κύκλο του υλισμού, τα δικά τους προβλήματα και εν τέλει να επιχειρήσουμε την εξαγωγή συμπερασμάτων, αλλά και πρακτικών συμβουλών.


Πως φτάσαμε ως εδώ

Σε μία κοινωνία εξαιρετικά εξιδεικευμένης εργασίας είναι λογικό όλο και περισσότερο να καταναλώνουμε αντί να δημιουργούμε πράγματα στα πλαίσια της οικιακής οικονομίας.  Αγοράζουμε, για παράδειγμα, ψωμί από το φούρνο και ρούχα από καταστήματα.  Με την αύξηση της παραγωγικότητος λόγω των τεχνολογικών και βιομηχανικών επαναστάσεων, πλέον όχι απλά οι άνθρωποι χρειάζονται να παράγουν ελάχιστα από όσα χρησιμοποιούν στην καθημερινότητα τους, αλλά πλέον αυτή η παραγωγή κατανέμεται σε όλον τον κόσμο, με ένα προϊόν όπως το κινητό μας να έχει περάσει από πολλά εργοστάσια σε διαφορετικές χώρες μέχρι να συναρμολογηθεί και να συσκευαστεί.

Η έκρηξη της τεχνικής προόδου συνέπεσε με μία γενική άνοδο του επιπέδου διαβιώσεως στον δυτικό κόσμο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.  Ο συνδυασμός της οικονομικής αναπτύξεως και ενός ισχυρού κράτους προνοίας εξασφάλισε μία κάποια οικονομική άνεση για την πλειοψηφία του πληθυσμού.  Ταυτόχρονα αυξήθηκε σημαντικά ο ελεύθερος χρόνος που είχε στη διάθεση του ο μέσος άνθρωπος.  Οικιακές συσκευές και ιδιωτικά αυτοκίνητα έκαναν τη ζωή πιο εύκολη.  Παράλληλα οι άνθρωποι της (πλέον σημαντικά διευρυμένης) μεσαίας τάξεως είχαν χρήματα για διακοπές, για κοινωνική διασκέδαση, για να διακοσμήσουν το σπίτι τους.  Μετά τη Δύση, το μοντέλο αυτό επεκτάθηκε στην Ιαπωνία και τις τελευταίες δεκαετίες στην Κίνα και τον αναπτυσσόμενο κόσμο.

Επίσης έχουμε, εν μέρει λόγω αυτής της τεχνικής προόδου, μία πιο περίπλοκη κοινωνία.  Με τoν παραγκωνισμό παλαιοτέρων μορφών κοινωνικών μηνυμάτων και δομών, όπως η καταγωγή, η οικογένεια και η θρησκεία, ο άνθρωπος ορίζεται σε αυξανόμενο βαθμό από τις ατομικές του επιλογές.  Πολύ μεγάλο μέρος αυτών των επιλογών αφορούν το πως και πόσο καταναλώνει, ειδικά αν τα αντικείμενα καταναλώσεως εκπέμπουν ένα μήνυμα για τις αξίες του προσώπου ή αποτελούν δηλωτικό κοινωνικού κύρους (status).  Αυτό συνέβαινε ανέκαθεν: πάντοτε οι άνθρωποι φορούσαν πολυτελή ρούχα, ακριβά κοσμήματα, έφεραν διακριτικά που λειτουργούσαν ως δημόσιοι πομποί της θέσεως και ισχύος των.  Σήμερα το ίδιο γίνεται με αυτοκίνητα, κινητά, σπίτια, μία θηριωδώς υπερτιμημένη τσάντα ή ένα ακριβό μπουκάλι ουίσκι.  Από την άλλη, πέραν της υποδηλώσεως πλούτου, σημασία έχει το εάν το εν λόγω άτομο ακολουθεί την μόδα της εποχής, δηλαδή δεν είναι παρωχημένο.  Συγκεκριμένες υποκουλτούρες βασίζουν αν όχι όλη, μείζον τμήμα της ταυτότητος τους στην επιλογή καταναλωτικών ειδών συγκεκριμένου ύφους (hipsters κ.α.).  Πολλές εταιρίες προσπαθούν να δώσουν στα προϊόντα τους μία ηθική αύρα, υπονοώντας πως δεν αξίζει να τα αγοράσει κανείς μόνο για λόγους πρακτικούς και λειτουργικούς, αλλά για να περάσει ένα μήνυμα και να ανήκει σε μία κοινότητα.  Η Apple είναι από τα πιο εμφανή παραδείγματα – τα κινητά, οι υπολογιστές της και γενικώς τα προϊόντα της αποτελούν σύμβολα εκλέπτυνσης, νεανικού ενθουσιασμού, δημιουργικότητος και προοδευτικού πνεύματος.  Πάνω σε τέτοια πρότυπα βασίζονται οι εταιρίες που προωθούν τα είδη τους ως οικολογικά ή παντοιοτρόπως «εναλλακτικά».  Ο σύγχρονος άνθρωπος «καταναλώνει άρα υπάρχει».  Ακόμη και πράγματα πολύ απλά όπως τι μπύρα πίνουμε ή σε ποια καφετέρια συχνάζουμε μπορεί να γίνουν μηνύματα κοινωνικών τοποθετήσεων, πολιτικών απόψεων κ.α.  Κάποτε δε οι εταιρίες, χάριν διαφημίσεως, προχωρούν σε ευθείες πολιτικές δηλώσεις.  Η Ben and Jerry’s έβγαλε ειδικό παγωτό ενάντια στον Ντόναλντ Τραμπ, η Nike έκανε διαφημιστικό spot με τον μαύρο ποδοσφαιριστή που αρνήθηκε να αποδόσει τιμές στον εθνικό ύμνο, ενώ πρόσφατα η βότκα Absolut έβγαλε στη αγορά μπλε «μπουκάλια αγάπης», το μελάνι για τα οποία έχει (λένε) αφαιρεθεί από ρατσιστικά γκραφίτι.  Στην Ελλάδα αυτό το έχουμε δει κατά καιρούς από τα Jumbo.

Αντιμέτωποι με τις συνέπειες

Η κατανάλωση αυτή καθ’ εαυτή είναι κάτι που υπήρχε ανέκαθεν και είναι απαραίτητο στη ζωή μας.  Η αυξημένη κατανάλωση του συγχρόνου κόσμου είναι δηλωτικό του πόσο πολύ ανέβηκε το επίπεδο ζωής τα τελευταία 100 χρόνια – τις τελευταίες δε δεκαετίες, ακόμη και στον αναπτυσσόμενο κόσμο.  Κάνει τη ζωή μας πιο εύκολη, ευχάριστη και ενδιαφέρουσα.  Καλά και άγια όλα αυτά… αλλά κάπου εδώ τα θετικά τελειώνουν, καθώς ανοίγει το κουτί της Πανδώρας με αρκετά προβλήματα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά και ηθικά.

Σε ένα καπιταλιστικό σύστημα, η διαρκής παραγωγή και κατανάλωση είναι απαραίτητες, καθώς ζητούμενο είναι η συνεχής ανάπτυξη της οικονομίας.  Αυτή η ανάγκη δεν αξαρτάται από τι προσφέρει το καταναλωτικό προϊόν, αν είναι όντως χρήσιμο ή απαραίτητο στον άνθρωπο.  Υπάρχει διαρκώς μία ώθηση για αγορά προϊόντων και υπηρεσιών με αμφίβολη ή και μηδενική αξία, στα πλαίσια της οποίας ανθεί ένας γιγάντιος διαφημιστικός κλάδος.  Καταναλώνουμε έτσι πράγματα που δεν χρειαζόμαστε, με ενίοτε σημαντικές συνέπειες για την τσέπη μας, και δημιουργείται ένα άγχος μήπως και χάσουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε τις ιδιότητες του τάδε ή δείνα «μαγικού» προΐόντος.  Διότι φυσικά οι διαφημίσεις δεν πουλούν πρωτίστως προϊόντα, αλλά συναισθήματα και ένστικτα: κύρος, άνεση, σεξ, ελευθερία.

Αυτό έχει οδηγήσει ακόμη και τα ίδια τα προϊόντα σε μία λογική ταχείας χρήσεως και αντικαταστάσεως.  Όλοι θα έχουμε ακούσει κάποιο άτομο μεγάλης ηλικίας να διαμαρτύρεται πως σήμερα «δεν τα φτιάχνουν όπως παλιά».  Αυτό είναι εν μέρει σκόπιμο.  Κάποτε μία οικογένεια έπρεπε να επενδύσει αρκετά χρήματα και να κάνει σημαντικές οικονομίες για να πάρει μία τηλεόραση ή ένα ψυγείο.  Σήμερα αναμένεται η εναλλαγή να είναι πολύ συχνότερη, με πιο εμφανές παράδειγμα τα κινητά τηλέφωνα.  Η σχεδίαση και παραγωγή με μικρότερη έμφαση στην ανθεκτικότητα και μακροζωία, μαζί με την διαρκή παρότρυνση προς «ανανέωση» και «πρωτοπορία», οδηγούν τον καταναλωτή σε περισσότερες αγορές που αντικειμενικά θα μπορούσαν να αναβληθούν στο απώτερο μέλλον δίχως δυσμενείς συνέπειες.  Αλλά και πέρα από την σπατάλη στην οποία εξωθείται ο μέσος άνθρωπος, σε ευρύτερο – έως και παγκόσμιο επίπεδο – τα αποτελέσματα είναι εξίσου ζοφερά.  Η αλόγιστη κατανάλωση εντείνει την εξάντληση των φυσικών πόρων και το οικολογικό πρόβλημα.  Ασύλληπτα ποσά και χαραμίζονται κάθε χρόνο με αυτόν τον τρόπο, που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν με πολύ πιο δημιουργικούς και επωφελείς τρόπους.

Μιλήσαμε μόλις για την ψυχολογική πτυχή της υπερκαταναλώσεως.  Ειδικά στις περιπτώσεις που οι αγορές μας γίνονται με στόχο την απόκτηση status, το άτομο κινδυνεύει αν εμπλακεί σε ανωφελείς και ψυχοφθόρους ανταγωνισμούς με τους γύρω του, επιβαρύνοντας εν τέλει τη δική του διάθεση και αυτοπεποίθηση.  Τα ψώνια προσφέρονται ως μέθοδος ψυχολογικής εκτονώσεως, δίχως περίσκεψη για το εάν προσφέρουν όφελος.  Διαμορφώνεται μάι στρεβλή αντίληψη των υλικών και του ρόλου τους στην κοινωνία και την ζωή μας.  Όσον αφορά τις συλλογικές ταυτότητες βασισμένες στην κατανάλωση, είναι αφόρητα ρηχές, εφήμερες και συνήθως επιπόλαιες, καθώς δεν απαιτούν διανοητική βάσανο και αληθινή δέσμευση από το άτομο.

Μινιμαλισμός: Τα υπέρ και τα κατά

Από τα παραπάνω γίνεται προφανές ότι έχουν διαμορφωθεί αξίες και συμπεριφορές με συνέπειες δυσμενείς σε πολλά επίπεδα, τόσο για το άτομο όσο και για την κοινωνία.  Απέναντι σε αυτήν τη φρενίτιδα καταναλώσεως και υλισμού, όπως είναι φυσικό εγέρθηκαν φωνές που προέκριναν το μέτρο, την απλότητα και την λιτότητα.  Εδώ δεν θα αποπειραθεί μία πλήρης ιστορική περιγραφή κινημάτων αναχωρητικών ή αντικαταναλωτικών, τα οποία έδρασαν τόσο πριν όσο και μετά την βιομηχανική επανάσταση.  Οι άνθρωποι ανησυχούσαν για την υπερβολική και ανθυγιεινή προσκόλληση του ανθρώπου στα υλικά από τον καιρό του Διογένους και των Πατέρων της ερήμου, αν όχι παλιότερα.  Θα αρκεστούμε στην εξέταση μίας τρεχούσης πολιτιστικής τάσεως η οποία αν και δεν είναι νέα, ατονεί και επανέρχεται περιοδικά στην επικαιρότητα ή έστω προκαλεί συζητήσεις.

Τα τελευταία χρόνια λοιπόν έχουν δημοσιευθεί, κυρίως στο διαδίκτυο, πάρα πολλές διακηρύξεις και πρακτικοί οδηγοί υπέρ του «μινιμαλισμού», της αποδεσμεύσεως από τον φαύλο κύκλο της υπερκαταναλώσεως και του περιορισμού των υλικών αντικειμένων στην ζωή μας.  Ο όγκος δεδομένων είναι εντυπωσιακός: μία αναζήτηση στο Google βγάζει 386 εκατομμύρια αποτελέσματα στα αγγλικά και 569 χιλιάδες στα ελληνικά, με πλήθος βίντεο, ντοκυμαντέρ, ιστολογίων και άρθρων να περιστρέφονται γύρω από την ιδέα.  Με το να γίνουμε πολύ φειδωλοί στις αγορές μας ή ακόμη και να αποχωριστούμε ένα πολύ μεγάλο μέρος από τα αγαθά μας, λέγουν οι ταγοί του μινιμαλισμού, αφήνεται μεγαλύτερο περιθώριο ώστε το κέντρο βάρους της προσοχής του ανθρώπου να δοθεί σε εμπειρίες και σχέσεις, όχι πράγματα, σπίτια, αυτοκίνητα.  Εξοικονομούνται χρήματα, χώρος και χρόνος συντηρήσεως, τακτοποιήσεως και καθαρισμού.  Τα υλικά συνδέονται με περισσότερο άγχος, οικονομικά βάρη και έναν γενικό αποπροσανατολισμό από ό,τι έχει πράγματι σημασία στην ζωή.  Καλλιεργείται ένα πνεύμα ευελιξίας και αυτάρκειας απέναντι σε ό,τι προκύψει.

Ο μινιμαλισμός επεκτείνεται και σε ζητήματα που δεν άπτονται οικονομίας ή αισθητικής.  Υποδεικνύει πως μπορεί αν οργανωθεί ένα γραφείο ή μία κουζίνα για να είναι λειτουργικά και τακτοποιημένα.  Τελευταία έχει προκύψει ο «ψηφιακός μινιμαλισμός», ο οποίος πρεσβεύει την απλούστευση και οργάνωση των ηλεκτρονικών μας συσκευών και της δραστηριότητος μας στο διαδίκτυο, με την προοπτική η χρήση να γίνεται αφ’ ενός καλύτερη, αφ’ ετέρου λιγότερη.

Τα ακόλουθα ερωτήματα των μινιμαλιστών θα μπορούσαν να έχουν ευεργετική απρουσία στην ζωή των περισσοτέρων εξ ημών: Το χρειάζομαι αυτό; Είναι απαραίτητη αυτή η αγορά; Μήπως έχω ήδη καλύψει αυτήν μου την ανάγκη;  Η αγορά αυτή είναι εντός των οικονομικών μου περιθωρίων;  Μήπως στις ντουλάπες μου «κάθονται» ρούχα που θα μπορούσαν να δωρηθούν (όπως έλεγε ο Μέγας Βασίλειος);

Σε ριζοσπαστικότερες εκδοχές της ιδέας, οι άνθρωποι καλούνται, για παράδειγμα, να μετακομίσουν σε ένα σημαντικά μικρότερο σπίτι, να επιλέξουν 100 πάσης φύσεως αντικείμενα που θέλουν και να πετάξουν τα υπόλοιπα, ή να περιορίσουν την γκαρνταρόμπα τους σε 15-20 ενδύματα κ.α.

Από εκεί μπορεί να διακρίνει κανείς τα προβλήματα αυτής του μινιμαλισμού.  Αρκετά κομμάτια της έχουν επικριθεί ως υπερβολικά ή ανούσια.  Στην χειρότερη περίπτωση μπορεί να λειτουργήσει σαν μία ανάποδη υλιστική εμμονή, με τα πράγματα να παραμένουν στο επίκεντρο της προσοχής, με το άτομο να πιέζεται να προβαίνει σε «εκκαθαρίσεις» μόλις κάτι δεν πληροί τα κριτήρια αμέσου χρηστικότητος.  Ακόμη, η απλότητα και η λιτότητα συχνά αποτελούν την δικαιολόγηση μίας αισθητικής βιομηχανικής και τυποποιημένης, δίχως προσωπικότητα, διακόσμηση ή χαρακτηριστικά που να υποδηλώνουν τη μοναδικότητα του χρήστη ή της πολιτιστικής ταυτότητος του.  ΄Κάθε άρθρο περί του μινιμαλισμού συνοδεύεται από εικόνες, κυρίως επίπλων, που κυριαρχούν οι ευθείες γραμμές, το απέραντο νοσοκομειακό λευκό και η απουσία κάθε αισθητικής ιδιαιτερότητος.  Οι προπαππούδες μας μπορεί να είχαν λίγα υπάρχοντα που κρατούσαν για δεκαετίες συχνά, όμως ήξεραν να τα διακοσμούν και να κάνουν το κάθε ένα έργο τέχνης, που από μόνο του μιλούσε, για τις αξίες τους, το επάγγελμα τους, την θρησκεία και την ιστορία τους.  Η απλή σχεδίαση έχει τις αρετές της, όπως μαρτυρεί ένας δωρικός ναός ή ένα κυκλαδίτικο σπίτι, όμως πότε ξεπερνούμε τα όρια του απροσώπου και του μονοτόνου;

Ακόμη, ο μινιμαλισμός έχει καταδικαστεί ως το κίνημα των προνομιούχων, καθώς οι φτωχότεροι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να φυλάνε περισσότερα πράγματα για λόγους ασφαλείας και οικονομίας.  Στοχεύει δε κυρίως νέους, άτεκνους και ανέστιους ανθρώπους – όλοι γνωρίζουμε πως μία οικογένεια με παιδιά σχεδόν αναπόφευκτα θα «πνίγεται» σε ένα σπίτι με λογιών-λογιών πράγματα.  Με δύο λόγια, κάθε ζωή είναι διαφορετική και με διαφορετικές ανάγκες, είτε μιλάμε για οικογένεις με παιδιά, ηλικιωμένους, φοιτητές.  Η γιαγιά μπορεί να έχει δεκάδες σερβίτσια για τις οικογενειακές συναθροίσεις και εορτές, αλλά ο φοιτητής που ζει μόνος σε ξένη πόλη μάλλον δε χρειάζεται πάνω από 3-4.  Τέλος, να σημειώσουμε πως τα «μη απαραίτητα» είναι που πολλές φορές δίνουν στη ζωή μας ενδιαφέρον και στον χώρο μας ταυτότητα, από κάδρα και στολίδια μέχρι βιβλία, games και την ποικιλία στην διατροφή και την ένδυση.

Κριτικοί έχουν περιγράψει τον μινιμαλισμό σαν μηχανισμό φυγής από μία κοινωνική πραγματικότητα που αποξενώνει, απομονώνει και κάνει τον άνθρωπο να νιώθει ανήμπορος να επηρεάσει το περιβάλλον του και να έχει απτό πολιτικό ή οικονομικό αντίκτυπο.  «Δεν μπορώ να αλλάξω ή ακόμη και να επηρεάσω λίγο την κοινωνία και τον κόσμο, ας μαζέψω τουλάχιστον το δωμάτιο μου», μοιάζει να λέει.  Δεν είναι τυχαίο πως βγήκε μετά την κρίση.  Υπό προϋποθέσεις μπορεί να λειτουργήσει ως «εξορθολογισμός» και αποδοχή της υποβαθμίσεως της ζωής μας τα τελευταία χρόνια: μαζί με την καταναλωτική φρενίτιδα, η άλλη πλευρά του ιδίου νομίσματος που συνιστούν οι αρνητικές πτυχές του καπιταλισμού.  Και φυσικά γύρω από τον μινιμαλισμό μπορούν να οικοδομηθούν ταυτότητες το ίδιο ρηχές με εκείνες που εξαρτώνται από συγκεκριμένα καταναλωτικά είδη.

Τελικά;

Ίσως το βαθύτερο πρόβλημα του καταναλωτισμού, τόσο με την έννοια του αφανούς όσο και του σημαντικοτέρου, είναι η παθητικότητα.  Είναι ζωή μας αποκλειστικά ως δεκτών, καταναλωτών, αδρανών και αβούλων δρώντων της κοινωνίας και της καθημερινότητος.  Ο εμπορικός και επικοινωνιακός κόσμος έχει αναπτύξει ήδη για εμάς έτοιμες λύσεις για κάθε ανάγκη και κάθε πρόβλημα, όπως ορίζουν οι οικονομικοί και πολιτικοί μας επικυρίαρχοι.

Ο μινιμαλισμός και εν γένει η λιτότητα – αλήθεια, αξίες τόσο απλές και τόσο αρχαίες δεν χρειάζονται να μπουν υπό την ομπρέλα μίας ιδεολογίας – μπορούν αν λειτουργήσουν ως πολύ χρήσιμα εργαλεία απέναντι στο πρόβλημα, ακόμη και εάν αυτό ξεκινά από μία συνειδητοποίηση της καταστάσεως και πολύ μικρά βήματα για την αναδιοργάνωση του βίου και της προσωπικής οικονομικής μας πρακτικής.  Η αποστασιοποιημένη σχέση του ανθρώπου με τα υλικά αγαθά έχει για χιλιετίες αξιοποιηθεί ως μέσο καλλιεργείας της αρετής.  Η επανεξέταση των οικονομικών μας συνηθειών και των καταναλωτικών αναγκών αποτελεί οργανικό τμήμα μίας κοσμοθεωρίας που αντιμετωπίζει την ζωή ενεργά και εμπρόθετα, όχι με τους ασυνειδήτους αυτοματισμούς που επιβάλει η κοινωνία, η κουλτούρα και η ρουτίνα.  Το γεγονός πως το όλο θέμα παίρνει δημοσιότητα είναι θετικό σημάδι – οι άνθρωποι αναζητούν διεξόδους.

Ίσως αυτή η τελική διέξοδος να είναι η δημιουργικότητα.  Η μετοχή του ιδίου την ανθρώπου στην παραγωγή και την διαμόρφωση της πραγματικότητος, με κάθε τρόπο, είναι ο βασικότερος τρόπος απομακρύνσεως από την παραπάνω παθητική στάση.  Αυτή η δημιουργικότητα ιδανικά εκφράζεται μέσα από την εργασία και την οικογένεια, αλλά μπορεί να πάρει πολλές μορφές, σε επίπεδο καλλιτεχνικό, κοινωνικό-κοινοτικό, μορφωτικό, ιδιωτικών ενασχολήσεων κ.α.

Η αναβάθμιση μας από τη θέση των δεκτών-καταναλωτών σε μία ύπαρξη που, όσο η ίδια μπορεί, αφιερώνεται στην δημιουργικότητα συνιστά πέρασμα στην ωριμότητα.  Με τον τρόπο αυτό διατρανώνουμε την μοναδικότητα μας και το αίσθημα γενικότερης συνεισφοράς, αφήνουμε το ταπεινό αποτύπωμα μας στον κόσμο.



Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Φιγούρα μεγάλη και φιγούρα μικρή”) είναι έργο του γερμανού Willi Baumeister.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η παραβολή του άφρονα πλουσίου

Είπε ο Κύριος την εξής παραβολή «Κάποιου πλούσιου ανθρώπου χωράφια έδωσαν άφθονη σοδειά. Κι εκείνος σκεφτόταν και έλεγε: τι να κάνω; Δεν έχω...