του Γιώργου Ρακκά
Η αποκρυπτογράφηση του εκλογικού μηνύματος είναι δύσκολη, γιατί αυτό υπήρξε αντιφατικό. Όχι ως προς το ζήτημα του νικητή· η επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας είναι σαφής, ξεκάθαρη, ενώ διατηρεί σημαντικό κοινωνικό και πολιτικό βάθος, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Το μήνυμα είναι αντιφατικό ως προς το πολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται μετά τις εκλογές. Κι αυτό όχι μόνον διότι ο ΣΥΡΙΖΑ εν τέλει δεν συνετρίβη, αλλά με το 31,6% παγιώθηκε προς το παρόν ως έτερος πυλώνας του πολιτικού συστήματος.
Με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων πολλοί έσπευσαν να πουν ότι η χώρα επανέρχεται στην προμνημονιακή «κανονικότητα». Ως τεκμήρια γι’ αυτό το συμπέρασμα επικαλέστηκαν την επιστροφή του διπολισμού, την έξοδο της Χρυσής Αυγής από το κοινοβούλιο, και την ύπαρξη αυτοδύναμης κυβέρνησης. Αυτά τα στοιχεία δείχνουν μια φαινομενική ομοιότητα. Όντως μεν, παραπέμπουν σε μιας μορφής κανονικότητας, αυτήν όμως δεν είναι των τελών του 2000, είναι του 2020, με την υφή του πολιτικού παιχνιδιού να έχει μεταβληθεί κατά πολύ.
Κυρίως, δεν έχουμε πια το μοντέλο της ‘συμπαγούς παράταξης’ όπως ακόμα ήταν το ΠΑΣΟΚ ή η ΝΔ το 2009. Σήμερα, τις εκλογές δεν τις πήρε η «δεξιά». Τις πήρε η Νέα Δημοκρατία, με συγκεκριμένο πρόγραμμα που είχε ως αιχμές του την προώθηση του οικονομικού φιλελευθερισμού, την ασφάλεια, και μια συγκεκριμένη εθνική στρατηγική για την πορεία της χώρας στην Ε.Ε., και ευρύτερα τον κόσμο.
Το πρόγραμμα αυτό δεν εκπονήθηκε στα επιτελεία του κόμματος, ούτε στα κομματικά γραφεία της παράταξης, αλλά στις συγκεντρώσεις του «Ναι» κατά την σύντομη προεκλογική περίοδο του δημοψηφίσματος που έγινε τέσσερα χρόνια πριν. Περισσότερο, είναι το πρόγραμμα του ‘Μένουμε Ευρώπη’ και αυτό επιβεβαιώνεται από την πολιτική προέλευση των ψηφοφόρων που έδωσαν αέρα νίκης στο πρώτο κόμμα, την δυνατότητά του δηλαδή να συσπειρώσει ψηφοφόρους του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ (μέρος του ΚΙΝΑΛ & Ποτάμι), της Ένωσης Κέντρου κ.ο.κ. Φαίνεται επίσης, και στη σύνθεση της νέας κυβέρνησης, που βρίθει εξωκοινοβουλευτικών τεχνοκρατών ή κάνει ανοίγματα προς τον Σημίτη με τον Χρυσοχοΐδη και την Μενδώνη. Πολυσυλλεκτική υπήρξε και η κοινωνική σύνθεση των ψηφοφόρων του Κυριάκου Μητσοτάκη: Η ΝΔ επικράτησε κατά κράτος στους συνταξιούχους (19 μονάδες) αλλά και στους αγρότες, και τους αυτοαπασχολούμενους (διαφορές 16 μονάδων), ενώ στους ιδιωτικούς υπαλλήλους επικράτησε με την διαφορά που νίκησε τις εκλογές (περίπου, 8%). Έχασε από τον ΣΥΡΙΖΑ για 7 μονάδες στους δημοσίους υπαλλήλους, και για 13 μονάδες στους άνεργους.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι μπροστά μας δεν έχουμε «παρατάξεις», όπως είχαμε προμνημονιακά. Έχουμε διαφορετικά «σενάρια διακυβέρνησης», που προέκριναν επί του προκειμένου ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ, και εκφράζουν διαφορετικές συνισταμένες κοινωνικών συμφερόντων. Η ψήφος έχει μεγαλύτερη συσχέτιση με τα εκάστοτε κοινωνικά, οικονομικά συμφέροντα, αναφέρεται πολύ λιγότερο στον κομματικό πατριωτισμό, καθοριστικές σε αυτές τις εκλογές από την διαίρεση κρατισμού και αντικρατισμού, όπως έχει αναλυθεί διεξοδικά από τον Γ. Καραμπελιά στο κείμενο Πολιτικός Διπολισμός και Κοινωνικά Στρατόπεδα.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και την μεγαλύτερη αποχή που είδαν εκλογές σε αυτόν τον τόπο μετά την μεταπολίτευση. Που είναι υπέρτατο δείγμα της πολιτικής αποστράτευσης, αλλά και μαύρη τρύπα για όσους θέλουν να αναδείξουν τους παρόντες συσχετισμούς πολιτικών δυνάμεων σε «νέα κανονικότητα», η οποία προφανώς δεν νοείται με το μισό εκλογικό σώμα να γυρνάει την πλάτη του εν γένει στο εκλογικό σκηνικό. Είτε γιατί δεν εκφράζεται από τις προτάσεις διακυβέρνησης που παρουσιάζουν τα κόμματα εξουσίας, είτε γιατί τα κόμματα που ζητούν την ψήφο των πολιτών για ουσιαστική αντιπολίτευση δεν μπορούν επί της ουσίας να επικοινωνήσουν με τις ανάγκες της κοινωνίας.
Ομφαλοσκόπηση και καχεξία των κοινωνικών δυνάμεων
Το πρόβλημα της διαίρεσης αυτής, είναι πως χαρακτηρίζεται αφ’ ενός υψηλό βαθμό εσωστρέφειας της ελληνικής κοινωνίας, ή καλύτερα, ομφαλοσκόπησης· αφ’ ετέρου, ότι δεν ενσωματώνει, αλλά διαπερνάει οριζόντια το ζήτημα του πατριωτισμού.
Η ομφαλοσκόπηση έγκειται στο γεγονός ότι οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας επικεντρώνεται σε μια διαμάχη μοντέλων κοινωνικής οργάνωσης, η οποία έχει εν πολλοίς καταλήξει στον υπόλοιπο πλανήτη: Από τις ΗΠΑ μέχρι την Κίνα, κυριαρχούν υβριδικά μοντέλα, σε διαφορετικές φυσικά εκδοχές. Για παράδειγμα στις ΗΠΑ, που διατηρείται στον παγκόσμιο ανταγωνισμό κυρίως λόγω των τεχνολογιών αιχμής, ο τομέας της εφαρμοσμένης έρευνας και της εξέλιξης δεν νοείται δίχως κρατική ρύθμιση και προστασία. Η κρατικιστική Κίνα, από την άλλη, που δεν είναι πια αμιγώς κρατικιστική, αλλά συνδυάζει μορφές ελεύθερου επιχειρείν υπό υψηλή κρατική εποπτεία βέβαια, αποτελεί τον ενθερμότερο οπαδό του μοντέλου των ανοιχτών αγορών και του ελεύθερου εμπορίου. Στην δε χώρα μας, ο χρόνιος κρατισμός έχει εμπράκτως οδηγήσει σε ένα συμπέρασμα ‘ετερόδοξο’ τόσο για τον κρατισμό όσο και για τον αντικρατισμό: Το φαύλο δημόσιο τείνει να διαμορφώνει κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση έναν παρασιτικό ιδιωτικό τομέα, που ζει δια των εργολαβιών από τις σάρκες του πρώτου. Από την άλλη, δεν νοείται καμία ενδογενής δυναμική στον ιδιωτικό τομέα, αν για παράδειγμα, η εθνική παιδεία δεν μπορεί να διαμορφώσει ένα υψηλού επιπέδου εργατικό δυναμικό, αν το επίπεδο υγείας του πληθυσμού είναι χαμηλό κ.ο.κ.
Στην Ελλάδα, συμβαίνει βέβαια και κάτι άλλο: Η ύπαρξη των εθνικών απειλών την αναγκάζει στην συντήρηση των ενόπλων δυνάμεων σε υψηλό επίπεδο αποτροπής, και αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί δίχως την ύπαρξη ενός στρατιωτικού-βιομηχανικού συμπλέγματος που θα τις τροφοδοτεί, και αυτός ο τομέας απαιτεί από την φύση του, ισχυρό κράτος. Όχι όμως γραφειοκρατικό κρατισμό, και εδώ ακριβώς είναι που καταλαβαίνουμε ότι το παιχνίδι παίζεται πραγματικά στις διαβαθμίσεις και την τονικότητα του ‘γκρίζου’ και όχι στην αντιπαράθεση καθαρών ιδεολογιών, κρατικιστικών και φιλελεύθερων: Το κράτος οφείλει να λειτουργεί ως αρχιτέκτονας του εθνικού βίου (παράδειγμα η επένδυση στον πολιτισμό η την παιδεία είναι κεντρική ως προς αυτό), και παράλληλα η ιδιωτική οικονομία αποτελεί όντως όπλο ενάντια στην γραφειοκρατικοποίηση και τον δεινοσαυρισμό του δημοσίου.
Όσο για τον εθνικό πλούτο και την αναδιανομή του στους καιρούς της παγκοσμιοποίησης, το στοίχημα παίζεται στην παραγωγή: Αν μια χώρα καταφέρει και βρει την θέση της στις υψηλές βαθμίδες της αλυσίδας παραγωγής αξίας, τότε μπορεί να συγκροτήσει μια εύρωστη μεσαία τάξη απασχολούμενη στους κλάδους της, που ταυτόχρονα λειτουργεί και ως καταλύτης για την μείωση των ανισοτήτων και την βελτίωση της κοινωνικής κινητικότητας. Με την σειρά της η παραγωγή, προσφέρει έσοδα στο κράτος, και αυτό του δίνει με την σειρά του την δυνατότητα να συντηρήσει τους εθνικούς θεσμούς που συμβάλλουν σε αυτήν την κοινωνική κινητικότητα. Εδώ ακριβώς βρίσκεται ο γρίφος για την ανασυγκρότηση της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα, που συζητήθηκε τόσο πολύ στο πλαίσιο αυτής της προεκλογικής περιόδου, και θα συνεχίσει να συζητείται στο πλαίσιο της διακυβέρνησης που μόλις ξεκίνησε. Και σε αυτό το στοίχημα, δεν μπορούν να απαντήσουν ούτε οι κρατιστές, ούτε οι «αντικρατιστές» της υπέρμετρης φιλελευθεροποίησης.
Πάμε τώρα στον πατριωτισμό. Συνεχίζει να διαπερνά οριζόντια τον άξονα της αντιπαράθεσης κρατισμού και φιλελευθερισμού. Υπάρχουν ως γνωστόν τμήματα της νεοφιλελεύθερης δεξιάς που ταυτίζονται με τους κρατικιστές της αριστεράς σε ό,τι αφορά στα ζητήματα της εθνοαποδόμησης, γεωπολιτικής και ταυτοτικής. Από την άλλη, υπάρχουν τμήματα της λαϊκής δεξιάς, που όμοια με τα ακροατήρια της αριστεράς, παραμένουν εξαρτημένα από τα κοινωνικά επιδόματα, ή τον γραφειοκρατικό δυναμισμό του δημοσίου –και άρα, θα ψηφίσουν αυτόν που τα προστατεύει ακόμα κι αν έχει κυρώσει την Συμφωνία των Πρεσπών.
Το πρόβλημα δεν είναι πολιτικό, αφορά στην ίδια την αναιμικότητα των κοινωνικών δυνάμεων που δρουν μέσα στην χώρα: Η ανώτερη επιχειρηματική τάξη απορροφάται σε δραστηριότητες που είναι κατά κύριο λόγο παρασιτικού τύπου, και άρα χτίζεται γύρω από μια ιδεολογία που την καλεί να αποδεσμευτεί από την εθνική της πραγματικότητα. Το μικρομεσαίο επιχειρείν, δεν μπορεί να επιβιώσει δίχως προστασία από τον διεθνή ανταγωνισμό, από την μια, από την άλλη ο κρατισμός το οδηγεί σε ασφυξία και δραστική συρρίκνωση. Ελλείψει παραγωγής, οι δημιουργικές τάξεις στην Ελλάδα, οι πολυειδικευόμενοι εργαζόμενοι και οι «κογκνιτάριοι», οι μάστορες δηλαδή της γνώσης που παίζουν κεντρικό ρόλο στην σύγχρονη παραγωγή, φεύγουν από την χώρα.
Οι κατώτερες τάξεις, βυθισμένες στην οικονομική απορρύθμιση, εξαρτώνται ολοένα και περισσότερα από τα επιδόματα για να επιβιώσουν. Οι διανοούμενοι, αναπαράγονται μέσα από μια εκπαίδευση που λειτουργεί κατ’ εξοχήν ως φορέας εθνομηδενισμού, γεγονός που τους εντάσσει στην πρωτοπορία του παρασιτισμού και αφαιρεί από αυτούς κάθε διάσταση εθνικού ρόλου: Γι’ αυτό για παράδειγμα η παρούσα κοινοβουλευτική σύνθεση είναι γεμάτη ηθοποιούς, σελέμπριτι, δημοσιογράφους, ενώ οι διευθυντικές τάξεις της χώρας αποσπούν το μερίδιο τους στην διακυβέρνησή της με τον διορισμό εξωκοινοβουλευτικών τεχνοκρατών στις υπουργικές θέσεις.
Η απουσία ενός νέου πολιτικού και κοινωνικού κέντρου
Με λίγα λόγια, απουσιάζει πλήρως το λεγόμενο “κοινωνικό κέντρο”: Τάξεις εύρωστες και δυναμικές που μπορούν να ταυτίσουν το κοινωνικό με το εθνικό συμφέρον, με λίγα λόγια «να πάρουν στις πλάτες τους την χώρα». Να ξεκαθαρίσουν τον πατριωτικό χαρακτήρα του ελληνικού πολιτικού συστήματος, από την μια, από την άλλη, να δώσουν σάρκα και οστά σε μια πολιτική ισορροπίας μεταξύ του κράτους και της ιδιωτικής οικονομίας. Πέρα από τον ορίζοντα του κρατισμού, που κυριαρχεί στην χώρα από το 1974 και την βυθίζει σ’ ένα καθοδικό σπιράλ που πλέον θέτει ζήτημα εθνικής επιβίωσης. Και πέρα από την ασύγγνωστη φιλελευθεροποίηση, που προσεγγίζει γενικά και αφηρημένα τα ζητήματα της ανάπτυξης και των επενδύσεων, ξεχνώντας ότι το διακύβευμα δεν είναι να ‘πέσει χρήμα στην αγορά’ γενικά και αόριστα, αλλά να υπάρξει μια ισχυροποίηση του εγχώριου ιδιωτικού τομέα, και μια ανακατεύθυνσή του σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας. Ώστε να μην πάρει αυτή η ανάπτυξη, προσανατολισμούς γενικής εκποίησης των οικονομικών πόρων της χώρας στις ξένες πολυεθνικές, πράγμα που αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε περαιτέρω συρρίκνωση την μικρή και μεσαία ελληνική επιχείρηση, κατ’ επέκταση δηλαδή, την μεσαία τάξη.
Το «νέο κέντρο», λοιπόν, ταυτόχρονα δημοκρατικό και πατριωτικό είναι το ζητούμενο του νέου πολιτικού κύκλου που ανοίγει με αυτές τις εκλογές. Το ζήτημα δεν είναι να προκύψει ως «μέση οδός» μεταξύ των δυο πόλων της παρούσας αντιπαράθεσης –εξάλλου αυτό δεν γίνεται. Το ζήτημα είναι να προκύψει ως μια πολιτική ιδεολογία που θα τους υπερβαίνει, όχι μόνο στον κρατισμό και τον αντικρατισμό, αλλά σε όλα τα καίρια ζητήματα, για την χώρα: Την στρατηγική μας για τα εθνικά θέματα, και την Ευρώπη, την ανασύσταση της εθνικής παραγωγής και παιδείας, την δημογραφική ανασυγκρότηση, κατ’ επέκταση, την βελτίωση της κοινωνικής κινητικότητας, της εθνικής αναδιανομής του πλούτου και τις κοινωνικής δικαιοσύνης, το χαμένο μέτρο μεταξύ ελληνικής φύσης και κοινωνίας κ.ο.κ. Κυρίως όμως, το στοίχημα αυτού του «κέντρου» αυτού εντοπίζεται στην ανάδειξη μιας καινούριας Μεγάλης Ιδέας, που θα συνέχει και πάλι αυτήν την χώρα, πνευματικά και πολιτικά έτσι ώστε να επιστρέψει και το μεγάλο μέρος των ανθρώπων που γυρνούν την πλάτη εν γένει στην πολιτική.
Εξάλλου ποτέ δεν νοήθηκε πολιτική κανονικότητα, που να οργανώνεται μόνο γύρω από την σύγκρουση επί μέρους κοινωνικών συμφερόντων (κρατικοδίαιτοι, ανεξάρτητοι από το κράτος κ.ο.κ.). Πρέπει να έχει και «κάτι» που να υπερβαίνει όλα αυτά, ένα όραμα εθνικό, που θα δίνει στην χώρα προσανατολισμό για το μέλλον…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου