Πριν από δέκα χρόνια, το 2009, ολοκληρώθηκε ο ζωγραφικός διάκοσμος στον ναό του Αγίου Παντελεήμονος Αχαρνών. Ο μεγαλύτερος ναός στην Ελλάδα και ένας από τους μεγαλύτερους των Βαλκανίων είναι γνωστός περισσότερο από ευάριθμα ατυχή επεισόδια στη σύγχρονη Αθήνα και λιγότερο από τη μακρά ιστορία του. Η ανοικοδόμησή του δεν ήταν χωρίς περιπέτειες, διαρκώντας πολλές δεκαετίες. Γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την αρχιτεκτονική και τη ζωγραφική του χάρη σε δύο εκδόσεις (1996, 2010).
Δημήτρης Παυλόπουλος
https://slpress.gr/politismos/i-peripeteia-toy-agioy-panteleimona-oikodomisi-kai-quot-istorisi-quot/
Μολονότι ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο, δεν έχει ανοικοδομηθεί με πέτρα ή με τούβλα αλλά με σκυρόδεμα (μπετόν). Δεν ήταν όμως από την αρχή στη σημερινή αρχιτεκτονική μορφή του. Σε μικρή απόσταση από τον σημερινό ναό, υπήρχε από τη δεκαετία του 1870 ιδιωτικός ναός με δίρριχτη στέγη και με κακότεχνο μεταγενέστερο κωδωνοστάσιο στην πρόσοψή του, στον οποίον είχε επίσης χρησιμοποιηθεί σκυρόδεμα.
Στον άξονα της οδού Κοδριγκτώνος, εφαπτόμενος με την οδό Αχαρνών, βρισκόταν στη γωνία μαντρωμένου περιβολιού οπωροφόρων δέντρων, κοντά σε δεξαμενή νερού. Ας μην αγνοούμε ότι το σημείο λεγόταν τότε «Αγά Βρύση», από το όνομα του ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Βόδα (1784-1864), ο οποίος κατείχε γη εκεί και το ονοματεπώνυμό του το διασώζει οδός της περιοχής.
Τον ναό τον παρέκαμπτε η γραμμή του «Θηρίου», του θορυβώδους ατμοκίνητου συρμού που από το 1885 έφτανε έως το Λαύριο, με αφετηρία την Πλατεία Αττικής, ενώ το 1889 ξεκινούσε από την οδό Γ’ Σεπτεμβρίου, την Πλατεία Λαυρίου.
Ο δεύτερος ναός
Επί δημαρχίας Σπύρου Μερκούρη (1856-1939), το 1907, σχεδιάστηκε νέος ναός, μήκους 44,5 μ., τρουλαίος, κλασικιστικού ρυθμού, με τρία αετωματικά πρόπυλα που έφεραν κίονες κορινθιακούς, και με δύο κωδωνοστάσια στην πρόσοψη, έργο του διπλωματούχου του Μετσοβίου Πολυτεχνείου το 1900 πολιτικού μηχανικού Σωτήριου Ασημακόπουλου. Δεν υλοποιήθηκε όμως, μένοντας στη θεμελίωση από τον βασιλιά Γεώργιο Α’ (1863-1913) το 1910.
Το 1921 νέα αρχιτεκτονική μελέτη από τον αρχιτέκτονα Ιωάννη Σταμ. Παπαδάκη εμφανίζεται για ναό στον τύπο του οκταγωνικού σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο, μικτής κατασκευής από σκυρόδεμα. Τα τοξωτά παράθυρά του θα ανοίγονταν μεγάλα, ο εξωτερικός διάκοσμός του θα είχε προεξέχοντα τόξα και αρκετές διακοσμητικές ροζέτες. Η στατική μελέτη του ναού συντάχθηκε μάλλον στη Γερμανία, λόγω αδυναμίας να γίνει στην Ελλάδα.
Ο τρούλος του προβλεπόταν διπλός, με δύο ομόκεντρα λεπτά κελύφη, με ενδιάμεσο κενό και με ακτινωτές δοκούς που θα τον βάσταζαν αναρτημένο. Η ανέγερση του ναού πρέπει να άρχισε μέσα στη δεκαετία του 1920 και περιλάμβανε τον τρούλο, τα θεμέλια, τη βάση τοιχοποιίας με πάχος 2,5 μ. σε ορισμένα μέρη, επενδυμένη με μονοκόμματους ογκόλιθους μήκους 1,2 μ. και ύψους 0,7 μ., και το δάπεδο.
Τον τρούλο τον σχεδίασε ο απόφοιτος του Πολυτεχνείου του Μονάχου το 1916 πολιτικός μηχανικός Αντώνιος Παπαδημητρίου, που εργαζόταν για την ιδρυμένη το 1920 από τον πολιτικό μηχανικό Αλέξανδρο Ζαχαρίου (1869-1938) σε συνεργασία με άλλους οικοδομική εταιρεία «Τέκτων», και ολοκληρώθηκε το 1929-30.
Ηλεκτρικός σιδηρόδρομος - Παιδικός κήπος
Αίφνης το 1930 διακόπηκε η ανέγερση του ναού, καθώς στον χώρο του θα ανοιγόταν το όρυγμα του υπόγειου ηλεκτρικού σιδηροδρόμου προς την Κηφισιά. Τότε κατεδαφίστηκε ο πρώτος κλασικιστικός ναός και μέσα στο οκτάγωνο του τρούλου του νέου ναού κτίστηκε προσωρινός ναός, για τον οποίον η εταιρεία Ελληνικοί Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι διέθεσε 400.000 δρχ. Ο ναός εγκαινιάστηκε το 1930 από τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Α’ (1868-1938). Παράλληλα ασφαλτοστρώθηκαν οδοί της περιοχής, όπως η Κοδριγκτώνος και η Μιχαήλ Βόδα.
Στις 4 Αυγούστου 1930 ο γηραιός δήμαρχος Αθηναίων Σπύρος Μερκούρης εγκαινίασε στην πλατεία του ναού παιδικό κήπο, στο κέντρο του οποίου διαμορφώθηκε λίμνη μήκους 16 μ., πλάτους 7 μ. και βάθους 1 μ. Παρευρέθηκαν ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος (1864-1936), ο υπουργός Υγιεινής Αλέξανδρος Παππάς (1877-1942) και πλήθος Αθηναίων. Μετά από τον αγιασμό, ο κήπος δόθηκε στον παιδόκοσμο, μέσα στον οποίον ήταν και η αγαπημένη δεκάχρονη εγγονή του δημάρχου Μελίνα!
Συνέχεια και περάτωση του ναού
Έπειτα από εννιά χρόνια, το 1939, οι εργασίες στον ναό συνεχίζονται. Καλείται ο αρχιτέκτων-ναοδόμος Γεώργιος Στεφ. Νομικός (1904-2003) της Υπηρεσίας Αναστηλώσεων και Εκκλησιαστικής Αρχιτεκτονικής του Υπουργείου Παιδείας για τα οριστικά σχέδια της εφαρμοστικής μελέτης του κτηρίου. Έπρεπε να αναμετρηθεί με το χάος στο εσωτερικό του ναού, η βάση του οποίου είχε μήκος 58,2 μ. και πλάτος 45 μ., ενώ το μεγάλο ύψος της τοιχοποιίας δεν εξασφάλιζε τη στατική επάρκεια του οικοδομήματος.
Υπέβαλε πρόταση να επεκταθεί ο γυναικωνίτης στα πλάγια μέρη και να συμπληρωθεί η κάτοψη με εξωτερικά προσκτίσματα, μέσω των οποίων θα επικοινωνούσαν οι γυναικωνίτες και θα ελάφρυνε ο όγκος του ναού. Η πρόταση απορρίφθηκε, με το αιτιολογικό ότι ανέτρεπε κατά πολύ τον προϋπολογισμό, χωρίς να ληφθεί υπόψη η θετική άποψη του σχεδιαστή του τρούλου Παπαδημητρίου.
Ακολούθησαν η αρχιτεκτονική και η στατική από τον πολιτικό μηχανικό-ναοδόμο Ιωάννη Γεωργιάδη μελέτη του ναού που ήρθαν να αυξήσουν την περιφερειακή τοιχοποιία, η οποία ενισχύθηκε ακόμα από ογκηρά στοιχεία σκυροδέματος. Η πρόνοια αυτή είχε σωτήρια επίδραση στην υπόσταση του ναού κατά τις σεισμικές δονήσεις που έπληξαν και την Αθήνα το 1981 και το 1999. Υπήρξαν επιπλέον εσωτερικές και εξωτερικές τροποποιήσεις. Τα έργα άρχισαν τον Μάρτιο του 1940 αλλά ανακόπηκαν τον Φεβρουάριο του 1941.
Μεταπολεμικά, με υπερδιπλάσιες τιμές υλικών, απαιτήθηκε η διενέργεια εράνου προκειμένου να αγοραστεί ξυλεία για τα ικριώματα, ενώ η εκτέλεση των εργασιών έγινε με αυτεπιστασία, με μικροεργολάβους και με τμηματικές δημοπρατήσεις επιμέρους τμημάτων του έργου.
Ανέκυψε, εξάλλου, πρόβλημα και με τον ανάδοχο, ο οποίος αντικαταστάθηκε, με συνέπεια απρόβλεπτη καθυστέρηση. Τη χαριστική βολή στην όλη υπόθεση του ναού ήρθε να τη δώσει η υποχρεωτική ανακατασκευή του εξωτερικού κελύφους του τρούλου του.
Το 1951 κατεδαφίστηκε ο προσωρινός ναός του 1930, ενώ τα επόμενα χρόνια, αυτά της δεκαετίας του 1960, επιταχύνθηκε ο ρυθμός εργασιών. Η συνοικία του ναού του Αγίου Παντελεήμονος είχε αναπτυχθεί με τον καιρό.
Οικονομικά εύρωστα νοικοκυριά συνυπήρχαν με πιο φτωχά. Το όριο ανάμεσα στα δύο ήταν η οδός Αχαρνών: πάνω από αυτήν και γύρω από τον ναό κατοικούσαν τα πιο ισχυρά, κάτω από αυτήν και προς τις καθέτους οδούς της Πλατείας Βικτωρίας ζούσαν τα πιο αδύναμα.
Το 1973 τελείωσαν οι εργασίες καναλιών θέρμανσης, που τα είχε προτείνει ο Νομικός πρωτοποριακά ήδη από το 1940, και άρχισε η επίστρωση του δαπέδου με μαρμαροθετήματα, ενώ το 1977 ξεκίνησε το μαρμάρινο τέμπλο, έργο του Τηνιακού μαρμαρογλύπτη Κωνσταντίνου Ευαγγ. Περάκη (1917-2004), ο οποίος φιλοτέχνησε σε μάρμαρο τον σολέα, τον άμβωνα και τον δεσποτικό θρόνο του ναού.
Αρχές της δεκαετίας του 1980 ο μεγαλειώδης γυμνός ακόμα από ζωγραφική ναός λειτούργησε, συγκεντρώνοντας πλήθη ενοριτών, τα οποία κατέληγαν μετά από τις ακολουθίες στο περίφημο ζαχαροπλαστείο Μαλάμου, που είχε στο μεταξύ ανοίξει στη γωνία των οδών Αχαρνών και Κοδριγκτώνος, με τα εξαιρετικά ξύλινα χωρίσματα στο εσωτερικό του και τα πάντοτε καλοντυμένα γκαρσόνια του να σερβίρουν τα καλοκαίρια απέναντι, στη νότια πλευρά της πλατείας του ναού.
Ζωγραφικός διάκοσμος
Την ιστόρηση του ναού ανέλαβε από το 1986 ζωγράφος που είχε ζήσει από παιδί στην ενορία του συγκεκριμένου ναού, ο Γιάννης Καρούσος (1937-2013). Ο Καρούσος ήταν γιος του ζωγράφου και αγιογράφου Διονύσιου Καρούσου (1903-1984), ο οποίος είχε δουλέψει σε ναούς της Αθήνας (Χρυσοσπηλιώτισσα, Άγιο Γεώργιο Καρύτση, Άγιο Θωμά και Άγιο Δημήτριο Κυψέλης, Ελευθερώτρια Κοκκιναρά, Άγιο Νικόλαο Γηροκομείου), της Αττικής (μητροπολιτικό ναό Αγίου Ιωάννου Μαρκόπουλου) και της επαρχίας.
Ο Καρούσος γνώριζε καλά την τέχνη του και πώς να αντιμετωπίζει τις μνημειακές κλίμακες, που έφταναν στα 5000-6000 τ.μ. Οι επιφάνειες του τρούλου του Αγίου Παντελεήμονος ήταν 1738 τ.μ., ο τρούλος του είχε διάμετρο 32 μ., περίμετρο 101 μ. και ύψος 43 μ.!
Ο Καρούσος δούλεψε για τη μελέτη της ζωγραφικής του τρούλου εννιά μήνες και για την ολοκλήρωσή του τέσσερα χρόνια! Αγωνιούσε να συνθέσει τον χαοτικό χώρο, με αλλεπάλληλες δοκιμές και με πολλαπλά σχέδια. «Κάποια μέρα, παρατηρώντας ένα ρηχό πιάτο, μου ήρθε η ιδέα να ζωγραφίσω τον Παντοκράτορα στον χώρο που αντιστοιχεί στο βαθούλωμα του πιάτου και τις αγγελικές δυνάμεις στον εξωτερικό του δακτύλιο», έγραφε.
Παρακάλεσε τον καθηγητή της Γλυπτικής στην ΑΣΚΤ Θύμιο Πανουργιά (1931-2015) να του φτιάξει γύψινο πρόπλασμα του τρούλου υπό κλίμακα 1:25 για να μπορεί να τον μελετά ανά πάσα στιγμή. Έπεσε λοιπόν με τα μούτρα στη δουλειά, βοηθούμενος από τον καθηγητή της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ Χαράλαμπο Μπούρα (1933-2016) και από τον καθηγητή της Ιστορίας της Τέχνης στο ΕΚΠΑ Νίκο Ζία (1939).
Ως τεχνική των τοιχογραφιών επέλεξε τη ζωγραφική σε ξερό σοβά, με διαφανείς ήπιες τονικές μεταβάσεις χρωμάτων (λαζούρες), αξιοποιώντας και το λευκό του σοβά. Στην εκτέλεση των σχεδίων των τοιχογραφιών βοήθησε τον Καρούσο ο Κώστας Σκούρτης, ενώ στις φορητές εικόνες του συνεργάστηκαν ο Πέτρος Βαμπούλης (1929-2017), που αποχώρησε κάποια στιγμή, και ο μαθητής του Καρούσου Κώστας Πανταζής.
Στον Άγιο Παντελεήμονα ο Καρούσος προσπάθησε να συγκεράσει στην αρχιτεκτονική την εκφραστική ζωγραφική της Μακεδονικής Σχολής με τη θεολογία των εικόνων, χωρίς να ευοδώνεται σε όλες τις περιπτώσεις η κάπως φλύαρη αφήγηση που διακρίνεται για τον φόβο του κενού.
Γλυπτική
Το 1937 ο Δήμος Αθηναίων έστησε στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονος τον Επαίτη, έργο του ρωμαλέου Τηνιακού γλύπτη Λουκά Δούκα (1890-1925), γιου Τηνιακού αυτοδίδακτου μαρμαρογλύπτη, λαξευμένο σε μάρμαρο.
Πρόκειται για εκφραστική φυσιογνωμία ηλικιωμένου αόμματου ζητιάνου, που έχει φιλοτεχνηθεί το 1918 και εκτεθεί στον Ελληνογαλλικό Σύνδεσμο της Αθήνας.
Το 2003 στη νότια πλευρά του ναού στήθηκε η φωτογραφική στην απόδοσή της προτομή του μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης, υπερτίμου και εξάρχου Πάσης Βορείου Ηπείρου Σεβαστιανού (1922-1994), έργο του γλύπτη Αχιλλέα Βασιλείου (1963), δωρεά του Πανελληνίου Συλλόγου Εφέδρων Αξιωματικών και Οπλαρχηγών Εθνικής Αντίστασης «Ναπολέων Ζέρβας».
Σημειώνουμε ότι λείπει επιγραφή δηλωτική της ταυτότητας του κληρικού στην πρόσθια όψη του βάθρου της προτομής! Ο μαχητικός ιεράρχης πρωταγωνίστησε στο Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα, ιδρύοντας το 1987 τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Βορειοηπειρωτικού Αγώνα.
Ο ονομαστός πρωτοψάλτης
Μουσικολογιότατος και καλλιφωνότατος, ο Αντώνιος Μπελούσης (1914-1988) χρημάτισε πρωτοψάλτης του ναού από το 1943 έως το 1946 και από το 1953 έως τη μέρα που έφυγε. Γεννημένος στον Πύργο Ηλείας, μαθητής πρώτα του πατέρα του και από το 1936 του Νικολάου Γ. Παππά (1888-1957) στο Ωδείο Αθηνών, δυναμικός, με όραμα, εξελέγη πρώτος πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Ιεροψαλτών Ρωμανός ο Μελωδός και Ιωάννης ο Δαμασκηνός το 1955, επανεκλεγόμενος εφτά φορές και παραμένοντας στην πρωτοκαθεδρία του επί είκοσι έτη.
Αδιαμφισβήτητης συνδικαλιστικής προσφοράς στο λειτούργημά του, εκδότης της εφημερίδας «Ιεροψαλτικά Νέα», ήταν αποδεκτός από όλους τους συναδέλφους του. Συγκρότησε πολυμελή βυζαντινό χορό, δίνοντας πληθώρα συναυλιών στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Υπό τη διεύθυνσή του ηχογραφήθηκαν κλασικά μαθήματα της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής με τη χορωδία του Πανελληνίου Συλλόγου Ιεροψαλτών Ρωμανός ο Μελωδός και Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε εκατοντάδα δίσκων που είχαν αναπαραχθεί και σε κασέτες.
Ο Μπελούσης είχε καθιερώσει την κυριακάτικη θεία λειτουργία και το τροπάριο της Κασσιανής με τετράφωνη χορωδία. Άνθρωπος έντονου χαρακτήρα που τον διέκρινε το χιούμορ, δεν παρέλειπε να μιμείται πειρακτικά παράφωνους ιερείς του ναού, κατά την ακολουθία του όρθρου, τις πολύ πρωινές ώρες, όταν του το επέτρεπε το περιορισμένο εκκλησίασμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου