π. Ἀλέξανδρου Σμέμαν
Μία φορά στό φῶς καί στή θαλπωρή ἑνός φθινοπωρινοῦ ἀπογεύματος ἀντίκρισα στό κάθισμα μίας δημόσιας πλατείας, σέ ἕνα φτωχικό προάστιο τοῦ Παρισιοῦ, ἕνα γέρικο ζευγάρι, δυό ἀνθρώπους φτωχούς. Καθόντουσαν πιασμένοι ἀπό τό χέρι, ἀμίλητοι χαιρόντουσαν τό χλωμό φῶς, τή στερνή ζεστασιά τῆς ἐποχῆς. Ἀμίλητοι, ὅλες οἱ λέξεις εἴχανε εἰπωθεῖ, ὅλο τό πάθος εἶχε ξοδευτεῖ, ὅλες οἱ μπόρες εἴχανε εἰρηνέψει.
Ἡ ζωή ὁλόκληρη βρισκότανε πίσω τους, καί ὅμως ὁλόκληρη βρισκόταν τώρα παροῦσα σέ αὐτή τή σιωπή, σέ αὐτό τό φῶς, σέ αὐτό τό θάλπος, σέ αὐτό τό σιωπηλό πιάσιμο τῶν χεριῶν. Παροῦσα καί ἑτοιμασμένη γιά τήν αἰωνιότητα, ὡριμασμένη γιά τή χαρά. Ἡ «εἰκόνα» αὐτή στάθηκε γιά μένα τό ὅραμα τοῦ γάμου καί τῆς οὐράνιας ὀμορφάδας του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου