pontos-news.gr
Μάρκος Τρούλης
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού είχαμε δεσμευθεί ότι θα επανέλθουμε στο ζήτημα της οικονομικής αλληλεξάρτησης και στο πώς οικονομία και πολιτική αποτελούν ουσιαστικά τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι κάθε διεθνολογική-στρατηγική ανάλυση εμπεριέχει την πτυχή της ισχύος ως συντελεστή πολιτικής συγκρότησης και επιβίωσης. Συνεπώς, δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τέτοιου είδους αναφορές.
Αφορμή, για να επανέλθουμε, είναι η είδηση –διά στόματος του Ρώσου ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ– ότι η Ρωσία θα διατηρήσει και θα ενισχύσει τις οικονομικές σχέσεις της με το «Ιρακινό Κουρδιστάν».
Σύμφωνα με τον Σ. Λαβρόφ, μάλιστα, η Ρωσία θα διατηρήσει το προξενείο της στα Άρβηλα, ενώ δήλωσε: «Θα ήθελα να επιβεβαιώσω για ακόμα μια φορά την δέσμευση και το σεβασμό μας στην ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα, τη δέσμευσή μας στην αρχή της επίλυσης όλων των προβλημάτων μέσω του διαλόγου με τη συμμετοχή και λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα όλων των εθνικών, θρησκευτικών και πολιτικών ομάδων». Άκρως διπλωματική η διατύπωση, και φαίνεται να γίνεται αποδεκτή η νέα πραγματικότητα: ο σεβασμός στην εδαφική ακεραιότητα είναι μεν δεδομένος, αλλά το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των ετεροτήτων οφείλει επίσης να γίνει σεβαστό.
Η πορεία προς την ανεξαρτητοποίηση είναι μακρά και σίγουρα προϋποθέτει τη θεμελίωση θεσμών απόκτησης, διανομής και εκμετάλλευσης οικονομικών μέσων. Προς αυτή την κατεύθυνση, η συνεργασία με ισχυρούς οικονομικούς δρώντες είναι εκ των ων ουκ άνευ, και η Ρωσία σίγουρα αποτελεί έναν τέτοιο οιονεί εταίρο. Η κατοχή ισχύος αποτελεί αναγκαιότητα, όπως και η δυνατότητα να την μετατρέπει το κράτος από τη λανθάνουσα μορφή της στη σκληρή.
Οι Μαρξ και Ένγκελς –υπό μία τελείως διαφορετική οπτική, βέβαια– το έθεταν ιδιαιτέρως εύστοχα: «Κατά έναν μεγάλο βαθμό, η οικονομική οργάνωση καθορίζει πόσα είναι τα εργαλεία του πολέμου και ποιος είναι ο χαρακτήρας των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Συνεπώς, είναι αναπόφευκτο γεγονός ότι η στρατιωτική ισχύς χτίζεται επί οικονομικών βάσεων».
Αρκετά νωρίτερα, το 1662, ο Τζον Γκράουντ είχε επισημάνει ότι «η τέχνη της διακυβέρνησης και της πραγματικής πολιτικής σχετίζεται με το πώς θα διασφαλισθεί το υποκείμενο [σ.σ.: το κράτος] εξ απόψεως σταθερότητας και πλούτου».
Στην περίπτωση των Κούρδων, τα παραπάνω αξιώματα λαμβάνουν ακόμα μεγαλύτερη αξία δεδομένης της σημασίας των ενεργειακών αποθεμάτων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Όσο ειδικά η παγκόσμια οικονομία συνεχίζει να είναι «πετρελαιοκεντρική», όπως θα έλεγε ο Νταβούτογλου, η προσπάθεια των Κούρδων να εμπορευθούν και να αποκτήσουν πρόσβαση στις αγορές επί τη βάσει της λεγόμενης «διπλωματίας των αγωγών» αποκτά περισσότερη σημασία. Υπό ένα τέτοιο πρίσμα, θεμελιώνεται η τωρινή πελατειακή σχέση του νεότευκτου κουρδικού κράτους με τις μεγάλες δυνάμεις.
Η πολιτική επιλογή ή η διπλωματική πρωτοβουλία της ενίσχυσης των οικονομικών δεσμών με ξένα κέντρα εξουσίας συνιστά ευφυή τακτική, αν θυμηθούμε και παρόμοιες ιστορικές περιπτώσεις που αφορούν τη χώρα μας. Η αύξηση των οικονομικών δεσμών αυξάνει το κόστος διάρρηξης της στρατηγικής σχέσης και εξασφαλίζει –ως έναν βαθμό– την επιβίωση του μικρού κράτους. Φυσικά οι όροι είναι δυσβάστακτοι, και προς τούτο δεν αναφέρομαι σε «πραγματική ανεξαρτησία» αλλά σε μια «οιονεί επιβίωση», μιας και η μικρή δύναμη επιβιβάζεται στο άρμα με ένα δεδομένα πανάκριβο εισιτήριο.
Κατά τον συγκεκριμένο θεμιτό (ή αθέμιτο για τους «ρομαντικούς») τρόπο, οι Κούρδοι αποκτούν την ανεξαρτησία τους γινόμενοι αναπόσπαστο μέρος των περιφερειακών κατανομών ισχύος. Ας ελπίσουμε ότι το τέλος θα είναι αίσιο, μιας και αποτελούν μια σαφέστατα διακριτή συλλογικότητα της καρδιάς της Μέσης Ανατολής, η οποία καταπιέζεται επί αιώνες εν μέσω τεχνητών κρατικών μορφωμάτων, απότοκων της αποικιοκρατίας και της λογικής τού «διαίρει και βασίλευε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου