Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017

Το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης στην Εκκλησία

Αποτέλεσμα εικόνας για πατέρες της εκκλησίας


misha

Ένα ερώτημα, πού άπό παλιά άπασχόλησε τή χριστιανική σκέψη, ηταν άν ή Εκ­κλησία πρέπει νά ενδιαφέρεται γιά τά υλι­κά καί κοινωνικά προβλήματα τοΰ άνθρώπου, ή αυτά βρίσκονται έξω άπό τό άνακαινιστικό της έργο καί επομένως δέν τήν άφοροΰν. 
Δύο θεολογικές άπόψεις, έκ διαμέτρου άντίθετες, επιχείρησαν νά δώσουν άπάντηση στό παραπάνω ερώτημα.

Ή πρώτη υπο­στηρίζει ότι τό έργο τής Εκκλησίας εΐναι καθαρά πνευματικό, άφορα δηλ. στήν άπε-λευθέρωση τοΰ άνθρώπου άπό τήν αμαρ­τία, καί κάθε ένασχόλησή της, επομένως, μέ τά βιωτικά προβλήματα καί τίς ύλικές άνάγκες του, όπως ή κατανομή τών ύλικών άγαθών, βρίσκεται έξω άπό τά όρια δράσεώς της. Ή δεύτερη άποψη κατηγορεί τήν πρώτη ότι διχοτομεί αυθαίρετα τόν άνθρω­πο σέ ύλική καί πνευματική οντότητα, κα­ταργεί τήν ενότητα τής άνθρώπινης φύσης καί άρνείται τήν άλληλεξάρτηση ύλικών καί πνευματικών άγαθών τοΰ άνθρώπου. 
Κανένα επομένως πρό­βλημα, είτε ύλικό είτε πνευματικό,  κανένας τομέας τής άνθρώπινης δραστηριότητας δέν μπορεί νά μείνει έξω άπό τό ένδιαφέρον καί τήν άνακαινιστική δράση τής Εκκλησίας. 
Παρά τό γεγονός ότι μέσα στήν Όρθόδοξη παράδοση άναπτύχθηκαν διάφορες μορφές πνευματικότητας, «καθοριστικό γιά τό ορθόδοξο ιδεώδες παρέμεινε έκείνο τό όραμα πού ένατενίζει τό όλον, ή στάση καί ή μαρτυρία πού άγκαλιάζει τά πάντα, όλόκληρη τή ζωή, σέ όλες της τίς διαστά­σεις καί τό νόημα»1. Ό περιορισμός τοΰ ένδιαφέροντος τής Εκκλησίας στίς ύπαρξιακές καί μεταφυσικές άνάγκες τοΰ άνθρώπου θά άφηνε έξω άπό τό άναμορφωτικό της έργο ενα σημαντικό κομμάτι τής ζωής, όπως ή οικονομική, κοινωνική, πολιτική καί πολιτισμική δραστηριότητα τοΰ άνθρώπου. 
  Αν, βέβαια, τό ένδιαφέρον τής Έκκλησίας μονοπωλήσουν τά ύλικά καί κοινωνι­κά προβλήματα, ύπάρχει ό κίνδυνος μετα­τροπής τοΰ Χριστιανισμοΰ σέ εναν κοινωνισμό χωρίς μεταφυσικές διαστάσεις, μετα­βολής τής Εκκλησίας σέ εναν άκόμη έγκοσμιοκρατικό οργανισμό, πού θά άποβλέπει στή βελτίωση απλώς τών συνθηκών τής ζωής. 
Ό «κίνδυνος αυτός», όπως δέχεται ό Εμμανουήλ Κλάψης, «εΐναι πραγματικός, άλλά συνυπάρχει μέ μία άλλη έξίσου έπικίνδυνη τάση νά μετατραπεί ό Χριστιανι­σμός σέ μιά άφηρημένη θεωρία πού σπου­δάζει τόν ύπερβατικό Θεό, χωρίς νά εΐναι δυνατόν νά συσχετίσουμε αυτόν τό Θεό μέ τίς ίστορικές, φυσικές καί ύπαρξιακές άνά­γκες τοΰ κόσμου μας... καί οί δύο κίνδυνοι στήν άπόλυτη καί άνεξάρτητη έκφρασή τους όδηγοΰν τό χριστιανό σέ σχιζοφρέ­νεια καί πρέπει νά τίς άποφύγουμε»2 


Ή Εκκλησία γενικά στήν ίστορική της πορεία δέν άμέλησε τό χρέος τής διακονίας καί τής άγάπης, πού άφοροΰσε στήν άνακούφιση τών πασχόντων καί τήν ύπεράσπιση τών άδυνάτων. Εχοντας πρό οφθαλμών τό παράδειγμα τοΰ Άρχηγοΰ της, ό όποίος δέν ηρθε «διακονηθήναι άλλά διακονήσαι» (Ματθ. 10, 28· Μάρκ. 10, 45· Λουκ. 22, 46), στάθηκε στό πλευρό τών φτωχών καί τών άδυνάτων. "Ομως πρέπει νά όμολογήσουμε ευθαρσώς πώς ύπήρξαν καί περίοδοι τής Ιστορίας, κατά τίς όποίες οί έκπρόσωποι τής Εκκλησίας λησμόνη­σαν τό χρέος τους, καθώς συμπορεύτηκαν ή ένέδωσαν στίς άξιώσεις καί τά σμφέρο-ντα τών ισχυρών.



Ό Ν. Μπερντιάγεφ, μι­λώντας γιά τή στάση λ.χ. τής ρωσικής Εκκλησίας τόν περασμένο αιώνα, κατηγορεί τούς έκπροσώπους της, οί όποίοι κατέστη­σαν τή χριστιανική άλήθεια όργανο στήν ύπηρεσία τής κρατικής έξουσίας, σπρώ­χνοντας έτσι τό έργατικό κίνημα στόν άθεϊσμό καί τόν ύλισμό, «γιατί ύποστήριξαν συχνά τούς πλούσιους ή τούς ισχυρούς σ' αυτό τόν κόσμο. Δικαιολόγησαν τό ύπάρχον κακό καί ύποστήριξαν τήν άδικία. Οί έκπρόσωποι τής Εκκλησίας δέν γύρεψαν τήν καλυτέρευση τής κοινωνικής ζωής»3. 


  Σήμερα στόν ορθόδοξο κόσμο φαίνεται πώς τά πράγματα έχουν άλλάξει. Ή όρθόδοξη Εκκλησία έχει συνειδητοποιήσει τήν άναγκαιότητα ένασχόλησής της μέ τά κοι­νωνικά προβλήματα πού συνθλίβουν καί έξαθλιώνουν τό μεγαλύτερο κομμάτι τής άνθρωπότητας. Ή μεταβολή αυτή άποτυπώνεται σέ διάφορα έπίσημα κείμενα, δύο άπό τά όποία εΐναι τά εξής: Τό πρώτο εΐναι μιά διακήρυξη τής Γ Προσυνοδικής Πανορθόδοξης διάσκεψης τοΰ 1986 γιά τή συμβολή τής Όρθόδοξης Εκκλησίας στήν έπικράτηση τής ειρήνης, τής δικαιοσύνης, τής έλευθερίας, τής άδελφοσύνης καί τής αγάπης μεταξύ τών λαών, καί τό δεύτερο κείμενο εΐναι τό μήνυμα τών Προκαθημέ­νων τών Όρθοδόξων Εκκλησιών, πού δια­βάστηκε τήν Κυριακή τής Ορθοδοξίας τοΰ 19924 καί άναφέρεται, πλήν τών άλλων, σέ ζητήματα κοινωνικής καί κοσμικής ευαισθησίας. Άπό τό δεύτερο τοΰτο κείμε­νο μεταφέρουμε έδώ ενα μικρό άπόσπασμα: «εις τήν κοινωνικήν συμβίωσιν τών άνθρώπων ή συσσώρευσις τών προνομίων τής προόδου... καί τής έξ αυτής προερχο­μένης δυνάμεως εις τμήμα μόνον τής άνθρωπότητας έπιτείνει τήν δυστυχίαν τών λοιπών άνθρώπων καί δημιουργεί έστίας άναταραχής ή καί πολέμων». 
  Ας περάσουμε, όμως, άμέσως στήν άνάπτυξη τοΰ θέματος, πού έκ προοιμίου πρέ­πει νά λεχθεί ότι δέν θά εΐναι έξαντλητική, καθώς είμαστε ύποχρεωμένοι νά κινηθοΰμε μέσα σέ προκαθορισμένα πλαίσια. α. Ή δικαιοσύνη στήν Παλαιά Διαθήκη Κατά τήν Παλαιά Διαθήκη δικαιοσύνη εΐναι ή ηθική έκείνη άρετή πού διευρύνε­ται ώς τό σημείο, ώστε νά περιλαμβάνει τήν όλοκληρωτική τήρηση τών θείων έντολών, τή ρύθμιση τής άνθρώπινης συ­μπεριφορας σύμφωνα μέ τό Νόμο. Καί δί­καιος εΐναι αυτός πού συγκεντρώνει στό πρόσωπο του όλες τίς άρετές, πού άπορρέουν άπό τήν τήρηση τοΰ Νόμου5. Ή δικαι­οσύνη τοΰ Θεοΰ εΐναι αιώνια, έχει παγκό­σμια ισχύ καί ή άξία τής εΐναι άκατάλυτη(Ήσ. 51,6). Ή δικαιοσύνη τοΰ άνθρώπου εΐναι καρπός τής ύπέρτατης δικαιοσύνης τοΰ Θεοΰ, πού άπορρέει άπό τή σχέση τοΰ άνθρώπου μέ τό Θεό. 
Κοινωνικό ιδανικό τής Μωσαϊκής Νο­μοθεσίας καί όλόκληρης τής Παλαιάς Δια­θήκης εΐναι ή όλοκληρωτική έξάλειψη τής φτώχειας άπό τή θεοκρατική οικογένεια τοΰ Ισραήλ: «Ουκ έσται έν σοί ένδεής» (Δευτερ. 15,4· Πρβλ. Ψαλμ. 145, 6-9), τό όποίο θά άποβεί άργότερα κοινωνικό ιδανικό  καί  τής  χριστιανικής  κοινωνίας(Πράξ. 4, 32-34)6. Κάθε εβδομο έτος, πού ονομαζόταν «ένιαυτός σαββατικός ή τής άφέσεως», χαρίζονταν τά χρέη τών όμόφυλων (Έξ. 23, 10 έξ.· Δευτερ. 15, 2-3). Καί κά­θε σαράντα έννέα (7x7) ή μαλλον κάθε πε­ντηκοστό έτος, τό όποίο έπίσης ονομαζό­ταν «έτος τής άφέσεως ή Ίωβηλαίον» (Λευ-ϊτ. 25, 8 έξ.· 39 Άριθ. 36, 4· Ίωσήπου Φλ., Ι­ουδαϊκή Αρχαιολογία Γ', ιβ' 3), ηταν άφιερωμένο στό Θεό καί έπιβαλλόταν ή άπελευθέρωση τών δούλων. Άκόμη έπιβαλλόταν ή άπόδοση στούς πρώην κατόχους κληρο­νομικών κτημάτων, πού μέ όποιοδήποτε τρόπο εΐχαν άπαλλοτριωθεί. 
Ή σπουδαιό­τητα τοΰ θεσμοΰ τούτου, άπό άποψη κοινω­νική, εΐναι άνεκτίμητη καί ορθά χαρακτη­ρίσθηκε άπό τόν Φίλωνα ώς «θεσμός φι­λανθρωπίας καί δικαιοσύνης»7. Οί δύο πα­ραπάνω θεσμοί, όπως παρατηρεί ξένος έρευνητής (Henry George), άπέβλεπαν κυ­ρίως στήν προστασία τής άξιοπρέπειας τοΰ άνθρώπου, καθώς έθεταν φραγμούς στήν άνθρώπινη πλεονεξία, ή όποία μποροΰσε νά διαιρέσει τήν άνθρωπότητα σέ κυρίους καί δούλους, κεφαλαιοκράτες καί έργάτες, σέ εκατομμυριούχους καί άλήτες8. 
Ή άποστέρηση έπίσης τοΰ μισθοΰ τοΰ έργάτη χαρακτηρίζεται άπό τήν Παλαιά Διαθήκη ώς φόνος. Διότι έκείνος πού στε­ρεί άπό τόν φτωχό τό μισθό του ώς νά χύνει αΐμα, άφοΰ στερώντας άπό αυτόν τά μέσα τής συντήρησής του τόν όδηγεί στό θάνατο (Σοφία Σειράχ 34, 21-22. Πρβλ. Δευτερ.24,14-15). 
Ή Μωσαϊκή Νομοθεσία όριζε έπίσης ώς καθήκον τών κριτών (δικαστών) τοΰ λαοΰ νά εΐναι άκρως προσεκτικοί στήν άπονομή τής δικαιοσύνης. Ή δικαστική άπόφαση πρέπει νά έκδίδεται χωρίς κανένα έπηρεασμό άπό φυλετικές διακρίσεις, δωροδοκίες καί προσωποληψίες (Δευτερ. 1, 16-17). Ή άδικία κατά τήν Παλαιά Διαθήκη εΐναι ή αιτία τής διάλυσης καί κατάρρευ­σης τής κοινωνίας, τήν κύρια ευθύνη τής όποίας φέρουν οί άρχοντες τοΰ λαοΰ. Καί ένώ ή άδικία θέτει σέ κίνδυνο καί αυτήν άκόμα τήν ύπαρξη τής κοινωνίας, ή έπι-κράτηση τής δικαιοσύνης άποτελεί θεμέλιο γιά τήν ειρήνη, τήν πρόοδο καί τήν ευημε­ρία τοΰ κοινωνικοΰ συνόλου (1 Έσδρ. 4, 37­40)· Παροιμ. 13, 23· 14, 34· Ήσ. 32, 17· 33, 6· Σοφ. Σολ. 3, 19). 
    Αξίζει έδώ νά άναφερθοΰμε ένδεικτικά στήν κοινωνική δράση έστω μερικών άπό τούς προφήτες, οί όποίοι ώς άπεσταλμένοι τοΰ Θεοΰ, τοΰ προστάτη τής δικαιοσύνης, γίνονται συνήγοροι τών φτωχών καί τών καταπιεσμένων. Στό άκρως κοινωνικό κήρυγμά τους καυτηριάζουν όχι τόν πλοΰτο καθ' εαυτόν, άλλά τήν πολυτέλεια, τήν άκολασία καί τό ξενόφερτο ειδωλολατρικό φρόνημα, ιδιαίτερα τήν κοινωνική άδικία, πού εΐχε καταστεί γνώρισμα τής Ισραηλι­τικής κοινωνίας στά χρόνια ιδιαίτερα τής βασιλείας. 'Ως κήρυκες τής θρησκείας καί τής ηθικής, όχι ώς οικονομολόγοι ή πολιτι­κοί, καταπολεμοΰν τό κακό, όπου κι άν τό συναντήσουν, εϊτε στό λαό εϊτε στούς άρχοντές του. Εΐναι πράγματι έντυπωσιακό τό θάρρος τών προφητών πού δέ διστάζουν νά έλέγξουν, όχι χωρίς κόστος, τήν άδικη καί τυραννική συμπεριφορά τών άρχόντων, άκόμα καί τών βασιλιάδων, οί όποίοι κατα-πατοΰν τό δίκαιο τών φτωχών καί τών άδυνάτων9. 
Ό Ησαΐας (8ος αι.), πού έζησε σέ έποχή μέ έντονες κοινωνικές άντιθέσεις, έποχή κατάπτωσης καί ηθικοΰ ξεπεσμοΰ, ξεσηκώ­νεται έναντίον τοΰ κοινωνικοΰ κακοΰ. Βά­ζει στό στόμα τοΰ Θεοΰ δριμύτατο «κατη­γορώ»: 
«Τίς νουμηνίες σας (πρωτομηνιές) καί τίς γιορτές σας μισεί ή ψυχή μου· μοΰ έγίνα-τε βάρος καί δέ θά άνεχθώ τίς αμαρτίες σας. "Οταν ύψώνετε τά χέρια σας σέ μένα, άποστρέφω τά μάτια μου, καί όταν μακρύνετε τίς προσευχές σας δέ σας άκούω, γιατί τά χέρια σας στάζουν αΐμα... Πάψετε νά κάνε­τε τό κακό, μάθετε νά κάνετε τό καλό. Ζητείστε τή δικαιοσύνη, λυτρώστε έκείνον πού άδικείται, προστατέψτε τό δίκαιο τοΰ ορφανοΰ, άποδώστε δικαιοσύνη στή χήρα (Ήσ. 1,14-17). "Οπως βλέπουμε έδώ ό προ­φήτης έλέγχει μέ παρρησία τήν τυπική καί ύποκριτική θρησκευτικότητα τών συμπα­τριωτών του, καί παράλληλα ύπερασπίζεται τίς χήρες καί τά ορφανά, πού, ώς άδύναμα μέλη τής κοινωνίας, γίνονται τά εΰκολα θύματα κοινωνικής άδικίας καί έκμετάλλευσης. 
Ή δικαιοσύνη έχει κεντρική θέση καί στή διδασκαλία τοΰ προφήτη 'Αμώς (8ος αι.), πού ονομάστηκε προφήτης τής δικαι­οσύνης. Ό Άμώς πιστεύει πώς όλα μπορεί νά τά συγχωρήσει ό Θεός έκτος άπό τήν κατάσταση τών φτωχών: 
«Επειδή», λέγει, «πωλοΰν γιά χρήματα τόν δίκαιο καί τόν φτωχό γιά ενα ζευγάρι παπούτσια, αυτοί πού καταπατοΰν καί σπάζουν τά κεφάλια τών φτωχών... γι' αυτό θά σας κάνω νά τρέμετε, όπως τρέμει τό αμάξι, τό γεμάτο άχυρα» ('Αμ. 2, 6-13 καί 5,11). 
Οί προφήτες γνωρίζουν πώς ή κριτική καί ό έλεγχος δέ φέρνουν πάντα τό έπιδιωκόμενο άποτέλεσμα. Καμιά φορά όδηγοΰν καί στό άντίθετο. Γι' αυτό δέν περιορίζο­νται μόνο στήν κριτική, προχωροΰν καί σέ θετικές παραινέσεις: 
«Σπείρετε», λέγει ό προφήτης Ώσιέ (8ος αι.), «δικαιοσύνη, τρυγείστε καρπούς ζωής, φωτιστείτε μέ τό φώς τής γνώσης, ζητείστε τόν Κύριο, μέχρι πού νά έρθουν οί καρποί τής δικαιοσύνης» (Ώσιέ 10, 12). Εΐναι προφανές έδώ ότι ό προφήτης δέν έχει μιά νομική άντίληψη γιά τή δικαιοσύ­νη. Ή άρετή τής δικαιοσύνης θεωρείται καρπός τής προσωπικής σχέσης τοΰ άνθρώπου μέ τό Θεό, τοΰ φωτισμοΰ καί τής άναγέννησήςτου. 
β. Ή δικαιοσύνη στήν Καινή Διαθήκη καί τήν πρώτη Εκκλησία. Περνοΰμε άμέσως στήν Καινή Διαθήκη. 
Εκείνο πού προτείνει ό Χριστός δέν εΐναι ενα νέο κοινωνικό-πολιτικό σύστημα ή μιά νέα θρησκεία, άλλά ό έρχομός ενός και­νούργιου κόσμου, μιας νέας κοινωνίας άνθρώπων, ή βασιλεία τοΰ Θεοΰ. Καλεί όλους τούς άνθρώπους, άδιακρίτως, νά ένταχθοΰν στή βασιλεία Του καί μέ τήν πί­στη στό Σταυρό καί τήν 'Ανάστασή του νά πετύχουν τή σωτηρία, δηλ. τήν άπελευθέρωσή τους άπό τά δεσμά τής αμαρτίας10. Ή ένταξη αυτή στόν καινούργιο κόσμο τοΰ Θεοΰ συνεπάγεται άλλαγή τοΰ τρόπου τής ζωής τους, πού έκφράζεται δυναμικά μέ τήν άγάπη καί τή διακονία. Ή δικαιοσύνη έμπεριέχεται στήν άγάπη καί άποτελεί φυ­σικό καί άναγκαίο καρπό της. 
Ό Χριστός άποκρούει τήν άδικία («άπόστητε άπ' έμοΰ οί έργάται τής άδικίας»: Λουκ. 13,27) καί μακαρίζει αυτούς πού έργάζονται γιά τή δικαιοσύνη: «Μα­κάριοι οί πεινώντες καί διψώντες τήν δικαιοσύνην», δηλ. όσοι διακατέχονται άπό τήν έντονη έπιθυμία νά έπικρατήσει ή δι­καιοσύνη στόν κόσμο. Μακαρίζει έπίσης τούς «δεδιωγμένους ενεκεν δικαιοσύνης» (Ματθ. 5, 6· 10), αυτούς δηλ. πού ύφίστανται διώξεις καί δοκιμασίες γιά τούς άγώνες τούς ύπέρ τής έπικρατήσεως τής δικαιοσύνης. Ερμηνεύοντας ό ίερός Χρυ­σόστομος τόν παραπάνω μακαρισμό παρα­τηρεί: «Μακάριοι οί δεδιωγμένοι ενεκεν δικαιοσύνης· τουτέστι τής άρετής ενεκεν, τής ύπέρ ετέρων προστασίας, τής ευσεβείας»11. "Οπως βλέπουμε ό άγιος Πατέρας δί­νει στή δικαιοσύνη όχι μόνο τήν κάθετη (θρησκευτική) άλλά καί τήν όριζόντια (κοινωνική) διάστασή της.

 Οί άνθρωποι έξάλλου πού πιστεύουν στόν Ίησοΰ Χριστό άποδεικνύουν έμπράκτως τήν πίστη τους, μέ τήν άλλαγή τοΰ τρόπου τής ζωής τους, τήν άλλαγή τής άδι­κης συμπεριφορας τους. Αναφέρουμε ένδεικτικά τό παράδειγμα τοΰ άρχιτελώνη Ζακχαίου, ό όποίος έπιβεβαιώνοντας τή μετάνοια καί τή σωτηρία του, λέγει: «Κύ­ριε, δίνω τά μισά άπό τά ύπάρχοντά μου στούς φτωχούς, καί, άν κάποιον άδίκησα, ύπόσχομαι νά τό άνταποδώσω στό τετρα­πλάσιο» (Λουκ. 19, Cool. 

Θά πήγαινε σέ μάκρος ό λόγος, άν θέλα­με νά δείξουμε τό ξεχωριστό ένδιαφέρον τοΰ Χρστοΰ γιά τούς φτωχούς καί τούς άδύνατους, καθώς καί τήν ιδιαίτερα αυστηρή κριτική του γιά τούς Φαρισαίους καί τούς πλουσίους. Στή γνωστή παραβολή τοΰ άφρονος πλουσίου δείχνει πόσο έπισφαλής εΐναι ή στήριξη τής ζωής μας πάνω στόν πλοΰτο καί όχι στό Θεό (Λουκ. 12,13­21). Ή συσσώρευση πλούτου συνδέεται άμεσα μέ τήν άδικία καί γι' αυτό ονομάζε­ται «μαμωνας τής άδικίας» (Ματθ. 6, 24·Λουκ. 16, 9). Ή προσκόλληση στό χρήμα όδηγεί σέ διαζύγιο άπό τό Θεό (Λουκ. 16,13) καί θέτει σέ κίνδυνο τή σωτηρία, άν δέν τήν καθιστα σχεδόν άδύνατη (Ματθ. 19, 24·Μάρκ. 10, 24-25· Λουκ. 18, 24-25). 
   Τήν έντονη προφητική κριτική κατά τών ισχυρών τοΰ χρήματος συνεχίζει ό Από­στολος Ιάκωβος στήν όμώνυμη έπιστολή του, πού άντικατοπτρίζει τήν Παλαιστίνη κατά τό δεύτερο μισό τοΰ πρώτου αιώνα: «'Ακοΰστε με τώρα καί σείς οί πλούσιοι.Κλάψτε μέ γοερές κραυγές γιά τά βάσανά σας, πού όπου νά 'ναι έρχονται. Ό πλοΰτος σας σάπισε καί τά ροΰχα σας τά 'φαγε ό σκόρος· τό χρυσάφι καί τό άσήμι σας κατασκούριασαν, καί ή σκουριά τους θά εΐναι μαρτυρική κατάθεση έναντίον σας καί θά καταφάει τίς σάρκες σας σάν τή φωτιά. Καί ένώ πλησιάζει ή κρίση, έσείς μαζεύετε θη­σαυρούς. Νά, ό μισθός τών έργατών πού θέ­ρισαν τά χωράφια σας καί σείς τούς τόν στερήσατε κραυγάζει· καί οί κραυγές τών θεριστών έφτασαν στ' αυτιά τοΰ Παντοδύ­ναμου Κυρίου» (Ίάκ. 5, 1-4). Παρόμοια κοινωνική κριτική δέν μπορεί νά συναντή­σει ό έρευνητής σ' όλη τή γραμματεία τής έποχής. «Οί λόγοι αυτοί τοΰ αγίου Ιακώ­βου δείχνουν πώς ποτέ ή Εκκλησία δέν έπαψε νά διαμαρτύρεται γιά τήν άπουσία στοιχειώδους φροντίδας γιά τήν κοινωνική δικαιοσύνη»12. 
Ή δικαιοσύνη γιά τή νέα κοινωνία, δηλ.τήν Εκκλησία τοΰ Χριστοΰ, δέν άποτελεί απλή διδασκαλία. Ή δικαιοσύνη άνήκει στήν ϊδια τή δομή τής Εκκλησίας, πού εΐναι «Σώμα Χριστοΰ» (Έφ. 1, 22-23· 5, 23· Ρωμ. 12, 4-5).



  Ή ένταξη στήν Εκκλησία καταργεί κάθε εϊδους διάκριση έθνική, θρησκευτική, κοινωνική, πολιτισμική καί σφυρηλατεί τήν ενότητα καί τήν άδελφοσύνη όλων τών μελών (Γαλ. 3, 28· Κολ. 3, 11), καί συνεπώς άποκλείει ώς άσυμβίβαστες μέ τήν ιδιότητα τοΰ χριστιανοΰ τήν άδικία καί τήν έκμετάλλευση. Στήν Εκκλη­σία πρέπει νά ισχύει ή ρήση τοΰ 'Αποστόλου Παύλου: «εϊτε πάσχει εν μέλος, συμπά­σχει πάντα τά μέλη» (α Κορ. 12, 26). ή ένσωμάτωση στό μυστήριο τής Εκκλησίας διεγείρει τήν άλληλεγγύη καί διακονία όχι μόνο τών μελών μεταξύ τους, άλλά καί με­ταξύ τών έκκλησιαστικών κοινοτήτων. 
  Αυτόν τό σκοπό ύπηρετοΰσε ό θεσμός τής «λογείας», πού εΐχε καθιερώσει ό 'Απ.Παΰλος γιά νά βοηθήσει τίς οικονομικά άσθενέστερες έκκλησίες τής Ανατολής καί ιδιαίτερα τών Ιεροσολύμων. Στή Β' πρός Κορινθίους έπιστολή του γράφει γιά τή «λογεία» ότι πρέπει νά γίνεται άνάλογα μέ τήν οικονομική δυνατότητα τοΰ καθενός, μέ τελικό σκοπό τήν πραγματοποίηση τής ισότητας. «Στήν παρούσα περίσταση», γράφει, «τό δικό σας περίσσευμα θά προ­στεθεί στό ύστέρημα έκείνων, ώστε μιά άλλη φορά τό δικό τους περίσσευμα νά προστεθεί στό δικό σας ύστέρημα καί νά ύπάρξει έτσι ισότητα»13 (β' Κορ. 8, 14). 
Ή Πρώτη Εκκλησία τών Ιεροσολύμων άντιμετώπισε στήν πράξη τό πρόβλημα τής κοινωνικής δικαιοσύνης καί προσπάθησε νά τό λύσει μέ τήν άγάπη. Ή άγάπη δέν εΐναι μιά θεωρητική άρχή, άλλά πράξη, πού πρέπει νά διακρίνει τούς μαθητές τοΰ Χριστοΰ (Ίω. 13, 35). Ή άγάπη βρίσκεται πέρα καί πάνω άπό τή δικαιοσύνη. Ή δι­καιοσύνη στηρίζεται στήν έφαρμογή τοΰ νόμου, ή άγάπη στή θυσία γιά χάρη τοΰ άδελφοΰ, άνεξάρτητα άπό νόμους καί δι­καιώματα14. Εΐναι γνωστό τό ιδιότυπο σύ­στημα κοινοκτημοσύνης ή άκριβέστερα κοινοχρησίας πού έφάρμοσε ή πρώτη χρι­στιανική κοινότητα τών Ιεροσολύμων. 
«"Ολοι όσοι πίστεψαν», μας λέει ό ευαγ­γελιστής Λουκας στίς Πράξεις, «εΐχαν μιά καρδιά καί μιά ψυχή. Κανείς δέ θεωροΰσε ότι κάτι άπό τά ύπάρχοντά του ηταν δικό του, άλλά όλα τά εΐχαν κοινά... Δέν ύπήρχε κανείς άνάμεσά τους πού νά στερείται τά άπαραίτητα... δινόνταν στόν καθένα άνάλογα μέ τίς άνάγκες του» (Πράξ. 4, 32-35). 
Βάση τής ιδιότυπης αυτής κοινοκτημοσύ­νης ηταν οί έλεύθερες προσφορές τών  πλουσίων καί γενικά τών έχόντων κάποια περιουσία, πού έπέτρεψαν τή λειτουργία κοινών συσσιτίων πού ονομάστηκαν Αγά­πες. Αυτές συνδέονταν πάντοτε μέ τό μυ­στήριο τής Θ. Ευχαριστίας πού συγκε­ντρώνει καί συνιστα τήν Εκκλησία. Ή λύση αυτή, πού δόθηκε άπό τήν πρώτη Εκ­κλησία γιά τό πρόβλημα τής άνισοκατανομής τών ύλικών άγαθών, δέν άποτελοΰσε μόνιμο καί νομικά κατοχυρωμένο σύστημα  διαχείρισης τών οικονομικών άγαθών. 
Στηριζόταν στήν κοινή κατανάλωση καί όχι στήν κοινή παραγωγή. Δέν γνωρίζουμε πότε άκριβώς έξελιπε ό θεσμός αυτός, άλλά φαίνεται πώς σέ όρισμένες Εκκλησίες, όπως τής Αφρικής, έπέζησε μέχρι τίς άρχές τοΰ τρίτου αιώνα (Τερτυλιανός). Ουσιαστικά όμως δέν έξέλιπε ποτέ άπό τήν Όρθόδοξη Εκκλησία, δεδομένου ότι έπαναβίωσε, βελτιωμένο, στό κοινοβιακό σύ­στημα τοΰ μοναχισμοΰ.

Οί πατέρες τής Εκ­κλησίας έξυμνοΰν τό πολίτευμα τοΰ κοινο­βίου καί τό θεωροΰν ύπόδειγμα τής ιδα­νικής πολιτείας, διότι ένσαρκώνει τήν ίσότητα, τήν έλευθερία, τήν κοινοκτημοσύνη καί τήν άγάπη15. 


γ. Ή κοινωνική δικαιοσύνη στούς Πα­τέρες της Εκκλησίας.


Οί Πατέρες της Εκκλησίας οίκοδομοΰν τή διδασκαλία τους γιά τήν κοινωνι­κή δικαιοσύνη στήν ισότητα όλων τών 
ανθρώπων, τήν όποία στηρίζουν πάνω σέ δύο ίσχυρά θεμέλια. Τό πρώτο εΐναι ή κοι­νή φύση τών ανθρώπων, πού δημιουργή­θηκαν «κατ' είκόνα καί καθ' όμοίωσιν Θεοΰ» (Γεν. 1, 26), καί τό δεύτερο ή έν Χριστώ αδελφοποίηση όλων τών ανθρώ­πων, πού διά τοΰ βαπτίσματος έντάσσονται στήν οικογένεια τοΰ Θεοΰ (Ματθ. 5, 48·6, 8· 7, 11· Λουκ. 6, 36· Έφ. 4, 6).

Ή αρχική κατάσταση τών ανθρώπων, θά μας πεί ό Γρηγορίος Θεολόγος, ήταν ή ισότητα καί κατόπιν, λόγω της αμαρτίας, εισέβαλαν ώσάν ασθένειες στό σώμα της κοινωνίας οί διακρίσεις σέ δούλους καί έλεύθερους, πλούσιους καί φτωχούς κα­θώς καί όλες οί άλλες διακρίσεις καί διαι­ρέσεις.

Γι' αυτό συνιστά: «Έσύ όμως νά βλέπεις τήν πρώτην ισότητα καί όχι τήν κατοπινή  διαίρεση, όχι τό νόμο τοΰ ίσχυροΰ αλλά τό νόμο τοΰ Κτίστη»16. Ή πλεονε­ξία συνεπώς τών ίσχυρών μέ τήν έπιβολή άδικων νόμων κατέλυσε τήν ισότητα διαιρώντας τήν  κοινωνία σέ τάξεις καί έπέβαλε τήν αδι­κία ώς «νόμο» στίς σχέσεις τών ανθρώ­πων. "Ολα τά παραπάνω ό ϊδιος άγιος Πατέρας συμπυκνώνει στό λακωνικό όρι­σμα του γιά τή δικαιοσύνη καί τήν αδι­κία: «Δικαιοσύνη... μή πλέον ζητείν έχειν· της δ' ίσότητος έκβασις τοΰτ' αδικία»17.

 Ή δύναμη, λοιπόν, της έξουσίας, οί  έξουσιαστικές σχέσεις, όπως λέμε σήμερα, ή πλεονεξία καί ή συνακόλουθη φιλαργυ­ρία όδηγοΰν σέ κάθε είδους αδικία, διαί­ρεση καί διάσπαση μέ συνέπεια τήν έπιβολή της ανισότητας, έξαιτίας της όποίας, όπως λέγει ό Άστέριος Άμασείας, «άλλοι από τόν κορεσμό καταλαμβάνο­νται από ναυτία... καί άλλοι από τήν πεί­να καί τή στέρηση κινδυνεύουν νά πεθάνουν»18. 
Κατά τήν παράδοση τών Πατέρων τά ύλικά αγαθά καί όλόκληρη ή κτίση ανή­κουν κατά κυριότητα στό Θεό καί γι' αυτό έχουν δικαίωμα νά τά απολαμβά­νουν έξίσου όλοι οί άνθρωποι, όλα τά παι­διά Του. Εκείνος πού έχει στήν κατοχή του περισσότερα από όσα τοΰ χρειάζο­νται γιά τή διαβίωσή του, δέν τοΰ ανή­κουν, εΐναι «αλλότρια» καί επομένως τά κλέβει από τούς άλλους19. "Ο Ιωάννης Χρυσόστομος γράφει: «τό μή μεταδιδόναι πένησιν έκ τών οίκείων χρημάτων αρπα­γή πενήτων έστί καί αποστέρησις της έκείνων ζωης· καί ου τά ήμέτερα αλλά τών έκείνων κατέχομεν»20. 

  Η αντίληψη αυτή, μέ έξαίρεση τούς περισσότερους έκκλησιαστικούς συγγραφείς της τουρκο­κρατίας21, κυριαρχεί στήν Όρθόδοξη πα­ράδοση καί διατυπώνεται έπιγραμματικά από τό Γρηγόριο Θεολόγο: «Αίσχύνθητε οί κατέχοντες τά αλλότρια καί μιμήσασθε ίσότητα Θεοΰ καί ουδείς έσται πένης»22. 
, δ. Ελεημοσύνη ή λύση στό πρόβλημα της κοινωνικης αδικίας; 
Οί Πατέρες της Εκκλησίας δέν εΐναι  έπαναστάτες καί βίαιοι κοινωνικοί ανα­τροπείς. Εΐναι οί προφητες της νέας έποχης, της Καινης Διαθήκης· καταγγέλ­λουν μέ παρρησία τήν κοινωνική αδικία, αναλύουν τά αϊτια πού τήν προκαλοΰν καί ύποδεικνύουν τά μέσα της θεραπείας. Γνωρίζουν πώς ύπάρχει μιά πνευματική έπανάσταση, πού, όταν όλες οί άλλες έπαναστάσεις αποτυγχάνουν, αυτή συνεχίζει αθόρυβα τό μεταμορφωτικό της έργο. 
Καί ή έπανάσταση αυτή δέν εΐναι άλλη από τήν αγάπη: 
«"Αν όλοι αγαποΰσαν καί αγαπιόντου­σαν», θά μας πεί ό Ίω. Χρυσόστομος, «κα­νείς δέ θά μποροΰσε νά αδικήσει κανέναν, αλλά καί φόνοι καί μάχες καί πόλεμοι καί έπαναστάσεις καί αρπαγές καί πλεονε­ξίες καί όλα γενικώς τά κακά θά αφανίζο­νταν, καί τό όνομα της κακίας θά ήταν άγνωστο»23.

Οί Πατέρες αγωνίζονται πρίν απ' όλα νά ξυπνήσουν τή ναρκωμένη από τήν πλεονεξία καί φιλαργυρία συνείδηση καί νά τήν ευαισθητοποιήσουν μπροστά στόν ανθρώπινο πόνο. "Ωστόσο δέν κηρύττουν απλώς, όπως συνήθως νομίζεται, τήν έλεημοσύνη ώς μοναδικό μέσο θεραπείας τοΰ κακοΰ. Παρόλο πού έξυμνοΰν τήν έλεημοσύνη, θεωρώντας την ανώτερη από τή νηστεία, τήν προσευχή, τίς δωρεές σέ έκκλησίες, τήν παρθενία καί αυτήν  ακόμα τήν θαυματουργία24, δέ τήν θεωροΰν, έν τούτοις, παρά ώς άμεση καί πρό­σκαιρη λύση στό πρόβλημα της κοινω­νικης αδικίας. "Η έλεημοσύνη, άν δέν εΐναι απαύγασμα τελείας αγάπης, δέν μπορεί νά αποτελέσει μέτρο καί κριτήριο της ανθρώπινης συμπεριφορας: «Ουκ έστι δέ ή έλεημοσύνη τελεία αγάπη, αλλά μέρος αγάπης· πολλοί γάρ άλλοις μέν διδόασιν έλεημοσύνην, άλλους δέ αδικοΰσιν», παρατηρεί ό Άββάς Άμωνας (5ος αί.)25.

Η έλεημοσύνη όχι μόνο δέν αποτελεί λύση γιά τούς Πατέρες, αλλά καί καταδι­κάζεται απερίφραστα από αυτούς, όταν τό προσφερόμενο αγαθό εΐναι προϊόν ώμης βίας καί αδικίας.

  Ο Γρηγόριος Νύσσης συνιστά στόν τοκογλύφο όχι τήν έλεημοσύνη, αλλά τήν έπιστροφή τών όσων άρπαξε μέ τή βία, διότι «τί ώφελεί», λέγει, «νά κάνεις πολλούς φτωχούς (μέ τήν αδικία) καί νά ανακουφίζεις ένα μέ τήν έλεημοσύνη; "Αν δέν ύπηρχε τό πλη­θος τών έκμεταλλευτών δέν θά ύπηρχε τό πλήθος τών πεινασμένων»26.

Ό δέ αδελ­φός τοΰ Μ. Βασιλείου τονίζει τό ασύμβατο ελεημοσύνης καί αδικίας: «Ελεημοσύνη άπό αδικίες δέ γίνεται... ούτε ευεργεσίες άπό δάκρυα»27. 
"Ετσι απαγορεύτηκε νά γίνονται δεκτές άπό τήν Εκκλησία δωρεές πλουσίων εκμεταλλευτών, γνωστών στό πλήρωμα της, γιά νά μή νομιμοποιηθεί ή άδικία. Στίς Διαταγές τών Αγίων Αποστόλων διαβάζουμε: «Νά τούς αποφεύγεις, επί­σκοπε, καί οί προσφορές τους άς εΐναι γιά σένα μυσαρές»28. «Ό κληρικός πού δέχε­ται προσφορές άπό αδικίες, λυπεί τό Θεό πού άποστρέφεται τούς άδικους, μολύνε­ται μαζί μ' αυτούς καί δέν τούς βοηθεί νά μετανοήσουν», σύμφωνα μέ τόν Αναστά­σιο Σιναΐτη29. 
ε. Ή λύση στό πρόβλημα: «άπόδοση». 
Ποιά ενδεχομένως εΐναι ή λύση στό πρόβλημα τής κοινωνικής άδικίας; Ασχέ­τως μέ τό γεγονός ότι οί Πατέρες, γιά λό­γους ποιμαντικούς, άποκαλοΰν ενίοτε τούς πλουσίους «οικονόμους», δηλ. απλούς διαχειριστές τών άγαθών πού άνήκουν κατά κυριότητα στό Θεό καί τούς προτρέπουν στήν ελεημοσύνη30, ή λύ­ση πού τελικά προτείνουν εΐναι ή «άπόδοση», ή επιστροφή δηλ. τών άδίκως άποκτηθέντων ή κατεχομένων άγαθών στούς δικαιούχους. Ό Μ. Βασίλειος θεωρεί «κλέφτη» καί «λωποδύτη» εκείνον πού κρατά γιά δικά του, αυτά πού πήρε γιά νά τά διαχειρίζεται ώς «οικονόμος». Καί όλα τά πλεονάσματα πού έχει σέ τρόφιμα, ροΰχα, χρήματα ή άλλα άγαθά, θεωρεί πώς δέν εΐναι δικά του, άλλά εκείνων πού τά στεροΰνται.Έτσι συμπεραίνει: «"Ωστε τόσους άδικείς, όσους μποροΰσες νά βοη­θήσεις»31. 
Ό Αναστάσιος Σιναΐτης (f 609) κατα­δικάζει όχι μόνο τόν πλούσιο πού θησαυ­ρίζει άπό άδικίες, άλλά καί εκείνον πού έχει τή δυνατότητα νά σώσει κάποιον πού χάνεται άπό λιμό, χρέος ή αιχμαλωσία καί δέν τό κάνει. Αυτός, όπως λέγει επί λέξει: 
«ώς άδικος καί φονεύς δικαίως κατακριθήσεται»32. 
Ή παραπάνω άντίληψη τοΰ Αναστασί­ου Σιναΐτου διαπερνά ολόκληρη τήν Όρθόδοξη παράδοσή μας καί φτάνει ώς τά σκοτεινά χρόνια τής τουρκοκρατίας.

Ό Νομοκάνων τοΰ Μανουήλ Μαλαξοΰ, πού γράφτηκε στά 1561 στή Θήβα, επαναβε­βαιώνει τό ηθος καί τό πολίτευμα τής Έκ- 
κλησίας: «Τά χρήματα γάρ τοίς πλουσίοις διά τούς πτωχούς δωρείται αυτά ο Θεός. Καί οί άποστεροΰντες αυτά τοίς πένησιν ώς φονείς κριθήσονται»33. 
Ό πλοΰτος, λοιπόν, πού συγκεντρώνε­ται στά χέρια λίγων μέ σκοπό τήν εγωιστι­κή άπόλαυση καί όχι τή θεραπεία τών 
άναγκών τών συνανθρώπων, άνεξάρτητα άπό τόν τρόπο άπόκτησής του, άποτελεί κλοπή, έγκλημα κοινωνικό, πού άδικεί τό σύνολο. Ή επιστροφή δέ τών άδίκως άποκτηθέντων δέν άποτελεί πράξη άξιόμισθη, άλλά χειρονομία απλώς πρός άποκατάσταση τής θεϊκής τάξεως: 
«Εκείνος πού διαμοιράζει», λέγει ο Συ­μεών ο Νέος Θεολόγος, «σέ όλους άπό τά θησαυρισμένα άγαθά, δέ δικαιοΰται νά λάβει γι' αυτά άμοιβή, άλλά άντιθέτως εΐναι καί ένοχος γιά τή μέχρι τότε άδικη άποστέρηση»34. 
Τέλος, ο αγιος Νικόδημος Αγιορείτης, γιά νά έρθουμε στά νεότερα χρόνια, συνο­ψίζοντας τή σχετική Όρθόδοξη παράδο­ση γύρω άπό τό πρόβλημα τής κοινω­νικής άδικίας, άποφαίνεται κατηγορημα­τικά: 
«...τά άδίκως άποκτηθέντα, εϊτε εκ κλεψίας δηλαδή, εϊτε εξ αρπαγής καί πλεονε­ξίας, δέν ημπορεί νά συγχωρήση όχι μό­νον απλώς ή μετάνοια, όχι μόνον τό ενδυθήναι τό σχήμα τών μοναχών, άλλ' ουδέ αυτό τό ϊδιον βάπτισμα, εάν ο ταΰτα άποκτήσας κακώς καί έχων εις χείρας του δέν τά επιστρέψει πρός εκείνους άπό τούς οποίους τά επήρεν»35. 
Εκπλήσσεται πράγματι ο ερευνητής μέ τή ριζοσπαστικότητα τής κοινωνικής σκέψης τών Πατέρων. "Οχι μόνον καταδι­κάζουν τήν άδικία, άλλά φτάνουν μέχρι τό σημείο νά δικαιολογοΰν τή βίαιη ή όποια άλλη άντίδραση τών άδικουμένων, όταν πρόκειταιι νά προστατέψουν τό ψω­μί τών παιδιών τους.

  Ό Ίω. Χρυσόστο­μος, ενώ άπό τή μιά εξυμνεί τήν υπομονή στίς δοκιμασίες, άπό τήν άλλη όμως δέ δι­στάζει νά άποκαλύψει καί νά στιγματίσει τόν πραγματικό αϊτιο τών κοινωνικών άναταραχών καί επαναστάσεων: «Δέν φρίττεις άνθρωπε», λέγει, «δέν κοκκινίζεις άπό ντροπή, όταν ονομάζεις επιτιθέμενο εκείνον πού παλεύει γιά τό ψωμί του;... Ή στάση του εΐναι έγκλημα τής δικής μας ωμότητας... Καί μάλιστα επιτιθέμενος εΐσαι σύ, διότι παρόλο πού έρχεσαι τακτικά στήν Εκκλησία καί άκοΰς τά κηρύγματά μου, στήν άγορά, εν τούτοις, προτιμάς τό χρυσάφι καί τίς κο­σμικές φιλίες άπ' τίς δικές μου προτροπές»36.

Ό Λεόντιος, επίσης, επίσκοπος Νεαπόλεως Κύπρου, άναφερόμενος στό βίο τοΰ αγίου Ιωάννου τοΰ Ελεήμονος 
(f617) μάς πληροφορεί ότι ο αγιος δέ θεωροΰσε αμαρτία τήν άφαίρεση άγαθών άπό πλουσίους γιά λόγους ευποιΐας πρός τούς φτωχούς: «άν κάποιος μπορεί μέ κά­ποιον τρόπο νά άφαιρέσει άπό τούς πλου­σίους καί μάλιστα άπό τούς άσπλαχνους άκόμα καί τούς χιτώνες τους καί νά τούς προσφέρει ώς ελεημοσύνη στούς φτω­χούς, διόλου δέν αμαρτάνει»37. 
Στό σημείο αυτό επιβάλλεται νά τονι­σθεί ότι ή ορθόδοξη Θεολογία τών Πατέρων τής Εκκλησίας συναντιέται μέ τά σύγχρονα ρεύματα, όπως ή κοινωνική θεολο­γία καί ή θελογία τής επανάστασης, πού άναπτύχθηκαν στή Λατινική κυρίως 'Αμερική, όπου χριστιανικά, υποτίθεται, κα­θεστώτα υποχρεώνουν τούς χριστιανούς νά ζοΰνε μέσα στίς πιό άθλιες καί άπάνθρωπες κοινωνικές συνθήκες. Ή θεολο­γία τής άπελευθέρωσης ή θεολογία τής επανάστασης, όπως άλλιώς λέγεται, φτά­νει ώς τό σημείο νά εγκρίνει τή βία ή κα­λύτερα τήν άντιβία ώς μέσο άμυνας τοΰ καταπιεσμένου λαοΰ. Μέ τό στόμα τοΰ Καμίλλο Τόρες, τοΰ παπά-άντάρτη τής Βολιβίας, διακηρύττει: «ή βία προέρχεται άπό αυτόν πού άφαιρεί τή μπουκιά άπό τό στόμα τοΰ φτωχοΰ καί όχι άπό αυτόν πού άμύνεται νά συντηρηθεί στή ζωή»38. 
Ή βία, γιά νά άναφερθοΰμε καί στά δι­κά μας, στήν οποία άναγκάσθηκαν νά προχωρήσουν ιερωμένοι στής Εκκλησίας κατά τήν επανάσταση τοΰ 1821 ή τήν εθνι­κή άντίσταση κατά τή Γερμανική κατοχή, μόνον ώς διακινδύνευση τής προσωπικής σωτηρίας, γιά νά άπαλλάξουν τό λαό τους πό τήν τυραννία, μπορεί νά κατανοηθεί καί νά δικαιολογηθεί: «Ό άγώνας τους ηταν κατόρθωμα έσχατης αυταπάρνησης καί άκραία διακινδύνευση άγάπης, γεγο­νός ελευθερίας καί κοινωνίας»39. 
Ή άντιβία, ώς άντίδοτο κατά τοΰ κακοΰ καί μέσο άντιμετώπισης τής βίας, δέ βρί­σκει ερείσματα στήν 'Ορθόδοξη παράδο­ση. Μπορεί νά δικαιολογείται, όχι όμως καί νά δικαιώνεται. Καί τοΰτο, διότι θέτει σέ κίνδυνο τήν ϊδια τή σωτηρία. Ή βία δέ θεραπεύεται μέ τή βία, όπως τό αΐμα δέν ξεπλένεται μέ αΐμα, ούτε ή λάσπη μέ λασπόνερο, γιά νά θυμηθοΰμε τόν Ηράκλει­το40.

Ό Κ. Ζουράρις μιλώντας γιά τήν άντιβία, ώς μέσο θεραπείας τοΰ κοινωνικοΰ κακοΰ θά μάς πεί: 
«Βία, ώς θεραπευτική τής βίας, αυτή ή μανιχαϊκή εξόντωση τοΰ κακοΰ άπό ενα βίαιο, άγαθοποιό Καλό, ή συνταγή τούτη, άποτελεί γιά τό ελληνορωμαϊκό πολίτευ­μα, μία ες άεί εφάμαρτη κενή άπάτη»41. 

στ. Ή ευθύνη τών χριστιανών σήμερα 
Οί Πατέρες τής Εκκλησίας, όπως εϊδαμε, δέν περιορίζονται απλώς στήν καταγγελία τοϋ κακοϋ. Μελετοϋν τά προβλήματα, τά αναλύουν καί βρίσκουν τά αϊτια πού τά προκαλοϋν. Έπισημαίνουν τήν πτωτική κατάσταση τοϋ άνθρώπου, τήν άλλοτρίωσή του άπό τό Θεό καί τό συνάνθρωπο, συνέπεια τής οποίας εΐναι ό ατομισμός, ή πλεονεξία καί ή φιλαργυρία καθώς καί οί εξουσια­στικές δομές, πού όχι μόνον προκαλοϋν τήν άδικία, άλλά τή συντηροϋν καί τήν αναπαράγουν. Άλλά δέν περιορίζονται στήν ανάλυση καί στή γνώση.

Άγωνίζονται νά βροϋνε λύσεις άνάλογες μέ τά προβλήματα καί τά γενεσιουργά αϊτιά τους. Τονίζουν, ιδιαίτερα, τήν ευθύνη πού έχουν όλοι, ιδιαίτερα οί ταγοί τής Εκκλησίας καί τής κοινωνίας, στήν κα­ταπολέμηση τοϋ κοινωνικοϋ κακοϋ. Ό Ίω. Χρυσόστομος λέγει: «"Οταν σιωποϋμε καί δέν υπερασπιζόμαστε εκεί­νους πού άδικοϋνται, τοϋτο άποτελεϊ άνανδρία»42. Καί άλλοϋ ό ϊδιος Πατέρας άποφαίνεται: «"Οποιος μπορεϊ νά εμποδίσει εκείνον  πού   άδικεϊται καί δέν τό κάνει, δέν εΐναι λιγότερο υπεύθυνος άπό εκείνον πού άδικεϊ»43. 
Τό ϊδιο επιτακτικό χρέος προβάλλει καί σήμερα γιά τούς χριστιανούς. Χρει­άζεται μελέτη, άνάλυση τών συγχρόνων κοινωνικών προβλημάτων άλλά καί άγώνας γιά τήν άντιμετώπισή τους. Τό πρόβλημα τής άνισοκατανομής τών άγαθών, υλικών καί πολιτιστικών, σή­μερα δέν άντιμετωπίζεται μέ τήν ελεη­μοσύνη, ή όποία δέν παύει νά διατηρεϊ τή μεγάλη σωτηριολογική της άξία. Μέ τήν πληθυσμιακή έκρηξη καί τή συγκέ­ντρωση τοϋ πλούτου καί τών άναπτυξιακών μέσων στά χέρια μιας μειοψη­φίας, ιδιαίτερα στίς χώρες τοϋ τρίτου κόσμου, ή μεγάλη πλειοψηφία στε­ρείται τά στοιχειώδη μέσα επιβίωσης, εξαθλιώνεται κάθε μέρα καί πεθαίνει44. 
Ή ελεημοσύνη δέν επαρκεί νά λύσει τό κοινωνικό πρόβλημα μέ τίς τεράστιες διαστάσεις πού έχει πάρει στήν εποχή μας. Οί λαοί εξάλλου σήμερα έχουν συ­νειδητοποιήσει τήν άδικία σέ βάρος τους καί δέν ζητοϋν ελεημοσύνη. Ζητοϋν τή δίκαιη άμοιβή τοϋ μόχθου τους, όπως τονίζει άλλωστε καί ή Άγια γρα­φή: «άξιος εστιν ό εργάτης τής τροφής αυτοϋ» (Ματθ. 10, 10· Δευτερ. 24, 14­15).

Επειδή όμως οί άνθρωποι σήμερα δέν αισθάνονται ός αυτονόητη υποχρέωσή τους τήν κοινωνική δικαιοσύνη, άναζητεϊται στήν εποχή μας θεσμική λύση. Ό καθηγητής τής Ηθικής Γ. Μαντζαρίδης άναφερόμενος στή σύγχρονη κοινωνική κατάσταση καί τήν άναζητούμενη λύση τονίζει: 
«Ή συνειδητοποίηση τής άδικίας αυτής άποτελεϊ τό πρώτο βήμα γιά τήν άντιμετώπισή της. Βέβαια ή κατάσταση αυτή δέ θεραπεύεται μέ άτομικές προ­σπάθειες καί πρωτοβουλίες, άλλά άπαιτεϊ ευρύτερες κινητοποιήσεις καί άλλαγές σέ θεσμικό επίπεδο»45. Ή εμπλοκή επομένως τής πολιτικής καθίσταται άπολύτως άναγκαία. 

  Χρέος βέβαια τής Εκκλησίας δέν εΐναι νά άσκεϊ πολιτική, άλλά νά διδά­σκει, νά πείθει μέ τό παράδειγμά της καί νά εμπνέει: πνεϋμα διακονίας καί άλληλεγγύης, άγάπης καί δικαιοσύνης, πνεϋμα ευθύνης γιά τούς οικονομικά άνίσχυρους καί κοινωνικά καταπιεσμέ­νους, "Ελληνες καί ξένους, γιατί δέν πρέπει νά ξεχναμε πώς ή χώρα μας φιλοξενεϊ σήμερα πολλούς οικονομικούς καί άλλους μετανάστες.

  Ό πειρασμός βέβαια γιά κοσμική εξουσία καί δύνα­μη, σέ άντίθεση μέ τήν άντιεξουσιαστική επιταγή τοϋ Χριστοϋ (Ματθ. 20, 25­28· Μάρκ. 10, 42-45· Λουκ. 22, 25-27), καραδοκεϊ πάντοτε καί άπειλεϊ νά μετα­βάλει τήν Εκκλησία σέ εναν εγκοσμιοκρατικό οργανισμό καί νά τήν άποτρέψει άπό τόν τελικό προορισμό της, πού εΐναι σωτηριολογικός καί εσχατολογικός. 
 Ό Έμμ. Κλάψης, καθηγητής καί ίερέας στή Βοστώνη, ενώ επισημαίνει δεόντως τόν παραπάνω κίνδυνο, ώστόσο σημειώνει: «ή εσχατολογική φύση τής εκκλησίας της άπαγορεύει τήν οίανδήποτε ταύτισή της μέ ιδεολογίες καί συστήματα, χωρίς αυτό νά σημαίνει ότι ή Εκκλησία δέν πρέπει νά άποκαλύπτει καί νά μή συμπληρώνει τίς άτέλειες όλων τών πολιτικών συστημάτων 
γιά τό καλό τών άνθρώπων»46. 
Έκεϊνοι όμως πού θά επωμισθοϋν ελεύθερα τήν ευθύνη άλλαγής τής κοι­νωνίας, οφείλουν πρώτα άπ' όλα νά άλλάξουν τόν εαυτό τους. Τό κακό πρέ­πει νά ξέρουν πώς δέν εδρεύει μόνο μέ­σα στήν κοινωνία καί τούς θεσμούς της, άλλά έχει τήν πηγή του στή διεστραμμέ­νη βούληση τοϋ άνθρώπου. Πρίν άπ' όλα επομένως επιβάλλεται ή άπελευθέρωση τοϋ άνθρώπου άπό τόν εγωισμό, τή φιλοχρηματία καί τή φιλοδοξία: «Ή κάθαρση», γράφει ό άρχιεπίσκοπος Τι­ράνων Αναστάσιος, «πρέπει νά άρχίσει άπό τά βάθη τής άνθρώπινης υπάρξε­ως, εκεϊ όπου έχει συντελεσθεϊ ή δια­στροφή μέ τήν είδωλοποίηση τοϋ εγώ... Δικαιοσύνη χωρίς προσωπική εντιμό­τητα καί γνησιότητα εΐναι χίμαιρα»47. 
Δέν πρέπει κατά συνέπεια νά μας δια­φεύγει ότι τό πρόβλημα τής κοινωνικής δικαιοσύνης δέν εΐναι μόνο ζήτημα τε­χνικό, επιστημονικό, σχεδιασμοϋ καί οργάνωσης τής κοινωνίας, άλλά εΐναι επίσης ζήτημα ηθικό καί πνευματικό, άλλαγής καί μεταμόρφωσης τής προσω­πικότητας, πού μόνο μέσα στήν Εκκλη­σία μπορεϊ νά πραγματοποιηθεϊ μέ τήν όριστική νίκη τής αμαρτίας καί τό θεϊο φωτισμό. 
Δέν πρέπει νά μας διαφεύγει επίσης πώς τό κακό πού φωλιάζει στό άτομο, κύτταρο τής κοινωνίας, μεταδίδεται καί μολύνει τόν κοινωνικό κορμό, καθώς κρυσταλλώνεται σέ θεσμούς, νόμους, σωματεϊα, ιδεολογίες καί πολιτικά συ­στήματα48. "Ετσι τό κακό μετατρέπεται σέ δομικό στοιχείο τής κοινωνίας καί μέ τή διαδικασία τής κοινωνικοποίησης τοϋ άτομου, μέσω κυρίως τής εκπαίδευ­σης, επηρεάζει άποφασιστικά τή δια­μόρφωση άνάλογης προσωπικότητας. 


Γι' αυτό τό λόγο παράλληλα μέ τήν εσω­τερική κάθαρση καί τό φωτισμό χρέος όλων, ιδιαίτερα τών ιθυνόντων καί τών άσκούντων όποιοδήποτε έργο εκπαιδευ­τικό καί παιδαγωγικό, εΐναι νά άγωνι-σθοϋν γιά τή μεταμόρφωση καί άλλαγή τής κοινωνίας. Στή προσωπική του ζωή ό χριστιανός, κατά τόν καθηγητή Γ. Μαντζαρίδη49, μπορεϊ άπό άγάπη κινούμε­νος νά δέχεται τήν άδικία άποβλέποντας στήν τελείωσή του.

  Στήν κοινωνική του όμως ζωή κινούμενος πάλι άπό άγάπη, καλεϊται νά άγωνίζεται μέ παρρησία γιά  τήν άρση τής άδικίας, πού διαρκώς αυξάνει γύρω του, δημιουργώντας τερά­στια προβλήματα καί εκρηκτικές κατα­στάσεις στήν άνθρωπότητα. Ό άγώνας κατά τής άδικίας εΐναι πράγματι εγχείρημα «δυσθήρατον», όπως λέγει ό Μ. Βασίλειος, διότι προ­σκρούει άπό τή μιά στήν έλλειψη φρονήσεως εκείνων πού άσχολοϋνται μέ τήν άπόδοση τοϋ «ϊσου» στόν καθένα, καί άπό τήν άλλη στήν κυριαρχία τών παθών καί συμφερόντων «τών άφανιζόντων τό δίκαιον»50.

  Ή πικρή αυτή γνώση καί εμπειρία δέν πρέπει νά άνακόπτει τόν άγώνα καί νά περιορίζει τή θέ­ληση γιά τή δυναμική προώθηση μιας κοινωνίας άγάπης καί δικαιοσύνης,στήν όποία όλοι οί άνθρωποι, ώς τέκνα  τοϋ ϊδιου Θεοϋ, έχουν δικαίωμα στήν τροφή, στήν ιατρική περίθαλψη, στή μόρφωση, μέ ενα λόγο στήν αρμονική άνάπτυξη καί όλοκλήρωση τής προσωπικότητάς τους. "Ομως άς εϊμαστε προ­σγειωμένοι.

Οί επίγειοι παράδεισοι, πού θά άντικαθιστοϋσαν τόν εσχατολογικό παράδεισο τού Θεοϋ, έχουν μέχρι τώρα τουλάχιστον διαψευστεϊ. Ή τέλεια κοι­νωνία φαίνεται πώς δέ θά πραγματοποιηθεϊ μέσα στόν ίστορικό χρόνο άλλά στούς έσχατους καιρούς μετά τή ριζική άλλαγή καί μεταμόρφωση τοϋ κόσμου. 
«Καινούς ουρανούς καί γήν καινήν κατά τό επάγγελμα αυτοϋ προσδοκώμεν, εν οΐς δικαιοσύνη κατοικεϊ» (2 Πέ-τρ. 3, 13 Άποκάλ. 2, 17· 21, 15). Μέχρι τό­τε δέν έχουμε άλλο χρέος παρά νά άγωνιζόμαστε, νά άγαποϋμε καί νά ελπίζουμε.



κείμενο του καθηγητή Βενιζέλου Χριστοφορίδη, στη μνήμη του καθηγητή Δ.Τσάμη,  που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Μητρόπολης Σερρών



1. Αναστασίου, Αρχιεπισκόπου Τιράνων καί πάσης Αλβανίας, Παγκοσμιότητα καί Ορθοδοξία, Β Ανατύπωση «Ακρίτας», σ. 209. Πρβλ. Γ.Ι. Μαντζαρίδη, Ορθόδοξη Θεολογία καί κοινωνική ζωή, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 39, όπου γίνεται λόγος γιά τήν καθολικότητα τής ορθόδοξης Θεολογίας. 
2. Πρωτοπρεσβυτέρου Έμμ. Κλάψη, Ή Ορθοδοξία στό Νέο Κόσμο, έκδ. «Π. Πουρναρα», Θεσσαλονί­κη 2000, σ. 135 εξ. 
3. Νικολάου Μπερντιάγεφ, Ο Χριστιανισμός καί τό πρόβλημα τοΰ Κομμουνισμοΰ, έκδ. «Σιδέρης», με­τάφραση Ι.Ι., σ. 24 εξ. 
4. Ίω. Σ. Πέτρου, Θεολογία καί κοινωνική δυναμική, «Παρατηρητής», Θεσσαλονίκη 1993, σ. 102 εξ. 
5. Λεξικό βιβλικής Θεολογίας, έκδ. «"Αρτος Ζωής», Αθήνα 1980, σ. 268 εξ. 
6. ΠαναγιώτουΊ. Μπρατσιώτου, Ή κοινωνική σημασία τής Παλαιας Διαθήκης, έκδ. 2η, Αθήναι 1952, 
σ. 21 εξ. 
7. Περισσότερα βλ. Παναγιώτου Μπρατσιώτου, ό.π., σσ. 28-31. 
8. "Ο.π., σ. 31. 
9. "Ο.π., σ. 38 εξ. 
10. Πρβλ. Ίω. Σ. Πέτρου, Κοινωνική δικαιοσύνη, «Παρατηρητής», Θεσσαλονίκη 1992, σ. 24. 
11. Ίω. Χρυσοστόμου, Εις Ματθαίον ΙΔ', 4, PG 57,228. 
14. Βασίλη Στογιάννου, Ήέκκλησία στόν παρόν καί στήν Ιστορία, σ. 125. 
15. Βλ. λ.χ. Μ. Βασιλείου, Ασκητικαί Διατάξεις 18, 1, PG 31,1381Α: «Κοινωνίαν γάρ βίου έγώ καλώ, έν W κτήσεως μέν ιδιώτης έξώρισται, γνώμης δέ έναντίωσις άπελάληται, ταραχή δέ πασα καί φιλονεικία καί έριδες έκ ποδών εστήκασι. Κοινά δέ τά σύμπαντα, ψυχαί, γνώμαι καί όσοις τά σώματα τρέφεται καί θερα- 
πεύεται». 
16. Γρηγορίου Θεολόγου, Περί φιλοπτωχείας 26, PG 892Α-Β. Στήν αμαρτία αποδίδει τίς διαστάσεις, τίς διαιρέσεις καί τούς πο­λέμους καί ό Μ. Βασίλειος: «Διαίρεσις γάρ, καί διάστασις, καί πό­λεμος ουκ άν ήν έν ανθρώποις, μή της αμαρτίας διατεμούσης τήν φύσιν», Ασκητικαί Διατάξεις18, 2, PG 31, 1381Β. 
17. Γρηγορίου Θεολόγου, Έπη ΗθικάΛΔ, PG 37, 950Β. 18. 'Αστερίου Άμασείας, "Ομιλία 3, PG 40,209Β. 

στόμου, Είς τόνΛάζαρονΒ, 4-5, PG 48,987. Αμβροσίου Μεδιολάνων, Patrologia Latina 14, 731-756 καί Γρηγορίου Παλαμά, "Ομιλία ΙΔ', PG 151,164Α. 
20. Ίω. Χρυσοστόμου, ΕίςτόνΛάζαρονΒ, 6, PG 48,991.'.^( '''   '4 
21. Βλ. σχετικά Ίω. Σ. Πέτρου, Κοινωνική δικαιοσύνη, σ. 122 εξ. καί σημείωση 5 της σελ. 123. 
22. Γρηγορίου Θεολόγου, Περί φιλοπτωχίας 24, PG 35, 889Α. Γρηγορίου Παλαμά, "Ομιλία 13, PG 151, 164Β. 
23. Ίω. Χρυσοστόμου, ΕίςτήνΑ'Κορινθίους, όμιλία32, 5, PG 6,271. 
24. Βενιζέλου Χριστοφορίδη, «Τό πρόβλημα της κοινωνικης δικαιοσύνης στούς τρείς Μεγάλους "Ιεράρχες», στό «Λόγος καί Πράξις», έκδ. Ο.Λ.Μ.Ε., τόμος 32 (1987), σ. 111. 
25. Patrologia Orientalis 11,457. 
26. Γρηγ. Νύσσης, Κατά τοκιζόντων, PG 46,445A. 
27. M. Βασιλείου, Περί ελεημοσύνης Δ, 7, PG 32,1165A. 
28. Διαταγαί Αγίων Αποστόλων, βιβλίον Δ', κεφ. ΣΤ, PG 1,812Β. 
29. Αναστασίου Σιναΐτου, Έρώτησις 12, PG 89,452Β. Πρβλ. Σοφ. Σειρ. 34, 20-21. Μ. Βασιλείου Λόγος δ' περί ελεημοσύνης, PG 32,1164D. Ίω. Χρυσοστόμου, Εις τό κατά Ματθαίον ομιλία πε, PG 
58,761. 
30. Βλ. λ.χ. Μ. Βασιλείου, Εις τό «καθελώ μου τάς άποθήκας», PG 31,276-27. M. Βασιλείου, Πρός πλουτοΰντας, PG 31, 287. Ίω. Χρυσοστόμου, Εις τήν πρός Τιμόθεον Β' επιστολήν, PG 62,633. Γρηγο­ρίου Θεολόγου, Περί φιλοπτωχείας, PG 35,284 καί Ίω. Χρυσοστόμου, 'Ομιλία 16 εις τήν πρός Κοριν­θίους Β' επιστολήν, PG 61,516. 
31. M. Βασιλείου, εις τό «καθελώ μου τάς άποθήκας», PG 31,277 A. Ό πολιτειολόγος καθηγητής Κώστας Ζουράρις, σχολιάζοντας τό σχετικό κείμενο τοΰ Μ. Βασιλείου γιά τό καθεστώς τοΰ πλούτου, παρατηρεί: «Οί Καππαδόκες πατέρες καθώρισαν άνεπιστρεπτί τό μεθυπερβατικόν τοΰ πλούτου κα­θεστώς, πού οφείλει νά διέπει τόν πλοΰτο καί τό χρήμα. Νηπτικοί κυνικοί άναγνωρίζουν κατ' οικο-νομίαν μέν, λόγω τής μεταπτωτικής μας φύσης, τήν άφευκτη παρουσία τοΰ πλούτου. Αναγνωρίζουν μέν, άπορρίπτουν δέ. Πώς; «Φυλάσσεις», «έχεις», «κατέχεις», εΐναι τρία ρήματα πού χειρίζεται ο Μ. Βασίλειος, γιά νά υποδείξει στόν πλούσιο τή θέση του στήν κοινή μας άλληλοπεριχώρηση διά τών 
Ι «μέσων» παραγωγής καί στήν επίκοινη συναλλησία μας. «Φυλάσσεις» τά ιμάτια γιά τούς γυμνητεύ-1 οντας, «κατέχεις» τόν άρτον γιά τούς πεινώντας καί τά χρήματα «α κατορύξας έχεις», εΐναι γι' αυτούς πού έχουν άνάγκη! Τρία άμείλικτα ρήματα, τά οποία άπορρίπτουν τό δαιμονικό, παρά φύσιν «δικαίωμα» ιδιοκτησίας καί άναγνωρίζουν κατ' επιείκειαν στόν πλούσιο, ενα άποψιλωμένο, ενα «ψιλόν δικαίωμα», προσωρινό, νομής ή κατοχής μέν, υπέρ τοΰ ενδεοΰς όμως καί διακονιάρη καί έχο­ντος τήν άνάγκη δέ». Βλ. "Αθλια "Αθλα Θέμεθλα, εκδ. «Αρμός», Αθήνα 1997, σ. 381 εξ. 
32. Αναστασίου Σιναΐτου, Ερωτήσεις καί άποκρίσεις 12, 1, PG 89,445 Β. 
33. M. Νοταρίου τοΰ Μαλαξοΰ, Νομοκάνων, κεφ. ΡΣΑ', Θήβαι 1561.  *'"'* 
34. Συμεών τοΰ Νέου Θεολόγου, Κατήχ. ΙΧ. Sources Chretiennes, τομ. 104, σ. 120: «Ό ουν μεταδι-δούς τοίς πάσιν εκ τών άποκειμένων αύτώ> χρημάτων, μισθόν υπέρ αυτών ου χρεωστείται λαβείν, άλλά καί υπόδικος μάλλον εστι τής εως τότε άδίκου άποστερήσεως». 
35. Πηδάλιον, εκδ. «Β. Ρηγοπούλου», άνατύπωσις τής γ' εκδόσεως τοΰ 1864, Θεσσαλονίκη 1991, 
σ. 557. 
36. Ίω. Χρυσοστόμου, Εις τήν πρός Ρωμαίους, ΙΔ', 9, PG 60,535--538. 
37. Λεοντίου, επισκόπου Νεαπόλεως, Εις τά λείποντα τοΰ βίου Ιωάννου τοΰ Ελεήμονος, κεφ. 33, 33, Analecta Bollandiana 45, 45. 
38. Κιρμιζή Α. - Λιαλιαμπή Π. - Χριστοφορίδη Β., Θεολογία, Λατρεία καί Ζωή τής Εκκλησίας, εκδ. Ο.Ε.Δ.Β., 'Αθήνα, σ. 163 (ή τελευταία έκδοση, σ. 87). Ή θεολογία τής επανάστασης άκολούθησε τή θεολογία τοΰ θανάτου τοΰ Θεοΰ στό δυτικό χριστιανισμό. Κατά τόν καθηγητή Γ.Ι. Μαντζαρίδη «ή θεολογία τής επαναστάσεως επιχειρεί σέ τελευταία άνάλυση νά άναστήσει τό νεκρό ή άνίσχυρο γι' αυτήν Θεό μέ τή δυναμική πολιτική δραστηριότητα τοΰ άνθρώπου. 'Αφοΰ δηλ. ο άνθρωπος δέν αισθάνεται τήν ενεργό παρουσία τοΰ Θεοΰ μέσα στόν κόσμο, όπως τήν άντιλαμβάνεται ο ϊδιος, καί άφοΰ δέν βλέπει νά επικρατεί δικαιοσύνη, όπως πάλι ο ϊδιος τήν εννοεί, θεωρεί δική του πιά υποχρέ­ωση νά επέμβει στήν πραγματοποίησή της. Τέτοιες όμως άντιλήψεις γιά τό Θεό καί τόν τρόπο θεω­ρήσεως τής παρουσίας του μέσα στόν κόσμο δέν μποροΰν νά βροΰν στηρίγματα στήν παράδοση τής 'Ορθοδοξίας. Βλ. Χριστιανική Ηθική, Θεσσαλονίκη 21983, σ. 295 καί 'Ορθόδοξη Θεολογία καί κοι­νωνική ζωή, έκδ. «Π. Πουρναρά», Θεσσαλονίκη 1989, σ. 84 εξ. Γιά τήν Πολιτική θεολογία καί τίς θε­ολογίες τής επανάστασης βλ. επίσης 'Ιω. Σ. Πέτρου, Θεολογία καί κοινωνική δυναμική, «Παρατηρη­τής», Θεσσαλονίκη1993, σ. 45 καί Α.Β. Νικολαΐδη, Κοινωνικοπολιτική επανάσταση καί Πολιτική θε­ολογία, Κατερίνη 1987. 
40. Απόσπασμα 5β: «καθαίρονται δι' άλλων αϊματι μιαινόμενοι οΐον εϊ τις εις πηλόν εμβάς πηλώ> άπονίζοιτο. μαίνεσθε δ' άν δοκοίη, εϊ τις αυτόν άνθρώπων επιφράσαιτο οΰτω ποιέοντα». 
41. Κ. Ζουράρι, "Αθλια "Αθλα Θέμεθλα, «Αρμός», 'Αθήνα 1997, σ. 392. Πρβλ. Γ.Ι. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία τοΰ Χριστιανισμοΰ, εκδ. «Π. Πουρναρά», Θεσσαλονίκη 1985, σ. 230 εξ. καί Γεωργίου Α. Τσανανά, Ελπίδα Διακονία Σωτηρία, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 48 εξ. Βλ. καί Νικ. Μπερντιάγεφ, Χριστιανισμός καί τό πρόβλημα τοΰ Κομμουνισμοΰ, εκδ. «Ι. Σιδέρης», σ. 31: «Ό Μαρξισμός εμπνέε­ται άπό μιά τέλεια ουτοπία: πιστεύει ότι ή αμαρτία καί τό κακό τής εκμετάλλευσης στήν κεφαλαιο-κρατική κοινωνία μποροΰν νά κατανικηθοΰν άπό ενα κοινωνικό σύστημα, αυξάνοντας τό κακό. Άλ­λά δέν βλέπει πουθενά τό σπέρμα τοΰ καλοΰ, τής άληθειας καί τοΰ πνεύματος τό φώς». 
42. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις τάς πράξεις τών Αποστό­λων, 48, 2, PG 60,336. 
43. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις τήν Γένεσιν, όμιλ. 33,3, PG 53,309. 
44. Βλ. Γ.Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, σσ. 296-305.39. Χρήστου Γιανναρά, Ήελευθερία τοΰ ήθους, δεύτερη έκδοση, εκδ. «Γρηγόρη», 'Αθήνα 1979, σ. 
282, σημ. 234. 
45. Γ.Ι. Μαντζαρίδη, ό.π., σ. 294. 
46. Πρωτοπρ. Εμμανουήλ Κλάψη, Ή ορθοδοξία στό Νέο Κόσμο, σ. 154. 
47. Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Τιράνων καί πάσης Αλβανίας, Παγκοσμιότητα καί Ορ­θοδοξία, σ. 244 εξ. 
48. Γεωργίου Τσανανα, Ελπίδα Διακονία Κοινωνία, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 40 εξ. 
49. Γ.Ι. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία τοϋ Χριστιανισμοϋ, σ. 211. Τοϋ ίδιου, Χριστιανική Ήθι- 
κή, σ. 304 εξ. 
50. Μ. Βασιλείου, Ιωάννου Δαμασκηνοϋ, Ιερά παράλληλα 13, Ρΰ 136, 805 AB: «Δικαιοσύνη εστι εξις άπονεμητική τοϋ κατ' άξίαν. δυσθήρατον δέ τοϋτο, τών μέν διά τό περί τήν φρόνησιν ελλιπές ουχ εύρισκόντων εκάστω διανεϊμαι τό ϊσον, τών δέ διά τό προκατέχεσθαι υπό παθών άνθρωπίνων άφανιζόντων τό δίκαιον». Πρβλ. Θεοδωρήτου Κύρου, Ερμηνεία τών ΙΔ' επι­στολών τοϋ Αγίου Αποστόλου Παύλου, Β' Κορινθ. θ', 9, PG 82, 432Β. «...ή τών χρημάτων υπε­ροψία τήν αίώνιον φύει δικαιοσύνην» καί Κλημεντος Άλεξανδρέως, Στρωματείς, Ζ' 3, PG 9, 420A: «...οι τό δίκαιον ουκ άν ποτε προδώδεν ή φόβου ενεκεν άπειλουμένου ή δώρων υποσχέσει μειζόνων». 
Ψ1 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η παραβολή του άφρονα πλουσίου

Είπε ο Κύριος την εξής παραβολή «Κάποιου πλούσιου ανθρώπου χωράφια έδωσαν άφθονη σοδειά. Κι εκείνος σκεφτόταν και έλεγε: τι να κάνω; Δεν έχω...