Σώτη Τριανταφύλλου
Όσο περνούν τα χρόνια, γινόμαστε όλο και πιο εύθικτοι, όλο και ευπαθείς: μεταμορφωνόμαστε σε «χιονονιφάδες». Ο όρος αποδίδεται στη γενιά Z, στους νέους μετά τους Millennials (και στους ίδιους τους Millennials) που έχουν αποκτήσει μια αλλόκοτη ψυχοσύνθεση μοναδικότητας και εξαιρετισμού· νομίζω όμως ότι μας αφορά όλους.
Οικογένεια, σχολείο και τεχνολογία συμβάλλουν στη διαμόρφωση ανθρώπων που πιστεύουν ότι τα δικαιούνται όλα κι ότι ο κόσμος τούς χρωστάει επειδή είχε τη μεγάλη τύχη να γεννηθούν μέσα του. Αυτή η στάση διαχέεται σε ολόκληρη την κοινωνία και είναι αμφίδρομη: όλο και περισσότεροι άνθρωποι βλέπουν τον εαυτό τους στο κέντρο του σύμπαντος, με ιδιαίτερη ταυτότητα και ικανότητες που ίσως δεν αναγνωρίζονται αρκετά. Ο εγωτισμός τους δεν συνεπάγεται ισχυρά άτομα, αλλά μάλλον υπερβολικά ευσυγκίνητα και εύθραυστα: μπορούν να λιώσουν σαν τις νιφάδες από ένα αρνητικό σχόλιο, από ένα επιτιμητικό βλέμμα, από ένα στρεσογόνο παράγοντα.
Παρατηρείται τάση εκθήλυνσης με την παραδοσιακή έννοια του όρου: μαλθακότητα, ωραιοπάθεια μαζί με έλλειψη αυτοπεποίθησης, τρωτότητα – μια μορφή ευνουχισμού. Οι περισσότεροι άνθρωποι προσβάλλονται εύκολα, δεν αντέχουν γνώμες που δεν συμφωνούν με τις δικές τους και εμφανίζουν ψυχοσωματικά συμπτώματα από αιτίες που θα φαίνονταν ανεπαρκείς σε προηγούμενες εποχές. Η υπερβολική οικογενειακή προστατευτικότητα, η αβρότητα της σχολικής παιδείας, η χαλαρότητα και το ότι καλομαθαίνουμε ή κακομαθαίνουμε από μικροί, δημιουργούν, εκτός από τη σύγχρονη εκδοχή του μαμόθρεφτου, άτομα με ιδιότητες της βικτοριανής εποχής: ασθενικοί και πληγωμένοι ήρωες και ηρωίδες της καθημερινότητας που ταράζονται (που «αγχώνονται») με το παραμικρό· που σπεύδουν να καταγγείλουν ως εκφοβισμό και παρενόχληση οποιαδήποτε συμπεριφορά δεν τους επαινεί και δεν τους κολακεύει.
Μολονότι μέσα από τα ηλεκτρονικά δίκτυα οι άνθρωποι εκτίθενται όλο και περισσότερο, τοποθετώντας εθελοντικά τον εαυτό τους στο αδιάκριτο βλέμμα και στην κρίση των άλλων, φαίνεται ότι δεν αντέχουν τις συνέπειες αυτής της έκθεσης. Στην πραγματικότητα, η γενιά Ζ και τα μεγάλα τμήματα του πληθυσμού που επηρεάζονται από το καινούργιο, το τρέχον, το trendy, διεκδικούν τόσο στα δίκτυα όσο και στην αληθινή ζωή τη «διαφορετικότητα»: «Είμαι ιδιαίτερο άτομο, άρα καλύτερο και πιο ενδιαφέρον από σένα». Όταν πιστεύουμε ή θέλουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε «ιδιαίτερα άτομα» κι ότι αυτό μας προσδίδει υπεραξία, ζητάμε από τους άλλους ειδική μεταχείριση – κι αν δεν την απολαμβάνουμε, αν δεν μας την παρέχουν, καταρρέουμε ή γινόμαστε έξαλλοι. Η συμπεριφορά της παλιάς πριμαντόνας έχει γενικευτεί. Ακόμα και ο Αμερικανός πρόεδρος, ενώ προσβάλλει τους πάντες, είναι μια ευπαθής χιονονιφάδα: δεν αντέχει την κριτική, πολύ λιγότερο την εξύβριση. Με κάθε απόρριψη χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του και ξεστομίζει όλο και περισσότερες βλακείες.
Όλα αρχίζουν από τα αμερικανικά πανεπιστήμια που δίνουν τον τόνο. Η πολιτική ορθότητα, την οποία έχουμε ήδη πληρώσει πολύ ακριβά στην πολιτική –με πολύ συντηρητικές ανακρούσεις και με επιστροφή στη γλώσσα της βαρβαρότητας–, στηρίζεται σε αυτή την υπερευαισθησία, στην αδυναμία του ατόμου να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να νιώσει ασφάλεια μέσα στον κόσμο. Οι φοιτητές-χιονονιφάδες που θεωρούν προσβλητικό ό,τι ακούγεται και συμβαίνει –προσβλητικό για τις γυναίκες, προσβλητικό για τους γκέι, προσβλητικό για τους μουσουλμάνους, για τους βουδιστές, για τους Σιχ, για τους ινδουιστές, για τα ζώα, για τους υπέρβαρους, για τους ηλικιωμένους– μπορούν να φτάσουν σε ακρότητες που θα ήταν κωμικές, αν δεν ήταν φασιστοειδείς. Στο πανεπιστήμιο του Γέιλ, οι φοιτητές δήλωσαν ότι οι μεταμφιέσεις στη γιορτή του Χάλογουιν ήταν προσβλητικές για τις μάγισσες, κι ότι εν πάση περιπτώσει η πολιτιστική οικειοποίηση «ξένων» μύθων και «ξένης» κουλτούρας είναι αναίσχυντη κλοπή. Υπό αυτή την έννοια, η οικειοποίηση των νέγρικων μπλουζ από τους λευκούς μουσικούς είναι κλοπή και προσβάλλει την αφροαμερικανική κοινότητα. Και πάει λέγοντας: μπορώ να αραδιάσω πλήθος παραδειγμάτων.
Αυτή η συλλογιστική οδηγεί σε κοινωνική κατάτμηση και επιμέρους εθνικιστική σπασμωδικότητα. Αλλά κυρίως επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα παιδιά και τους νέους: σαν μοναδικά, ανώτερα όντα με θαυμαστές αρετές που αξίζουν να τους δοθεί ο κόσμος ως δώρο σ’ ένα κουτί με φανταχτερό περιτύλιγμα. Αυτή η φιλοσοφία της διαπαιδαγώγησης δεν δημιουργεί ευτυχισμένους ανθρώπους, αλλά υπερβολικά απαιτητικούς, χωρίς αντοχή, ευελιξία, χιούμορ – ακόμα και χωρίς στοιχειώδη δημοκρατική συνείδηση που συνεπάγεται την αναγνώριση της ελευθερίας του λόγου των άλλων ανθρώπων. Δημιουργεί, επίσης, πολλές ψυχικές διαταραχές οι οποίες είτε εκλαμβάνονται ως μία ακόμα ιδιαιτερότητα που δήθεν εμπλουτίζει το άτομο, είτε δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη. Μέχρι, φυσικά, το παιδί να σαλτάρει από το παράθυρο ή να σκοτώσει εφτά συμμαθητές του με καραμπίνα.
Γίνεται πολύς λόγος για «ασφαλείς χώρους» όπου κανείς δεν θα μας προσβάλλει, δεν θα μας επικρίνει και δεν θα εκφράζει γνώμες που ταράζουν την ευαίσθητη ψυχή μας. Το κίνημα εναντίον της ελευθερίας του λόγου έχει ακριβώς αυτό τον στόχο: να μη στενοχωριέται κανείς από τους υποτιθέμενους καλούς και ευαίσθητους. Οι πραγματιστικές αντιλήψεις εξοστρακίζονται ως σκληρές και απάνθρωπες· η κεντρική ιδέα είναι να είμαστε πλήρεις ηδύτητας και να συμφωνούμε αποπνικτικά. Όχι ότι οι νιφάδες είναι πλήρεις ηδύτητας: σε μεγάλους αριθμούς γίνονται χιονοστιβάδα και απειλούν να μας θάψουν όλους.
Αν συνεχίσουμε έτσι θα καταλήξουμε όλοι μας φαντασιακά θύματα: της οικογένειας, του σχολείου, του συστήματος, του κράτους, της γραφειοκρατίας ή του κτηματολογίου, όπως μου είπε προχθές ένας συμπαθέστατος κύριος («Είμαι θύμα της τρομοκρατίας του κτηματολογίου»). Το ζήτημα μπορεί να συνοψιστεί στην αυτογνωσία και στην επίγνωση ότι η ζωή είναι δύσκολη και επικίνδυνη για όλους. Αντί να αναζητούμε ενόχους και θύτες, αντί να μωλωπιζόμαστε τόσο εύκολα, η συμβουλή μου θα ήταν: Σκάσε και κολύμπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου