Ἀποστόλου Ν. Μπουρνέλη, Ἀν. Καθηγητοῦ Α.Ε.Α.Η. Κρήτης
- Προλεγόμενα
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ σύγχρονος τρόπος ζωῆς ὁδήγησε τήν κοινωνία σέ ταχύτατες ἀλλαγές, οἱ ὁποῖες ἐπηρέασαν τις πολιτισμικές μας ἀξίες, τούς ρόλους τῶν προσώπων, τήν ἐσωτερική δομή τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἀναμφισβήτητο γεγονός ὅτι ἡ σύγχρονη κοινωνία διέρχεται μία βαθύτατη οἰκονομική καί πνευματική κρίση. Αὐτά ἔχουν ὡς συνέπεια τά πρόσωπα τά ὁποῖα τήν ἀπαρτίζουν, νά μήν ἀντιμετωπίζονται ὅπως τούς πρέπει καί εἰδικότερα ἐννοοῦμε τούς γέροντες καί τίς γερόντισσες. Ἡ ἐποχή μας διακρίνεται γιά τίς νέες ἀντιλήψεις της, οἱ ὁποῖες πολλές φορές, φθάνουν σε ἀκραῖες καταστάσεις. Μία ἀπό αὐτές εἶναι ἐκείνη πού ἐκφράζεται ἀπό ὁρισμένους τάχα προοδευτικούς, νά θεωροῦν τήν τρίτη ἡλικία κυριολεκτικά ὡς ἄχρηστη. Ἔτσι μερικοί φροντίζουν, ὥστε οἱ γονεῖς νά ζοῦν σέ ἀνεξάρτητη στέγη, νά ἔχουν τά πρός το ζεῖν καί ὅταν τά προβλήματα αὐξηθοῦν, ἡ καλύτερη λύση εἶναι ὁ οἶκος εὐγηρίας. Ἄραγε ἡ στέγη, τό φαγητό καί ἡ ἄνεση, εἶναι ἐκεῖνα, γιά τά ὁποῖα νοιάζονται οἱ ἡλικιωμένοι; Δέν ἔχουν θέση στό κοινωνικό γίγνεσθαι;
Τό αἴτημα πού παρουσιάζεται λοιπόν, εἶναι ἡ καλλιέργεια διαπροσωπικῶν σχέσεων μέ στόχο τήν κάλυψη τῶν ἀναγκῶν, ὑλικῶν καί πνευματικῶν τῶν ἡλικιωμένων. Οἱ ἀξίες πού περιέχονται στίς λέξεις, παππούς καί γιαγιά, πρέπει νά ἀναδειχθοῦν ὄχι γιά ἀνθρωπιστικούς λόγους, ἀλλά διότι τά πρόσωπα αὐτά προσδίδουν στήν ζωή νόημα, πραότητα, σεβασμό. Ἡ ἐποχή μας, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπό τή φιλοσοφία τῆς «παιδοκεντρικῆς» οἰκογένειας ἔχει ἀνάγκη ἀπό τό παρελθόν, γιά νά ζήσει τό παρόν και νά σχεδιάσει σωστά τό μέλλον. Προσεγγίζοντας καί διακονώντας τις διττές ἀνάγκες τῶν ἡλικιωμένων κάθε ἄνθρωπος ἤ φορέας οὐσιαστικά κοινωνεῖ με τίς ρίζες, τόν κορμό, τά κλαδιά τοῦ δένδρου τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖ τή συνέχεια. Μία κοινωνία πού δέν τιμᾶ τούς γέροντες, δέν σέβεται τίς γερόντισσες, δέν σκύβει τά προβλήματα καί τίς ἀνάγκες, τῶν ἡλικιωμένων, ναρκοθετεῖ τή ζωή καί αὐτοκτονεῖ ὁμαδικά.Ἡ πρώτη Ὀκτωβρίου ἑκάστου ἔτους ἀφιερώνεται ὡς γνωστόν στήν τρίτη ἡλικία, σέ ἐκείνους πού δαπάνησαν τή ζωή τους για νά προσφέρουν μέ ὅσες δυνάμεις καί μέσα διέθεταν στό κοινωνικό σύνολο. Ὁ τολμῶν νικᾶ κατά τή φιλοσοφική ρήση. Μήπως θα πρέπει και ἐμεῖς νά τολμήσουμε, νά μεταβάλλουμε τή στάση καί τή συμπεριφορά μας ἔναντι ἐκείνων πού ἀξίζουν τήν ἀγάπη μας;
- Τό πρόσωπο τῶν ἡλικιωμένων στήν προχριστιανική κοινωνία
Καταρχήν ὑπάρχουν πολλοί πού ὑποστηρίζουν ὅτι τό γῆρας ναί μέν σχετίζεται μέ τό σῶμα ἀλλά κυρίως ἀφορᾶ τόν ψυχισμό τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δέν γηράσκει ποτέ. Ἐξαρτᾶται πῶς ὁ κάθε ἄνθρωπος αἰσθάνεται, ποιές εἶναι οἱ δραστηριότητές του, γιά νά νοηματοδοτήσει τή ζωή σε κάθε περίοδο τῆς ζωῆς. Εἶναι μία κατάσταση ψυχῆς. Ὁ χρόνος, τό δέρμα μόνον ρυτιδώνει. Ἡ ψυχή ὅμως τότε ρυτιδώνεται, ὅταν χάσει τόν ἐνθουσιασμό καί τά ἰδανικά της. «Εἶσαι τόσο νέος, ὅση εἶναι ἡ πίστη καί οἱ ἐλπίδες σου. Εἶσαι τόσο γέρων, ὅση εἶναι ἡ ἀμφιβολία καί ἡ ἀπελπισία σου»1. Ὅποια ὅμως καί ἐάν εἶναι ἡ κατάσταση, ὁ σεβασμός πρός τό γῆρας ἦταν ἀνέκαθεν δεδομένος, διότι ἀποτελοῦσε μία ἀπό τις ἠθικές ἀξίες τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας. Ἔκπληξη προξενεῖ τό γεγονός ὅτι καί σέ ὁρισμένα πτηνά (πελαργοί- κόρακες) τό ἔνστικτο προστασίας καί τροφῆς σέ γερασμένα πουλιά εἶναι αὐξημένο. Μάλιστα ὁ Ἀριστοφάνης, γιά νά παροτρύνει κάποιο νεαρό νά τιμᾶ τούς γεροντότερους, χρησιμοποιεῖ ὡς παράδειγμα τούς πελαργούς2. Ὁ κατ’ ἐξοχήν φιλόσοφος καί παιδαγωγός Πλάτων, διαπιστώνει ὅτι ἡ γεροντική ἐμπειρία καί σοφία εἶναι θησαυρός ἀδαπάνητος, τόν ὁποῖον πρέπει νά ἀξιοποιήσουν οἱ νεαροί σέ ἡλικία, γιά νά ἀντιμετωπίσουν ἐπιτυχῶς τίς δυσχέρειες τῆς ζωῆς. Στο ἔργο του Πολιτεία γράφει: «Χαίρω διαλεγόμενος τοῖς σφόδρα πρεσβύταις. Δοκεῖ γάρ παρ’ αὐτῶν πυνθάνεσθαι, ὥσπερ τίνα ὁδοῦ προεληλυθότων ἥν καί ἡμᾶς ἴσως δεήσει πορεύεσθαι, ποία τίς ἐστι, τραχεῖα καί χαλεπή, ἤ ῥαδία και εὔπορος»3. Ἐπιπροσθέτως ὁ μεγάλος ἱστορικός τῆς ἀρχαιότητος Ξενοφῶν, στά ἀπομνημονεύματά του, ἀναφέρει ἐφαρμοζόμενο νόμο στήν Ἀθήνα σύμφωνα μέ τον ὁποῖο κανείς δέν μποροῦσε νά ἀναλάβει δημόσιο λειτούργημα, ἐάν προηγουμένως δέν εἶχε ἐκπληρώσει τό ὀφειλόμενο χρέος πρός τούς γονεῖς του. Ὁ ἴδιος ὑποστηρίζει μέ ἔμφαση ὅτι «ἡ πόλις ἐάν τούς γέροντας γονέας μή θεραπεύῃ, δίκην αὐτῷ ἐπιτίθησι καί ἀποδοκιμάζουσα οὐκ ἐᾶ ἄρχειν»4. Ἐπίσης στήν ἀρχαία Σπάρτη ἡ τιμή πρός τους γέροντας ἦταν δεδομένη.
Κατά τούς χρόνους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης οἱ λευκομάλληδες γέροντες καί οἱ πολιές γερόντισσες ἐθεωροῦντο πρόσωπα ἀξιοσέβαστα καί ὡς ταμειοῦχοι ἐμπειριῶν. Ἔτσι ἐξηγοῦνται τά χωρία τῆς Σοφίας Σειράχ «μή ἀστόχει διηγήματα γερόντων»5 καί τῆς Σοφίας Σολομῶντος, «γῆρας γάρ τίμιον οὐ τό πολυχρόνιον οὐδέ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται, πολιά δέ ἐστί φρόνησις ἀνθρώποις καί ἡλικία γῆρας βίος ἀκηλίδωτος»6. Δηλαδή ἔνδοξο γῆρας δέν εἶναι ἐκεῖνο, το ὁποῖον θά φθάσει σέ πολλά χρόνια, οὔτε μετρᾶται ἡ ἀξία του μέ τόν ἀριθμό τῶν ἐτῶν. Λευκά γεροντικά μαλλιά γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ὄχι τά πολλά ἔτη, ἀλλά ἡ συνετή και σεβαστή γεροντική ἡλικία, δέν εἶναι ἡ με γάλη ἡλικία, ἀλλά ἡ ἁγία ζωή. Οἱ σκέψεις αὐτές ἀποτυπώνουν τίς ἀντιλήψεις τίς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖες θεωροῦν τούς γέροντες καί τίς γερόντισσες ὡς ἰσότιμα μέλη τῆς κοινωνίας, ὡς ἀνθρώπους με παλμό καί δύναμη για προσφορά, στούς ὁποίους ὅλοι ὀφείλουμε να ἀποδίδουμε τήν ἁρμόζουσα τιμή. Συνεχίζοντας τήν προσέγγιση τοῦ θέματός μας θά προχωρήσομε τήν ἀνάλυση, βάσει ὁρισμένων κειμένων τῆς Πατερικῆς Γραμματείας καί ἀκολούθως θά συμπεριλάβομε καί σύγχρονες ἐπιστημονικές ἀπόψεις.
- Τό πρόσωπο τῶν ἡλικιωμένων στή μεταχριστιανική κοινωνία
Ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διά τῶν θεοφόρων Πατέρων της, δίδει τό μέτρο τῆς συμπεριφορᾶς πρός τούς ἀνθρώπους τῆς τρίτης ἡλικίας. Ὁ ἱερεύς, κατά τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, μεταξύ ἄλλων εὔχεται πρός τόν Κύριον: «τά νήπια ἔκθρεψον, τήν νεότητα παιδαγώγησον, τό γῆρας περικράτησον»7. Ἡ φράση «τό γῆρας περικράτησον» δείχνει ἀκριβῶς, ὄχι μόνο τά αἰσθήματα τῶν νεοτέρων πρός τά γηρατειά, ἀλλά καί τήν ἐπιθυμία τους νά κρατηθοῦν στή ζωή, διότι εἶναι πολύτιμη ἡ συμβολή τους.
Σέ ἑρμηνευτική ὁμιλία του στή Β΄ προς Τιμόθεον ἐπιστολή, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐγκωμιάζει δύο πρόσωπα, πού ἦταν αἰτία τῆς καλῆς ἀνατροφῆς τοῦ πνευματοφόρου Τιμοθέου, μαθητοῦ τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου. Τά πρόσωπα αὐτά εἶναι ἡ μητέρα του Εὐνίκη και ἡ γιαγιά του Λωΐδα. Αὐτές τοῦ μετάγγισαν τά νάματα τῆς εὐσέβειας, αὐτές τόν ἀνέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου» καί παρά τό γεγονός ὅτι ὁ πατέρας του ἦταν εἰδωλολάτρης, ἐκεῖνος ἀκολούθησε τά παραγγέλματα τῆς μητρός καί τῆς γιαγιᾶς του8. Μελετώντας κάποιος πού ἐνδιαφέρεται γιά τό γῆρας, τά ποιήματα τοῦ Γρηγορίου Θεολόγου, θά συναντήσει τά προσωπικά του βιώματα ἀποτυπωμένα στά κείμενά του, τά ὁποῖα προέρχονται ἀπό τή στάση πού τήρησε ἔναντι τῶν γερόντων γονέων του. Καταρχήν παρομοιάζει τά ἄσπρα μαλλιά πού ἔχουν οἱ γέροντες στο κεφάλι ὡς τήν ὀδυνηρή δύση τῆς ζωῆς. Τίς ρυτίδες πού ἐμφανίζονται στό πρόσωπό τους ὡς ἔκφραση τοῦ χαράγματος τῶν πραγμάτων. Τίς ἀρρώστιες ὡς μέσα ταπεινώσεως τοῦ σώματος καί τρόπους ἀναζητήσεως τῆς θείας βοήθειας9. Ἐπίσης ὁ Γρηγόριος εὐχαριστεῖ τό Θεό, διότι ἔδωσε στούς θνητούς νά ἔχουν τά παιδιά τους βοήθεια καί βακτηρία, γιά να στηρίζουν τά τρεμουλιάρικα μέλη τους. Μάλιστα ὁ ἴδιος γηροκόμησε τούς γονεῖς του, τούς περιποίηθηκε κατά δύναμη, πιστεύοντας ὅτι ἐκτελεῖ τό καθῆκον του και ἐκπληρώνει ἀπέναντί τους τό δέον και δυνατόν10. Σέ ποίημά του ὁ σοφός ἀνήρ ἐπισημαίνει: «Ἡ μητέρα παίρνοντας ἀπό τούς γονεῖς της τή θεάρεστη πίστη ἁλυσίδα χρυσή κρέμασε στό λαιμό τῶν παιδιῶν της κι εἶχε φρόνημα ἀρσενικό σέ γυναικεία μορφή, ἀγγίζοντας τόσο τή γῆ καί τόσο φροντίζοντας για τόν κόσμο, ὅσο στήν οὐράνια ζωή ν’ ἀνεβάσει ὅλη αὐτή ἐδῶ τή ζωή κι ἀνάλαφρα να ὁδηγήσει τό βῆμα πρός τά αἰθέρια. Κι ὁ πατέρας ἀγριέλαιος κάτω ἀπ’ τόν ἴσκιο τῶν εἰδώλων πρῶτα ζοῦσε, ἀλλά μπολιάστηκε ἀπό ἥμερης μπόλι ἐλιᾶς καί τόσο ἀπό την εὐγενική ρίζα ἄντλησε, ὥστε νά σκεπάσει τά δέντρα καί πολλούς νά χορτάσει μέ τό γλυκό καρπό. Μέ το χρῶμα τῆς φρόνησης στό νοῦ καί στά μαλλιά, μειλίχιος, γλυκομίλητος, νέος Μωυσῆς ἤ ἄλλος Ἀαρών ἀνάμεσα στούς θνητούς ἀνθρώπους καί τον οὐράνιο Θεό στεκόταν, καί μέ καθαρές τελετουργίες καί θυσίες δικές μας, ἔτσι ὅπως θυσιάζει μέσα ὁ ἁγνός νοῦς, ἑνώνοντας σ’ ἕνα τούς θνητούς καί τόν ἀθάνατο μεγάλο Θεό. Ἀπό τέτοιο πατέρα προῆλθα καί μητέρα, νά συναγωνίζομαι μ’ αὐτούς, δέν εἶναι θεμιτό, ἀλλά δέν ἀρνοῦμαι νά συναγωνίζονται μεταξύ τους. Αὐτούς ἐγώ τους γηροκομοῦσα καί τούς περιποιόμουν στα πάθη τους καί οἱ ἐλπίδες γλύκαιναν τήν ψυχή μου, ὅτι κάτι ἄριστο ἐκτελῶ κι ἐκπληρώνω ἕνα φυσικό χρέος»11.
Ἀξιοσημείωτο ὅμως ὅλων εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη τοῦ Γρηγορίου πρός τούς γέροντες γονεῖς του, οἱ ὁποῖοι μέχρι τά γεράματά τους, ἔγιναν πρότυπα ἀρετῆς καί ἁγιότητος. Τό παρακάτω ἀπόσπασμα εἶναι χαρακτηριστικό: «Ἀλλά οἱ γονεῖς μου ζωγράφιζαν στο νοῦ μου, ὄχι μ’ ἄσχημα χρώματα καί μέ δίδασκαν σωστά μέ τήν ἀρετή. Γιατί, σ’ ὅλους τούς ἐπίγειους ἦσαν θαυμαστοί, ἔχοντες φρόνημα κοινό γιά τήν κατόρθωση τῆς ἀρετῆς. Ἴδιοι στά γηρατειά καί στήν ἐξαίρετη συμπεριφορά τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, καλότυχοι καί γενναῖοι, προσπερνώντας τά μέτρα… Αὐτοί ἔπλασαν τήν ἁπαλή ψυχή μου σάν τό πηχτό τυρί, ἀμέσως ἔπαιρνα τή μορφή τοῦ τυροβολιοῦ. Καί κάποτε πού κοιμόμουν μοῦ ἦρθε τέτοιο ὄνειρο, πού μέ τράβηξε εὔκολα στόν ἔρωτα τῆς παρθενίας»12. Σέ ποίημά του πρός παρθένους ὁ Γρηγόριος θεολόγος συνιστᾶ: «Νά σέβεσαι τά γεράματα καί νά ἔχεις σεμνούς τρόπους. Τά φρόνημα γεράματα εἶναι πιό ὠφέλιμα ἀπό τά νιάτα»13. Καί ὁ Μέγας Βασίλειος ζητᾶ ἀπό τό πνευματικό του τέκνο Ἀμφιλόχιο, νά τρέξει κοντά του γιά νά τοῦ προσφέρει ὅ,τι δύναται, «ἵνα οὖν καί ὁ Κύριος δοξασθῇ καί λαοί εὐφρανθῶσι καί τιμηθῶσι καί ἡμεῖς οἱ γέροντες τῆς ὀφειλομένης ἡμῖν παρά τέκνου γνησίου τύχωμεν θεραπείας, καταξίωσον ἀόκνως μέχρις ἡμῶν διαβῆναι»14.
Πλήν τούτων ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖ καταρχάς τά γηρατειά ἀκύμαντο λιμάνι, πού προσφέρει ἀσφάλεια καί εὐχαρίστηση: «Ἡ πολιά ὥσπερ εἰς λιμένα ἀκύμαντον τάς τῶν γεγηρακότων ὁρμίζει ψυχάς, παρέχουσα τῇ παρά τῆς ἡλικίας ἐντρυφᾶν ἀσφαλείᾳ»15. Ἐν συνεχείᾳ πιστεύει ὅτι ἡ περίοδος τοῦ γήρατος συμβάλλει στήν ὡρίμανση τοῦ ἀνθρώπου. Σε ἑρμηνευτική του ὁμιλία σημειώνει: «Ἡ ψυχή δυναμώνει στά γηρατειά, τότε ἀκμάζει περισσότερο, τότε ὡριμάζει πνευματικά. Ὅπως δηλαδή ἕνα σῶμα ὅσο ἐνοχλεῖται ἀπό πυρετούς καί συνεχεῖς ἀρρώστιες, ἔστω κι ἄν εἶναι δυνατό, ἐξαντλεῖται, ἐνῶ ὅταν ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν πολιορκία αὐτή ἀνακτάει τή δύναμή του, ἔτσι καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο ἀκόμη εἶναι νέα, κατέχεται ἀπό πυρετό, τήν κυριεύει πρό παντός ὁ πόθος τῆς δόξας, τῶν ἀπολαύσεων, τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν καί πολλῶν ἄλλων φαντασιώσεων, ὅταν ὅμως γηράσει, ὅλα αὐτά τά πάθη ἀπομακρύνονται, ἄλλα ἐξ αἰτίας τοῦ καιροῦ καί ἄλλα ἐξ αἰτίας τῆς φιλοσοφημένης ζωῆς»16. Ἀκολούθως διακηρύσσει ὅτι: «Ὅταν ἐπέλθη τό γῆρας, τότε ἡ ἀριστεία λαμπροτέρα, τότε ἡ ἀνδραγαθία περιφανεστέρα, οὐδέν ἀπό τῆς ἡλικίας κωλυομένη»17.
- Ἐπιλεγόμενα
Κατόπιν τούτων θεωροῦμε καθῆκον μας νά ἀντιπροσφέρουμε σέ ἐκείνους πού μᾶς ἔφεραν στή ζωή, γενόμενοι συνδημιουργοί Θεοῦ, τό δέον, τό δυνατόν, γιά νά συνεχίσουν νά νιώθουν ἀκμαῖοι σάν νέοι. Ὅσον ἀφορᾶ τόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, ὑπάρχουν ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα τά ὁποῖα προσφέρουν τροφή, περίθαλψη, στέγη, ψυχολογική στήριξη, ἀγάπη, ἀπασχόληση, πράγματα ἄκρως ἀπαραίτητα στους γέροντες καί στίς γερόντισσες, τά ὁποῖα ὅμως δέν μποροῦν νά ἀναπληρώσουν τήν παρουσία τῶν τέκνων. Ἐπίσης μέσῳ τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐνορίας, καταβάλλονται φιλότιμες προσπάθειες γιά νά ἀντιμετωπισθοῦν οἱ ψυχοκοινωνικές διαταραχές, οἱ συχνές κρίσεις τῶν ἀτόμων αὐτῶν, ἰδιαίτερα ὅταν ὁ Θεός καλέσει τόν σύντροφό τους κοντά του. Παρά ταῦτα δέν ἀρκοῦν τά καλά λόγια, ἡ ἀνακούφιση τοῦ σωματικοῦ πόνου, ἡ διευκόλυνση σέ πρακτικά προβλήματα, ἕνα ζεστό πιάτο φαγητό ἤ ἕνα κρύο ποτήρι νερό. Ἔχομε ἱερό χρέος νά κάνουμε τη ζωή τους ἀνθρώπινη, ἄνετη,εὐχάριστη. Ὑπεράνω ὅλωνἐπιθυμοῦν τήν ἀγάπη μας ἡ ὁποία πάντα, ὅταν εἶναι εἰλικρινής, μπορεῖ νά ἐφευρίσκει τρόπους γιά νά καλύπτει τις ἐμφανιζόμενες ἀνάγκες καί να ἀναπληρώνει καθημερινά τις παρουσιαζόμενες ἐλλείψεις18.
Τό ζοφερό σήμερα μέ τίς τόσες ἀπαιτήσεις, δέν ἀλλάζει με τήν νοσταλγία ἤ τήν ἀναφορά στό παραδοσιακό χθές. Σύμφωνα μέ εἰδικούς ἰατρούς «ὁ ἡλικιωμένος ἤ ἡλικιωμένοι, ὅταν γνωρίζουν νά γηράσκουν σωστά και ὅταν ἔχουν τήν ἠθική στήριξή μας, τότε να μήν γίνονται γέροι, νά μένουν γεροί, ρωμαλέοι, ἀκμαῖοι παρά τά χρόνια τους, νά μην φθείρονται γρήγορα, νά μένουν σάν γερά κόκκαλα μέ τίς μικρότερες κατά τό δυνατό συνέπειες ἀπό τή φθορά τοῦ χρόνου»19.
Ἄς ἐκδηλώσομε λοιπόν τά ὁλόθυμα, τά εἰλικρινῆ αἰσθήματά μας πρός ἐκείνους πού ἔχουν δικαιώματα στή σκέψη, στό νοῦ καί στήν καρδιά μας πρός αὐτούς πού δικαιοῦνται μιᾶς ἀνάλογης θέσεως λόγῳ τῆς πολυσήμαντης προσφορᾶς τους προς τόν τόπο καί τό ἔθνος. Ἡ πατερική ῥήση «οὐδέν ἰσχυρότερον γήρως καί οὐδέν φιλίας αἰδεσιμώτερον»20 νομίζουμε ὅτι θά πρέπει νά γίνεται μέτρο στήν καθημερινή συμπεριφορά μας πρός τούς ἡλικιωμένους.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
- Βλ. σχετική ἄποψη παρ. Σπεράντσα Θ., «Γῆρας» ΜΕΕ 4, 493. Βλ. καί Καΐρη Μ., «Γῆρας» ΜΕΕ 8, 332.
- Σπεράντσα Θ., «Γῆρας», ἔνθ. ἀνωτ. σ.493.
- Πλάτωνος, Πολιτεία Α΄, C.
- Ξενοφῶντος, Ἀπομνημονεύματα Κ/, 12.
- Σοφ. Σειράχ Η΄, 9.
- Σοφ. Σολομῶντος Δ΄, 8-9.
- Εὐχή Μεγάλου Βασιλείου, Ἱερατικόν,ἔκδ. Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι σσ. 181-182.
- Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Β΄ Τιμόθεον Ἐπιστολή, Ὁμιλ. Α΄ Ε.Π.Ε. 23, 465.
- Γρηγορίου Θεολόγου, Περί ἑαυτοῦ, Ποιήματα Α΄, ΙΔ΄ Ε.Π.Ε. 10, 31, 33, 233.
- Γρηγορίου Θεολόγου, Περί ἑαυτοῦ, Ποίημα Α΄, Ε.Π.Ε. 10, 19-21.
- Αὐτόθι.
- Γρηγορίου Θεολόγου, Περί ἑαυτοῦ, Ποίημα ΜΕ΄, Ε.Π.Ε. 10, 345.
- Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη θεολογικά, Ποίημα Β΄, Ε.Π.Ε. 9, 85.
- Μεγάλου Βασιλείου, Ἀμφιλοχίῳ Ἐπισκόπῳ Ἰκονίου ἐπιστολή 176, Β.Ε.Π.Ε.Σ. 55,197.
- Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὅτε πρεσβύτερος προεχειρίσθη, 3 PG 48, 698.
- Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ἑβραίους Ὁμιλ. Ζ΄, 3 Ε.Π.Ε. 24, 386.
- Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ἰωάννην Ὁμιλ. ΠΗ΄, 1 PG 59, 479.
- Περισσότερα Βλ. Καλπακίδη Π., «Τρίτη ἡλικία», Παύλειος λόγος 8 (2001) 24.
- Περισσότερα Βλ. Ἀβραμίδη Α., «Γέρος, γερός στά γηρατειά» Πειραϊκή Ἐκκλησία 11(2002) 42-45 Πρβλ. καί Παγοροπούλου Ἀ., «Οἰκογένεια, οἱ ἀξίες Παππούς και Γιαγιά» Πειραϊκή Ἐκκλησία 4 (1994) 33-34. Πιπερόπουλου Γ., «Τρίτη ἡλικία, χρυσή ἤ ταλαιπωρημένη» Πειραϊκή Ἐκκλησία 8 (1998)54.
- Γρηγορίου Θεολόγου, «Εἰς ἑαυτόν καί εἰς τόν πατέρα καί Βασίλειον τόν μέγαν Λόγος Ι΄», PG 35, 828 A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου