Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Εξολοθρεύοντας τους Αρμένιους

Ένα έγκλημα σε δημόσια θέα


Του Σήφη Κασσεσιάν, Γραμματέα του Κέντρου Ελληνο-Αρμενικών Μελετών
Η δημιουργία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρξε ένα ιστορικό παράδοξο από πολλές απόψεις (επιβολή υστερούντος επί υπερτερούντων πολιτιστικά στοιχείων, επιβολή ολιγάριθμων επί κατά πολύ πολυαριθμότερων, οπισθοδρόμηση στη φεουδαρχία τη στιγμή που στην ευρωπαϊκή Δύση ανθούσε ο αστισμός, επιβολή θεοκρατικού κράτους ενώ στην Ευρώπη είχαμε τη Μεταρρύθμιση και την αμφισβήτηση της παπικής θεοκρατίας, δημιουργία πολυεθνικού κράτους την εποχή της ανάδυσης των ευρωπαϊκών εθνικισμών κλπ.)
Η διατήρηση αυτού του ιστορικού παράδοξου που υπήρξε το οθωμανικό κράτος ήταν αποκλειστικά συνάρτηση της διαιώνισης της υπέρ του δυνάστη διαφοράς ισχύος μετά κυβερνώντων και υποτελών. Η διατήρηση αυτή εξασφαλίστηκε με ποικίλους τρόπους. Η διατήρησή της απορρόφησε την ενέργεια των Οθωμανών κυριάρχων σε τέτοιο βαθμό ώστε, σύμφωνα με τον Τόινμπη, να αποβεί η οθωμανική μια «αποτελματωμένη κοινωνία» (stagnant society).

Στους κόλπους της θεοκρατικής/στρατογραφειοκρατικής οθωμανικής κοινωνίας, οι υποτελείς χριστιανικές εθνότητες ήταν πολίτες δεύτερης ή –όπως προσφυώς επισημαίνει ο Έλληνας διπλωμάτης Βύρων Θεοδωρόπουλος- τρίτης κατηγορίας.
Το στάτους των χριστιανών υποτελών καθοριζόταν από τον διττό προσδιορισμό τους ως «γκιαβούρ» (άπιστων που αποτελούσαν ξένο για το κοινωνικό σώμα στοιχείο) και «ραγιά» (ανθρώπινο κοπάδι από την υπεραξία της εργασίας του οποίου αποκόμιζε τα προς το ζην ο αυτοεξαιρούμενος από την παραγωγική διαδικασία παρασιτικός δυνάστης.
Η παρακμή της στρατιωτικής ισχύος των Οθωμανών, η οικονομική και μορφωτική άνοδος των χριστιανών υποτελών με τον εκχρηματισμό της οθωμανικής οικονομίας και η διείσδυση στο σώμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων επέτειναν τη συγγενή νοσηρότητα του οθωμανικού πολιτικού προτύπου και κατέστησαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία τον Μεγάλο Ασθενή της Ευρώπης.
Προκειμένου να αποτρέψουν τη διάλυση της αυτοκρατορίας τους, οι Οθωμανοί μετήλθαν ένα συνδυασμό ψευδεπίγραφων αποπειρών να ανανεώσουν τη νομιμοφροσύνη των υποτελών προς το σύστημα και ταυτόχρονα το όργανο που στο οποίο είχε βασιστεί η δημιουργία και η διατήρηση της επικράτειάς τους: το γιαταγάνι. Η απόπειρα προσεταιρισμού των υποτελών στηρίχτηκε στην εισήγηση μεταρρυθμίσεων που εικονικά απέβλεπαν στη δημιουργία ενός καθεστώτος ισονομίας μεταξύ μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων πολιτών. Το μεταρρυθμιστικό κίνημα που καταχωρήθηκε στην ιστορία με την ονομασία «τανζιμάτ» απέτυχε, διότι ήρθε πολύ αργά και προσέφερε πολύ λίγα. Ο λόγος περιήλθε πλέον στο γιαταγάνι.
Οι Αρμένιοι προέβαλαν για πρώτη φορά αιτήματα βελτίωσης του στάτους τους στις διπλωματικές διασκέψεις του Αγίου Στεφάνου και του Βερολίνου (1878). Η μη εφαρμογή από την οθωμανική κυβέρνηση των δεσμεύσεών της για εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στις τουρκοκρατούμενες αρμενικές επαρχίες οδήγησε στην όξυνση της αρμενο-τουρκικής αντιπαράθεσης. Οι Αρμένιοι συνέχισαν να προσφεύγουν στις ευρωπαϊκές Δυνάμεις ζητώντας την παρέμβασή τους προς βελτίωση της τύχης τους και το οθωμανικό κράτος άρχισε να επεξεργάζεται τη στηριζόμενη στη σφαγή μέθοδο επίλυσης της διαμάχης. Οι προθέσεις του οθωμανικού κατεστημένου έγιναν σαφείς με τη δημιουργία στις αρχές της δεκαετίας του 1890 των χαμιτικών («χαμιντιέ») παραστρατιωτικών ταγμάτων. Έχοντας πάρει το όνομά τους από το όνομα του σουλτάνου Χαμίτ και αποτελούμενα από τους παραδοσιακούς καταπιεστές και εκμεταλλευτές του Αρμενίου χωρικού νομάδες Κούρδους, τα χαμιντιέ απέβησαν κατά κοινή ομολογία ένα εξαιρετικό εργαλείο καταπίεσης και κατατρομοκράτησης στην αρμενική ύπαιθρο.
Οι αρμενικές επαναστατικές οργανώσεις που ανεφύησαν ως τέκνα της ανάγκης στη δεκαετία του 1880-1890 είχαν μια ευεργετική επίδραση στο ηθικό του αρμενικού λαού, αλλά ήταν ασθενείς και ολιγομελείς και δεν μπορούσαν να αντιπαρατάξουν πολυμελή ένοπλα τμήματα κατά του τακτικού οθωμανικού στρατού και των ένοπλων κουρδικών φυλών (ασιρέτ). Εξάλλου, μια από τις πιο σημαντικές από αυτές, η Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία (Χάι Χεγαπογαγκάν Τασνακτσουτιούν) πρόσφερε τη συνεργασία της στους Νεοτούρκους -αντιφρονούντες αρχικά και κυβερνώντες μετά το πραξικόπημα του 1908-. Έτσι, μπορεί να λεχθεί ότι η πρόκληση από αρμενικής πλευράς ήταν η μικρότερη δυνατή.
Τυφλωμένο από τις αλλεπάλληλες στρατιωτικές ήττες και τις συνακόλουθες συρρικνώσεις της επικράτειάς τους, το τουρκικό στρατογραφειοκρατικό κατεστημένο υιοθέτησε αλλεπάλληλα μια σειρά παρακμιακών δογμάτων που απέβλεπαν στη συσπείρωση του ισλαμικού (πανισλαμισμός) ή του τουρκόφωνου (παντουρκισμός) κόσμου υπό την αιγίδα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για να καταλήξουν στην υιοθέτηση του τουρκισμού, της επιδίωξης, δηλαδή της επίτευξης «εθνικής» ομοιογένειας με την εξάλειψη των μη Τούρκων υποτελών από τα πλαίσια της οθωμανικής επικράτειας. Η εξόντωση 150.000-300.000 Αρμενίων το 1894-1896 και 30.000 περαιτέρω το 1909 ήταν το έναυσμα μιας διαδικασίας που θα προσλάμβανε αργότερα μεγαλύτερες διαστάσεις.
Οι διωγμοί των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το 1913 και μετά έβαιναν παράλληλα με το ογκούμενο κύμα αντιαρμενικών πρακτικών εκ μέρους των Τούρκων, αποτελώντας ένα περαιτέρω επιβεβαιωτικό των διαθέσεών τους στοιχείο. Η είσοδος της Τουρκίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Οκτώβριος 1914) έδωσε στους τελευταίους τη δυνατότητα να θέσουν σ’ εφαρμογή τη γενοκτόνο (εναντίον Ελλήνων, Αρμενίων και άλλων χριστιανικών λαών) πολιτική τους.
Στην περίπτωση των Αρμενίων, η πρακτική που ακολουθήθηκε ήταν αρχικά η σύλληψη των προυχόντων και η στρατολόγηση των ενηλίκων αρρένων Αρμενίων. Με αυτό τον τρόπο οι αρμενικές κοινότητες απώλεσαν κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να συνασπίσει το λαό και να προβάλει αντίσταση. Οι στρατολογούμενοι Αρμένιοι αφοπλίζονταν και οδηγούνταν πολύ σύντομα σε τάγματα εργασίας για να πεθάνουν εκεί από τις κακουχίες και τις στερήσεις ή και να τουφεκιστούν κατά ομάδες. Ο υπόλοιπος πληθυσμός (παιδιά, γυναίκες, ηλικιωμένοι) υποχρεωνόταν σε πολύμηνες πορείες προς «τους τόπους μετεγκατάστασης» σε συνοδείες αποτελούμενες από αρκετές εκατοντάδες μέχρι αρκετές χιλιάδες πρόσωπα. Στη διάρκεια της μαρτυρικής πορείας τους, μεγάλο μέρος αυτών των ανθρώπων πέθαιναν από πείνα, ασθένειες ή εξάντληση, φονεύονταν κατά βούληση ή βιάζονταν από τους συνοδούς τους ή απάγονταν από κουρδικές φυλές. Κάποιοι διασώζονταν με την εξωμοσία και την προσχώρηση στο Ισλάμ. Οι επιζώντες των συνοδειών του θανάτου εγκαθιστούνταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στις ερήμους της βόρειας Συρίας για να βρουν εκεί έναν αργό, μαρτυρικό θάνατο.
Τα μέτρα κατά των Αρμενίων αφορούσαν το σύνολο της οθωμανικής επικράτειας και δεν περιορίστηκαν σε περιοχές κοντά στα πολεμικά μέτωπα. Η εξόντωση των Αρμενίων δεν εξυπηρετούσε καμία στρατιωτική αναγκαιότητα. Το μέγεθος του εγκλήματος και το γεγονός ότι δεν επιτελέστηκε εν κρυπτώ αλλά σε δημόσια θέα προϋποθέτει ένα βαθμό συνενοχής, συναίνεσης και συχνά συμμετοχής του τουρκικού και του κουρδικού λαού. Παράλληλα, υπήρξαν περιπτώσεις αξιωματούχων που προσπάθησαν να αγνοήσουν τις διαταγές εξόντωσης των Αρμενίων και φιλεύσπλαχνων απλών πολιτών που έσωσαν από το θάνατο Αρμένισσες ή Αρμενόπουλα.
Τα τεκμήρια της επιτέλεσης της Αρμενικής Γενοκτονίας είναι ποικίλα και ογκώδη. Σε αυτά περιλαμβάνονται μαρτυρίες αυτοπτών και επιζησάντων, διπλωματικές εκθέσεις (ακόμα και προξένων των συμμάχων της Τουρκίας την εποχή εκείνη Αυστρίας και Γερμανίας), δημοσιεύματα στο διεθνή Τύπο, ομολογίες Τούρκων αξιωματούχων και του ίδιου του τουρκικού κράτους. Το γεγονός της επιτέλεσης της γενοκτονίας είναι ιστορικά αναμφισβήτητο. Ως εκ τούτου, η διεκδίκηση της «αναγνώρισης» εκ μέρους κυβερνήσεων και διεθνών φορέων συντηρεί μια άνευ νοήματος διελκυστίνδα και υποβιβάζει την αρμενο-τουρκική διαφορά σε μια κενολόγο συζήτηση. Όπως είχε πει ο Χραντ Ντινκ: «Εγώ γνωρίζω την ιστορία μου. Το αν θέλεις εσύ να την αναγνωρίσεις ή όχι, είναι δικό σου ζήτημα.» Το πραγματικό, βαθιά λαϊκό, «αριστερό» και προοδευτικό αίτημα των Αρμενίων δεν μπορεί παρά να είναι η επιστροφή των όσων αποκόμισαν οι ένοχοι από την επιτέλεση της γενοκτονίας: των αρμενικών πατρίδων. Από αυτή την άποψη, το αρμενικό ζήτημα δεν έχει καμία διαφορά από το Κυπριακό, το Παλαιστινιακό και άλλα ζητήματα εκπατρισμού λαών και παράνομης κατοχής των εδαφών τους.
* Ο Σήφης Κασσεσιάν είναι Γραμματέας του Κέντρου Ελληνο-Αρμενικών Μελετών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα Εισόδια της Θεοτόκου

 Οι ευσεβείς Ιωακείμ και Άννα απέκτησαν, έπειτα από πολλές προσευχές και παρά το γεγονός ότι η Άννα δεν μπορούσε να κάνει παιδιά,  επιτέλους...