Πέμπτη 19 Απριλίου 2018

Η δογματική του Ωριγένη


antiairetikos

Ο Ωριγένης (185 – 253/254 μ.Χ.) αναμφίβολα είναι από τους μεγαλύτερους άνδρες όχι μόνο της Εκκλησίας αλλά και όλης της ανθρωπότητας και βέβαια ο γονιμότερος συγγραφέας της αρχαίας Εκκλησίας. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος αυτού που αποκαλείται στα Εκκλησιαστικά Γράμματα «Αλεξανδρινή Σχολή» και έδρασε την εποχή που στο χώρο της φιλοσοφίας γεννιέται ο νεοπλατωνισμός με το έργο του Πλωτίνου και στο χώρο των θρησκευτικών αναζητήσεων εμφανίζεται ο Μανιχαϊσμός, ένα δυϊστικό φιλοσοφικοθρησκευτικό σύστημα με έντονες ασκητικές τάσεις...

Το δογματικό του σύστημα ο Ωριγένης το αναπτύσσει κυρίως στο έργο του «Περί αρχών» που έχει διασωθεί ολόκληρο στα Λατινικά από τον Ρωμαίο μοναχό Τυράννιο Ρουφίνο (340 – 410 μ.Χ.) με την επωνυμία «DE PRINCIPIIS» – στα Ελληνικά διασώθηκε αποσπασματικά – και εις το «Κατά Κέλσου», μια απάντησή του στον ειδωλολάτρη εκλεκτικό φιλόσοφο Κέλσο (2ος αιώνας μ.Χ.) που ήταν ενάντιος στον Χριστιανισμό. Η Λατινική εκδοχή του «Περί αρχών» πρέπει να αντιμετωπίζεται με κάποια επιφύλαξη γιατί σύμφωνα με τους ερευνητές, ο Ρουφίνος έκανε περισσότερο παράφραση από τα Ελληνικά, παρά μετάφραση, επειδή υπήρξε θαυμαστής του Ωριγένη και πιθανόν να επενέβη στο κείμενο για να το απαλλάξει από αντιλήψεις που θεώρησε κακόδοξες. 


Δέον να ληφθεί υπόψη πως το έργο του Ωριγένη «Περί αρχών» είναι η πρώτη προσπάθεια που αναλαμβάνεται από Χριστιανό συγγραφέα να εκτεθεί ο Χριστιανισμός ως σύστημα. Βέβαια μια πρώτη προσπάθεια και κάποιες απόπειρες να παρουσιαστεί ο Χριστιανισμός ως σύστημα είχαν γίνει από τους Χριστιανούς απολογητές οι οποίες όμως ήταν αποσπασματικές και δεν κάλυπταν όλα τα επί μέρους θέματα του Χριστιανισμού. Δυστυχώς, επειδή ο Ωριγένης δεν δεσμεύεται πλήρως από την Εκκλησιαστική Παράδοση, η προσπάθειά του αυτή να δώσει πρώτος αυτός μορφή σε σημεία της Χριστιανικής διδασκαλίας που δεν είχαν εξεταστεί επαρκώς τον οδηγεί να περιπέσει σε κακοδοξία και πλάνη ως προς τα σημεία αυτά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να καταδικαστεί από την Πέμπτη ( Ε ΄) Οικουμενική Σύνοδο του 553 μ.Χ., βάσει του διατάγματος του 543 μ.Χ. που εξέδωσε ο Ιουστινιανός κατόπιν προτροπής θεολογικών και εκκλησιαστικών παραγόντων. Η τεράστια όμως μορφή του Ωριγένη δεν παύει να επηρεάζει τα Εκκλησιαστικά γράμματα, παρά την καταδίκη του, γιατί όπως γράφει ο μακαριστός καθηγητής της Πατρολογίας Στυλιανός Παπαδόπουλος «… όλοι σχεδόν οι θεολόγοι, όποιο κλάδο και αν θεραπεύουν θα εύρουν ενώπιόν τους τον χαλκέντερο Ωριγένη». Για την θέση του Ωριγένη στην Εκκλησία μπορεί να προστρέξει ο αναγνώστης στην έξοχη πραγματεία του Στυλιανού Παπαδόπουλου, στον Α΄Τόμο της Πατρολογίας του σελ. 407 – 413.  

Πάντως η επιθυμία του Ωριγένη ήταν να προσφέρει την διδασκαλία της Εκκλησίας – αν και γνώριζε πως μερικές από τις αντιλήψεις του δημιουργούν πρόβλημα – γι’ αυτό προσπαθεί να βασισθεί στην παραδεδομένη Εκκλησιαστική διδασκαλία, του κανόνα της πίστεως δηλαδή και στην Αγία Γραφή. Στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής ακολουθώντας την «γραμμή» της «Αλεξανδρινής Σχολής» και του Ελληνιστή Ιουδαίου φιλόσοφου Φίλωνα του Αλεξανδρέα (20 π.Χ. – 50 μ.Χ) που πρώτος αυτός είχε εισαγάγει, χρησιμοποιεί κατά κόρο την αλληγορική μέθοδο. Η ερμηνευτική αυτή μέθοδος είχε ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα, έδινε τη δυνατότητα να μεταφέρεται και να εξηγείται η Αγία Γραφή με ωφέλιμο τρόπο ιδιαίτερα στα δύσκολα και δυσνόητα σημεία της στους πιστούς, αλλά και ένα σοβαρό μειονέκτημα, επέτρεπε να ερμηνεύουν το κάθε τι της Γραφής κατά το δοκούν, με αποτέλεσμα να γίνονται λάθη και παρανοήσεις, που πολλές φορές οδηγούσαν σε αίρεση.

Η Αγία Γραφή έχει κατά τον Ωριγένη τριπλό νόημα: σωματικό, ψυχικό και πνευματικό. Ο ερμηνευτής αυτής ο οποίος έχει φωτιστεί από το Άγιο Πνεύμα κατέχει το χάρισμα να βρει το βαθύτερο νόημά της. Οι «απλούστεροι» απλά αρκούνται στο νόημα του γράμματος και δεν ψάχνουν για το βαθύτερο νόημα των Γραφών, όπως κάνουν οι «ώριμοι». Έτσι λοιπόν ο Χριστός αναδεικνύεται για τους μεν «απλούστερους» ιατρός, για τους δε «ώριμους» διδάσκαλος που τους αποκαλύπτει ιερά μυστήρια.
Η διδασκαλία του Ωριγένη για τα επί μέρους θέματα του Χριστιανικού συστήματος έχει ως εξής:

1. Ο Θεός είναι ένα αδιερεύνητο πνεύμα, το «όντως είναι», δηλαδή η μοναδική πραγματικότητα υπεράνω οποιασδήποτε ουσίας, δίκαιος και αγαθός. Ως προς τον κόσμο είναι ο Θεός ο «δημιουργός, συνέχων, κυβερνών» Κατά Κέλσου 3,62. Ο Θεός μόνο είναι «αγέννητος». Αυτό ισχύει μόνο για τον Πατέρα, Εις το κατά Ιωάννη υπόμνημα 2,10,75. Η δημιουργία του κόσμου νοείται ως αιώνια ενέργεια του Θεού, επειδή η παντοδυναμία και η αγαθότητα του Θεού δεν μπορούν να παραμείνουν χωρίς αντικείμενο απασχόλησης.

2. Ο Λόγος (δηλαδή ο Χριστός στην προανθρώπινη ύπαρξή του) ως Υιός προέρχεται από τον Πατέρα ως αιώνια ακτινοβολία, κατά τρόπο πνευματικό, κάτι ανάλογο με την θέληση που υπάρχει στον άνθρωπο. Χρησιμεύει δε ο Υιός – Λόγος στον Πατέρα ως όργανο αυτού δημιουργικό. Επειδή όλα στο Θεό είναι αιώνια, έτσι και η γέννηση του Υιού είναι αιώνια, «πάντα γεννά αυτόν» Ομιλία εις Ιερεμία 9,4. Ως εκ τούτου δεν υπήρχε χρονική στιγμή που να μην υπήρχε ο Υιός – Λόγος. Ο Πατέρας και ο Υιός ευρίσκονται μεταξύ τους σε σχέση ενότητας της ουσίας τους, «λόγω ομόνοιας και συμφωνίας και ταυτότητας της θελήσεως» Κατά Κέλσου 8,12.  Αλλά ο Υιός είναι επίσης ιδιαίτερη «υπόσταση» παρά τον Πατέρα. «Ένα λοιπόν Θεό, αποδεχόμεθα και τιμούμε τον Πατέρα και τον Υιό … θρησκεύουμε λοιπόν τον Πατέρα της αλήθειας και τον Υιό που είναι η αλήθεια, οι οποίοι είναι δύο υποστάσεις» Κατά Κέλσου 8,12.
Στο σημείο αυτό ας μας επιτραπεί μια μικρή παρένθεση για να εξηγήσουμε, πως ορίζει η Εκκλησία μας τον σημαντικό αυτό όρο, της «υπόστασης». «Υπόσταση ή πρόσωπο είναι ταυτόσημοι φιλοσοφικοί όροι με τους οποίους η Εκκλησία μας διατύπωσε το Τριαδολογικό και Χριστολογικό δόγμα. Δηλώνουν μια ιδιαίτερη ύπαρξη, η οποία υπάρχει από μόνη της, έχει αυτοσυνειδησία και αυτοπροσδιορίζεται με ελευθερία. Οι όροι στη Χριστιανική Δογματική χρησιμοποιήθηκαν για να δηλώσουν ότι ο Θεός είναι ένας στην ουσία του, αλλά και Τριαδικός, δηλαδή τρία πρόσωπα – τρεις υποστάσεις: Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Το ίδιο ισχύει και για την ανθρώπινη φύση που είναι μία και κοινή – όλοι οι άνθρωποι συμμετέχουν σ’ αυτήν, αλλά οι ανθρώπινες υποστάσεις – πρόσωπα είναι πολλές/ά (έτσι, όλοι είμαστε άνθρωποι, αλλά άλλος είναι ο Γιώργος, ο Κώστας, η Σοφία κ.ο.κ.)» Εγχειρίδιο Θρησκευτικών Γ΄Γυμνασίου, σελ. 147.        
Παρόλο όμως που ο Ωριγένης δέχεται, πως ο Πατέρας και ο Υιός είναι μία ουσία θεωρεί τον Υιό ένα «δευτερεύοντα Θεό». Πρεσβεύει επίσης πως ο Πατέρας και ο Υιός έχουν «ένα θέλημα» Εις το κατά Ιωάννη υπόμνημα 3,36. Η διά προσευχής λατρεία στον Ιησού Χριστό μόνο υπό όρους μπορεί να γίνεται, Περί ευχής 15,122.

3. Μόνο η αποκάλυψη και όχι η φιλοσοφία, διδάσκει τα περί Αγίου Πνεύματος, το οποίο αγιάζει τους Χριστιανούς και ευρίσκεται κάτω από τον Υιό. Την μεταξύ τους σχέση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας – ο όρος τριάς απαντά συχνά στον Ωριγένη – την προσδιορίζει ο Ωριγένης κατά το λεγόμενο σύστημα της «υποταγής», που είναι γνωστότερο στην Λατινική του εκδοχή ως “SUBORDINATIO”. Αν και τονίζει την αιωνιότητα του Υιού και καλεί αυτόν πλέον «ομοούσιον», θεωρεί μόνο τον Πατέρα «αυτόθεο» τον δε Υιό – Λόγο «δεύτερο Θεό». Είναι σύμφωνα με τον Ωριγένη ο Υιός – Λόγος όχι απλώς «αγαθός», όπως ο Πατέρας αλλά «εικόνα αγαθότητας» Κατά Κέλσου 5,39 και Περί αρχών Ι,2,13.
Το Άγιο Πνεύμα κατά το σύστημα αυτό της υποταγής είναι κατώτερο του Υιού. Ως «μεγαλύτερη, η δύναμη του Πατέρα από του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», έτσι «περισσότερη η του Υιού, από του Αγίου Πνεύματος» Περί αρχών Ι,3,5. Και αυτό το δικαιολογεί ο Ωριγένης υποστηρίζοντας, πως πρώτα στάλθηκε ο Χριστός και μετά το Άγιο Πνεύμα, Κατά Κέλσου Ι,64.    

4. Φτάνοντας στην κοσμολογία του Ωριγένη είναι πασιφανής η επίδραση που έχει ασκήσει πάνω του ο Πλάτωνας, αφού βασίζει αυτή στην περίφημη διδασκαλία του Πλάτωνα για τον «κόσμο των Ιδεών» και την αέναη καταστροφή και επαναδημιουργία του κόσμου. Υποστηρίζει λοιπόν πως, πριν από τον παρόντα γνωστό κόσμο μας υπήρξε άλλος κόσμος ο οποίος αποτελούνταν από τέλεια ασώματα πνεύματα. Μέρος αυτών των πνευμάτων έκαμε κακή χρήση του αυτεξούσιου με το οποίο είχαν προικιστεί από το Θεό και υπέστησαν πτώση. Ο Ωριγένης υποστηρίζει πως, στη πτώση των πνευμάτων αυτών συνέβαλε ο κορεσμός που ένοιωσαν αυτά τα πνεύματα στην αιώνια θέαση του Θεού. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και οι ψυχές των ανθρώπων. Διαπιστώνουμε λοιπόν πως ο Ωριγένης εκπροσωπεί και την κακόδοξη διδασκαλία για προαιώνιο δημιουργία και όχι την εν χρόνω όπως δέχεται η Εκκλησία μας, αλλά επιπλέον δέχεται και την προΰπαρξη των ψυχών.
Κατά το μέτρο της εκτροπής τους τα πνεύματα έλαβαν και ανάλογη σωματικότητα, μεγαλύτερου ή μικρότερου βαθμού υλικότητας. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε δημιουργήθηκε και ο υλικός κόσμος προς σωφρονισμό των πνευμάτων αυτών. Το υλικό όμως στοιχείο δεν είναι ούτε αιώνιο ούτε πραγματικό, αλλά αντιθέτως είναι «ουκ ον» ανύπαρκτο δηλαδή και «ανυπόστατο», ένα απλό επεισόδιο στη πνευματική εξέλιξη. Η σκέψη αυτή του Ωριγένη για την υλική πραγματικότητα θυμίζει την διδασκαλία του Ινδουϊσμού που δέχεται και αυτός πως ο υλικός κόσμος είναι μία ψευδαίσθηση, που την ονομάζει «μάγια»(maya). Δεν δημιουργήθηκε λοιπόν ο υλικός κόσμος αυτό καθ’ αυτό, αλλά ως σωφρονιστικό μέσο, δια του οποίου επιζητείται η κάθαρση των ψυχών. Γι’ αυτό, ως προερχόμενος από το μηδέν, θα επανέλθει στο μηδέν, Περί αρχών ΙΙ,3,2 και τα πνεύματα θα επανέλθουν στο Θεό, η λεγόμενη «αποκατάσταση των πάντων».   

5. Ο Υιός – Λόγος προσέλαβε την ανθρώπινη φύση με αληθινό ανθρώπινο σώμα και έτσι έγινε Θεάνθρωπος. Ο Ωριγένης ήταν αυτός που χρησιμοποίησε πρώτος για τον Κύριο τον όρο Θεάνθρωπος, Περί αρχών ΙΙ,6,3 και Ιεζεκιήλ ΙΙΙ,3. Η εν Χριστώ ένωση της Θείας και της ανθρώπινης φύσης είναι οργανική και πλήρης, Κατά Κέλσου ΙΙ,9 γι’ αυτό και ο Ωριγένης διδάσκει την αλήθεια περί της κοινωνίας των εν Χριστώ ιδιωμάτων, της μετάδοσης δηλαδή ιδιοτήτων (ιδιωμάτων) και από τις δύο φύσεις του Κυρίου εις το ένα και αυτό πρόσωπο του θείου Λόγου, όπως αυτό διασαφηνίστηκε αργότερα, Περί αρχών ΙΙ,6,3. Όσον αφορά την ανθρώπινη ψυχή του Κυρίου έχουμε μία ακόμη κακοδοξία του Ωριγένη. Γιατί η ανθρώπινη ψυχή που προσέλαβε ο Λόγος, προϋπήρχε, όπως όλες οι ψυχές, η οποία αναπτύχτηκε μαζί με τον Υιό – Λόγο στην προΰπαρξη. Αποτέλεσμα όλων αυτών ο εναθρωπήσας Λόγος να αποτελείται από τον Λόγο, την ψυχή και το σώμα, Κατά Κέλσου Ι,66 αλλά να πεθαίνει μόνο ο άνθρωπος. Η θεότητα του Λόγου δεν πάσχει. Μετά την ανάσταση του Κυρίου το ανθρώπινο απορροφήθηκε από το Θείο, Περί αρχών ΙΙ,6.
Άξιο προσοχής είναι και το γεγονός πως, ο Ωριγένης χρησιμοποίησε πρώτος για την μητέρα του Κυρίου μας τον όρο Θεοτόκος. Οι ερευνητές δεν μπορούν να πουν μετά βεβαιότητας αν έπλασε αυτός τον όρο αυτό. Πιθανολογούν πως ο όρος αυτός είναι γνωστός στον Ωριγένη από την παράδοση.

6. Ο Ιησούς Χριστός υπήρξε ο δάσκαλος και ο νομοθέτης της ανθρωπότητας και «παράδειγμα άριστου βίου», ο οποίος διδάσκει τη πίστη στον Θεό και τον Υιό – Λόγο όπως επίσης και τον Νόμο της φύσης ως θείο νόμο. Διά του θανάτου του έφερε την απολύτρωση στους ανθρώπους από την κυριαρχία του διαβόλου, δίνοντας την ψυχή του ως αντίλυτρο (αντάλλαγμα). Πρόσφερε στον Θεό ως άλλος Αρχιερέας εξιλαστήριο θυσία και μας καθάρισε από του ρύπου των αμαρτιών μας. Ως κεφαλή πλέον της νέας ανθρωπότητας εκπροσωπεί εμάς παρά τον Θεό και επενεργεί την πραγμάτωση και σε εμάς της κοινωνίας εκείνης, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πρόσωπό του μεταξύ της θεότητας και της ανθρώπινης φύσης, Κατά Κέλσου 3,28.           

7. Ο άνθρωπος μπορεί να πετύχει την σωτηρία του αποδεχόμενος με πίστη τον λόγο του Ευαγγελίου, δια του βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας. Με το βάπτισμα ενεργείται άφεση των αμαρτιών. Ο Ωριγένης δέχεται την κληρονομική αμαρτία. Κάθε άνθρωπος προσλαμβάνοντας σάρκα βαρύνεται με το ρύπο της αμαρτίας. Γι’ αυτό ισχύει ήδη ως αποστολική παράδοση και στον Ωριγένη ο νηπιοβαπτισμός, Εις Λευϊτικόν 8,3 και Εις Ρωμαίους 5,9. Εκτός από την άφεση των αμαρτιών, δια του βαπτίσματος ενεργείται και η μετάδοση του Αγίου Πνεύματος.    

8. Οι χαρακτηριζόμενες από τον Ωριγένη βαριές (ανίατες) μεγάλες αμαρτίες ή «θανάσιμες αμαρτίες» Περί ευχής 28,8 – 10 είναι και γι’ αυτόν όχι εντελώς ανεξάλειπτες. Μόνο που δεν μπορούν αυτές, να συγχωρεθούν αμέσως με μία ενέργεια της χάριτος, όπως γίνεται με τις ολιγότερο βαριές αμαρτίες. Πρέπει να τύχουν συγχώρεσης κατόπιν μακροχρόνιας μετάνοιας και επιβολή αποκλεισμού από την εκκλησιαστική κοινωνία, Κατά Κέλσου 3,51.   
Η εκκλησιαστική πράξη της ατομικής μετανοίας και άφεσης που ισχύει σήμερα δεν μαρτυρείται από τον Ωριγένη, χωρίς όμως να φανερώνει αυτό, πως απουσίαζε παντελώς από την εποχή του.

9. Για τη Θεία Ευχαριστία διδάσκει πως αυτή προκύπτει δια της επιδράσεως επί των φυσικών στοιχείων του άρτου και του οίνου του Λόγου του Θεού και της επίκλησης των ανθρώπων. Καλεί το ευχαριστιακό σώμα καθαγιασμένο δώρο από το οποίο τίποτα δεν πρέπει να χαθεί, Ομιλία εις την  Έξοδο 13,3. Σε μερικά χωρία δίνει και αλληγορική ερμηνεία για όσα αναφέρονται για το σώμα και το αίμα του Χριστού. Έτσι στην Ομιλία του εις τους Αριθμούς 16,9 λέγει πως μπορεί κάποιος να κοινωνεί διπλά, κατά τρόπο μυστηριακό και όταν λαμβάνουμε τους λόγους του Χριστού που περικλείουν ζωή. Αυτό όμως το δεύτερο, δεν είναι άρνηση της πραγματικής παρουσίας του Κυρίου στη Θεία Ευχαριστία ή αντικατάσταση αυτής, όπως οι Προτεστάντες ιστορικοδογματικοί πρεσβεύουν, αλλά πρόκειται για άλλο ζήτημα, για την δύναμη ζωής που περιέχουν τα λόγια του Κυρίου μας και προσφέρονται στον πιστό όταν τους εφαρμόζει, το οποίο επίσης είναι σωστό. Ο Ωριγένης κάνει διάκριση μεταξύ της «απλής» πίστης που έχουν οι απλούστεροι για την πραγματική παρουσία του Χριστού στη Θεία Ευχαριστία, Κατά Κέλσου 8,33 και μιας πνευματικότερης πίστης την οποία έχουν οι σοφότεροι, Εις Ματθαίο 89, ΙΙ, 14. Ξεκάθαρη είναι και η πίστη αυτού στον χαρακτήρα της εξιλαστήριου θυσίας που έχει η Θεία Ευχαριστία, Εις Λευϊτικό 13,13.

10. Ο ελεύθερος άνθρωπος σώζεται δια της πίστεως. Για να πιστέψει όμως και να ασκήσει την αγάπη η οποία κατά τον Ωριγένη είναι αχώριστη με την πίστη, πρέπει να επενεργήσει πάνω του η χάρη του Θεού, η οποία εκδηλώνεται με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος ή την δύναμη του Θεού, Εις Ρωμαίους 4,59. Αρχικά η πίστη εμφανίζεται ως απλή αποδοχή «συγκατάθεση». Μετά όμως πρέπει να ανυψωθεί σε «συγκατάθεση των δογμάτων μετά λόγου και σοφίας» και όχι μόνο «με ψιλή πίστη» Κατά Κέλσου Ι,13.   
Ο άνθρωπος οδηγείται στην πίστη όχι από ανάγκη αλλά λόγω του «αυτεξούσιου» αυτού, το οποίο ενυπάρχει εις τον άνθρωπο αν και «στρεφόμεθα προς την αμαρτία» Κατά Κέλσου 3,66. Η αμαρτία είναι «εκτροπή από το Θεό» και ένωση με την «πόρνη ύλη» Εις Ιωάννη ΧΧ,16,134. Η αιτία της αμαρτίας είναι η ελεύθερη βούληση, Εις Ρωμαίους 5,12 ενώ η πίστη είναι ο δρόμος προς την αρετή. Ο πιο ιδανικός τρόπος ζωής για τον άνθρωπο είναι αυτός που πραγματοποιείται με τη θεωρία, την άσκηση και την παρθενία.

11. Η Εκκλησία είναι η πόλη του Θεού. Μία ακόμη καταφανής επίδραση του Πλάτωνα στη σκέψη του Ωριγένη. Απλώς στην «Ιδανική Πολιτεία» του Πλάτωνα, προτάσσει την δική του Πολιτεία που δεν είναι άλλη από την Εκκλησία. Μια θέση που θα την ακολουθήσει αργότερα και ο Ιερός Αυγουστίνος όταν γράφει την περίφημη “De Civitas Dei”, δηλαδή «Περί της Πολιτείας του Θεού». Η Εκκλησία λοιπόν κατά τον Ωριγένη είναι η ενιαία πολιτεία, η οποία θα περιβάλει όλον τον κόσμο, όταν ο Υιός – Λόγος έλθει στην πλήρη κυριαρχία αυτού, Κατά Κέλσου 8,68 – 69 και 4,22. Τα μέλη της είναι «Ιερείς», δηλαδή έχουν την εκ της χάριτος γενική μυστηριακή ιερότητα, υπάρχουν όμως σ’ αυτή και ιερείς με ιδιαίτερη μυστηριακή έννοια και εφοδιασμένοι με ιδιαίτερα χαρίσματα.

12. Ένα ιδιαίτερα κύριο σημείο της διδασκαλίας του Ωριγένη είναι χωρίς αμφιβολία η περί αποκατάστασης των πάντων γνώμη αυτού. Σύμφωνα μ’ αυτό, οι αγαθοί μετά το θάνατό τους έχοντας αποκτήσει αιθέριο σώμα πηγαίνουν στην αρχή στον παράδεισο και έπειτα στον ουρανό. Όσον αφορά τώρα τις ψυχές των αμαρτωλών αυτές πηγαίνουν μετά θάνατο σε ένα είδος καθαρτηρίου πυρός, δια του οποίου καθαρίζονται και βαθμιαίως – χωρίς να εξαιρείται και ο διάβολος – ανέρχονται σε υψηλότερη βαθμίδα μέχρι να καθαριστούν τελείως και ν’ αναστηθούν με αιθέριο σώμα. Έτσι τελικά σώζονται και οι αμαρτωλοί και ο Θεός είναι «τα πάντα τοις πάσι» (όλα για όλους). Την ανάσταση επιτυγχάνει η νέα έλευση του Κυρίου, δηλαδή η γνωστή σε όλους μας Δευτέρα Παρουσία, την οποία μετέπειτα ακολουθεί η ζωή υπό το «αιώνιο Ευαγγέλιο». Επειδή όμως και μετά την έλευση του Κυρίου η ελευθερία της θέλησης στον άνθρωπο παραμένει, το τέλος της παρούσης δημιουργίας δεν πρέπει να θεωρηθεί ως απόλυτο. Απλά είναι μάλλον μια προσωρινή τακτοποίηση των όσων γεγονότων έλαβαν χώρα κατά τη δημιουργία αυτή. Όπως λοιπόν, πριν από τον παρόντα κόσμο υπήρξαν και άλλοι, έτσι και μετά από αυτόν θα ακολουθήσουν και άλλοι κόσμοι.
Ο Ωριγένης λοιπόν, αρνείται την αιωνιότητα της κόλασης.          

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.Ιωάννης Καλογήρου: Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Α΄
2.Στυλιανός Παπαδόπουλος: Πατρολογία, Τόμος Α΄
3. Εγχειρίδιο Θρησκευτικών Γ΄ Γυμνασίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ποιανού αδερφός είμαι;

  Διαβάζω ξανά την παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου και μου κάνει εντύπωση η αδιαφορία του πλούσιου για τον Λάζαρο που σέρνεται ...