agiazoni
"Περπατοῦσα σὲ ἕνα μονοπάτι μὲ δύο φίλους, ὁ ἥλιος ἔδυε. Αἰσθάνθηκα ἕνα κύμα μελαγχολίας. Ὁ οὐρανὸς ξαφνικὰ βάφτηκε κόκκινος σὰν τὴ φωτιά. Σταμάτησα, αἰσθανόμουν ἐξουθενωμένος καὶ ἀκούμπησα στὸ φράχτη. Εἶδα τὰ σύννεφα σὰν φλόγες, σὰν αἷμα καὶ ἕνα σπαθί. Παντοῦ αἷμα καὶ πύρινες φλόγες πάνω ἀπὸ τὰ γκρίζα φιὸρδ καὶ τὴν πόλη. Οἱ φίλοι μου συνέχισαν νὰ περπατοῦν. Ἐγὼ ἔμεινα ἐκεῖ, τρέμοντας ἀπὸ ἀγωνία. Αἰσθανόμουν ἕνα μεγάλο καὶ ἀτέλειωτο οὐρλιαχτὸ νὰ φτάνει σ' ἐμένα μέσα ἀπὸ τὴ φύση."
Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Edvard Munch (1863-1944) κατέγραψε στὸ ἡμερολόγιό του τὴν ἐμπειρία ποὺ τὸν ὁδήγησε στὴ δημιουργία ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πιὸ διάσημους πίνακές του παγκοσμίως, τὴν Κραυγή. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἔργο πού, σύμφωνα μὲ τοὺς μελετητὲς τοῦ ἔργου τοῦ νορβηγοῦ ζωγράφου, ἀποτυπώνει τὴν ἀνάμνηση μιᾶς ζοφερῆς στιγμῆς στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, ἐκείνης τῆς ἔκρηξης τοῦ ἡφαιστείου Κρακατόα, στὶς 27 Αὐγούστου 1883.
Ἡ ἔκρηξη ἦταν τόσο σφοδρὴ ποὺ ἐξαφάνισε τὰ 2/3 τοῦ ὁμώνυμου νησιοῦ τῆς Ἰνδονησίας, στὴν παραλία τοῦ ὁποίου ἐκτινάχτηκαν κοραλλιογενεῖς βράχοι ποὺ τὸ βάρος τους ἔφτανε τοὺς 600 τόνους. Οἱ στάχτες του τύλιξαν ὅλο τὸν πλανήτη, βάφοντας τὸ φεγγάρι μπλὲ γιὰ δύο χρόνια. Τὰ παλιρροιακὰ κύματα ποὺ ἔφτασαν σὲ ὕψος 40 μέτρων τάραξαν Εἰρηνικὸ καὶ Ἀτλαντικό, φτάνοντας ὡς τὸ κανάλι τῆς Μάγχης. Ἕνα πολεμικὸ πλοῖο ποὺ παρασύρθηκε ἀπὸ τὰ κύματα βρέθηκε στὴν κορυφὴ ἑνὸς λόφου σὲ βάθος 3 χιλιομέτρων ἀπὸ τὴ θαλάσσια γραμμή. Τὸ τσουνάμι κάλυψε μέσα σὲ 12 ὧρες ἀπόσταση ποὺ τὰ ἀτμόπλοια τῆς ἐποχῆς χρειάζονταν 12 ἡμέρες γιὰ νὰ διανύσουν. Ὁ ὀρυμαγδὸς τῆς ἔκρηξης ἀκούστηκε ὡς τὴν Αὐστραλία καὶ τὴν Ἰνδία. 36.000 τὰ ἀνθρώπινα θύματα.
Παρὰ τὴν γενικὴ ἀποδοχὴ πὼς ἔναυσμα γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ διάσημου πίνακα ἦταν ἕνα πραγματικὸ γεγονός, ὡστόσο ὁ ἴδιος ὁ Munch χρησιμοποιεῖ αὐτὸ ποὺ βλέπει μόνο γιὰ νὰ ἀναπαραστήσει τὴν ψυχική του διάθεση. Τὸ κόκκινο τοῦ οὐρανοῦ εἶναι γιὰ τὸν ζωγράφο τὸ χρῶμα ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποδώσει πειστικότερα ὅλη τὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν ψυχικὴ διαταραχὴ τῆς παραμορφωμένης μορφῆς, ἡ ὁποία βαστᾶ μὲ τρόμο τὸ νεκρικό της πρόσωπο μέσα στὰ χέρια της, σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ συγκρατηθεῖ ἀπὸ τὴ χρωματικὴ δίνη ποὺ στροβιλίζεται γύρω της ἀπειλητικά.
Πρόκειται γιὰ ἕναν πίνακα ποὺ δὲν μιλᾶ μόνο στὴν αἴσθηση τῆς ὅρασης, ἀφοῦ ὁ ζωγράφος ἔχει αἰχμαλωτίσει τὸν θεατὴ μέσα σὲ κύματα, ποὺ ἀπὸ ὀπτικὰ ἔχουν μεταμορφωθεῖ σὲ ἀκουστικά, τὰ ὁποία τυλίγονται μεταξύ τους, διαπερνοῦν τὸν ραβδωτὸ οὐρανό, τὴν γαλαζοπράσινη θάλασσα μὲ τὸ νησί, γιὰ νὰ φτάσουν στὴν μορφὴ τοῦ πρώτου πλάνου, ἡ ὁποία ἔχει ἀποδοθεῖ καὶ ἡ ἴδια σὰν κυματισμός. Ὅλα γίνονται ἕνα τεράστιο κύμα, τὸ κύμα τῆς κραυγῆς, τὸ ὁποῖο κλιμακώνεται ξεπερνώντας τὰ ὅρια τοῦ πίνακα καὶ εἰσβάλλει στὸν πραγματικὸ χῶρο, γιὰ νὰ ἐμπλέξει καὶ τὸν θεατὴ στὴν ὀξύτητα τοῦ οὐρλιαχτοῦ ποὺ ἐκρύγνυται τελικὰ μέσα του. Ἡ ἀπουσία χαρακτηριστικῶν καὶ οἱ ἄδειες κόγχες τῶν ματιῶν κάνουν τὴν μορφὴ νὰ μοιάζει μὲ φάντασμα, ἐντείνοντας τὴν αἴσθηση τῆς ἀγωνίας καὶ τῆς ἀπελπισίας ποὺ ἀποπνέουν στὸ ἔργο, ἔννοιες ποὺ θὰ βασανίζουν τὸν ζωγράφο σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του. Ἔτσι, ἡ Κραυγὴ γίνεται τὸ σύμβολο «τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου ποὺ τὸν ἔχει ξεχάσει ὁ θεὸς» (Μοῦνχ).
Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ὁ Μοῦνχ εἶχε βιώσει τὴν ἀπώλεια μὲ τὸν θάνατο τῆς μητέρας καὶ τῆς ἀδελφῆς του ἀπὸ φυματίωση, ἐμπειρία ποὺ ἀργότερα θὰ τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴ νατουραλιστικὴ ἐπιρροὴ τῶν συγχρόνων του Νορβηγῶν ζωγράφων καὶ τὶς ἰμπρεσιονιστικὲς κατευθύνσεις τῶν γάλλων ὁμοτέχνων του. Τὰ χρώματα μετατρέπονται ἀπὸ ἐργαλεῖα σὲ αὐτοσκοπό, πρὸς ἀναζήτηση μιᾶς ταυτότητας καὶ ἑνὸς προορισμοῦ ποὺ ὁ ζωγράφος ἀναζητοῦσε μέσα ἀπὸ τὶς ὑπαρξιακὲς ἀναζητήσεις καὶ ἐμμονὲς ποὺ κυρίευαν τὸν ἐσωτερικό του κόσμο. Ἡ πικρία, τὸ κενό, τὸ αἴσθημα τοῦ πόνου καὶ τοῦ θανάτου ἀπασχολοῦν σταθερὰ τὸν ζωγράφο, ὁ ὁποῖος τὰ ἀποτυπώνει εἰκαστικὰ μὲ σχεδὸν δαιμονικὸ τρόπο, ἐπηρεάζοντας μὲ τὴν τέχνη του ὁλόκληρο τὸ κίνημα τῶν ἐξπρεσιονιστῶν. Ὅλη του ἡ τέχνη εἶναι μία ἀπεγνωσμένη προσπάθεια νὰ διατηρήσει ζωντανὲς μνῆμες καὶ ἀναμνήσεις, μὲ κυριότερη τὴ μνήμη τοῦ πόνου, γιὰ τὴν ὁποία θὰ ἀφιερώσει πάνω ἀπὸ σαράντα χρόνια ἀπὸ τὴ ζωή του. Σὰ νὰ προσπαθοῦσε νὰ φυλακίσει ὅλο τὸν πόνο ποὺ βίωσε ὁ ἴδιος μέσα στοὺς πίνακές του καὶ νὰ τὸν ἐξορκίσει μέσα ἀπὸ τὴν τέχνη του, ἐκεῖ ὅπου τὰ ὅρια μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου γειτνιάζουν τόσο πολὺ ποὺ δύσκολα μποροῦν νὰ γίνουν διακριτά.
Ὁ Στρίντμπεργκ, διανοούμενος καλλιτέχνης καὶ προσωπικός του φίλος εἶχε γράψει σὲ ἕνα δοκίμιό του: «Πάνω στὴ ζωγραφική τοῦ Μοῦνχ, κάποιος θὰ ἔπρεπε νὰ γράψει μουσική.» Οἱ συνθέσεις του, ἀκόμα κι ὅταν υἱοθετοῦν τὴ φωτεινὴ παλέτα τῶν ἰμπρεσιονιστῶν, δημιουργοῦν μία ἀγχώδη δυσαρμονία ποὺ ξεβολεύει, ὑποβάλλοντας εἰκόνες κενοῦ καὶ ἐξωπραγματικῆς σιωπῆς, μιᾶς σιωπῆς ποὺ ἀναζητᾶ τὸν χρόνο τῆς ζωῆς. Οἱ εἰκόνες ποὺ δημιουργεῖ εἶναι φορτισμένες ἀπὸ δυνάμεις ποὺ καταπιέζουν τὴν ψυχή του καὶ καθοδηγοῦν τὴν ζωγραφική του, ἐγκαινιάζοντας μία νέα ἐποχὴ γιὰ τὴν τέχνη, μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦν πλέον νὰ ἐκφραστοῦν συναισθήματα καὶ ἰδέες ποὺ γιὰ μιὰ ὁλόκληρη γενιὰ ἦταν ἀπαγορευμένα, τὴν ἐξερεύνηση τῆς μυστικῆς ὄψης τῆς ἀνθρώπινης φύσης, πράγματα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἐκλογικευτοῦν, σκέψεις μόλις σχηματισμένες ποὺ δὲν ἔχουν προλάβει ἀκόμα νὰ μορφοποιηθοῦν, ὅλη ἡ συσσωρευμένη ἐσωτερικὴ ἐνέργεια τοῦ ζωγράφου ποὺ ἀγωνιᾶ καὶ παλεύει νὰ βρεῖ τὴ διέξοδό της στὸν καμβά. «Τὸ καθῆκον τοῦ καλλιτέχνη εἶναι νὰ χαρίζει μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα του τὴν ψυχή του, τὸν κόπο του, τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς του», θὰ γράψει σὲ μίαν ἄλλη σελίδα τοῦ ἡμερολογίου του, περιγράφοντας αὐτὴ τὴν ἀγωνιώδη ἀναζήτηση ποὺ βασανίζει καὶ στὸ τέλος λυτρώνει.
Ἡ σύνθεση, ἡ προοπτική, ἡ ἐπιλογὴ τῶν χρωμάτων, τὸ φόντο ποὺ γίνεται βασικὸ σχόλιο, οἱ μυστηριώδεις καὶ σκοτεινοὶ ὄγκοι ποὺ ἀφήνουν μία ὑπόνοια ἀπειλῆς καὶ ἀνησυχίας, γίνονται πρωταγωνιστὲς καὶ καθορίζουν τὴν συμβολικὴ διάσταση σὲ ἕναν πίνακα, καὶ ἕνα ἔργο ζωῆς γενικότερα, ὅπου σκέψη καὶ ἀπεικόνιση ἀναμειγνύονται μέχρι ποὺ φτάνουν στὴν ταύτιση. Τὸ ἐξωτερικὸ ἐρέθισμα γίνεται ἔμπνευση φιλτραρισμένη ἀπὸ τὸ προσωπικὸ βίωμα καὶ τὶς ὑπαρξιακὲς ἀναζητήσεις τοῦ ζωγράφου περὶ πεπρωμένου τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, ἡ ἀπεικόνιση γίνεται ἑρμηνεία, ἢ τουλάχιστον μία προσπάθεια αὐτῆς, ὅπως τὴν εἰσπράττει ὁ ἴδιος.
Τὸ πινέλο γίνεται νυστέρι καὶ σκάβει, σκάβει ἀκατάπαυστα, ἀνελέητα, προσπαθώντας νὰ ἀνακαλύψει τὸ νόημα κάτω ἀπὸ τὰ φαινόμενα, τὸ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸ φαίνεσθαι, τὸ μυστικό τῆς ὕπαρξης ποὺ πάλλεται ἀνακαλύπτοντας στὴ γυναίκα τὸν ἔρωτα, στὸν ἔρωτα τὴ ζωή, στὴ ζωὴ τὸν θάνατο καὶ στὸν θάνατο ξανὰ τὴ ζωή, μοτίβα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσαν σὲ μόνιμη βάση.
«Ἕνα πουλί, ἕνα θήραμα, μπῆκε μέσα μου. Τὰ νύχια του βυθίστηκαν στὴν καρδιά μου, τὸ ράμφος του τραυμάτισε τὸ στῆθος μου καὶ τὸ χτύπημα τῶν φτερῶν του σκοτείνιασε τὸ μυαλό μου.»
Edvard Munch
Ἡ Κραυγὴ εἶχε κλαπεῖ τὸ 2004 ἀπὸ τὸ μουσεῖο Μοῦνχ στὸ Ὄσλο, μαζὶ μὲ τὴν Μαντόνα, ἕνα ἀκόμη διάσημο ἔργο τοῦ ζωγράφου. Ἐπανῆλθαν στὴν κατοχὴ τοῦ μουσείου δύο χρόνια ἀργότερα σὲ κακὴ κατάσταση. Μετὰ ἀπὸ χρονοβόρα καὶ κοπιαστικὴ ἀποκατάσταση τῶν φθορῶν, τὰ δύο ἔργα ἐκτίθενται ξανὰ στὸ κοινό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου