Κυριακή 29 Απριλίου 2018

Τα Αρεοπαγίτικα συγγράμματα

Γιώργος Κρανιδιώτης*
Εμφάνιση και καθιέρωση 
         Ανάμεσα στα κείμενα-σταθμούς της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, εξέχουσα θέση κατέχουν τα λεγόμενα Αρεοπαγιτικά συγγράμματα. Ονομάστηκαν έτσι διότι απεδόθησαν εσφαλμένα στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, τον μνημονευόμενο στις Πράξεις μαθητή του Αποστόλου Παύλου και πρώτο επίσκοπο των Αθηνών. Βαθύ σκοτάδι εξακολουθεί να καλύπτει μέχρι σήμερα την ταυτότητα του μυστηριώδους συντάκτη τους. Φαίνεται ότι ήταν κάποιος Σύρος χριστιανός νεοπλατωνιστής που τελούσε υπό την επιρροή του Πρόκλου, του οποίου, κατά πάσα πιθανότητα, υπήρξε μαθητής. Αυτοπαρουσιαζόμενος σαν ο Διονύσιος, ο εν λόγω συγγραφέας προσέδωσε στα γραπτά του σχεδόν αποστολικό κύρος κι αυθεντία. Τοιουτοτρόπως, εξηγείται η ευρεία απήχησή τους κατά το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, παρότι οι εμπεριεχόμενες σ’ αυτά διδασκαλίες περί της Τριάδος και του Χριστού δεν γίνονταν πάντοτε δεκτές ως ορθόδοξες (π. χ. η άποψη που διατυπώνεται στην Τετάρτη Επιστολή περί της μίας θεανδρικῆς ἐνεργείας του Χριστού)[1].
         Για πρώτη φορά, γίνεται μνεία των Αρεοπαγιτικών συγγραφών, σε μία επιστολή του μετριοπαθούς μονοφυσίτη Πατριάρχη Αντιοχείας Σεβήρου, περί το 520 μ. Χ.[2]. Κατά τη διάρκεια του υποκινηθέντος από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό θεολογικού διαλόγου που διεξήχθη το 533 στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ υποστηρικτών και αντιπάλων του δόγματος της Συνόδου της Χαλκηδόνας (Τετάρτη Οικουμενική Σύνοδος), οι μονοφυσίτες προσεκόμισαν, προς επίρρωσιν των θέσεών τους, εδάφια από έργα άγνωστα μέχρι τότε, τα οποία φέρονταν να εγράφησαν από τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη. Ο ηγέτης των ορθοδόξων, επίσκοπος Εφέσου Υπάτιος, αμφισβήτησε ευθέως αυτήν την «αποστολική πηγή», αντιτείνοντας ότι ουδείς εκ των εκκλησιαστικών Πατέρων των πέντε προηγουμένων αιώνων παραπέμπει σ’ αυτήν[3].

        Παρά την απόρριψη των Αρεοπαγιτικών συγγραφών από ένα θεολόγο που έχαιρε γενικής αναγνώρισης, όπως ο Υπάτιος, αυτές διεδόθησαν ταχέως εντός των ορθοδόξων κύκλων. Ο Ιωάννης Σκυθοπολίτης έγραψε τα πρώτα σχόλια[4]. Περίπου έναν αιώνα αργότερα, το 649, στη Σύνοδο του Λατερανού, η οποία κατεδίκασε το μονοθελητισμό, οι συγγραφές εμφανίζονται, πλέον, ως κατακυρωμένες και αδιαμφισβήτητες πηγές της ορθόδοξης παράδοσης και αξιοποιούνται για την κατάδειξη της πλάνης των αιρετικών. Η εντυπωσιακή αυτή αντιστροφή οφείλεται, κατά μεγάλο μέρος, στον μοναχό Μάξιμο τον Ομολογητή, τη μεγαλύτερη προσωπικότητα της Θεολογίας κατά τον έβδομο αιώνα. Ο Μάξιμος ερμήνευσε ορθοδόξως πολλά δυσνόητα χωρία του Αρεοπαγίτη (π. χ. τον όρο θεανδρική ἐνέργεια, ως υποδηλούντα τις εν ασυγχύτω ενώσει δύο φύσεις του Χριστού) και, με το εκτόπισμά του και την προσωπική του παρουσία στη Σύνοδο του Λατερανού, επέβαλε το Διονυσιακό corpus ως γνησίως εκφράζον τα ορθά δόγματα[5].
          Ήδη από την εποχή της πρώτης εμφανίσεως των Αρεοπαγιτικών συγραμμάτων, ένας ανώνυμος σχολιαστής είχε παρατηρήσει την ομοιότητα, ενίοτε και την πλήρη ταύτιση, των διδασκαλιών του Διονυσίου και του Πρόκλου. Πράγματι, ο Διονύσιος, μετασχηματίζει τις νεοπλατωνικές θεωρίες του δασκάλου του, συνθέτοντάς τες με τη βιβλική σοφία κι εντάσσοντας τες στο χριστανικό πλαίσιο. Δεδομένου ότι ο Πρόκλος πέθανε το 485, ενώ η πρώτη αναφορά σε κείμενο του Αρεοπαγίτη χρονολογείται περί το 520 (Σεβήρος Αντιοχείας), πρέπει να τοποθετήσουμε τη συγγραφή του corpus ανάμεσα στο 485 και το 520[6].

Διάδοση και επιδράσεις 
         Μία εξέχουσα εκκλησιαστική φυσιογνωμία της Δύσεως, ο πάπας Γρηγόριος ο Μέγας (590 – 604), φαίνεται ότι είχε έλθει σε κάποια επαφή με τα Αρεοπαγιτικά συγγράμματα, διότι τα επικαλείται, όταν εκθέτει τη διδασκαλία του περί των Αγγέλων[7]. Οι αραβικές κατακτήσεις του εβδόμου αιώνα ανάγκασαν πολλούς Έλληνες μοναχούς να καταφύγουν στην Ιταλία. Μέσω αυτών, τα πρωτότυπα κείμενα του corpus έφθασαν στη Δύση. Το 757, ο πάπας Παύλος Α’ έστειλε τα κείμενα στον Πεπίνο στη Γαλλία. Ο πάπας Αδριανός Α’ (772 – 795), σ’ ένα γράμμα του στον Καρλομάγνο, χαρακτηρίζει τον Διονύσιο testis gravissimus[8].
         Το 827, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Β’ ο Τραυλός δώρισε το Διονυσιακό corpus στον Φράγκο βασιλιά Λουδοβίκο τον Ευσεβή. Επί τη βάσει του αντιγράφου αυτού, μεταφράσθηκαν, για πρώτη φορά, τα Αρεοπαγιτικά κείμενα στα λατινικά από τον Χιλδουΐνο, ηγούμενο της μονής του Αγίου Διονυσίου στο Παρίσι. Ταυτίζοντας εσφαλμένα τον Γαλάτη μάρτυρα του τρίτου αιώνα Διονύσιο, του οποίου τα λείψανα φυλάσσονταν στη μονή, με τον Αθηναίο μαθητή του Αποστόλου Παύλου, ο Χιλδουΐνος εισήγαγε την παράδοξη ιδέα ότι ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης υπήρξε και πρώτος επίσκοπος των Παρισίων. Η φανταστική επινόηση του Χιλδουΐνου συνέβαλε στη διόγκωση της φήμης των κειμένων. Όμως, η μετάφρασή του ήταν τόσο κακή που ο Κάρολος ο Φαλακρός ανέθεσε στο μεγάλο Ιρλανδό φιλόσοφο Ιωάννη Σκώτο Εριγένη την ευθύνη μιας καινούριας μετάφρασης, η οποία ολοκληρώθηκε το 862[9].
         Έκτοτε, τα Αρεοπαγιτικά συγγράμματα ασκούν συνεχή επιρροή: στους μεσαιωνικούς σχολαστικούς (Αλβέρτος ο Μέγας, Θωμάς Ακινάτης, Μποναβεντούρα), στους ανθρωπιστές φιλοσόφους της Αναγέννησης (Marsilius Ficinus, Pico della Mirandola), στους μυστικούς συγγραφείς (Meister Eckhart, Νικόλαο Κουζάνο) και τους ποιητές (Δάντης, Άγιος Ιωάννης του Σταυρού)[10]. Στην Ανατολή, τα Αρεοπαγιτικά επηρέασαν τον Ιωάννη το Δαμασκηνό, τον Γρηγόριο Παλαμά και τον Νικόλαο Καβάσιλα και βρέθηκαν στο επίκεντρο της ησυχαστικής έριδας του δεκάτου τετάρτου αιώνα[11]. Συνοψίζουν τον θεολογικό αποφατισμό της ελληνικής εκκλησιαστικής παράδοσης[12]. Γι’ αυτό και αγαπήθηκαν από τους ασκητές και συγκρότησαν τη θεωρητική βάση τόσο του ανατολικού όσο και του δυτικού μυστικισμού.
         Πρώτος ο Laurentius Valla (1407 – 1457) και, εν συνεχεία, ο Έρασμος (1504) αμφισβήτησαν ανοικτά τη γνησιότητα των κειμένων, θεωρώντας τα ψευδεπίγραφα[13]. Επ’ αυτού υπάρχει σήμερα ομοφωνία στην επιστημονική κοινότητα[14]. Ο Λούθηρος απορρίπτει απερίφραστα τον Ψευδο – Διονύσιο ως περισσότερο πλατωνιστή παρά χριστιανό και προειδοποιεί: «μείνατε μακριά από τον Διονύσιο, οποιοσδήποτε κι αν ήταν»[15]. Η Μεταρρύθμιση, εν γένει, στάθηκε εχθρικά απέναντί του, θεωρώντας τον, στην καλύτερη περίπτωση, έναν πεπλανημένο χριστιανό και, στη χειρότερη, έναν παγανιστή λύκο με ένδυμα χριστιανικού προβάτου. Οι προτεστάντες συγγραφείς εκλαμβάνουν την τεράστια απήχηση των Αρεοπαγιτικών κειμένων ως απόδειξη της στενής εξάρτησης του ιστορικού χριστανισμού από την σκέψη του Πλάτωνος. Για να ραγεί η παραπάνω εξάρτηση, που μόνο βλαβερές συνέπειες επέφερε, απαιτείται η επανανακάλυψη του Παύλου και η αναβάπτιση του χριστιανισμού στο πνεύμα της διδασκαλίας του[16].
         Στη νεώτερη και σύγχρονη φιλοσοφία, ο ρόλος των Αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων συρρικνώνεται, καίτοι τόσο ο γερμανικός ιδεαλισμός όσο και ο αγγλικός και αμερικανικός ρομαντισμός αντλούν στοιχεία από το corpus. Στις μέρες μας, ο Jacques Derrida και ο Jean-Luc Marion επέδειξαν ζωηρό ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία του Ψευδο – Διονυσίου[17].
Σημειώσεις
[1]Stanford Encyclopedia of Philosophy, Pseudo-Dionysius the Areopagite, 2004, σελ. 1.
[2]Catholic Encyclopedia, Dionysius the Pseudo-Areopagite, σελ. 4.
[3]Hieromonk Alexander (Golitzin), Dionysius Areopagita: a Christian mysticism?, Marquette University, 2001, σελ. 2.
[4]Αυτόθι.
[5]Catholic Encyclopedia, ένθα ανωτέρω, σελ. 5-6.
[6]Hieromonk Alexander (Golitzin), ένθα ανωτέρω.
[7]Catholic Encyclopedia, ένθα ανωτέρω, σελ. 5.
[8]Αυτόθι, σελ. 7.
[9]Αυτόθι.
[10]Αυτόθι, σελ. 7-8.
[11]Κωνσταντίνου Νιάρχου, Η ελληνική φιλοσοφία κατά την βυζαντινή της περίοδο, Αθήναι, 2004, σελ. 7-16, 105-125, 177-183.
[12]Χρήστος Γιανναράς, Χάϊντεγγερ και Αρεοπαγίτης, Δόμος, Αθήνα, 19882, σελ. 69.
[13]Stanford Encyclopedia of Philosophy, ένθα ανωτέρω, σελ. 1.
[14]Αυτόθι.
[15]Hieromonk Alexander (Golitzin), ένθα ανωτέρω, σελ. 1.
[16]Stanford Encyclopedia of Philosophy, ένθα ανωτέρω, σελ. 11.
[17]Αυτόθι.
*Ιατρός – Πτυχιούχος Φιλοσοφίας, Δρ. Ιατρικής, ΜΔΕ Ιστορίας της Φιλοσοφίας
πηγή: Aντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ποιανού αδερφός είμαι;

  Διαβάζω ξανά την παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου και μου κάνει εντύπωση η αδιαφορία του πλούσιου για τον Λάζαρο που σέρνεται ...