https://antifono.gr/clement1/
Αὐτὸ ποὺ ὁ χριστιανισμὸς τῆς ἱστορικῆς χριστιανοσύνης, ἡ οἰκογένεια ἢ τὸ χριστιανικὸ περιβάλλον, διατηροῦν ἀκόμα, ἀλλὰ συχνὰ στερημένο ἀπὸ ὅ,τι καλύτερο –τὴ γεύση τῆς γιορτῆς μέσα στὴν καθημερινότητα–, αὐτό, λοιπόν, τὸ ὑπόλειμμα ἀπειλοῦνταν πάντοτε ἀπὸ μιὰ διπλὴ ὀπισθοχώρηση: πρὸς τὸν ἰουδαϊσμὸ καὶ πρὸς τὴ διανοητικότητα. Ἡ μεσαιωνικὴ εὐσέβεια, τὸ εἴπαμε κιόλας, ἐξέφραζε κατὰ ἕνα μέρος μιὰν εἰκονοπλασία πολιτικο–θρησκευτικὴ τοῦ Θεοῦ–βασιλιᾶ, ἐπιστρέφοντας σὲ ἕνα εἶδος ἰουδαϊκῆς μονοθεΐας περισσότερο, παρὰ μετέχοντας στὸ μυστήριο τῆς Τριάδος. Ἂν ὄχι στὴ θεολογία καὶ τὴ λειτουργία, τουλάχιστον στὴ νοοτροπία, ἡ εἰκόνα ποὺ ἐπικρατοῦσε ἦταν ἑνὸς Θεοῦ «τῆς μονοθεΐας», τρομεροῦ, δικαιοδότη. Κι αὐτὴ ἡ οὐράνια μετάδοση τοῦ αὐθαίρετου Βασιλιᾶ, κέρδισε στὴ Δύση τὴν ἴδια τὴ θεολογία μὲ τὴν ὀνοματοκρατία (nominalismus) καὶ ὁρισμένες ἀπόψεις τῆς Μεταρρύθμισης – ἂν καὶ ὁ Λούθηρος, στὴν παρακμὴ αὐτὴ τοῦ μεσαίωνα ὅπου ὁ Χριστὸς ἐνέπνεε φόβο, ξαναβρῆκε μὲ μιὰ διαίσθηση ποὺ γρήγορα ἀντικειμενοποιήθηκε, τὴν εὐαγγελικὴ μεγάλη ἀντιστροφὴ τῶν ἀξιῶν.
Σὲ σχέση μὲ αὐτὴ τὴν ἀντιστροφή, παρουσιάστηκε ταυτόχρονα μιὰ διανοητικὴ ὀπισθοδρόμηση, «σωκρατίζουσα». Γιὰ τὸ Σωκράτη –σχηματοποιῶ ὣς τὴν ὑπερβολὴ– ἡ ἀνηθικότητα προέρχεται ἀπὸ ἕνα διανοητικὸ λάθος. Φτάνει νὰ γνωρίσουμε τὸ καλὸ γιὰ νὰ τὸ πραγματοποιήσουμε. Ἔτσι, ἀπέσπασαν ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τὸν κώδικα μιᾶς ἀπόλυτης Ἠθικῆς, ποὺ κάνει βαρύτερο τὸ Μωσαϊκὸ Νόμο, μὲ τρόπο, ποὺ ἡ Χαρμόσυνη Εἴδηση, τὸ Εὐ–αγγέλιο, ἀγγελία προπάντων τῆς σωτηρίας τῶν ἁμαρτωλῶν, ξαναστράφηκε στὴν τήρηση κατηγορηματικῶν ἐπιταγῶν, μὲ αἰώνιες ἀμοιβὲς καὶ τιμωρίες. Στὴ ζυγαριὰ τῶν ἀρετῶν καὶ τῶν κακιῶν, σύμβολο φερμένο ἀπὸ τὴν ἀρχαία Αἴγυπτο, τὸ ἁμάρτημα τῆς σάρκας πῆρε μιὰ σημασία τυραννική, ποὺ δὲν τὴν ἔχει στὸ Εὐαγγέλιο, ἐκεῖ ποὺ ὁ Χριστὸς ἐξυψώνει τὶς πόρνες, συγχωρεῖ τὴ μοιχαλίδα καὶ συζητάει εἰρηνικὰ μὲ τὴ Σαμαρείτιδα τὴ συζυγικὴ καὶ ἐξωσυζυγική της κατάσταση, τὴν ἐλάχιστα «ἀστική» (κι ἂς μοῦ συχωρεθῆ ὁ ἀναχρονισμός). Ὁπωσδήποτε, αὐτὴ ἡ τυραννικὰ ἔμμονη ἰδέα δὲν ὑπῆρχε στὶς μεγάλες ἐποχὲς τῆς χριστιανοσύνης, ὅπου τὸ ἔνστικτο ἦταν δυνατὸ καὶ οἱ μεγάλοι ἁμαρτωλοὶ εἶχαν καὶ μεγάλη μετάνοια. Ἀλλὰ ἔγινε ἐξοντωτικὴ στὴν ἐκκοσμικευμένη κοινωνία, στὰ περιβάλλοντα ποὺ παραμείνανε χριστιανικά, κι ὅπου ὁ κλῆρος καὶ ἡ ἠθική του ἀποκτήσανε ἐπιρροὴ ποὺ δὲν τὴν εἶχαν ὅσο οἱ ἀγροτικὲς γιορτές, οἱ ἀρετὲς ἢ ἡ αὐθάδεια τῶν ἀριστοκρατῶν ἀποτελοῦσαν ἀντίβαρο. Σὲ μεγαλύτερο βάθος, ἡ σκληρὴ καὶ ἀναγκαία μάχη τῶν μεγάλων ἀναστημάτων τοῦ μοναχισμοῦ ἐνάντια στὰ «στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου», ἐνάντια σὲ μιὰν ἀπρόσωπη κοσμικότητα, μὲ σκοπὸ νὰ βεβαιώσουν τὴν ὑπερβατικότητα καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ προσώπου, παραμορφώθηκε συχνὰ σὲ δυαλισμό, σχεδὸν ὀντολογικό, σὲ ἀσκητικὸ μίσος τῆς σάρκας τοῦ κόσμου καὶ τῆς γυναίκας. Ἡ ρήξη ἔγινε περισσότερο σκοπὸς παρὰ στάδιο πρὸς τὴ μεταμόρφωση. […]
Ἡ ἐσχατολογικὴ προσδοκία μιᾶς τελικῆς νίκης πάνω στὸ θάνατο καὶ μιᾶς παγκόσμιας μεταμόρφωσης, διατηρημένη στὶς ὑψηλότερες στιγμὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς πνευματικότητας καὶ κυρίως στὴν ἀθωνικὴ καὶ φιλοκαλικὴ παράδοση [Πρόκειται γιὰ τὴν παράδοση τῶν «ἡσυχαστῶν», ποὺ ἐφαρμόζουν τὴν «προσευχὴ τῆς καρδίας» ἢ «προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ». Αὐτὴ ἡ παράδοση δυὸ φορὲς ἀναζωπυρήθηκε καὶ διαδόθηκε εὐρύτερα στὸ λαὸ ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στὸν 14ο αἰώνα καὶ στὰ τέλη τοῦ 18ου. Τὴ δεύτερη φορά, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης δημοσίευσε μιὰν εὐρύτατη ἀνθολογία μυστικῶν κειμένων, τὴ Φιλοκαλία (δηλ. ἀγάπη τῆς ὀμορφιᾶς), ποὺ μεταφρασμένη ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ στὰ ρωσικά, βοήθησε, στὸν τελευταῖο αἰώνα, τὴ συνειδητοποίηση καὶ ἀναγέννηση τῆς Ὀρθοδοξίας.], παραχώρησε μαζικὰ τὴ θέση της μεταξὺ τῶν χριστιανῶν στὴν ἀπασχόληση μὲ τὴν «ἀτομική» σωτηρία. Ἡ διδασκαλία γιὰ τὴν ἀτομικὴ κρίση, μὲ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς κόλασης, δίχως δυνατότητα ἀνάκλησης τὴ στιγμὴ τοῦ θανάτου, ἀποκρυσταλλώθηκε στὴ Δύση τὸν 14ο αἰώνα. Ἡ Μεταρρύθμιση σταμάτησε τὶς προσευχὲς γιὰ τοὺς νεκρούς. […]
Ἔτσι, ἡ θρησκεία τῆς νίκης πάνω στὴν κόλαση, ἔγινε κάποτε θρησκεία τῆς κόλασης. «Τί ἀπέγιναν», γιὰ νὰ ἀναφέρουμε τὸν Léon Bloy, αὐτὸ τὸν δυτικὸ προφήτη μιᾶς Πνευματολογίας ἐλευθερωτικῆς καὶ παράδοξης, «τί ἀπέγιναν οἱ μακαρισμοὶ τῶν φτωχῶν καὶ τῶν περιφρονημένων αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἡ πρωτοκαθεδρία στὸν Παράδεισο τοῦ ληστῆ καὶ ἡ παρθενικὴ καταξίωση τῆς πόρνης;»
Αὐτὴ ἡ «τρομοκρατικὴ» νοοτροπία ἔχει βαθιὲς θεολογικὲς ρίζες, αὐτὲς ἀκριβῶς ποὺ ἀνάφερα πρὶν ἀπὸ λίγο, ὅταν ὑπογράμμιζα, στὴ μεσαιωνικὴ θεολογία τῆς Δύσης, τὴ σημασία ποὺ δόθηκε στὸν «ἄνδρα ὀδύνης», τὸν Ἐσταυρωμένο [Ἡ μετοχὴ στὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ, ἀποτέλεσε, ὁπωσδήποτε, ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ ἐλατήρια τῆς δυτικῆς πνευματικότητας. Ἔδωσε στὴ δυτικὴ χριστιανοσύνη μιὰν αἴσθηση τῆς κενώσεως τοῦ Χριστοῦ, κι αὐτὴ ἡ αἴσθηση δὲν ὑπῆρξε ἄγονη. Ἐδῶ ἀναφέρομαι στὸ ξεστράτισμα ἐκεῖνο, ποὺ τὸ προκάλεσε μιὰ ἀποκλειστικὴ προσήλωση σὲ αὐτὴ μόνο τὴν πλευρὰ ἢ ἄποψη τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ.], σὲ σημεῖο, ποὺ νὰ ξεχνιέται ὁ Μεταμορφωμένος, ὁ ἔνδοξος Χριστὸς λουσμένος στὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Συγκεκριμένα, θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ ἀναφερθοῦμε στὴ διδασκαλία τοῦ Ἀνσέλμου γιὰ τὴ λύτρωση, ἢ μᾶλλον στὴν ἐκλαϊκευμένη μορφή της: ὁ Θεὸς–Πατέρας ὑποτάσσεται στὴν ἀνθρώπινη ἀντίληψη τῆς δικαιοσύνης, μιᾶς δικαιοσύνης μὲ γεύση ἐκδίκησης. Ἡ μέγιστη προσβολὴ ποὺ ἔγινε στὸ Θεό, ἀπαιτεῖ μιὰν ὄχι μικρότερη ἐπανόρθωση, ποὺ μόνο ἡ θυσία τοῦ Υἱοῦ μπορεῖ νὰ φέρη. Ὁ Πατέρας θυσιάζει τὸν Υἱό Του γιὰ νὰ ἱκανοποιήση τὴ δικαιοσύνη Του. νὰ καθησυχάση τὴν ὀργὴ Του–η λύτρωση ἐμφανίζεται σὰ μεταστροφὴ τῶν θείων διαθέσεων. Καὶ βέβαια, αὐτὴ ἡ δικαστικὴ καὶ σεουδαρχικὴ θεολογία δὲν ἰσχύει πιὰ σήμερα οὔτε στὸ ἐλάχιστο, ὡστόσο, διαμόρφωσε μιὰ νοοτροπία, ἕνα συλλογικὸ ὑποσυνείδητο, ποὺ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ξεπεραστῆ. Ἔτσι στὴ Δύση, στὴ νοοτροπία τῆς πλατιᾶς μάζας τοῦ λαοῦ, ἀντιστράφηκε τὸ νόημα τοῦ Σταυροῦ καὶ ἡ σημασία τοῦ Προσώπου τοῦ Ἰησοῦ. Ἀρχικά, ὁ Σταυρὸς σήμαινε τὸν καταπατημένο θάνατο, τὸ θρίαμβο τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ χριστιανοὶ ἔβαζαν σταυροὺς πάνω στοὺς τάφους… Σήμερα, ὅμως, γιὰ τοὺς περισσότερους ἀπὸ τοὺς δυτικούς, ὁ Σταυρὸς εἶναι συνώνυμος μὲ τὸ θάνατο, τὸ νεκροταφεῖο, καὶ τὸ σημεῖο τῆς νίκης μεταποιήθηκε σὲ σημεῖο τοῦ μηδενός. Τὸ ἴδιο καὶ τὸ Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, τὸ τόσο εὐγενικό, ἡρωικὸ καὶ παλλόμενο, ἔγινε ἀρρωστιάρικο, σφιγμένο, κακομοίρικο, ὄχι ἀπὸ μιὰ θελημένη ταπεινοφροσύνη, ἀλλὰ ἀπὸ μιὰ χοντροκομμένη κακομοιριά –ἡ ἀξιοθρήνητη μοίρα ἑνὸς «ἰδεαλιστῆ» ποὺ πῆγε χαμένος, ἕνα θύμα, ὁ γιὸς ποὺ θυσιάστηκε γιὰ τὸ κέφι τοῦ σαδιστῆ πατέρα, τὸ «σίχαμα τῆς Ναζαρέτ» (le «crapaud de Nazareth»).
Καὶ μέσα στὴν Ἱστορία, τὸ χιλιόχρονο ξετύλιγμα τῶν θρησκευτικῶν πολέμων συνοδεύτηκε ἀπὸ μιὰν ἔντονα πολιτικὴ χρήση τοῦ ἀναθέματος, τοῦ ἀφορισμοῦ, κυρίως τῆς κόλασης: γιατί, μέσα σὲ αὐτὴ τὴν προοπτική, ἡ κόλαση εἶναι πάντοτε γιὰ τοὺς ἄλλους. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς γίνεται ἕνα ὅπλο, ποὺ τὸ χειρίζονται γιὰ νὰ κατατροπώσουν πολιτικὰ τοὺς ἐχθρούς, νὰ τοὺς στείλουν, ἂν εἶναι δυνατό, καὶ στὴν κόλαση.
Ἡ ἀπάντηση, ἐδῶ, εἶναι νὰ θυμηθοῦμε, πρὶν ἀπὸ ὅλα καὶ ἐνάντια σὲ κάθε νομικὸ μονόπλευρο συμβολισμό, τὴ λύτρωση ποὺ ἀποβλέπει στὴ θέωση, τὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴν κόλαση, ποὺ προσφέρεται γιὰ πάντα σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Νὰ θυμηθοῦμε τὴν ἀποκάλυψη τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν εἶναι ἕνας τύραννος κλεισμένος στὴ μοναξιά του, ἀλλὰ πλήρωμα κοινωνίας. Κι αὐτὴ ἡ κοινωνία ξεχειλίζει καὶ προσφέρεται ὡς Χάρη, ὡς ἐνέργειες ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν, ποὺ μᾶς στηρίζουν, μᾶς δέχονται, μᾶς συχωρᾶνε, μᾶς κάνουν ἱκανοὺς νὰ εἴμαστε καὶ μεῖς μὲ τὴ σειρά μας νήφοντες, ἕτοιμοι νὰ δεχώμαστε τὸν ἄλλον καὶ νὰ δινώμαστε. «Τίς ὁ λόγος, Μονογενοῦς αἷμα τέρπειν Πατέρα, ὃς οὐδὲ Ἰσαὰκ ἐδέξατο παρὰ τοῦ πατρὸς προσφερόμενον, ἀλλ’ ἀντηλλάξατο τὴν θυσίαν, κριὸν ἀντιδοὺς τοῦ λογικοῦ θύματος; Ἢ δῆλον, ὅτι λαμβάνει μὲν ὁ Πατήρ, οὐκ αἰτήσας, οὐδὲ δεηθείς, ἀλλὰ διὰ τὴν οἰκονομίαν καὶ τὸ χρῆναι ἁγιασθῆναι τῷ ἀνθρωπίνῳ τοῦ Θεοῦ τὸν ἀνθρῶπον· ἵν’ αὐτὸς ἡμᾶς ἐξέληται, τοῦ τυράννου βίᾳ κρατήσας, καὶ πρὸς ἑαυτὸν ἐπαναγάγῃ διὰ τοῦ Υἱοῦ μεσιτεύσαντος… Καὶ τὰ πλείω σιγῇ σεβέσθω» [Ὁμιλία XLV, Migne P.G. 65 3 B. Τὰ ἴδια θέματα ἐπανέρχονται συχνὰ στὴ δυτικὴ πατερικὴ παράδοση.]
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ Θεολογία μετὰ τὸν “Θάνατο τοῦ Θεοῦ”», ἐκδ. Ἀθηνᾶ.
Αναδημοσιευμένο στο τχ 269 (Απρίλιος 2015) του περιοδικού Πειραϊκή Εκκλησία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου