Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

Ουκρανικό ζήτημα: ιστορική αναδρομή και ερωτήματα

Αποτέλεσμα εικόνας για russian church painting
Γεώργιος Β. Τσούπρας Δρ Θεολογίας-Σλαβολόγος
Η σύγκρουση μεταξύ των δύο σημαντικότερων Ορθοδόξων Πατριαρχείων, Κωνσταντινουπόλεως και Μόσχας, για την εκκλησιαστική δικαιοδοσία στην Ουκρανία ήλθε ως λογικό αποτέλεσμα των πολιτικών εξελίξεων σε αυτή τη χώρα μετά την ανεξαρτητοποίησή της το 1991. Είναι κοινά ομολογούμενο ότι καθ’ όλη την ιστορία της Ορθοδοξίας η πολιτική έπαιξε σπουδαιότατο ρόλο στις εκκλησιαστικές εξελίξεις. Ο Μέγας Φώτιος, μάλιστα, αναγνώρισε αυτήν την αλήθεια γράφοντας στον τότε Πάπα Νικόλαο: ««τά ἐκκλησιαστικά, καί μάλιστά γε τά τῶν ἐνοριῶν δίκαια, ταῖς πολιτικαῖς ἐπικρατείαις τε καί διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι εἴωθεν». Η αρχή αυτή, αν και δεν επικράτησε ομοιόμορφα πάντοτε, αποτέλεσε γνώμονα για την εξέλιξη των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Θα μπορούσε και τώρα να υπερισχύσει στην Ουκρανία, αν δεν επικρατούσαν εκεί πολιτικές διαιρέσεις και εντάσεις, μετά το ξέσπασμα του εμφύλιου πολέμου και την de facto αποκοπή των ανατολικών περιοχών από τον έλεγχο της Ουκρανικής Κυβέρνησης.

Ιστορική αναδρομή
Σε αυτήν την περιοχή, όμως, η σημερινή διαμάχη δεν είναι κάτι νέο. Εδώ και οκτώ αιώνες σοβεί η σύγκρουση ανάμεσα στο Κίεβο και τη Μόσχα για τον έλεγχο των εκεί Ορθοδόξων. Για οκτώ αιώνες τώρα η Ουκρανία, όπως λέει και το ίδιο της το όνομα (Ukraina=σύνορο), στέκεται στη μεθόριο της εξάπλωσης της Δύσης προς Ανατολάς και αποτελεί τον προμαχώνα της άμυνας της ρωσικής Ανατολής απέναντι στη διείσδυση της Δύσης. Οι Ορθόδοξοι της χώρας εδώ και αιώνες υφίστανται τον διχασμό ως θύματα γεωπολιτικών παιγνίων που σχεδιάζονται στην πλάτη τους από τους ισχυρούς του κόσμου. Αλλά ας ξεκινήσουμε την ιστορία από την αρχή. Ο εκχριστιανισμός του κράτους των Σκανδιναβών Ρως του Κιέβου συντελέστηκε σε δύο στάδια. Αρχικά, στην περιοχή στάλθηκαν φωτιστές και επίσκοποι από την Κωνσταντινούπολη κατά τα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ. υπό την καθοδήγηση του Μεγάλου Φωτίου. Έπειτα, κατά τα μέσα του επόμενου αιώνα εκχριστιανίστηκαν και οι ηγεμόνες. Το 955 ασπάστηκε τη νέα πίστη πρώτη η βασίλισσα Όλγα ως προσωπική επιλογή, όπως είχαν κάνει πριν από αυτήν χιλιάδες έμποροι που συναλλάσσονταν με την Κωνσταντινούπολη. Έπειτα από τριάντα πέντε χρόνια, το 989, ο υιός της ηγεμόνας Βλαδίμηρος επέβαλε το γενικό βάπτισμα των αξιωματούχων και μέσω αυτών όλων των υπηκόων του. Οι λόγοι ήταν καθαρά πολιτικοί και οικονομικοί και σχετίζονταν με τη διαμάχη για την Κριμαία αλλά και για την αναγνώριση του Βλαδίμηρου ως ανεξάρτητου ηγεμόνα από το Βυζάντιο, ώστε η χώρα του να ενταχθεί στο σύστημα της κοινοπολιτείας των πολιτισμένων λαών της Χριστιανοσύνης. 
Πράγματι, η επιλογή του ρώσου ηγεμόνα ευνόησε το νέο Κράτος και συνέβαλε στην τελική διαμόρφωση ενός νέου, ενιαίου λαού, του ρωσικού, με την ανάμιξη των Σλάβων και των Σκανδιναβών Ρως μέσω της κοινής πίστης. Η μετάδοση, μάλιστα, της σλαβικής λειτουργικής και φιλολογικής παράδοσης, που είχε ως απαρχή το έργο των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, επέδρασε στην τελεσίδικη επικράτηση της σλαβικής γλώσσας. 
Το Κίεβο παρέμεινε πολιτικό και εκκλησιαστικό κέντρο των Ρώσων για περισσότερο από δύο αιώνες και η ιεραρχία του, που εξαρτιόταν από την Κωνσταντινούπολη, εργάστηκε για την ιεραποστολή εντός και εκτός της ρωσικής ηγεμονίας. Το έργο της εκεί Εκκλησίας διαταράχτηκε βίαια από την κατάκτηση της Ρωσίας από τους Μογγόλους το 1240. Από τότε το κέντρο βάρους της ρωσικής ηγεμονίας μετατοπίστηκε προς Βορρά, με τη Μόσχα να αναλαμβάνει τελικά τα ηνία της πολιτικής και εκκλησιαστικής ηγεσίας των Ρώσων, μετά την αναγνώριση του Ιβάν Α΄ ως μεγάλου ηγεμόνα και την εγκατάσταση εκεί του Μητροπολίτη Κιέβου Πέτρου ως επικεφαλής της ρωσικής ιεραρχίας. Δεν υπήρχε άλλη δυνατή διέξοδος έπειτα και από την κυριαρχία των παπικών Λιθουανών επί της Μικρής Ρωσίας (Ουκρανίας) του Κιέβου το 1280. Η μετάβαση του εκκλησιαστικού κέντρου από το Κίεβο στη Μόσχα εγκρίθηκε από το Παρτριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κατά το 1300 «ἐπεί δέ τῆς ὑπό τοῦ καιροῦ συγχύσεως καί ἀνωμαλίας καί τῆς τῶν γειτονούντων Ἀλαμανῶν δεινῆς ἐπιθέσεως». Η εγκατάσταση του Μητροπολίτη στη Μόσχα, μάλιστα, συνέβαλε καθοριστικά στην ανάδειξη της ηγεμονίας της Μοσχοβίας ως κυρίαρχης ανάμεσα στα άλλα ρωσικά κρατίδια και άλλαξε τον ρουν της ρωσικής ιστορίας. Με πατριαρχική πάλι πράξη του 1347, οι ορθόδοξοι που κατοικούσαν στη λιθουανική επικράτεια υπήχθησαν στη δικαιοδοσία του Μητροπολίτη Κιέβου (εγκατεστημένου στη Μόσχα). 
Οι Λιθουανοί, που κατείχαν το Κίεβο, συνεχώς επιδίωκαν την αποκοπή της περιοχής από την υπόλοιπη ρωσική Εκκλησία. Το Πατριαρχείο, όμως, πολύ σωστά διέβλεψε ότι η εκκλησιαστική διάσπαση δεν θα είχε καλά αποτελέσματα για τον ντόπιο ορθόδοξο λαό, που ήταν υποτελής σε αλλόδοξους βασιλείς. Είχε, εξάλλου, αρχίσει η ρωμαιοκαθολική διείσδυση στην περιοχή υπό την προστασία των Λιθουανών και έπειτα των Πολωνών βασιλέων. 
Η διάσπαση επήλθε ύστερα από διακόσια έτη, ως απότοκο του διχασμού ανάμεσα σε ενωτικούς και ανθενωτικούς μετά τη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας. Ο μητροπολίτης Κιέβου Ισίδωρος, που είχε εκλεγεί από την Κωνσταντινούπολη για το θρόνο της Μόσχας, είχε δεχθεί την ένωση και προσπάθησε να την επιβάλει στη Ρωσία. Ο ηγεμόνας, οι κληρικοί και οι πιστοί αντέδρασαν πολύ έντονα και τον εκδίωξαν κακήν κακώς. Από τότε άρχισαν οι Ρώσοι να εκλέγουν και να χειροτονούν μόνοι τους τον Μητροπολίτη, ο οποίος πλέον έφερε τον τίτλο Μόσχας και όχι Κιέβου. Η Ρωσία πλέον είχε αποκτήσει εκκλησιαστική ανεξαρτησία μαζί με την πολιτική της χειραφέτηση από τους Μογγόλους, που είχε συμβεί μία δεκαετία πριν και, μετά την Άλωση της Πόλης το 1453, επιδίωκε να αναγνωριστεί ως η νέα ηγετική δύναμη στην Ορθοδοξία.
Η παρουσία της Ουνίας
Στο Κίεβο, αυτό εκλήφθηκε ως ευκαιρία για αποκοπή από τη Μόσχα. Σχηματίστηκε εκ νέου η Μητρόπολη Κιέβου με επικεφαλής τον λατινόφρονα Γρηγόριο, μαθητή του Ισίδωρου και χειροτονημένου από τον ενωτικό Πατριάρχη Γρηγόριο. Με τη διάσπαση αυτή επικράτησε στις ορθόδοξες αυτές περιοχές η Ουνία και οι Λιθουανοί και Πολωνοί κυρίαρχοι επιδίωξαν να ενώσουν τους Ορθοδόξους με τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο. Το 1596 στη Βρέστη (Μπρεστ) συγκλήθηκε Σύνοδος, στην οποία, παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες των παραμενόντων στην Ορθοδοξία, αποφασίστηκε η ένωση της Μητρόπολης Κιέβου με τη Ρώμη. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως προσπάθησε να ενισχύσει τους αμυνόμενους Ορθόδοξους με την αποστολή εκπροσώπων (όπως ο μετέπειτα πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις) αλλά η ισχύς των ρωμαιοκαθολικών βασιλέων ήταν ανυπέρβλητη. Το γνωστό μυθιστόρημα «Ταράς Μπούλμπα» του Γκογκόλ περιγράφει γλαφυρά τις συγκρούσεις των ντόπιων με τους Πολωνούς κατακτητές, με συνεχείς αναφορές στην εκκλησιαστική καταπίεση.
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, η κατάσταση που επικράτησε στην τοπική Εκκλησία ήταν χαοτική. Διάφορες παρατάξεις μάχονταν μεταξύ τους για την επικράτηση στον μητροπολιτικό θρόνο, προκαλώντας νέες αθρόες προσχωρήσεις στην Ουνία από τους ηττημένους. Κάποιες εποχές υπήρχαν και δύο και τρεις ταυτόχρονα μητροπολίτες, κάποιο επίσκοποι ήταν δίγαμοι, κάποιοι είχαν προσχωρήσει στον Καλβινισμό, ενώ άλλοι χρησιμοποιούσαν αλλότριους προκαθημένους (π.χ. Αχρίδας) προκειμένου να επικρατήσουν. Έτσι το ορθόδοξο ποίμνιο (Ρώσοι και Κοζάκοι) γινόταν έρμαιο προσωπικών και φατριαστικών ερίδων και δεν μπορούσε να περιμένει λύση από την τοπική ιεραρχία, εναποθέτοντας τις ελπίδες για απαλλαγή από τα δεινά της Εκκλησίας του στην μελλοντική επικράτηση των Ρώσων της Μοσχοβίας στην Ουκρανία. Το 1645 οι Κοζάκοι επαναστάτησαν εναντίον των Πολωνών και κάλεσαν τους ρώσους τσάρους να τους βοηθήσουν. Πράγματι οι Ρώσοι επικράτησαν στον πόλεμο που ξέσπασε και κυρίευσαν τη Μικρή και τη Λευκή Ρωσία. Η συνθήκη του 1686 κατακύρωσε τα νέα εδάφη στη Ρωσία και το επόμενο έτος ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Διονύσιος αναγνώρισε στον προκαθήμενο της Μόσχας (πατριάρχη από το 1589) το δικαίωμα να χειροτονεί τους επισκόπους στις νεοπροσαρτημένες επαρχίες. Παρόλα αυτά, για τα επόμενα διακόσια πενήντα έτη η εκκλησιαστική κατάσταση στην Ουκρανία παρέμενε τεταμένη, εξαιτίας της δράσης της Ουνίας και των Ρωμαιοκαθολικών και της αναπόφευκτης αντίδρασης των Τσάρων, που υποστήριζαν το Πατριαρχείο Μόσχας ως ενοποιητικό στοιχείο για όλους τους χριστιανούς της επικράτειάς της αυτοκρατορίας τους. Η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 ανέτρεψε τα δεδομένα στη Ρωσική Αυτοκρατορία και προκάλεσε εκ νέου αναταραχή στην Εκκλησία της Ουκρανίας. Ένα μέρος της χώρας αποσπάστηκε από τον έλεγχο της Μόσχας και εκεί ιδρύθηκε βραχύβιο ανεξάρτητο κράτος. Τότε αποφασίστηκε ανανέωση της Μητροπόλεως Κιέβου, ως ανεξάρτητης από τη Μόσχα. Η εκκλησιαστική δομή που σχηματίστηκε δεν είχε μεγάλη διάρκεια. Η επικράτηση των Σοβιετικών μετά το 1922 τερμάτισε τις προσπάθειες των αποσχιστών και ελάχιστοι πυρήνες εκκλησιαστικής αντίδρασης διατηρήθηκαν μέχρι το 1930. 
Οι αλλαγές, όμως, των καιρών δεν έλεγαν να τελειώσουν. Το 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ουκρανία και το επόμενο έτος αποφάσισαν τη συγκρότηση ανεξάρτητης Ουκρανικής ορθόδοξης Εκκλησίας, στην προσπάθειά τους να αποκόψουν το ντόπιο πληθυσμό από την καθοδήγηση της Μόσχας. Με το τέλος της γερμανικής κατοχής επήλθε καταστολή αυτής της προσπάθειας και ο έλεγχος της περιοχής επανήλθε στη Μόσχα σε πολιτικό και εκκλησιαστικό επίπεδο.
Τα πρόσφατα γεγονότα
Τη μεγάλη αλλαγή προξένησε η ανεξαρτητοποίηση της χώρας το 1991. Τότε αναδύθηκε εκ νέου το αίτημα για σχηματισμό ανεξάρτητης ουκρανικής ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν σχηματίστηκε, όμως, μία Εκκλησία αλλά τρεις (κατά καιρούς και τέσσερεις!) Εκκλησίες. Η μία δέχεται ως κέντρο το Πατριαρχείο Μόσχας και έχει αναγνωριστεί ως Αυτόνομη από αυτό. Η δεύτερη έχει αυτοαναγορευτεί ως «Πατριαρχείο Κιέβου» και αγωνίζεται να αναγνωριστεί ως αυτοκέφαλη από την Κωνσταντινούπολη. Η τρίτη δεν έχει την εμβέλεια και το κύρος των άλλων δύο και τείνει να ενωθεί με το λεγόμενο «Πατριαρχείο Κιέβου». Ο κατάλογος μπορεί να συμπληρωθεί με την Ουκρανική Εκκλησία της Διασποράς, ήδη ενωμένη με την Κωνσταντινούπολη. 
Ο φιλοδυτικός πρόεδρος της Ουκρανίας Ποροσένκο ενισχύει την ανεξάρτητη Εκκλησία («Πατριαρχείο Κιέβου») με σαφή στόχο να περιστείλει την ρωσική επιρροή στη χώρα. Οι Ρώσοι, από την άλλη, έχοντας μεγάλο ποίμνιο στα ανατολικά της χώρας, δεν επιθυμούν με τίποτε να χάσουν τον έλεγχο της τοπικής Εκκλησίας. Η πρόσφατη, μάλιστα, απόφαση για διακοπή της μνημόνευσης του Οικουμενικού Πατριάρχη από τη Μόσχα, δείχνει μέχρι πού είναι διατεθειμένοι να φτάσουν, προκειμένου να μην χάσουν την Ουκρανία. Η διαμάχη ανάμεσα στη Μόσχα και την Κωνσταντινούπολη, ασφαλώς, δεν έχει ως αιτία την Ουκρανία αλλά έρχεται να προστεθεί στις αφορμές που συντηρούν την κόντρα των δύο Εκκλησιών που καλά κρατεί για πολλές δεκαετίες (Εσθονία, Σύνοδος της Κρήτης κλπ.). Κατά τα φαινόμενα η σύγκρουση δεν είναι συνδεδεμένη μόνο με την προσπάθεια αναβάθμισης του ρόλου της Μόσχας αλλά εξαρτάται και από την πολιτική κατάσταση που επικρατεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Πριν το 1991 οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών αντικατόπτριζαν την ψυχροπολεμική πολιτική, ενώ στις ημέρες μας φαίνεται ότι καίριο ρόλο διαδραματίζει η τεταμένη ατμόσφαιρα ανάμεσα στην Ευρώπη και τον Πούτιν.
Πρόταση 
Λύση για την ως μη όφειλε διάσπαση ανάμεσα στα Ορθόδοξα Πατριαρχικά Κέντρα μπορεί να βρεθεί μόνο αν ακολουθηθεί η παραδοσιακή συνταγή που τηρήθηκε καθ’ όλη την ιστορία της Ορθοδοξίας. Και αυτή δεν είναι άλλη από τη σύγκληση Συνόδου. Πρέπει να συγκληθεί ευρύτερη Σύνοδος για να ασχοληθεί με την ενοποίηση των επί μέρους δικαιοδοσιών και τη δυνατότητα παραχωρήσεως κανονικού αυτοκεφάλου, αν συντρέχουν οι λόγοι για κάτι τέτοιο και δεν είναι απλώς ένα αίτημα παρακινημένο από πολιτικές δυνάμεις και όχι από τις ανάγκες του ορθόδοξου λαού. Μέχρι τότε οφείλουν και οι δύο πλευρές να συγκρατηθούν, αποφεύγοντας κάθε μονομερή κίνηση. 
Είναι κατανοητό, βεβαίως, ότι η σύγκληση τέτοιας Συνόδου δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Θα ανακινηθούν τόσα πολλά ζητήματα που μπορεί να την μπλοκάρουν καίρια. Για παράδειγμα, ποιοι θα λάβουν μέρος; Αν ακολουθηθεί η Παράδοση πρέπει να προσκληθούν όλοι οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι, αλλά αυτό θα σημάνει την επικράτηση εκ των προτέρων της ρωσικής πλειοψηφίας. Επίσης, ποιος θα προεδρεύει στη Σύνοδο; Ή ακόμη, πώς θα διασφαλιστεί ότι προσπάθεια θα είναι η αναζήτηση της Αλήθειας και όχι της εθνικιστικής υπεροχής ή της επικράτησης προσωπικών μωροφιλοδοξιών. 
Κλείνοντας την ιστορική αναδρομή του ουκρανικού σχίσματος, αξίζει να προβάλουμε κάποια καίρια ερωτήματα, που από την απάντησή τους θα εξαρτηθεί η πορεία των πραγμάτων:
- Γιατί μέχρι πριν λίγο καιρό η Κωνσταντινούπολη δεν είχε προβάλει ενστάσεις για την υπαγωγή της ιεραρχίας της Ουκρανίας στο Πατριαρχείο Μόσχας, αν, όπως υποστηρίζουν σήμερα πατριαρχικοί κύκλοι ποτέ δεν είχε αναγνωρίσει επίσημα την πράξη του 1686;
- Γιατί σε κανένα εκκλησιαστικό διάλογο ή σε καμιά Πανορθόδοξο Σύνοδο δεν είχε θέσει τέτοιο θέμα, παρά έθεσε μόνο όταν αναμείχθηκε ο φιλοδυτικός Πρόεδρος της Ουκρανίας; Τα χρόνια από το 1686 είναι πάρα πολλά για να μην έχει εμφανιστεί καμιά αντίδραση. 
Αλλά τα ερωτήματα στρέφονται και προς την άλλη πλευρά:
- Γιατί το Πατριαρχείο Μόσχας δεν προέβη στην παραχώρηση αυτοκεφαλίας στην Ουκρανία, όπως του είχε ζητηθεί ήδη από το 1991 μετά την ανεξαρτησία της χώρας; Ισχύουν άλλες συνθήκες στην Ουκρανία από αυτές που ίσχυαν στην Τσεχοσλοβακία ή την Πολωνία, όταν δόθηκε αυτοκέφαλο εκεί;
- Μήπως η Μόσχα βλέπει την Ουκρανία ως έδαφος που θα έπρεπε να κατέχει η Ρωσική Ομοσπονδία (π.χ. όπως η Κριμαία) και όχι ως ανεξάρτητο κράτος, που θα μπορούσε να έχει ανεξάρτητη Εκκλησία κατά το πρότυπο των υπολοίπων;
- Μήπως τελικά η συγκόλληση της Εκκλησίας με τα «εθνικά συμφέροντα» και τις κοσμικές πολιτικές μόνο σκάνδαλα και σχίσματα δημιουργεί;

2 σχόλια:

  1. Ωραίο κείμενο, αλλά θα έπρεπε να είναι λίγο πιο μεγάλο. Δεν μας εξηγεί τα σημαντικότερα: Την σημερινή κατάσταση, τα πρόσωπα, ποιος είναι ο σχισματικός επίσκοπος που αναγνωρίστηκε από την Κωνσταντινούπολη, και γιατί είναι σχισματικός.

    Δεν είναι λογικό να μην ξέρουν τις πολλές λεπτομέρειες οι περισσότεροι ? Ποιος έκατσε να ασχοληθεί με κάτι, κρατώντας αρχείο με γεγονότα ?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τώρα πια κανείς δεν είναι σχισματικός.Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν δογματικό το θέμα.Από εκεί και πέρα με φαναριώτικα και μοσχοβίτικα κεφάλια να κάνουν κουμάντο(και τους κατά τόπους βαρεμένους που τρέχουν να διαλέξουν στρατόπεδα), πάμε ολοταχώς για φούντο.

      Διαγραφή

Παγίδα

  Δεν είναι και λίγες οι φορές που όταν γράφουμε κάτι, δεν αντιπροσωπεύει ακριβώς τις σκέψεις μας αλλά περισσότερο μας ενδιαφέρει να βρει θε...