Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Μουσείο,ο ναός της μνήμης


Αγγελική Κοτταρίδη
Το καλοκαίρι του 1998 τοποθετήθηκε στην έξοδο του Μουσείου των Βασιλικών Τάφων των Αιγών ένα βιβλίο εντυπώσεων. Μέχρι το Σεπτέμβρη του 2000 μετρήθηκαν 19.165 καταχωρήσεις που συνήθως αντιστοιχούν σε μεμονωμένους επισκέπτες κάποτε όμως και σε μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες. Τα περισσότερα σχόλια είναι ενυπόγραφα. Η επεξεργασία αυτού του πολύτιμου υλικού που μας δείχνει την ανταπόκριση του κοινού σε μια διαφορετική από τα τρέχοντα αντιμετώπιση του θέματος «παρουσίαση αρχαιοτήτων» -αφού η έκθεση των θησαυρών στη Βεργίνα, στηριγμένη σε ένα αυστηρό σενάριο και χρησιμοποιώντας με επίγνωση το στοιχείο της ατμοσφαιρικότητας, απευθύνεται τόσο στη νόηση όσο και στο συναίσθημα του θεατή- στάθηκε η αφορμή για μια σειρά από σκέψεις.
Με εξαίρεση μερικούς που αρκούνται μόνο να υπογράψουν, δηλώνοντας έτσι την παρουσία τους στο συγκεκριμένο χώρο τη δεδομένη στιγμή, οι περισσότεροι επισκέπτες κάνουν σύντομα σχόλια:
Περίπου 0,5% που είναι όλοι έφηβοι μουντζουρώνουν, σχεδιάζουν θέματα από κόμικς ή κάνουν πλάκα με λιγότερο ή περισσότερο χυδαίο τρόπο για πράγματα άσχετα από το χώρο. Σχεδόν άλλοι τόσοι (0,6%) Έλληνες και ξένοι είναι εκείνοι που αισθάνονται την ανάγκη να υπογραμμίσουν το πέρασμα τους, κάνοντας αναφορά στον εαυτό τους «είμαι ο τάδε από εκεί και βρέθηκα και εδώ».
Ένα σημαντικό ποσοστό Ελλήνων, αλλά κυρίως ξένων επισκεπτών που φτάνει το 27,7% του συνόλου σχολιάζει το ίδιο το Μουσείο και τον τρόπο έκθεσης: από αυτούς το 26,7% σχολιάζει με τρόπο επαινετικό, χρησιμοποιώντας συχνά τον υπερθετικό βαθμό, ενώ μόνο το 1% διατυπώνει αρνητικές παρατηρήσεις ή αναφέρεται σε ενοχλητικές κατά τη γνώμη τους λεπτομέρειες.
Αρκετοί (5,8 %) Έλληνες και ξένοι επισημαίνουν γενικά τη σημασία που έχει η γνώση του παρελθόντος και της ιστορίας και 18% των επισκεπτών που είναι όλοι Έλληνες και κυρίως Έλληνες της αλλοδαπής, όπως σημειώνουν οι ίδιοι, τονίζουν ότι αισθάνθηκαν εθνική υπερηφάνεια ή ότι τονώθηκε η εθνική τους συνείδηση, ενώ άλλο ένα 9%, στο ίδιο κλίμα, αναφέρεται ιδιαίτερα στο μακεδονικό και τη σημασία των εκτιθέμενων ευρημάτων για την απόδειξη της ελληνικότητας της Μακεδονίας.

Πολλοί (24,7%) Έλληνες και ξένοι δηλώνουν ότι η επαφή τους με το συγκεκριμένο χώρο ήταν γι’ αυτούς μια συγκλονιστική εμπειρία, χρησιμοποιώντας επίθετα όπως συγκλονιστικό, εντυπωσιακό, amazing, fantastisch, ueberwaeltigend, fantastico κ.λ.π. και τέλος 13,7% μερικοί ξένοι, οι πιο πολλοί όμως Έλληνες ευχαριστούν τους αρχαιολόγους για την παρουσίαση και κυρίως για την ανακάλυψη των θησαυρών και φυσικά αναφέρονται ονομαστικά στο Μανόλη Ανδρόνικο, τον θρυλικό ανασκαφέα, το σχεδόν μυθικό πρότυπο του ερευνητή του παρελθόντος, με τρόπο συγκινητικό, συχνά με την ευχή να αναπαύει ο θεός την ψυχή του…
Μια μαθήτρια γράφει: «Ευτυχώς που υπάρχουν και οι εραστές των ονείρων. Για μας τις νέες γενιές η παρουσία του Μανόλη Ανδρόνικου είναι η ελπίδα για το δικό μας ιστορικό μέλλον».

Η διατήρηση της πατρογονικής κληρονομιάς είναι αναμφισβήτητα ένα πολυσυζητημένο θέμα: κύριο μέλημα διεθνών οργανισμών, ζήτημα συμβάσεων, νόμων και παντοειδών επιτροπών, αντικείμενο πολυεπίπεδης επιστημονικής έρευνας, ιδιαίτερα προσφιλές στους κύκλους των επαϊόντων. Στον απόηχο των μεγάλων πολιτικοκοινωνικών ιδεολογικών ρευμάτων που συντάραξαν το πρώτο μισό του 20ου αι. οι σύγχρονες κυβερνήσεις αναγνωρίζουν η μία μετά την άλλη την αξία της χρήσης των αρχαιοτήτων σαν δραστικού ιδεολογικού όπλου στον αγώνα των όποιων εδαφικών ή άλλων διεκδικήσεων των νέων εθνικών κρατών. Τα μνημεία γίνονται οι «καλύτεροι πρεσβευτές» απόψεων. Μεγάλες εκθέσεις οργανώνονται να καταδείξουν το μυστικό μεγαλείο της Αιγύπτου, τη δύναμη της Κίνας, τον πλούτο των Σουλτάνων, ή την εθνική ταυτότητα των Μακεδόνων…
Τα αρχαία ταξιδεύουν. Γίνονται προσιτά σε όλο και περισσότερους…
Οι άνθρωποι ταξιδεύουν επίσης, στην εποχή της αφθονίας, του αεροπλάνου και του ελεύθερου χρόνου πολύ περισσότερο από ότι στον καιρό του Βίνκελμαν και των Diletanti.
Για τις ευνοημένες από το κλίμα και την ιστορία χώρες ο τουρισμός είναι βασική πηγή πλούτου. Στον κόσμο της ελεύθερης αγοράς τα μνημεία γίνονται «το συγκριτικό πλεονέκτημα» και ο πολιτισμός “η βαριά βιομηχανία” …Έννοιες όπως συντήρηση – διαμόρφωση – ανάπλαση – ανάδειξη μνημείων πλουτίζουν το λεξιλόγιό μας και πρωτόγνωρα μέχρι τώρα ποσά εισρέουν στα ταμεία των αρχαιολογικών υπηρεσιών στα πλαίσια εθνικών ή διεθνών προγραμμάτων ανάπτυξης.
Η παρουσία κάποιου αρχαιολογικού χώρου που να συνδυάζεται κατά προτίμηση και με ένα μουσείο, διαφημισμένη κατάλληλα, τροφοδοτεί την ελπίδα της τουριστικής ανάπτυξης. Η προσέλευση επισκεπτών υπόσχεται εισροή κεφαλαίων, νέες θέσεις εργασίας, οικονομική ευμάρεια…Οι τοπικοί φορείς αρχίζουν να εκδηλώνουν έντονο το ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες που ωστόσο καλά θα έκαναν να βρίσκονται στο οικόπεδο του γείτονα. Η προβολή και η «αξιοποίηση» των μνημείων γίνεται αίτημα των τοπικών κοινωνιών, βρίσκει μια θέση στα πολιτικά προγράμματα και τις προεκλογικές εκστρατείες.
Στα πλαίσια της αρχής της ανταποδοτικότητας η «κοινωνικοποίηση» των μνημείων είναι όχι μόνο θεμιτή αλλά και αναγκαία, αφού έμπρακτα νομιμοποιεί τις δαπάνες που απαιτούνται για τη συντήρησή τους και που δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητες. Η άμεση χρησιμότητα των μνημείων στο επίπεδο της οικονομίας, της πολιτικής ή ακόμη και της επιστήμης τεκμηριώνει ίσως το ενδιαφέρον ορισμένων -πάντα πολύ περιορισμένων – ομάδων που έχουν άμεσο όφελος, ωστόσο δεν παύει να είναι δευτερογενής και οπωσδήποτε απόλυτα εξαρτημένη από την επιθυμία των πολλών να γνωρίσουν με κάποιο τρόπο τα μνημεία του παρελθόντος.

Όμως τι είναι αυτό που κάνει τους τουρίστες να αφήνουν τη δροσιά της παραλίας και το χουζούρι των διακοπών για την πολύωρη ορθοστασία στα μουσεία, το κοπιαστικό σκαρφάλωμα σε δυσπρόσιτες ακροπόλεις και κάστρα, το στρίμωγμα σε υπόγειες κρύπτες, την περιπλάνηση στο λιοπύρι της ερήμου ή την αποπνικτική υγρασία της τροπικής ζούγκλας;
Γιατί οι ταξιδιώτες του καιρού μας διασχίζουν εκατοντάδες χιλιόμετρα να φτάσουν ευλαβικοί ή απλά περίεργοι εκεί, όπου «τα έθνη άλλοτε αλαζονικά, τώρα παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο», τι προσδοκούν στους τόπους που πέτρωσε η προσευχή σε άλλους θεούς, στις βαθιές σπηλιές που έκρυψαν τα όνειρά τους οι παμπάλαιοι άνθρωποι, εκεί όπου ήταν κάποτε παλάτια και θησαυροί και δόξες, τι ψάχνουν στα ερείπια των σπιτιών που αφάνισαν αρχαίες καταστροφές; Ποια μυστική συγκίνηση τους φέρνει ανάμεσα σε τάφους άγνωστων νεκρών θαμμένων στη λήθη του χρόνου; Σε ποια ερωτήματα βρίσκουν απάντηση οι εκατομμύρια αναγνώστες των αρχαιογνωστικών –επιστημονικών και παραεπιστημονικών- βιβλίων και περιοδικών, οι θεατές των αρχαιολογικών ντοκιμαντέρ, οι πλάνητες του διαδικτύου που επισκέπτονται πάλι και πάλι τις εικονικές αρχαιότητες;
Πώς γίνεται πράγματα άχρηστα που χάλασαν και πετάχτηκαν στα στρώματα καταστροφής των αιώνων, αντικείμενα που «πέθαναν» και θάφτηκαν, να ακολουθήσουν τους κυρίους τους στον Άδη, χιλιάδες χρόνια πριν, πώς γίνεται όλα αυτά να έρχονται πάλι στο φως, για να ξαναζήσουν, απρόσιτα και ακριβά, μη χρηστικά κι ωστόσο χρήσιμα πίσω από το κρύσταλλο των προθηκών ενός μουσείου;
Η αναζήτηση της υψηλής αισθητικής συγκίνησης είναι μια πιθανή απάντηση που όμως αφορά μια περιορισμένη ομάδα μνημείων, αφού λιγοστά είναι τα αριστουργήματα της τέχνης που επέζησαν, αφομοιώνοντας τις λαβωματιές του χρόνου, και μια ακόμη πιο περιορισμένη ομάδα επισκεπτών με ειδική παιδεία και γνώση και οπωσδήποτε δεν ερμηνεύει τη συγκίνηση του επισκέπτη μας στη Βεργίνα που γράφει:
«Αισθάνθηκα ότι επισκέφθηκα τους τάφους συγγενών μου, λουλούδια δεν άφησα, άφησα κομμάτια του εαυτού μου.» (30.6.98)
Η εδραίωση της ιστορικής ταυτότητας του έθνους μέσα από την αναζήτηση των αρχαίων προγόνων, το απαύγασμα αρχαίου κλέους που ακόμα φωτίζει τα βήματα λαών που κάποτε πρωτοστάτησαν και τώρα παραμέρισαν από το προσκήνιο της ιστορικής δράσης, αναγκασμένοι να αποδεχτούν μια θέση ταπεινότερη στην ιεραρχία της παγκόσμιας εξουσίας, πλούσιοι ωστόσο σαν παλιοί αριστοκράτες σε περγαμηνές εξαργυρώσιμες στο χρηματιστήριο της περηφάνιας, με άλλα λόγια, η ιστορική μνήμη που στηρίζει το παρόν και προοιωνίζεται το μέλλον, η μνήμη που μορφοποιείται μέσα από αυτά είναι οπωσδήποτε ένας από τους κύριους λόγους του ενδιαφέροντος που δείχνουν για τα μνημεία εκείνοι που βρέθηκαν να ζουν κοντά τους και συνεχίζουν ή πιστεύουν πως συνεχίζουν την παράδοση που κάποτε τα δημιούργησε.
Και δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που κατά κανόνα επικαλούνται εκείνοι που διαμορφώνουν τις εθνικές πολιτικές για τον πολιτισμό, ο ίδιος που οριοθετεί τον τρόπο θέασης των μνημείων στην εκπαιδευτική διαδικασία, σφραγίζοντας τις αντιλήψεις των επερχομένων. Όμως ούτε και αυτός μου φαίνεται απόλυτα επαρκής, αφού δεν εξηγεί το ενδιαφέρον των «άλλων», των ξένων, που κάποτε είναι μεγαλύτερο κι ακόμη πιο συγκινητικό…

Σε έναν άλλο δρόμο μας οδηγούν τα ποιητικά όσο και απροσδόκητα σχόλια δύο αισθαντικών επισκεπτών που ήρθαν φέτος τον Αύγουστο στις Αιγές:
«Όταν η ζωή είναι μικρή εδώ εγώ βρίσκω την αθανασία» (23.8.2000)
«Αν υπάρχει θάνατος, εδώ νικήθηκε» (16.8.2000)
Αντιμέτωπος με το αχανές μέλλον, όπου το μόνο σταθερό σημείο αναφοράς είναι η βεβαιότητα του αδήριτου βιολογικού τέλους του ίδιου σαν ατόμου, ο άνθρωπος καταφεύγει στην αναζήτηση της γνώσης του παρελθόντος. Για να αντέξει το στιγμιαίο της δικής του ύπαρξης στο διηνεκές του χρόνου, αναγκάζεται να βυθιστεί στις ρίζες. Αναζητώντας τις απαρχές, ελπίζει να αναγνωρίσει τον Προαιώνιο Λόγο…
Φορέας ο ίδιος της ανεξίτηλης συλλογικής μνήμης που σφραγίζει τα ένστικτά του, με τη βιολογική αλληλουχία όλων των προγόνων καταγραμμένη στα μόρια του DNA των κυττάρων του, ο σύγχρονος ταξιδιώτης έχει την ελπίδα στους τόπους των ερειπίων, εκεί όπου η μνήμη συμπυκνώνεται και γίνεται ύλη, έστω και μόνο για μια στιγμή, να αγγίξει την ουσία της ύπαρξης. Μέσα από την αέναη εναλλαγή του εφήμερου με το αιώνιο να συνειδητοποιήσει την αδιάσπαστη συνέχεια, μέσα από την επίγνωση του αδιαλείπτως επαναλαμβανόμενου θανάτου του ατόμου να νιώσει με τον τρόπο της αφής την αθανασία του είδους…

Για να μάθει το δρόμο που ήταν να πορευτεί ανάμεσα στους ζωντανούς ο Οδυσσέας έπρεπε να ρωτήσει τους νεκρούς… οι Μύστες γνώριζαν ότι ο δρόμος της αθανασίας περνάει από την πηγή της Μνημοσύνης…

Για να μιλήσουν για το παρελθόν οι αρχαίοι κατέφυγαν στο μύθο, που ήταν γι’ αυτούς πραγματικός όσο για μας η ιστορία. Με τις Θεογονίες, τις γενεαλογίες και τους κύκλους των ηρώων καθόριζαν τις εποχές, άρθρωναν το χρόνο, ονόμαζαν το Λόγο, ερμήνευαν τις απαρχές και ανιστορούσαν την εξέλιξη του είδους. Οι ποιητές που υμνούσαν τα έργα των παλιών ανθρώπων καλούσαν τη Μούσα, να τραγουδήσει τη μνήμη… Οι Μούσες ήταν, όχι τυχαία, οι θυγατέρες της Μνημοσύνης.
Σήμερα ναός της Μνήμης είναι το Μουσείο. Τη θέση του μύθου την πήρε μεταξύ άλλων η αρχαιολογία, μια επιστήμη που αναζητά στο χώμα τα χνάρια των παλιών ανθρώπων, ταξινομεί τις εποχές και τα αντικείμενα μέσα στο χρόνο και προσπαθεί να ερμηνεύσει τις απαρχές. Ο αρχαιολόγος που επέλεξε να είναι το έλλογο διάμεσο ανάμεσα σ’ αυτούς που έφυγαν και αυτούς που είναι τώρα, αυτός που χαίρεται τη μοναδική και ανεπανάληπτη χαρά της ανακάλυψης, όταν το χώμα παραμερίζει και οι χαμένοι θησαυροί έρχονται πάλι στο φως, οφείλει όχι μόνο να προσπαθήσει να διαβάσει το ξεχασμένο μήνυμα ούτε αρκεί να μοιραστεί τη φροντίδα του σισύφειου έργου της ανάσχεσης του νόμου της φθοράς.
Πολύ περισσότερο, σε αντάλλαγμα για το προνόμιο της αφής που ζηλότυπα κρατάει, χρωστάει να γεμίσει με λόγο τη σιωπή των ερειπίων. Να μιλήσει για την εικόνα της κόρης που στοίχειωσε τον ασημένιο καθρέφτη, την προσευχή του ιερέα που δεν πρόλαβε να τελειώσει την ώρα που κάηκε ο ναός, εκείνο τα νεαρό παλικάρι που θάψανε με το βέλος στο στήθος, το βασιλιά που κοιμήθηκε κάτω από το χρυσό προσωπείο, για τη φωτιά που άναψε ο γιδοβοσκός στο ορεινό του καταφύγιο και το τσουκάλι που έσπασε γεμάτο σαλιγκάρια, όταν γίνηκε η καταστροφή, και ακόμη για το άγγιγμα του λιθοξόου που πέτρωσε στο χαμόγελο του ωραίου νέου, το χνάρι του μάστορα στον πηλό και εκείνο το ζευγάρι που νίκησε το φόβο του σεισμού κάνοντας έρωτα, για να το βρει ο Χάρος σφιχταγκαλιασμένο… Κι ακόμη να μιλήσει γι’ αυτά τα μάτια που μας κοιτάζουν έκπληκτα και σαν απορημένα μέσα από τις άδειες κόγχες τους κάθε φορά που το φως του ήλιου ταράζει την ησυχία των τάφων τους….


«Χωρίς εμάς είστε μειοψηφία
χωρίς εσάς οστά γεγυμνωμένα
και μην ακούς Πάνω και Κάτω Κόσμος
είσαστε η πατρίδα μας και εμείς ξενιτεμένοι.»    
M. Γκανάς

 «Το μέλλον του Παρελθόντος μας», 4ο Συνέδριο Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, 2000
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας έργο του Γιάννη Τσαρούχη.  
πηγή: Aντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παγίδα

  Δεν είναι και λίγες οι φορές που όταν γράφουμε κάτι, δεν αντιπροσωπεύει ακριβώς τις σκέψεις μας αλλά περισσότερο μας ενδιαφέρει να βρει θε...