Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Ισαάκ ο Σύρος,περί αγάπης (1)

Αποτέλεσμα εικόνας για Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος

agiazoni.gr

Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος



1. Λένε γιὰ τὸν μακάριο Ἀντώνιο ὅτι ποτὲ του δὲ σκέφθηκε νὰ κάνει κάτι ποὺ νὰ ὠφελεῖ τὸν ἑαυτὸ του πιότερο ἀπὸ τὸν πλησίον του. Κι αὐτό, γιατί πίστευε πὼς τὸ κέρδος τοῦ πλησίον του εἶναι γι’ αὐτὸν ἄριστη ἐργασία.

Καὶ πάλι εἶπαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἀγάθωνα, ὅτι ἔλεγε πὼς «ἤθελα νὰ βρῶ ἕνα λεπρὸ καὶ νὰ λάβω τὸ σῶμα του καὶ νὰ τοῦ δώσω τὸ δικό μου». Εἶδες τέλεια ἀγάπη; Καὶ πάλι, ἂν εἶχε κάποιο πράγμα χρήσιμο, δὲν ἄντεχε νὰ μὴν ἀναπαύσει μ’ αὐτὸ τὸν πλησίον του. Εἶχε κάποτε μία σμίλη γιὰ νὰ κόβει τὶς πέτρες. Ἦρθε λοιπὸν ἕνας ἀδελφὸς κοντά του καί, ἐπειδὴ τὴν εἶδε καὶ τὴ θέλησε, δὲν τὸν ἄφησε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ κελὶ του χωρὶς αὐτή.

Πολλοὶ ἐρημίτες παρέδωσαν τὰ σώματά τους στὰ θηρία καὶ στὸ ξίφος καὶ στὴ φωτιά, γιὰ νὰ ὠφελήσουν τὸν πλησίον.


Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει σ’ αὐτὰ τὰ μέτρα τῆς ἀγάπης, ἂν δὲν ζήσει κρυφά, μέσα του, τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ. Καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἀγαπήσουν ἀληθινά τοὺς ἀνθρώπους ὅσοι δίνουν τὴν καρδιὰ τους σ’ αὐτὸ τὸν ἐφήμερο κόσμο. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἀποκτήσει τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ ντύνεται, μαζὶ μὲ αὐτήν. Εἶναι ἀνάγκη λοιπὸν αὐτὸς ποὺ ἀπέκτησε τὸ Θεὸ νὰ πεισθεῖ ὅτι δὲν μπορεῖ ν’ ἀποκαταστήσει μαζὶ μὲ τὸ Θεό, τίποτε ποὺ νὰ μὴν εἶναι ἀναγκαῖο, ἀλλὰ νὰ ἀποδυθεῖ καὶ τὸ ἴδιο τὸ σῶμα του, δηλ. καὶ αὐτὲς τὶς μὴ ἀναγκαῖες σωματικὲς ἀναπαύσεις. Ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι ντυμένος, στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή, μὲ τὴν κοσμικὴ ματαιοδοξία καὶ ποὺ ποθεῖ νὰ ἀπολαύσει τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου, δὲν μπορεῖ νὰ φορέσει τὸ Θεὸ – νὰ γίνει θεοφόρος – μέχρι νὰ τὰ ἀφήσει. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε ὅτι «ὅποιος δὲν ἐγκαταλείψει ὅλα τὰ κοσμικὰ καὶ δὲ μισήσει τὴν κοσμικὴ ζωή του, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει μαθητής μου» (Λουκ. 14, 26). Ὄχι μόνο νὰ τὰ ἀφήσει, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ μισήσει. Ἂν λοιπὸν δὲν μπορεῖ νὰ γίνει μαθητής του, πῶς ὁ Κύριος θὰ κατοικήσει μέσα του; (308-9).


2. Δὲ θὰ ἀμελήσω νὰ ἀναφέρω τί ἔκαμε ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Μεγάλος, γιὰ νὰ ἐλέγξει ἐκείνους ποὺ καταφρονοῦν τοὺς ἀδελφούς τους. Βγῆκε λοιπὸν κάποτε νὰ ἐπισκεφθεῖ ἕναν ἄρρωστο ἀδελφὸ καὶ ρώτησε τὸν ἄρρωστο ἂν ἤθελε τίποτε. Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε πὼς θὰ’ θελε λίγο φρέσκο ψωμί. Καὶ ἐπειδὴ ὅλοι οἱ μοναχοὶ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὅλη τὴ χρονιὰ συνήθιζαν καὶ ἔφτιαχναν τὸ ψωμὶ παξιμάδια, σηκώθηκε ἀμέσως ἐκεῖνος ὁ ἀξιομακάριστος ἄνθρωπος καί, μ’ ὅλα τὰ ἐνενήντα του χρόνια, βάδισε ἀπὸ τὴ σκήτη του στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἀντάλλαξε τὰ ξερὰ ψωμιά, ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸ κελί του, μὲ φρέσκα καὶ τὰ πῆγε στὸν ἀδελφό.

Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀββὰς Ἀγάθων, ποὺ ἦταν σὰν αὐτὸν τὸ Μεγάλο Μακάριο ποὺ ἀνέφερα, ἔκαμε κάτι ἀκόμη πιὸ σπουδαῖο. Αὐτὸς ὁ ἀββὰς ἦταν ὁ πιὸ ἔμπειρος στὰ πνευματικὰ ἀπὸ ὅλους τοὺς μοναχούς τοῦ καιροῦ του, καὶ τιμοῦσε τὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἡσυχία περισσότερο ἀπ’ ὅλους. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ θαυμαστὸς ἄνθρωπος, ὅταν εἶχε πανηγύρι στὴν πόλη, πῆγε νὰ πουλήσει τὸ ἐργόχειρό του. Ὁπότε βρῆκε στὴν ἀγορὰ ἕναν ξένο ἄρρωστο καὶ παραπεταμένο σὲ μιὰ ἄκρη. Τί ἔκανε τότε; Νοίκιασε ἕνα σπιτάκι καὶ ἔμενε κοντὰ του ἀσκώντας χειρωνακτικὴ ἐργασία. Ὅ,τι ἔβγαζε τὸ ξόδευε γιὰ τὸν ἄρρωστο καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε συνέχεια ἕξι μῆνες, μέχρι ποὺ ὁ ἄρρωστος ἔγινε καλά. (373 – 4).

3. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ὁ ἀληθινὸς καὶ ἀψευδής μᾶς λέει ὅτι δὲν μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ ἔχει μέσα του τὸν πόθο τῶν κοσμικῶν πραγμάτων καὶ μαζί, τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 6, 24). (15).

4. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος νὰ λογίζεσαι ὅτι εἶναι τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀπὸ τὴν πολλή του εὐσπλαχνία νεκρώθηκε ὡς πρὸς τὶς ὑλικές του ἀνάγκες. Διότι ὁ ἐλεῶν τὸ φτωχὸ ἔχει τὸ Θεὸ νὰ φροντίζει γιὰ τὶς δικές του ἀνάγκες. Καὶ αὐτὸς ποὺ στερεῖται γιὰ τὸ Θεό, βρῆκε θησαυροὺς ἀκένωτους.

Ὁ Θεὸς δὲ χρειάζεται τίποτε. Εὐφραίνεται ὅμως ὅταν δεῖ κάποιον νὰ ἀναπαύει τὴν εἰκόνα του καὶ νὰ τὴν τιμᾶ γιὰ τὴν ἀγάπη του. Ὅταν ἔλθει κάποιος καὶ σοῦ ζητήσει αὐτὸ ποὺ ἔχεις, μὴν πεῖς μέσα στὴν καρδία σου ὅτι θὰ τὸ κρατήσω αὐτὸ γιὰ μένα, γιὰ νὰ μὲ ἀναπαύει, καὶ ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἀνάγκη τοῦ ἀδελφοῦ μὲ ἄλλο τρόπο. Γιατί αὐτὰ τὰ λόγια τὰ λένε οἱ ἄδικοι ποὺ δὲν γνωρίζουν τὸ Θεό. Ο δίκαιος καὶ ἐνάρετος ἄνθρωπος τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ ἐνδεὴς ἀδελφός του δὲν τὴν μεταβιβάζει σὲ ἄλλον, οὔτε τὴν εὐκαιρία τῆς ἐλεημοσύνης θὰ ἐπιτρέψει στὸν ἑαυτό του νὰ τὴν χάσει. Ὁ φτωχὸς καὶ ἐνδεὴς ἄνθρωπος λαμβάνει τὰ ἀναγκαῖα ἀπὸ τὸν Θεό, διότι κανέναν δὲν ἐγκαταλείπει ὁ Κύριος. Σὺ ὅμως, ποὺ θέλησες νὰ ἀναπαύσεις τὸν ἑαυτό σου μᾶλλον παρὰ τὸ φτωχὸ ἀδελφό σου, ἀποποιήθηκες τὴν τιμὴ ποὺ σοῦ ἔκαμε ὁ Θεὸς καὶ ἀπομάκρυνες τὴ χάρη του ἀπὸ σένα. Ὅταν λοιπὸν δώσεις ἐλεημοσύνη, νὰ εὐφραίνεσαι καὶ νὰ πεῖς: Δόξα σοι ὁ Θεός, ποὺ μὲ ἀξίωσες νὰ βρῶ κάποιον νὰ ἀναπαύσω. Ὅταν ὅμως δὲν ἔχεις τί νὰ δώσεις, μᾶλλον νὰ χαρεῖς καὶ νὰ πεῖς εὐχαριστώντας τὸ Θεό: Σὲ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού μοῦ δωσες αὐτὴ τὴ χάρη καὶ τὴν τιμὴ νὰ γίνω φτωχὸς γιὰ τὸ ὄνομά σου, καὶ ποὺ μὲ ἀξίωσες νὰ γευθῶ τὴ θλίψη τῆς σωματικῆς ἀδυναμίας καὶ τῆς φτώχειας, ποὺ ὅρισες στὸ στενὸ δρόμο τῶν ἐντολῶν σου, ὅπως τὴ γεύθηκαν οἱ ἅγιοί σου, ποὺ περπάτησαν αὐτὸ τὸ δρόμο (23 – 4).


Ἑρμηνευτική ἀπόδοση – ἐπιμέλεια Κωνσταντίνου Χρ. Καρακόλη, Δρος Θεολογίας, Φιλολόγου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως

  Φτάσαμε λοιπόν μια ανάσα από τα Χριστούγεννα. Όλοι ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε είτε πιο πνευματικά είτε πιο κοσμικά ανάλογα με το τι πιστ...