Υπήρξε πάντα φτωχός. Τον περιγελούσαν και τον περιφρονούσαν επειδή τραύλιζε –το κατάλοιπο που του άφησε μια άγνωστη αρρώστια- , επειδή φόραγε φουστανέλα και επειδή ήταν αριστερόχειρας, δηλαδή ζερβός, μια λέξη που ετυμολογικά συγγενεύει με τον ζαβό, τον στρεβλό, τον λοξό, τον ανάπηρο… (Οι αναπηρίες της καρδιάς του ανθρώπου, ενίοτε αποτυπώνονται στη γλώσσα του).
Συνήθιζε να ζωγραφίζει σε τοίχους. Κάποτε καθώς ανεβασμένος πάνω σε μια σκάλα, εξασκούσε στην πρόσοψη του τοίχου ενός μαγαζιού -όπως πάντα, με περισσή προσοχή και αγάπη- την τέχνη του, κάποιος έτσι «για πλάκα», τράβηξε τη σκάλα και τον έριξε κάτω. Οι παρευρισκόμενοι γέλασαν. Εκείνος, με το σώμα χτυπημένο, το πρόσωπο και τα χέρια ματωμένα, με την «ψυχή κομμάτια», ορθώθηκε κι έφυγε αμίλητος. Δεν το συνήθιζε να μιλάει. Μόνο καμιά φορά χαμογελούσε στα μωρά, εκείνος που ως «άνθρωπον μωρόν» τον αντιμετώπιζαν οι συνάνθρωποί του.
Εκείνος που κατά πως μας αποκαλύπτει το όνομά του, ήταν φίλος του Θεού. Ζωγράφιζε για ένα κομμάτι ψωμί, για ένα πιάτο φαί –και τι ειρωνεία!- πέθανε από τροφική δηλητηρίαση. Ένα πρωινό σαν σήμερα το 1934 τον βρήκανε κοκκαλωμένο και το απόγευμα τον θάψανε, «ανήμερα της εορτής και των άλλων φουστανελάδων που τρελοί, σαν κι ελόγου του, τα βάλανε με το σουλτανάτο»* Πέθανε εκεί που γεννήθηκε, στην Βαρειά Λέσβου, ο κορυφαίος Έλληνας λαϊκός ζωγράφος και αγιογράφος, ο Θεόφιλος Κεφαλάς - Χατζημιχαήλ, γνωστότερος ως σκέτος Θεόφιλος.
(Ο πίνακας που συνοδεύει αυτή την ανάρτηση είναι «Ο Φρίξος επί του χρυσόμαλλου κριού και η Έλλη» και απεικονίζει τον γνωστό μύθο: Τα δύο αδέλφια, ο Φρίξος και η Έλλη στη ράχη του χρυσόμαλλου κριαριού που τους έστειλε η μητέρα τους Νεφέλη για να γλυτώσουν από τον πατέρα τους ο οποίος ετοιμαζόταν να τα θυσιάσει, πετούν πάνω από τη θάλασσα του Βοσπόρου. Η Έλλη κάποια στιγμή ζαλίζεται και πέφτει. Πνίγεται από τα νερά εκείνα που παίρνουν το όνομά της: Τα νερά του Ελλήσποντου, ή στενά των Δαρδαναλλίων)
*Βαγγέλης Παππάς, «Ο Αχμάκης» (εκδόσεις «Εν πλω»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου