Ιωάννης Παγουλάτος
Όταν ανέλαβε την διακυβέρνηση της Ελλάδας, το 1828, ο Ιωάννης Καποδίστριας συνέστησε κάποια δημόσια όργανα, στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να οργανώσει τον κρατικό μηχανισμό της χώρας. Ένα από αυτά ήταν και το «Γενικόν Φροντιστήριον», το οποίο ασκούσε οικονομικό έλεγχο στις ένοπλες δυνάμεις, δρώντας ως επιμελητεία του ελληνικού στρατού. Μια επιστολή από τα αρχεία του συγκεκριμένου οργάνου αναφέρεται σε έναν άνδρα, που παρέμεινε αφανής και κυριολεκτικά ανώνυμος, παρά την θέση που κατείχε και την προσφορά του στην Ελληνική Επανάσταση: ήταν ο σημαιοφόρος του στρατάρχη Γεώργιου Καραϊσκάκη. Το έγγραφο έχει ημερομηνία 27 Σεπτεμβρίου 1829, δύο χρόνια ακριβώς πριν την δολοφονία του Καποδίστρια.
Απευθυνόμενο προς τον Δημήτριο Υψηλάντη, αρχηγό του στρατού της ανατολικής Ελλάδας, το «Γενικόν Φροντιστήριον» γνωστοποιεί με την επιστολή του την άθλια κατάσταση στην οποία βρισκόταν η υγεία αλλά και τα οικονομικά του σημαιοφόρου. Στην εισαγωγή του εγγράφου, πιστοποιείται και εγκωμιάζεται η γενναιότητα του παλαίμαχου αγωνιστή, ο οποίος είχε λάβει μέρος σε πολλές μάχες, πολεμώντας πλάι στον αρχηγό του, Γεώργιο Καραϊσκάκη. Ως δε απόδειξη της μαχητικότητας του σημαιοφόρου παρατίθεται η πληροφορία ότι στο σώμα του έφερε πάνω από 12 πληγές. Ο τραυματισμός όμως που υπέστη κατά την, καταστροφική για τους Έλληνες, μάχη του Ανάλατου, τον Απρίλιο του 1827, φαίνεται πως ήταν ο σοβαρότερος, καθώς του προκάλεσε μόνιμα προβλήματα υγείας.
Ο σημαιοφόρος του Καραϊσκάκη, αναγκάστηκε στην συνέχεια να ξοδέψει μεγάλα ποσά για τις θεραπείες του, τις οποίες αδυνατούσε να πληρώσει από ένα σημείο κι ύστερα. Έφτασε μάλιστα σε τέτοια επίπεδα ανέχειας, ώστε πούλησε τα όπλα του για μερικά παραπάνω χρήματα, πράξη ιδιαίτερα ταπεινωτική για τα ήθη των Κλεφταρματολών. Η επιστολή του «Γενικού Φροντιστηρίου» προσθέτει ότι ο σημαιοφόρος είχε περιέλθει σε πλήρη πενία, χωρίς να έχει κάποιον δικό του στην Αθήνα για να τον φροντίζει, καθώς η καταγωγή του δεν ήταν ελληνική. Ο μόνος που θα μπορούσε να τον συνδράμει ήταν ο αρχηγός του, ο Καραϊσκάκης, ο οποίος όμως είχε φονευθεί μια μέρα πριν την μάχη του Ανάλατου. Η επιστολή κλείνει προτείνοντας στον Υψηλάντη να τιμήσει τον σημαιοφόρο για την δράση του, διορίζοντάς τον πεντηκόνταρχο στον ελληνικό στρατό και χορηγώντας του ένα χρηματικό βοήθημα για να αγοράσει ξανά τα όπλα του, που είχε αναγκαστεί να πουλήσει.
Παρά την σοβαρότητα της υπόθεσης, το κείμενο που συνέταξε το «Γενικόν Φροντιστήριον» παραλείπει να αναφέρει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τον ηρωικό στρατιώτη του Καραϊσκάκη. Καταρχάς δεν αναφέρεται πουθενά το ονοματεπώνυμό του, κάτι το οποίο φαίνεται εξαιρετικά σοβαρό ατόπημα, ακόμα και για τις ταραγμένες συνθήκες μιας επαναστατημένης χώρας. Δεν μπήκε στον κόπο κάποιος από όλους τους εμπλεκόμενους υπαλλήλους να μάθει έστω το μικρό όνομα του ατόμου υπέρ του οποίου συντάχθηκε η εν λόγω επιστολή; Φαίνεται πως και μόνο ο χαρακτηρισμός «σημαιοφόρος του Καραϊσκάκη» ήταν επαρκέστατος για τις υπηρεσίες της εποχής. Επίσης, παρά το γεγονός ότι η επιστολή αναφέρει πως ο παλαίμαχος στρατιώτης ήταν ξένος, δεν προσδιορίζει την καταγωγή του, αλλά περιορίζεται να πει απλώς ότι προερχόταν από κάποια γειτονική χώρα της Ελλάδας.
Ποιος ήταν λοιπόν αυτός ο άνθρωπος που πολέμησε πλάι στον Καραϊσκάκη, υπηρετώντας τον τόσο πιστά, σε όλες του σχεδόν τις μάχες; Πώς ονομαζόταν και από πού καταγόταν; Ο αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης και πολιτικός Νικόλαος Σπηλιάδης, κάνει λόγο, στα απομνημονεύματά του, για έναν στρατιώτη με το όνομα Χρήστος Σέρβος, ο οποίος υπηρετούσε ως σημαιοφόρος του Καραϊσκάκη και τραυματίστηκε σε κάποια μάχη. Ίσως το επίθετο αυτού του άνδρα να δήλωνε την καταγωγή του και να μην ήταν το οικογενειακό του επώνυμο. Η εικασία αυτή αποκτά κάποια βάση αν συνδυαστεί με την επιστολή του «Γενικού Φροντιστηρίου», η οποία αναφέρεται σε έναν ξένο στρατιώτη που τραυματίστηκε πολλές φορές, κρατώντας το λάβαρο του Καραϊσκάκη. Εξάλλου, η παρουσία Σέρβων στις τάξεις του ελληνικού επαναστατικού στρατού, δεν ήταν κάτι το εντελώς ασυνήθιστο, καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσε κοινό εχθρό. Τα άτομα αυτά γίνονταν συνήθως γνωστά με κάποιο επίθετο που δήλωνε την καταγωγή τους. Ο Χατζηχρήστος Ντάγκοβιτς, Σέρβος αγωνιστής με καταγωγή από την Βουλγαρία, έλαβε μέρος στην Επανάσταση του 1821, αποκαλούμενος από τους συμπολεμιστές του Χατζηχρήστος Βούλγαρης. Ομοίως, ο οπλαρχηγός Βάσος Μπράγιοβιτς, επίσης Σέρβος αλλά γεννημένος στο Μαυροβούνιο, έμεινε γνωστός με το ονοματεπώνυμο Βάσος Μαυροβουνιώτης και διακρίθηκε σε πολλές μάχες, λαμβάνοντας υψηλά αξιώματα στον ελληνικό στρατό. Ίσως λοιπόν ο Χρήστος Σέρβος του Σπηλιάδη και ο ξένος τραυματισμένος σημαιοφόρος που περιγράφει η επιστολή του «Γενικού Φροντιστηρίου» να αποτελούν το ίδιο πρόσωπο.
Τα πράγματα όμως περιπλέκονται αν ληφθεί υπ’ όψιν μια άλλη σχετική πηγή. Το 1875, ο εκπαιδευτικός και λογοτέχνης Αντώνιος Αντωνιάδης, συνέγραψε την «Μεσολογγιάδα», ένα ιστορικό έπος το οποίο περιέχει πολλές έγκυρες πληροφορίες σχετικά με την Ελληνική Επανάσταση. Στο έργο αυτό, ως σημαιοφόρος του Καραϊσκάκη αναφέρεται ένας Έλληνας στρατιώτης με το επίθετο Μπαζώνης. Αν κάτι τέτοιο ισχύει πραγματικά, τότε ποιος είναι ο ξένος για τον οποίο κάνει λόγο η επιστολή του «Γενικού Φροντιστηρίου»; Ίσως τελικά να μην καταφέρουμε να εξακριβώσουμε ποτέ την ταυτότητα του γενναίου σημαιοφόρου. Άγνωστη παραμένει επίσης η τύχη της αίτησης του «Γενικού Φροντιστηρίου» προς τον Δημήτριο Υψηλάντη. Μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί κάποιο κρατικό έγγραφο που να απονέμει στον σημαιοφόρο τον βαθμό του πεντηκόνταρχου και το οικονομικό βοήθημα για να αγοράσει τα όπλα του, τα οποία είχε αναγκαστεί να πουλήσει. Δεν υπάρχει όμως ούτε κάποια επίσημη γραπτή άρνηση από τον Υψηλάντη και την ανώτατη διοίκηση του ελληνικού στρατού στο αίτημα του «Γενικού Φροντιστηρίου».
Ίσως τελικά, ο σημαιοφόρος του Καραϊσκάκη να μην αποτελεί παρά έναν ακόμα από τους χιλιάδες ανώνυμους αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης, οι οποίοι, παρά τις θυσίες τους, είδαν την ζωή τους να παραμένει εξίσου δύσκολη και σκληρή με την περίοδο της τουρκοκρατίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου