Ένας ζωηρός,ευχάριστος και γελαστός και γλυκομίλητος νέος ήταν,μια φορά,στη συντροφιά μας.Η λύπη ποτέ δεν κατόρθωνε ν'αγγίσει την καρδιά του και από τα χείλη του ποτέ δεν έπαυε ν'ανθίζει το λουλούδι του γέλιου.
Πέρασαν χρόνια,κι έξαφνα,μια μέρα,έτυχε πάλι να συναντηθούμε.Μου είπε πως είχε παντρευτεί και απόχτησε παιδιά.Όμως,είδα πως η ρίζα της χαράς είχε πια σ'αυτόνε ξεραθεί και τα ρόδα της μορφής του τα 'δα μαραμένα.Τονε ρώτησα πως ήταν στην υγεία του και τι έκανε τώρα.Μου απάντησε:
-Από τότε που έγινα πατέρας έπαψα να παίζω το παιδί.
"Τώρα που έγινες γέρος,απαρνήσου τα παιδιά,και τα χωρατά και τα παιγνίδια ασ'τα στους νέους."
"Μη ζητάς από το γέρο τη χαρά που αρμόζει μόνο σ'έναν νέο,γιατί το νερό,μια φορά και τρέξει,δε γυρίζει πια στο ρέμα.Όταν φτάσει για το στάρι ο καιρός του θερισμού,δεν ταλαντεύεται πια σαν το νέο χορτάρι."
"Ο καιρός της Νιότης ξέφυγε από τα χέρια μου.Αλί μου!Αλί μου!Τι απόγινε εκείνος ο καιρός,ο αγαπημένος της καρδιάς μου;Η δύναμη των λιονταρίσιων νυχιών μου εχάθη.Τώρα,σαν τη γάτα,ευχαριστιέμαι μ'ένα κομμάτι ψωμί.Μια γριά είχε βάψει τα μαλλιά της.Της είπα:Μητερούλα μου,καμάρι παλιών,περασμένων ημερών,υπόθεσε πως με τη βαφή αποκρύβεις τ'άσπρα σου μαλλιά,μα την καμπουριασμένη αυτή ράχη πώς θα την αποκρύψεις;"
Σααδή,Το Γκιουλιστάν,εκδ.Ηρόδοτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου