Το Καρακάλ είναι σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογενείας των αιλουριδών. Ανήκει στην υποοικογένεια των αιλουρινών και εντάσσεται ανάμεσα στα μέλη μιας «ομάδας» που απαρτίζουν τις αποκαλούμενες αγριόγατες, η οποία περιλαμβάνει διάφορα γένη. Το είδος έχει την επιστημονική ονομασία Caracal caracal, απαντά στην Ασία και την Αφρική και διακρίνεται σε 9 υποείδη. [2]
Το καρακάλ ανήκει στις μεγάλες αγριόγατες, με μέγεθος σχεδόν όσο ενός λύγκα, και απαντά σε ποικίλο φάσμα οικοτόπων της Ασίας και της Αφρικής. Παρά την ευρεία εξάπλωση που εμφανίζει, η κατά τόπους κατανομή του διαφοροποιείται σημαντικά, δηλαδή σε κάποιες περιοχές είναι αρκετά κοινό, ενώ σε άλλες είναι πολύ σπάνιο (βλ. Κατάσταση πληθυσμού).
Η επιστημονική ονομασία του γένους και του είδους, αλλά και η κοινή ονομασία Caracal, έχει τουρκική προέλευση και έχει προέλθει από παράφραση των λέξεων kara kulak «μαύρα αυτιά», με σαφή αναφορά στο συγκεκριμένο μορφολογικό στοιχείο του θηλαστικού.Αλλά και στα περσικά, το ζώο ονομάζεται سیاهگوش siyāh-gōsh που, επίσης, σημαίνει «μαύρα αυτιά», όπως άλλωστε και στα ινδικά, όπου αποκαλείται स्याहगोश syahgosh.
Παρόλο που δεν ανήκει στο γένος Lynx, σε πολλές χώρες όπου απαντά, αποκαλείται αφρικανικός λύγκας, ασιατικός λύγκας ήλύγκας της ερήμου. Στον υποσαχάριο λαό των Τούμπου (Toubou) αποκαλείται ngam ouidenanga «γάτα-γαζέλα»,ενώ στην ολλανδική της Νότιας Αφρικής (Αφρικάανς) αποκαλείται rooikat «κόκκινη γάτα».
Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό φυσιοδίφη Γιόχαν φον Σρέμπερ (Johann Christian Daniel von Schreber, 1739-1810), ως Felis caracal, το 1776, από ένα δείγμα που συλλέχθηκε στο Όρος Τέιμπλ (Table Mountain), στην Νότια Αφρική, που θεωρείται ο τύπος του είδους. Η μεταφορά στο γένος Caracal έγινε από τον Βρετανό ζωολόγο Τζον Έντουαρντ Γκρέι (John Edward Gray, 1800-1875) το 1843, με βάση ένα δείγμα που συνελέγη κοντά στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος. Μελέτες των αρχών της δεκαετίας του 1980 τόνισαν την φυλογενετική συγγένεια του γένους Caracal με το Felis, αλλά και τον διαχωρισμό του από το Lynx. Οι Mattern και McLennan (2000) υποστήριξαν την φυλογενετική συγγένεια του Caracal με το σερβάλ (Leptailurus serval). Ωστόσο, οι ίδιοι ερευνητές θεώρησαν ότι το συγκεκριμένο «ζευγάρι» σχετίζεται με το Profelis (Caracal) aurata, ενώ οι Bininda-Emonds et al. (1999) υποστήριξαν ότι τοποθετείται πιο κοντά στο Felis. Οι Johnson και O'Brien (1997) θεώρησαν τα taxa C. caracal και P. aurata, στενότατα φυλογενετικά.
Το καρακάλ εμφανίζει ευρείες ζώνες κατανομής στην Αφρική και την Κ. Ασία μέχρι την Ινδία. Ωστόσο, η εικόνα αυτή είναι εν μέρει παραπλανητική, διότι σε πολλές περιοχές της κατανομής του, είναι από λίγο κοινό έως σπάνιο, ιδιαίτερα στα ακραία τμήματα του φάσματος, στην Ινδία και το Πακιστάν.
Η εξάπλωσή του στην Αφρική περιλαμβάνει όλη σχεδόν την ήπειρο, αλλά απουσιάζει από τα πυκνά ισημερινά δάση (Κονγκό) και από μεγάλο μέρος της κεντρικής Σαχάρας. Ωστόσο, υπάρχει στους ορεινούς όγκους της ερήμου και τις παρυφές της, συμπεριλαμβανομένων των Ορέων Χογκάρ και Τασιλί της Αλγερίας, στον μαροκινό Άτλαντα και τις μεγάλες αμμώδεις περιοχές του Ανατολικού Μεγάλου Εργκ (Erg). Η κατανομή του είναι συμπαγής προς τα δυτικά και ανατολικά της κεντρικής Σαχάρας και συνδέει τις περιοχές στα νότια και βόρεια της ερήμου.Η ιστορική γεωγραφική εξάπλωση του καρακάλ συμπίπτει, κατά κάποιον τρόπο, με εκείνη του γατόπαρδου, ακολουθώντας την κατανομή πολλών μικρών γαζελών της ερήμου. Μολονότι εξακολουθούν να καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της ιστορικής τους επικράτειας στην Αφρική, έχουν σημαντικές απώλειες στις περιφερειακές περιοχές, ιδιαίτερα στην Β. και Δ. Αφρική.
Τα καρακάλ είναι κοινά θηλαστικά στη Νότια Αφρική και την Ν. Ναμίμπια, όπου μπορούν να καταλαμβάνουν και νέες περιοχές. Στην Εγγύς Ανατολή και την Αραβική Χερσόνησο, απαντούν σε όλες τις οροσειρές και στις ημιορεινές περιοχές της στέπας, αλλά δεν διεισδύουν βαθιά στις μεγάλες ηπειρωτικές ερήμους.
Η Κασπία Θάλασσα, η επαρχία Ουστιούρτ (Ustyurt), και η λίμνη Αράλη αποτελούν το βόρειο όριο εξάπλωσης των καρακάλ, η οποία εκτείνεται λίγο ανατολικά του ποταμού Αμού Ντάρια (Amu Darya). Στο Τουρκμενιστάν, φθάνουν στις παρόχθιες πεδιάδες των εκβολών του ποταμού Ατρέκ (Atrek), στους πρόποδες των Ορέων Κοπέτ-Νταγκ (Κopet-Dag), κατά μήκος του ποταμού Τετζέν (Tedzhen), στις ερήμους κατά μήκος του ποταμού Μουργκάμπ (Murghab) και ανατολικά του ποταμού Κούσκα (Kushka). Το φάσμα τους εκτείνεται από το ΝΑ. Ιράν, μέσω του Πακιστάν την κεντρική Ινδία, στο ύψος του Ουτάρ Πραντές (Uttar Pradesh), όπου, όμως, είναι αρκετά σπάνια.
Το καρακάλ καταλαμβάνει μεγάλη ποικιλία βιοτόπων, από τις ημιερημικές περιοχές μέχρι τις σχετικά ανοικτές σαβάνες και από τους θαμνότοπους στα υγρά, πεδινά ή ορεινά δάση, μέχρι τα ξηρότερα δάση και τις σαβάνες με αραιή βλάστηση. Παρόλο που δείχνει προτίμηση στις ξηρές περιοχές, απουσιάζει από την πραγματική έρημο και, δείχνει να χρειάζεται κάποιο ποσοστό φυτοκάλυψης.
Μπορεί να βρεθεί μέχρι τα 2.500 μ. και, κατ’ εξαίρεσιν, μέχρι τα 3.300 μ. στα υψίπεδα της Αιθιοπίας. Σε μεγάλες, άγονες περιοχές οι πυκνότητες των πληθυσμών του είναι μικρές, όπως λ.χ. στην Ναμίμπια, όπου τρία (3) αρσενικά απαντούν σε έκταση 316,4 χλμ², κατά μέσον όρο. Στην Σαουδική Αραβία, ένα (1) αρσενικό εφοδιασμένο με κολάρο παρακολούθησης, περιπλανήθηκε σε περιοχές από 270-1.116 χλμ², σε διαφορετικές εποχές, ενώ σε ισραηλινή έρευνα, τα αρσενικά περιπλανήθηκαν, κατά μέσον όρο, σε έκταση 220,6 χλμ². Η πυκνότητα των πληθυσμών στα ευνοϊκότερα περιβάλλοντα της Νότιας Αφρικής είναι μεγαλύτερη (δύο (2) αρσενικά, κατά μέσον όρο, ανά 26,9 χλμ² στο Εθνικό Πάρκο της Δυτικής Ακτής (West Coast National Park)). Οι αντίστοιχες επικράτειες των θηλυκών είναι σημαντικά μικρότερες από εκείνες των αρσενικών. Επομένως, η επικράτεια κάθε αρσενικού επικαλύπτει αρκετές των θηλυκών, έτσι ώστε σε κάθε αρσενικό καρακάλ να αντιστοιχούν αρκετά θηλυκά. Το μέγεθος της επιφάνειας περιπλάνησης των καρακάλ συσχετίζεται -θετικά- με το σωματικό βάρος τους και -αρνητικά- με την διαθεσιμότητα της λείας.
Τα καρακάλ, γενικότερα, είναι αιλουροειδή μέσου μεγέθους, αλλά από τις μεγαλύτερεςαγριόγατες, με τα αρσενικά να είναι λίγο μεγαλύτερα και βαρύτερα από τα θηλυκά (βλ. Βιομετρικά στοιχεία). Το σώμα τους είναι λεπτό αλλά στιβαρό, με «γραμμές» που θυμίζουν έντονα μικρό πούμα. Το τρίχωμα στο πάνω μέρος και τις πλευρές είναι γενικά ομοιόμορφοκαστανόξανθο ή κοκκινωπό (στο χρώμα της άμμου), ανάμικτο με γκρι. Η κοιλιά και το κάτω μέρος των μακριών ποδιών και του στήθους είναι υπόλευκα με στίγματα ή αχνές κηλίδες. Η ουρά είναι μικρή σε σχέση με το σώμα τους. Πολλές σκληρές τρίχες υπάρχουν ανάμεσα στα πέλματα των ποδιών σε κάποιους πληθυσμούς, ίσως προσαρμογή για τη μετακίνηση πάνω στην μαλακή άμμο (αποφυγή βύθισης, προστασία από την θερμότητα).
- Στους πληθυσμούς του υποείδους C. c. schmitzi, εμφανίζονται στην περιοχή του Ισραήλ, άτομα μελανιστικά, με γκριζόχρωμους ενήλικες και μαύρα νεαρά άτομα.
Το κρανίο είναι ψηλό και στρογγυλεμένο, με κοντή κάτω γνάθο, αλλά στιβαρή και εξοπλισμένη με μεγάλα, ισχυρά δόντια. Περίπου 92% των καρακάλ στερούνται τον δεύτερο άνω προγόμφιο. Το πρόσωπο χαρακτηρίζεται από σκουρόχρωμη λωρίδα που κατευθύνεται από το κέντρο του μετώπου προς την μύτη, ενώ μία γραμμή ακόμη «τρέχει» από το εσωτερικό άκρο του ματιού προς τα ρουθούνια. Ανοικτόχρωμος δακτύλιος περιβάλλει τα μάτια, και ένα μάλλον αμυδρό σκούρο καφέ «μπάλωμα» εμφανίζεται πάνω από το καθένα. Οι ίριδες είναι πρασινωπές και οι κόρες κυκλικές. Λευκές κηλίδες εμφανίζονται σε κάθε πλευρά της μύτης.
- Το κυριότερο μορφολογικό στοιχείο του καρακάλ είναι τα αυτιά του. Τα πτερύγια είναι μυτερά και στην κορυφή τους φέρουν χαρακτηριστικές, σκληρές σκουρόχρωμες τρίχες, οι οποίες σχηματίζουν ψηλόλιγνες τούφες. Η βάση τους στο οπίσθιο τμήμα είναι μαύρη, ενώ η εσωτερική επιφάνεια του πτερυγίου καλύπτεται από πολλές, μικρές λευκές τρίχες.
- Μήκος σώματος (χωρίς την ουρά): ♂ 75 έως 106 εκατοστά ♀ 69 έως 103 εκατοστά
- Μήκος ουράς: ♂ 23 έως 34 εκατοστά ♀ 19,5 έως 34 εκατοστά
- Βάρος: ♂ 8 έως 20 κιλά ♀ 7 έως 16 κιλά (στο υποείδος C. c. schmitzi στην περιοχή του Ισραήλ, το βάρος είναι: ♂ 9.8+1.8 κιλά (n=6), ♀ 6.2+0.7 κιλά (n=5)
Τα καρακάλ τρέφονται, κυρίως, με μικρά (ύρακες, ποντίκια) και μεσαίου μεγέθους θηλαστικά (λαγοί), από μικρά τρωκτικά έως αντιλόπες των 50 κιλών, άν και τα θηράματά τους είναι συνήθως μικρότερα, όπως πουλιά, ερπετά, ασπόνδυλα, ψάρια, και ελάχιστη φυτική ύλη. [38]. Όπως συνέβαινε και με τους γατόπαρδους, τα καρακάλ εκπαιδεύονταν για να κυνηγούν προς όφελος των Ινδών μαχαραγιάδων, κυρίως για τα μεγάλα οπληφόρα, τελικά όμως χρησιμοποιήθηκαν για μικρά θηλαστικά και πτηνά. [39]. Επίσης, είναι γνωστό ότι τα καρακάλ τρέφονται κάποιες φορές με θνησιμαία. [40] Είναι σε θέση να επιβιώσουν χωρίς νερό για μεγάλο χρονικό διάστημα, διότι καλύπτουν τις ανάγκες τους από τα υγρά του σώματος των θηραμάτων τους.
Ανάλυση της τροφής τους από περιττώματα, στο υποείδος C. c. schmitzi στην περιοχή του Ισραήλ, έδωσε τα εξής αποτελέσματα: 62% θηλαστικά, 24 % πουλιά, 6,1% ερπετά και 1,4% έντομα. Στο Τουρκμενιστάν, όλο σχεδόν το διαιτολόγιο απαρτίζεται από λαγούς του είδους (Lepus tolai).
Κυνηγούν ενεδρεύοντας το θήραμά τους και, αφού αυτό προσεγγίσει στα 5 μ., περίπου, επιτίθενται με μεγάλη ταχύτητα. Τα μικρότερα αρπακτικά θανατώνονται με δάγκωμα στον τράχηλο, ενώ τα μεγαλύτερα δαγκώνοντας το λαιμό και προκαλώντας τους ασφυξία. Μερικές φορές κρύβουν τα μεγάλα θηράματα, καλύπτοντάς τα, εάν δεν μπορούν να καταναλώσουν ολόκληρο το σφάγιο σε ένα μόνο γεύμα, και επιστρέφουν αργότερα. Ορισμένα, μάλιστα, έχουν παρατηρηθεί να κρύβουν τα σφάγια σε δένδρα. Τα καρακάλ είναι γνωστά για την ικανότητά τους να συλλαμβάνουν πουλιά στον αέρα, πηδώντας 2 μ. ή και περισσότερο από θέση στάσης. Μερικές φορές αναποδογυρίζουν με «τρικλοποδιά» τις μεγάλες γαζέλες, ακριβώς όπως κάνουν οι γατόπαρδοι.Υπάρχει, μάλιστα, η άποψη ότι το τρίχωμα των ατόμων που ζουν σε αυτές τις ημιερημικές περιοχές, εμφανίζει μεγάλη ομοιότητα με εκείνο των γαζελών.
Τα καρακάλ είναι, γενικότερα, μοναχικές αγριόγατες, αλλά έχουν επίσης παρατηρηθεί να κινούνται ανά ζεύγη. Αρθρώνουν το σύνηθες φάσμα των ήχων που ακούγεται στις γάτες (νιαούρισμα, γρυλισμός, πουρπούρισμα), αλλά βρυχώνται, επί πλέον. Παραδόξως, μπορούν επίσης να παράγουν έναν ήχο που μοιάζει με «γάβγισμα», το οποίο ενδεχομένως χρησιμοποιείται ως προειδοποιητικό σήμα. Οριοθετούν την περιοχή τους αφήνοντας περιττώματα σε εμφανή σημεία και με ψεκασμό ούρων σε θάμνους ή κούτσουρα, ή χαράσσουν το έδαφος με τα πίσω πόδια τους.
Τα καρακάλ εμφανίζονται ενεργά, τόσο τη νύχτα όσο και την ημέρα και, πολύ περισσότερο σε νύχτες όπου η θερμοκρασία πέφτει κάτω από τους 20° C. Τα αρσενικά μετακινούνται περισσότερο από δύο φορές από τα θηλυκά κατά τη διάρκεια μιας ενεργής περιόδου.
Η αναζήτηση συντρόφου μπορεί να εμφανίζεται καθ’ όλη την διάρκεια του έτους. Στη Σαχάρα, η αναπαραγωγή φέρεται να πραγματοποιείται κυρίως στην καρδιά του χειμώνα. Ο οίστρος διαρκεί 5-6 ημέρες. Τα θηλυκά ζευγαρώνουν με πολλά αρσενικά, ακολουθώντας μια «ιεραρχία», η οποία σχετίζεται με την ηλικία και το μέγεθος του αρσενικού. Ένα (1) θηλυκό παρατηρήθηκε να ζευγαρώνει με τρία (3) διαφορετικά αρσενικά κατά τη διάρκεια της περιόδου οίστρου, κάθε φορά με τα ίδια άτομα και με την ίδια σειρά. Σε ορισμένες περιοχές, τα αρσενικά έχουν παρατηρηθεί να δίνουν σφοδρές μάχες για τα θηλυκά και να παραμένουν με αυτό που επέλεξαν για αρκετές ημέρες, προστατεύοντάς το από τους αντιπάλους. Ωστόσο, υπάρχουν και περιπτώσεις, όπου το αρσενικό εμφανίζεται λιγότερο διεκδικητικό. Η συνεύρεση μπορεί να διαρκέσει από 90 δευτερόλεπτα έως 10 λεπτά.
Η κυοφορία διαρκεί 69-81 ημέρες και το μέγεθος της γέννας κυμαίνεται από 1-6 γατάκια. Τα θηλυκά χρησιμοποιούν σπήλαια, κουφάλες δένδρων ή λαγούμια για τον τοκετό. Τα νεογέννητα ζυγίζουν 198-250 γραμμάρια, και ανοίγουν τα μάτια τους μετά από 4-10 ημέρες, ενώ βγαίνουν έξω από τη φωλιά στον ένα (1) μήνα, περίπου. Τα νεογιλά δόντια τους έχουν αναπτυχθεί πλήρως στην ηλικία των 50 ημερών και απογαλακτίζονται στις 10 εβδομάδες. Σε περίπου 4-5 μήνες, εμφανίζονται οι κυνόδοντες, ενώ τα υπόλοιπα δόντια κατά τους επόμενους 6 μήνες. Τα νεαρά καρακάλ παραμένουν με την μητέρα τους για ένα (1) έτος, όταν θα αρχίσουν να φθάνουν στη σεξουαλική ωριμότητα. Σε αιχμαλωσία, τα καρακάλ έχουν ζήσει μέχρι και 16 χρόνια.
- Το 1998, ένα καρακάλ αναπαράχθηκε επιτυχώς με μία οικιακή γάτα, στον ζωολογικό κήπο της Μόσχας.
Επειδή τα καρακάλ μπορούν να θανατώνουν μικρά κατοικίδια ζώα, συχνά υπόκεινται σε έντονες διώξεις. Κατά τη διάρκεια των ετών 1931-1952, κατά μέσον όρο 2.219 ζώα σκοτώθηκαν ετησίως, στις επιχειρήσεις «ελέγχου» των πληθυσμών τους στο Καρού (Karoo) της Νότιας Αφρικής. Παρομοίως, στη Ναμίμπια, αγρότες ανταποκριθέντες σε κυβερνητική εντολή, ανέφεραν ότι θανάτωσαν 2.800 ζώα, το 1981. Έρευνα στην πρώην Επαρχία Ακρωτηρίου (Cape Province) στη Νότια Αφρική έδειξε ότι τα καρακάλ ήσαν υπεύθυνα για την απώλεια 5 κατοικιδίων ζώων ανά 100 χλμ², ετησίως.
Στο Ιράν, οι απώλειες για τους μικρούς κτηνοτρόφους έφερε το καρακάλ σε σοβαρή σύγκρουση με τους ντόπιους, οι οποίοι μερικές φορές κάνουν προσπάθειες για να εξαφανίσουν όλα τα άτομα που περιπλανώνται στην περιοχή.
Η καταστροφή των οικοτόπων από την γεωργία και την ερημοποίηση, αποτελεί σημαντική απειλή στην Κ., Δ., Β. και ΒΑ. Αφρική, όπου τα καρακάλ απαντούν σε πολύ μικρές πυκνότητες. Αυτή είναι, πιθανόν, η κύρια απειλή και στις ασιατικές επικράτειες του είδους. Το θηλαστικό δεν έχει ποτέ καταγραφεί να σκοτώνεται σε τροχαία ατυχήματα, ούτε φαίνεται να υφίσταται κάποια σοβαρή πίεση από την λαθροθηρία.
Η γενική κατάσταση του παγκόσμιου πληθυσμού θεωρείται καλή και σταθερή, γι’ αυτό και η IUCN κατατάσσει το καρακάλ στα Είδη Ελαχίστης Ανησυχίας (LC), ωστόσο αυτή η «εικόνα» δεν είναι ομοιόμορφη σε όλες τις, κατά τόπους, κατανομές των πληθυσμών του.
Στην υποσαχάρια Αφρική, το είδος είναι κοινό σε κάποια τμήματα της κατανομής του, ιδιαίτερα στη Νότια Αφρική και τη Ν. Ναμίμπια όπου αποικίζει νέες, κενές περιοχές. Ωστόσο, στην Κ. και Δ. Αφρική, όπου απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό, οι πυκνότητες των πληθυσμών του είναι προφανώς χαμηλότερες. Στην Β. Αφρική, το είδος θεωρείται απειλούμενο και σπάνιο στις δημοκρατίες της Κ. Ασίας και της Ινδίας.
- Οι πληθυσμοί των ασιατικών κρατών περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι της λίστας CITES. Οι πληθυσμοί των αφρικανικών κρατών περιλαμβάνονται στο Παράρτημα II.
- Το κυνήγι του καρακάλ απαγορεύεται στο Αφγανιστάν, την Αλγερία, την Αίγυπτο, την Ινδία, το Ιράν, το Ισραήλ, την Ιορδανία, το Καζακστάν, το Λίβανο, το Μαρόκο, το Πακιστάν, τη Συρία, το Τατζικιστάν, την Τυνησία, την Τουρκία, το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν. Στην υποσαχάρια Αφρική, απαγορεύεται το κυνήγι σε περίπου το ήμισυ του εύρους των κρατών της περιοχής. [59]. Όμως, στη Ναμίμπια και τη Νότια Αφρική, το καρακάλ κατατάσσεται ως Προβληματικό Ζώο (Problem Animal), κάτι που επιτρέπει στους γαιοκτήμονες να το σκοτώνουν χωρίς κανέναν περιορισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου