Ο Άγιος Μάμας γεννήθηκε στη Γάγγρα της Παφλαγονίας το 260 μ.Χ., από γονείς Χριστιανούς με μεγάλη κοινωνική θέση, τον Θεόδοτο και τη Ρουφίνα, όταν αυτοί ήταν μέσα στη φυλακή. Την εποχή αυτή ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός κίνησε σκληρό διωγμό ενάντια στους Χριστιανούς (270 - 275 μ.Χ.). Μεταξύ των πρώτων συνελήφθη ο Θεόδοτος κι αφού ανακρίθηκε κι ομολόγησε τον Χριστό, ρίχτηκε στις φυλακές της Καισαρείας. Η σύζυγός του, η ενάρετη Ρουφίνα, όταν έμαθε τη φυλάκιση του συντρόφου της, αν και ήταν ετοιμόγεννη, έτρεξε να τον συναντήσει. Εκεί με παρρησία ομολόγησε και αυτή την πίστη του Χριστού, που φλόγιζε την καρδία της, με αποτέλεσμα να κλειστεί στη φυλακή.
Μια νύχτα η Ρουφίνα εκεί στη σκοτεινή και υγρή φυλακή, έφερε στον κόσμο το παιδί της. Η καρδιά της σκίρτησε από χαρά, αλλά μόνο για μια στιγμή. Όταν πήρε το παιδί της να το δείξει στο σύζυγό της, τον Θεόδοτο, τον βρήκε νεκρό. Τα μαρτύρια τα πολλά που δοκίμασε για την πίστη και την αγάπη του Χριστού, τον οδήγησαν πρόωρα στον θάνατο. Η Ρουφίνα, με πόνο ψυχής έβαλε το παιδί στην αγκαλιά του, γονάτισε δίπλα του και έκανε με δάκρυα την προσευχή της. Ύστερα έγειρε δίπλα του και πέθανε. Η ψυχή της πέταξε κοντά στον Χριστό, που αγάπησε με την καρδιά της. Τα βάσανα και οι ταλαιπωρίες της φυλακής την οδήγησαν τόσο γρήγορα στον ουρανό, κοντά στον μάρτυρα σύζυγό της.
Έτσι ο Μάμας, βρέφος ακόμα, έμεινε ορφανός. Όμως, μια πλούσια ευσεβής γυναίκα, η Αμμία, οδηγημένη από ένα άγγελο πηγαίνει στη φυλακή. Παίρνει τα λείψανα των μαρτύρων γονιών και τα ενταφιάζει με σεβασμό. Ύστερα παίρνει στο σπίτι και το παιδί κι αναλαμβάνει με προθυμία την ανατροφή του. Τον υιοθέτησε και τον ανέθρεψε με στοργή μητρική και σύμφωνα με το πνεύμα του Ευαγγελίου. Από τα πρώτα ψελλίσματά του «μάμα -μάμα» του έδωκε το όνομα Μάμας. Κοντά στην καινούργια μάνα του, το παιδί μεγάλωσε με της πίστης τ’ άγιο «κι άφθαρτο μάννα». Και το τίμησε. Όχι μόνο ο ίδιος αγωνιζόταν να ζει χριστιανική ζωή, αλλά και φρόντιζε τα όσα μάθαινε, να τα διδάσκει και στα παιδιά της ηλικίας του.
Η διαγωγή αυτή και ο ζήλος του μικρού ιεραποστόλου δεν άργησαν να γίνουν γνωστά. Κάποια μέρα μερικοί εχθροί της πίστεως τον έπιασαν και τον οδήγησαν μπροστά στον σκληρό ηγεμόνα Δημόκριτο. Εκείνος, όταν είδε το παιδί, προσπάθησε με κολακείες στην αρχή κι απειλές αργότερα να τον μεταπείσει από τις αρχές και την πίστη του, αλλά δεν έγινε αυτό κατορθωτό. Όλες του οι προσπάθειες πήγαν χαμένες. Τότε άρχισαν τα βασανιστήρια. Το ξύλο, το πλήγωμα του κορμιού με σιδερένια νύχια, το κάψιμο των πληγών με αναμμένες λαμπάδες και τέλος το ρίξιμο στη θάλασσα με μια σιδερένια σφαίρα δεμένη στον λαιμό.
Ωστόσο, οι βάρβαρες πράξεις του χριστομάχου πήγαν άδικα. Η σφαίρα κὀπηκε και το παιδί με τη βοήθεια ενός Αγγέλου βγήκε στη στεριά κι ανέβηκε σ’ ένα βουνό της Καισαρείας. Στο μέρος αυτό ο πιστός κι ηρωικός Μάμας έζησε μέχρι τα δεκαπέντε του χρόνια με συντροφιά τα λιοντάρια και τ’ άλλα άγρια ζώα. Τα εξημέρωσε και τα βοσκούσε και τ’ άρμεγε για να τρέφεται, αλλά και να φιλοξενεί κι εκείνους που τον επισκέπτονταν, για ν’ ακούσουν τα λόγια του και να διδαχθούν. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και η παρουσία του φλογερού κι αληθινά πιστού εφήβου έγινε και πάλι γνωστή. Για δεύτερη φορά οι εχθροί του Χριστού πήγαν και τον έπιασαν. Για άλλη μια φορά τα μαρτύρια επαναλήφθηκαν σκληρότερα και αγριότερα. Αλλά και αυτή τη φορά τίποτα δεν κατόρθωσαν. Ο μάρτυρας έμεινε και τώρα άκαμπτος. Καμιά δύναμη δεν στάθηκε ικανή να τον λυγίσει και να τον αλλάξει. Ούτε οι δελεαστικές υποσχέσεις, ούτε και οι απειλές, αλλά ούτε και το ξέσχισμα του κορμιού, ούτε και το αναμμένο καμίνι. Ο νεαρός μάρτυρας με το χαμόγελο στα χείλη τα αντιμετώπισε όλα ψάλλοντας μαζί με τον απόστολο Παύλο τα λόγια της παρρησίας και της βαθιάς πίστεως: Καμία δύναμη ούτε κι ο θάνατος δεν μπορεί να με αποσπάσει από σένα, Χριστέ μου. Ούτε και ο θάνατος, και το απέδειξε!
Τα βασανιστήρια συνεχίστηκαν, αλλά ο δεκαπεντάχρονος έφηβος έμεινε αλύγιστος. Ταπεινωμένος και ντροπιασμένος ο ασεβής ηγεμόνας από το θάρρος και την αντοχή του έδωσε διαταγή να τον θανατώσουν. Κι ο δήμιος με μια σιδερένια τρίαινα (τρικάνι) τον κτύπησε στην κοιλιά. Ο γενναίος Μάμας έπεσε κάτω κι άφησε την αγνή ψυχή του να πετάξει κοντά σ’ Εκείνον, που αγάπησε και πόθησε και λάτρεψε, αλλά και κοντά στους μάρτυρες γονείς.
Στην Κύπρο ο Άγιος Μάμας είναι ένας πολύ σεβαστός και δημοφιλής Άγιος. Πολλοί ναοί και παρεκκλήσια, αλλά και χωριά φέρουν το όνομά του. Σ’ ολόκληρη την Κύπρο υπάρχουν 66 ναοί αφιερωμένοι στον Άγιο Μάμα.
Πολλές κυπριακές παραδόσεις κυκλοφορούν μεταξύ του λαού γύρω από την άγια μορφή του. Μια τέτοια παράδοση που δημιουργήθηκε, όπως φαίνεται, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, δίνει μια πολύ όμορφη ερμηνεία της εικονογράφησης του Αγίου, καβάλα σ’ ένα λιοντάρι και μ’ ένα αρνί στα χέρια. Σύμφωνα με τη σχετική παράδοση ο Άγιος Μάμας ήταν ένας φτωχός ερημίτης, που ζούσε σε μια σπηλιά κοντά στην κωμόπολη Μόρφου. Μια χρονιά οι φοροθέτες τον έβαλαν να πληρώσει βαρύ κεφαλικό φόρο. Επειδή ο Άγιος αρνιόταν, κλήθηκε από τον διοικητή σε απολογία. Στον δρόμο που έρχονταν μαζί με τη συνοδεία των στρατιωτών που τον βρήκαν και τον ακολουθούσαν, ένα λιοντάρι πετάχτηκε μπροστά τους κι άρπαξε ένα αρνί, που κυνηγούσε. Ο Άγιος έκανε νόημα στο θηρίο να σταματήσει, και ν’ αφήσει το θύμα του. Το λιοντάρι τον υπάκουσε, σταμάτησε με μιας, κι άρχισε να κουνάει την ουρά του, για να δείξει την υποταγή του. Ο Μάμας, κουρασμένος όπως ήταν από την οδοιπορία, πήρε το αρνί στα χέρια και αφού καβαλίκεψε το θηρίο συνέχισε τον δρόμο προς το διοικητήριο. Όταν ο διοικητής αντίκρισε το απίθανο αυτό θέαμα, έδωκε διαταγή ν’ αφήσουν ελεύθερο τον αθλητή και να τον απαλλάξουν από τη φορολογία σε όλη του τη ζωή. Ο Άγιος άφησε το αρνί σαν δώρο στον διοικητή και έφυγε.
Μια άλλη παράδοση αναφέρει πως το άγιο λείψανο του μάρτυρα μεταφέρθηκε στην Κύπρο από τη Μ. Ασία και τάφηκε στη Μόρφου. Ένας μεγαλοπρεπής ναός κτίστηκε δίπλα στη λάρνακα που φιλοξένησε το άγιο λείψανό του και πολλά θαύματα γίνονται κάθε φορά σε όσους με πίστη καταφεύγουν στη χάρη του.
Μαριλένα Κοντογιώργη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου