iefimerida
ΓΕΩΡΓΙΑ ΑΡΣΕΝΙΟΥ
Έζησε μια ζωή γεμάτη ερωμένες, αλκοόλ, πίνακες, ασθένειες και θανάτους που τον στοίχειωναν αλλά τα έργα του θα μείνουν για πάντα στην ιστορία, με διασημότερο ίσως την «Κραυγή» για την οποία έφτιαξε πέντε εκδοχές. Ο λόγος για τον Νορβηγό καλλιτέχνη Έντβαρτ Μουνκ.
Η μητέρα του πέθανε από φυματίωση όταν εκείνος ήταν μόλις 5 ετών. Η αγαπημένη του αδερφή, Τζοάν Σοφί, πέθανε επίσης από την ίδια ασθένεια σε ηλικία 15 χρονών. Και η μικρότερη αδερφή του, Λόρα, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα.
Ο Έντβαρτ Μουνκ σε νεαρή ηλικία
Ο ίδιος ο Μουνκ ήταν άρρωστος συνεχώς και πέρασε μεγάλα χρονικά διαστήματα απέχοντας από τα σχολικά μαθήματα πεπεισμένος (λανθασμένα όπως αποδείχτηκε) ότι ολόκληρη η οικογένειά του έπασχε από μια γενετική κληρονομική τρέλα.
Την ίδια ώρα, ο πατέρας του, ένας θρησκευόμενος στρατιωτικός γιατρός, του οποίου η επιδεικτική ευσέβεια κρατούσε την οικογένεια σε φτώχεια, φόβιζε τον Έντβαρτ και τα αδέρφια του με ιστορίες φαντασμάτων και τους υπενθύμιζε πως η νεκρή μητέρα τους, τους κοίταζε από τον ουρανό και λυπόταν για την κακή συμπεριφορά τους.
«Ο πατέρας μου ήταν ιδιοσυγκρασιακά νευρικός και παθιασμένα θρησκόληπτος – μέχρι το σημείο της ψύχωσης» είχε γράψει κάποτε ο Μουνκ «Από αυτόν κληρονόμησα τους σπόρους της τρέλας. Οι άγγελοι του φόβου, της θλίψης και του θανάτου βρισκόταν δίπλα μου από την ημέρα που γεννήθηκα». Και δεν χρειάζεται κανείς την γνώμη ενός ψυχιάτρου για να καταλάβει γιατί η δουλειά του Μουνκ, αν και είναι λαμπρή, είναι μάλλον πολύ βαριά.
Μετακόμισε σε νεαρή ηλικία στο Παρίσι όπου έκανε μια ατίθαση ζωή με πολύ ποτό και αμέτρητες ερωμένες
Αλλά ο κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του τρόπο αντιμετώπισης. Τροφοδοτούμενος από τους «αγγέλους του φόβου», η απάντηση του Μουνκ στην δύσκολη ζωή του ήταν να «γράψει την δική του ζωή» και με εμμονή ζωγράφιζε όλα όσα είχε βιώσει – τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά.
Έτσι, κάθε ασθένεια, θάνατος, άγχος, τραύμα, μπουκάλι με φάρμακα, στηθοσκόπιο και πτώμα που είχε δει αυτά τα 80 χρόνια της ζωής του αναδημιουργήθηκε σε καμβά. Όπως και κάθε αποπλάνηση, ζήλια και ερωτική σχέση (υπήρχαν πολλές) καταγράφηκε. Κάτι που σήμαινε πως όταν πέθανε το 1944, κληροδότησε στην πόλη του Όσλο ένα τεράστιο έργο, ένα μεγάλο μέρος του οποίου δεν έχει δει ακόμη το κοινό.
Το διασημότερο έργο του, η «Κραυγή»
Η ιστορία της «Κραυγής»
Το πιο διάσημο έργο του, η «Κραυγή», ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους και πολύτιμους πίνακες στον κόσμο, προέκυψε σε μία από τις δύσκολες στιγμές στη ζωή του Μουνκ.
Ο καλλιτέχνης ήταν ένας νεαρός άνδρας στο χείλος μιας ολικής ψυχικής κατάρρευσης όταν, περπατώντας με φίλους του στο Όσλο ένα βράδυ, είδε κάτι που ενέπνευσε το αριστούργημά του το 1893.
Βρίσκονταν κοντά στον λόφο Έκεμπεργκ – κοντά στο άσυλο που ήταν φυλακισμένη η αδερφή του και σε ένα σφαγείο, όπου οι κραυγές των ζώων που πέθαιναν συνδυάζονταν με τις κραυγές των ψυχικά διαταραγμένων ασθενών – όταν ξαφνικά, όλα αυτά ήταν πάρα πολλά για τον Μουνκ, ο οποίος ήταν ήδη, όπως το έθεσε, σε «τεντωμένο σκοινί» με την φύση να «ουρλιάζει στο αίμα μου» και να του δίνει την « αίσθηση πως δεν θα μπορούσε ποτέ ξανά να ζήσει».
Αυτή ήταν η στιγμή. «Ο ουρανός έγινε κόκκινος σαν αίμα. Σταμάτησα και ακούμπησα στον φράχτη, νιώθοντας απίστευτα κουρασμένος» έγραψε. «Γλώσσες φωτιάς και αίμα εκτίνονταν παντού. Οι φίλοι μου συνέχισαν να περπατούν, ενώ εγώ έμεινα πίσω, τρέμοντας από φόβο. Τότε άκουσα την τεράστια, ατελείωτη κραυγή της φύσης».
Το έργο του «Εργάτες στο Χιόνι»
Και κατά πάσα πιθανότητα, έτρεξε στο σπίτι του για να το καταγράψει στο ημερολόγιό του προτού η στιγμή αυτή χαθεί για πάντα.
Πάνω από 125 χρόνια αργότερα, το πορτρέτο του Μουνκ (ή πιθανότατα αυτόπροσωπογραφία) μιας μορφής με ένα κρανίο για κεφάλι και ένα ορθάνοιχτο στόμα, παραμένει θρυλικό.
Ο καλλιτέχνης δημιούργησε πέντε εκδοχές του έργου – δύο πίνακες, δύο έργα με παστέλ και μια λιθογραφία – μέσα σε μια περίοδο 27 ετών.
Ένας από τους πίνακες, μια έκδοση με παστέλ του 1895, που ανήκε στον Νορβηγό επιχειρηματία Πίτερ Όλσεν, πουλήθηκε στο Sotheby’s του Λονδίνου για την τιμή ρεκόρ των 120 εκατομμυρίων δολαρίων τον Μάιο του 2012.
Δύο εκδοχές έχουν κλαπεί. Τον Φεβρουάριο του 1994, δύο άνδρες μπήκαν στην Εθνική Πινακοθήκη του Όσλο και έκλεψαν την «Κραυγή» αφήνοντας ένα σημείωμα: «Ευχαριστούμε για την κακή ασφάλεια». Η γκαλερί αρνήθηκε να καταβάλει λίτρα αξίας ενός εκατομμυρίου δολαρίων, αλλά ο πίνακας ανακτήθηκε τρεις μήνες αργότερα χωρίς να έχει καμία ζημιά.
Το Μουσείο Μουνκ στο Όσλο
Δέκα χρόνια αργότερα, η εκδοχή της «Κραυγής» που είχε φιλοτεχνήσει το 1910 εκλάπη, αλλά αργότερα ανακτήθηκε, δυστυχώς έχοντας υποστεί σοβαρή καταστροφή. Είναι η λιθογραφία που θα εκτεθεί σε μια έκθεση αφιερωμένη στο έργο του Μουνκ στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου από τον Απρίλιο. Πιστεύεται πως ο Νορβηγός ζωγράφο έφτιαξε έναν μικρό αριθμό αντίγραφων προτού η πέτρα (που έχει το σχέδιο) χαθεί ή καταστραφεί.
Έκτοτε, ατελείωτες εκδοχές της διάσημη φιγούρας έχουν χρησιμοποιηθεί σε κάρτες, κούπες, μπλουζάκια και ημερολόγια, σε μια διαφημιστική εκστρατεία των M&M και σε μια σειρά γραμματοσήμων. Υπάρχει επίσης ακόμη και ένα emoji της «Κραυγής».
Η ζωή του Μουνκ
Ο Έντβαρτ Μουνκ γεννήθηκε σε ένα χωριό κοντά στην Κριστιανία (σημερινό Όσλο) το 1863 από τον Κρίστιαν Μουνκ, έναν χαμηλόμισθο στρατιωτικό γιατρό και την Λόρα, που είχε την μισή του ηλικία όταν παντρεύτηκαν. Μετά τον θάνατο της Λόρα, ο Κρίστιαν έκανε ότι καλύτερο μπορούσε, προσπάθησε να διδάξει στα παιδιά του ιστορία και λογοτεχνία, και ζήτησε την βοήθεια της αδερφής του Κάρεν. Αλλά δεν πληρωνόταν και πολύ καλά και η οικογένειά του αναγκαζόταν συνεχώς να μετακομίζει από το ένα φθηνό διαμέρισμα στο άλλο και από τότε, ο νεαρός Μουνκ είχε εμμονή με τα σκίτσα, καταγράφοντας κάθε εσωτερικό και κάθε τοπίο στα πρώτα του σχέδια και τις ακουαρέλες του.
Στην ηλικία των 16 ετών, πήγε σε τεχνικό σχολείο για να σπουδάσει μηχανική, αλλά παρά το γεγονός ότι ήταν εξαιρετικός στις επιστήμες, αποφάσισε να γίνει ζωγράφος και εγγράφηκε στην βασιλική Σχολή Τέχνης και Σχεδίου στην Κριστιανία για να προσπαθήσει να «χρησιμοποιήσει την τέχνη για να εξηγήσει την ζωή και την έννοιά της στον ίδιο του τον εαυτό».
Ο Μουνκ το 1933Ο Μουνκ το 1933
Το 1883 έκανε το ντεμπούτο του στην τοπική Έκθεση Βιομηχανίας και Τέχνης, έκανε μια έκθεση στην Αμβέρσα και σπούδασε στο Παρίσι σε ηλικία μόλις 25 ετών. Αργότερα καθιερώθηκε στη διεθνή σκηνή, με περισσότερους τρόπους από την τέχνη.
Υπό την κηδεμονία του φιλόσοφου, πολιτικού ακτιβιστή και αρχηγού του νορβηγικού «Boheme» Χανς Τζέγκερ, αγκάλιασε τον μποέμ τρόπο ζωής με ένα λαμπρό πάθος.
Έπινε, ερωτευόταν, είχε πολλές, πολλές συντρόφους και ζωγράφιζε σαν τρελός – πάντα περιπετειώδη, συχνά πρωτοποριακά θέματα, βαθιά επηρεασμένος από σύγχρονες ιδέες, στοχαστές και καλλιτέχνες όπως οι Μάξ Κλίγκερ, Φρίντριχ Νίτσε, Σίγκμουντ Φρόιντ και Ερρίκος Ίψεν.
Στην τέχνη ήταν πάντα στο προσκήνιο και αγνοούσε με ευχαρίστηση τις αποδεκτές μορφές. Δεν φοβόταν να δουλεύει ένα έργο ξανά και ξανά, ενημερώνοντάς το με την πάροδο του χρόνου.
Πλημμυρισμένα από συναισθήματα συγκίνησης, απελπισίας, άγχους, προκαταλήψεων και θανάτου, τα έργα του όπως «Η Κραυγή» ήρθαν αντιμέτωπα με το γαλλικό ιμπρεσιονιστικό κίνημα της εποχής, όπου οι συγκινήσεις απουσιάζονυ και το σκοτάδι έχει σβηστεί. Δεν αποτελεί λοιπόν, έκπληξη πως οι πίνακες του Μουνκ δεν ήταν δημοφιλείς.
Ο Μουνκ στο εργαστήριό του στο Όσλο
Οι λιθογραφίες του, με την δική τους χωριστή αγορά για πιο απαιτητικούς συλλέκτες ήταν αυτές που τον έβαλαν στον παιχνίδι και πυροδότησαν την ζήτηση για τους πίνακές του.
Όσο για την ερωτική του ζωή, ο Μουνκ είχε αμέτρητες σχέσεις, αλλά ήταν απρόθυμος να δεσμευτεί σε μια γυναίκα. Αγαπούσε το σεξ, λάτρευε τους οίκους ανοχής και κάποτε πέρασε όλα τα Χριστούγεννα σε ένα, αλλά ήταν απελπισμένος στις σχέσεις – πιστεύοντας πως ήταν ακατάλληλος για να γίνει πατέρας.
Στη συνέχεια, το 1898, συνάντησε μια ελκυστική, πλούσια γυναίκα με το όνομα Τουλα Λάρσεν, η οποία έγινε εμμονική μαζί του. Αυτός την απέρριψε αλλά εκείνη τον ακολούθησε. Όταν αρνήθηκε να την παντρευτεί, αυτή απείλησε να αυτοκτονήσει.
Η σχέση τους με πολλές διακυμάνσεις συνεχίστηκε για 4 χρόνια, μέχρι που τα πράγματα πήραν μια άσχημη τροπή σε ένα περίεργο περιστατικό πυροβολισμού με ένα περίστροφο, με αποτέλεσμα να χάσει το μεγαλύτερο μέρος ενός δαχτύλου στο αριστερό του χέρι.
Στο τέλος, η Τούλα παντρεύτηκε έναν από τους νεότερους συναδέρφους του, ενώ ο Μουνκ παρέμεινε μνησίκακος για χρόνια. Παρά ταύτα, δημιούργησε την περίφημη σειρά έργων του για την αγάπη και τον θάνατο με τίτλο «Η Ζωφόρος της Ζωής» που έκανε το ντεμπούτο της στο Βερολίνο το 1902.
Τελικά, όμως, η κατανάλωση υπερβολικά μεγάλης ποσότητας αψεντιού και οίνου και η ύπαρξη μιας πολύ μικρής δομής στη ζωή του, ήταν πολλά για την εύθραυστη υγεία του Μουνκ και το 1909 υπέστη ένα νευρικό κλονισμό. Μετά από μια ηλεκτροθεραπεία και μια σύσταση να σταματήσει να πίνει, αποφάσισε να ζήσει μια πιο ήσυχη και πιο απομονωμένη ζωή.
Σε αντίθεση με ορισμένους καλλιτέχνες, ο Μουνκ έγινε διάσημος εν ζωή, αν και ο έργο του «Η Κραυγή» δεν ήταν τόσο γνωστό όσο σήμερα. Ζούσε καλά, αν και όχι πλούσια, έχοντας πουλήσει πολλά έργα του επειδή ήταν τόσο παραγωγικός. Είχε δύο ιδιοκτησίες όταν πέθανε αλλά δεν ήταν ενδιαφερόταν για τα χρήματα και ήταν απρόσεκτος με αυτά.
Ζούσε μόνος για δεκαετίες μαζί με τα αγαπημένα του σκυλιά και τα άλογά του, αλλά παρέμενε συνδεδεμένος με τον σύγχρονο κόσμο. Λάτρεψε την φωτογραφία και τον κινηματογράφο και το έργο του συνέχισε να επηρεάζει πολλούς καλλιτέχνες κατά την διάρκεια της ζωής του και μετά τον θάνατό του.
Τα τελευταία 27 χρόνια της ζωής του πέρασε τον χρόνο του στο αγρόκτημά του, κοντά στο Όσλο, συνεχίζοντας να ζωγραφίζει με πάθος – κυρίως αυτοπροσωπογραφίες – ακόμη κι όταν η όρασή του δεν ήταν και πολύ καλή μετά από μια αιμορραγία στο μάτι του.
Ο διάσημος ζωγράφος δεν ήθελε να αποχωρίζεται τα έργα του. Όταν πέθανε, οι Αρχές βρήκαν στο σπίτι του πάνω από 1.000 πίνακεςΟ διάσημος ζωγράφος δεν ήθελε να αποχωρίζεται τα έργα του. Όταν πέθανε, οι Αρχές βρήκαν στο σπίτι του πάνω από 1.000 πίνακες
Ποτέ δεν παντρεύτηκε και πάντα επέμεινε πως οι πίνακές του ήταν τα πραγματικά παιδιά του – οι συλλήψεις του, όπως τις αποκαλούσε. Μισούσε να τους πουλάει, συχνά έφτιαχνε αντίγραφα ή άλλες εκδόσεις για να τις κρατά για τον εαυτό του, και δεν ήθελε να τους αποχωρίζεται.
Όταν πέθανε, σε ηλικία 80 ετών, οι αρχές ανακάλυψαν 1.008 έργα ζωγραφικής, 4.443 σχέδια και 15.931 ξυλογραφίες, χαρακτικά και λιθογραφίες, κρυμμένα πιω από κλειδωμένες πόρτες στον δεύτερο όροφο του σπιτιού του.
Η ζωή του Μουνκ, στοιχειωμένη όπως ήταν με την ασθένεια, τον θάνατο και την παραφροσύνη, μπορεί να μην ακούγεται διασκεδαστική, αλλά του ταίριαζε. «Όλη μου την ζωή την πέρασα περπατώντας στο πλάι ενός απύθμενου χάσματος» έγραψε κάποτε. Αλλά «χωρίς την ασθένεια και το άγχος, θα ήμουν ένα πλοίο χωρίς πηδάλιο».
Φωτογραφίες: Wikipedia, Getty Images, AP
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου