Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

ὁ κυρ-Φώτης ἐφώτισε ἄπλετα τήν τέχνη καί τά κατάβαθα τῆς Ρωμιοσύνης, ὅπως αὐτός τήν ἐβίωσε καί τήν παρέστησε!

Αποτέλεσμα εικόνας για Φώτης Κόντογλου
xristianiki

«Ἡ μεγάλη τέχνη πρέπει νὰ εἶναι λαϊκὴ καὶ ἀριστοκρατικὴ μαζί.»
(Γιάννης Τσαρούχης, Ἐγώ εἰμι πτωχὸς καὶ πένης) 

Ἑβδομήντα ἐτῶν ἔκλεινε τά μάτια του στίς 13 Ἰουλίου 1965 στήν Ἀθήνα μετά ἀπό τραυματισμό του σέ αὐτοκινητιστικό δυστύχημα ὁ Φώτης Κόντογλου, ἴσως τό πιό πολύπλευρο ταλέντο ἀπό τήν περιώνυμη γενιά τοῦ ’30. Θαρρῶ πώς ἰσχύει γι’ αὐτόν ὁ λόγος τοῦ Τσέχωφ: Θά μέ θυμοῦνται γιά λίγο μετά τόν θάνατό μου, μετά θά μέ ξεχάσουν, κι ἔπειτα θά μέ θυμοῦνται γιά πάντα! Τό ἴδιο καί ὁ Ἀϊβαλιώτης: Ἀφοῦ θρηνήθηκε, ἀφοῦ στόν μισό αἰώνα πού πέρασε κρίθηκε, ὑμνήθηκε ἀλλά καί κατακρίθηκε σφοδρά –δέν εἶμαι ἄμοιρος τοῦ τελευταίου ἁμαρτήματος!–, τώρα, καθώς καταλαγιάζει πιά καί στόν τόπο μας ἡ μόδα τῆς ἀποδόμησης, ξανάρχεται πάλι στήν ἐπιφάνεια ἡ τεράστια συνεισφορά τοῦ ταπεινοῦ κυρ-Φώτη στή γνώση τῆς πατροπαράδοτης εἰκαστικῆς γλώσσας μας, τῆς ἑνιαίας ἑλληνικῆς ζωγραφικῆς. [...] Κάθε σύγχρονη ἔκθεση, ἄξια τοῦ ὀνόματός της, συγκροτεῖται ὡς συλλογική προσπάθεια· τό ἴδιο καί ἡ παρούσα. Ὁ ἀναγνώστης τοῦ καταλόγου ἀντιλαμβάνεται ὅτι πίσω ἀπό τίς 327 σελίδες καί τίς πάνω ἀπό 350 φωτογραφίες ὑπάρχει μία ἑνοποιητική πνοή, ἐκείνη τῆς ἐπιμελήτριας κας Ἰωάννας Ἀλεξανδρῆ, στήν ὁποία ὀφείλουμε καί τό ἐκτενές δοκίμιο «Φώτης Κόντογλου Κυδωνιεύς φαντασία καί χείρ». [...] Τὀ ἐκτεταμένο δοκίμιο γιά τόν δημιουργό Κόντογλου τῆς κας Ἀλεξανδρῆ, πού ἐκτείνεται, μέ τήν ἐνδιάμεση εἰκονογράφηση, σέ 200 σελίδες, χωρίζεται σέ πέντε ἑνότητες· οἱ τέσσερις παρακολουθοῦν ἀντίστοιχες περιόδους στή ζωή τοῦ ζωγράφου μας, ἡ τελευταία παρακολουθεῖ τήν πορεία του μέσα στό Βυζ. Μουσεῖο, τό ὁποῖο κατέχει συνολικά 47 ἔργα του. [...]

Οι τέσσερις περίοδοι της ζωής του
Ἀπό τήν πρώτη περίοδο, 1895-1922, ὑπογραμμίζεται ἡ γόνιμη περιπλάνησή του στήν εὐρωπαϊκή ζωγραφική, ἰδιαίτερα στόν Βελάσκεθ καί τούς ρομαντικούς καί συμβολιστές Γερμανούς τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰώνα. Ἀπό τήν ἐμπειρία του αὐτή θά προκύψουν, ἀργότερα, οἱ σχετικές συμβολές του στό Λεξικό Ἐλευθερουδάκη, πλουμισμένες καί μέ δικά του ἔργα. Τήν περίοδο μαθητείας του διακόπτει ἡ Μικρασιατική Ἐκστρατεία, στήν ὁποία παίρνει μέρος ἀγόγγυστα, καί ἡ ὀδύνη τοῦ τραγικοῦ τέλους τοῦ ἐκεῖ Ἑλληνισμοῦ. Εἶναι ἡ κρίσιμη καμπή, πού θά προκαλέσει στόν Ἀϊβαλιώτη τήν ἔνδον στροφή· ἄλλωστε, τό 1922 ὁριοθετεῖ καί γιά τήν Εὐρώπη μιά γενικότερη στροφή πρός ἐνδοσκόπηση, ἄν ἀρχίσουμε ἀπό τήν Ἔρημη Χώρα τοῦ Τόμας Ἔλιοτ καί καταλήξουμε στήν Παρακμή τῆς Δύσης τοῦ Oswald Spengler.
Στἠ δεύτερη αὐτή, κρίσιμη περίοδο τῆς ζωῆς του, 1922-1930, ὁ Κόντογλου θά ἑδραιώσει τή φήμη του καταρχήν ὡς λογοτέχνης. Θά στραφεῖ ἀμετάκλητα πρός τήν ἑλληνική παράδοση, τή βυζαντινή, τή μεταβυζαντινή καί τή λαϊκή, στή ρωμέϊκη, ὅπως τή λέει, ὅπως αὐτή “ἀνακαλύπτεται” ἀπό τή γενιά του, συνέχεια ἐκείνης τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα, τοῦ Παύλου Μελᾶ, τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων. Εἶναι σά ν’ ἀκοῦμε τόν βαρύ λόγο τοῦ Ντοστογιέφσκυ στόν Ἠλίθιο: Ὅποιος ἀπαρνήθηκε τήν πατρική του γή, αὐτός ἀπαρνήθηκε καί τόν Θεό του! Ὁ Μικρασιάτης πιάνει γνωριμία μέ τόν Ἑπτανήσιο, πλούσιο τραπεζίτη Διονύσιο Λοβέρδο καί παίζει σημαντικό ρόλο στήν κατάρτιση μιᾶς ἀπό τίς μεγαλύτερες ἰδιωτικές συλλογές εἰκόνων, κυρίως μεταβυζαντινῶν. Ἡ στροφή του πρός τή λαογραφία μᾶς χαρίζει τή δροσερότατη διακόσμηση, μαζί μέ τόν μαθητή του Ράλλη Κοψίδη, τῶν Ἑλληνικῶν Παραμυθιῶν τοῦ Γεωργίου Μέγα, ὅπου ἡ τεχνική ἐναλλαγῆς διάτρητων σκοτεινῶν καί φωτεινῶν ἐπιφανειῶν παραπέμπει ἄμεσα στό θέατρο σκηνῶν, τόν Καραγκιόζη. Πέρα ἀπό τή μοναδική διακόσμηση τῶν δικῶν του βιβλίων, τώρα στρέφεται μέ ἐπιμονή στήν ἀντιγραφή μεγάλων ἔργων τῆς βυζαντινῆς καί μεταβυζαντινῆς παράδοσης· ταυτόχρονα μᾶς χαρίζει τίς πρωτότυπες, μακρόστενες φιγοῦρες τοῦ τοξότη καί τοῦ κυνηγοῦ σέ ἕνα στύλ πρωτόγνωρο, κράμα ἑλληνιστικῆς δροσιᾶς καί βυζαντινῆς ἀφελότητας. Ἕνα σπουδαῖο κεφάλαιο ἀνοίγει τώρα καί ἡ γνωριμία του με τόν μεγάλο πρόγονο, τόν Θεοτοκόπουλο, πού ἀντιγράφει ἔργα του ἤ μιμεῖται τό ὕφος του. Θαρρῶ ἡ διαφορά τους εἶναι τούτη: ὁ μεγάλος Κρητικός μεταπλάθει τή βυζαντινή παράδοση σέ εὐρωπαϊκό ἐπίπεδο, ὁ Μικρασιάτης ἀντίθετα ἐκβυζαντινίζει τήν εὐρωπαϊκή κληρονομιά. Καί ἄν αὐτἀ ἠχοῦν κάπως ὀπισθοδρομικά ἤ παλιομοδίτικα, ἐπιτρέψατέ μου νά θυμίσω τή ρήση τοῦ Ἰγκόρ Στραβίνσκυ στό κείμενό του για τήν Παράδοση: Ἡ ἀνανέωση εἶναι γόνιμη μόνο ὅταν πάει χέρι-χέρι μέ τήν Παράδοση. Ὁ τρίτος σταθμός στή ζωή του καλύπτεται ἀπό τή βασανιστική δεκαετία 1930-1940. Σέ ἕνα βαρυσήμαντο κείμενό του ξεδιαλύει τά περί μιμήσεως/ἀντιγραφῆς καί περί τοῦ ταλέντου καί πρωτοτυπίας – μιά ἐξήγηση ἀπαραίτητη, πού θά ἔπρεπε νά τή γνωρίζουμε ἐγκαίρως ὅλοι ὅσοι τόν μεμφόμαστε γιά τή δουλική προσκόλληση κοντογλιζόντων ἐπιγόνων σέ ἕνα μονομερές, «βυζαντινό» ὕφος, λές καί ὁ Δάσκαλος εἶναι ὁ μοναδικός ὑπεύθυνος γιά τήν ἐξέλιξη τῶν μαθητῶν του! Μᾶς δίνει ἀκόμη ἕνα μεγάλο μάθημα σέ τούτη τήν περίοδο μέ τά τρία τοιχογραφημένα κοσμικά σύνολά του: τό Δημαρχεῖο Ἀθηνῶν, τήν κατοικία του στήν ὁδό Βιζυηνοῦ περιοχῆς Κυπριάδου στό Γαλάτσι καί τό χαμάμ Πίσσα-Παπαηλιοῦ στήν ὁδό Βερανζέρου τῆς Ὁμονοίας. Τό μάθημα εἶναι ἡ ἑνότητα ὕφους σέ θρησκευτική καί κοσμική ζωγραφική στήν ἑλληνική ζωγραφική παράδοση, ἰδιαίτερα τή βυζαντινή, ὅπως ἄλλωστε ἴσχυε καί στή Δύση μέχρι τό τέλος τοῦ Μεσαίωνα! Ἴσως ἐδῶ κρύβεται τό μυστικό τῆς γοητείας τοῦ Κόντογλου, ὅτι, ὅπως ὁ Καβάφης κατά τόν Ζήσιμο Λορεντζάτο, εἶναι συντηρητικά ἐπαναστατικός καί ἐπαναστατικά συντηρητικός! Ἡ παράλληλη ἐνασχόλησή του μέ συντήρηση ἐξεχόντων βυζαντινῶν καί μεταβυζαντινῶν ἔργων ζωγραφικῆς τόν καθιστᾶ αὐθεντία στόν τομέα του καί τή φιλία του χαίρονται διαπρεπεῖς Βυζαντινολόγοι-ἀρχαιολόγοι τῆς ἐποχῆς, ὄπως ὁ Γεώργιος Σωτηρίου, ὁ Ἀνδρέας Ξυγγόπουλος, ὁ Μανόλης Χατζηδάκης καί ἄλλοι.
Ἡ τελευταία του περίοδος ἐξικνεῖται ἀπό τό 1940 ἕως τή θανή του τό 1965. Βρίσκεται στό ἀπόγειο τῆς τέχνης του, τῆς καθολικῆς ἀναγνώρισης, τῆς ὡριμότητας, τῶν ἀλλεπάλληλων βραβεύσεών του. Ἀκριβῶς ἡ καθολική ἀποδοχή του καί τό πλῆθος σημαντικῶν ζωγράφων πού κοντά του μυήθηκαν στά τῆς βυζαντινῆς τέχνης, ὅπως οἱ Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Ἐγγονόπουλος, Ράλλης Κοψίδης, Πέτρος Βαμπούλης καί τόσοι ἄλλοι, τόν καθιστᾶ ἕναν καθοδηγητή πρός τήν ἀποκρυπτογράφηση τῆς οὐσίας ἀλλά καί τῆς τεχνικῆς τῆς βυζαντινῆς ζωγραφικῆς παράδοσης. Τήν πεμπτουσία τῆς ἐμπειρίας του τήν καταθέτει στή δίτομη Ἔκφρασιν τῆς Ὀρθοδόξου Εἰκονογραφίας τό 1960, πού βραβεύεται ἀπό τήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν. Στήν οὐσία πρόκειται γιά μιά ἀποκάθαρση ἀπό δυτικά δάνεια τῆς κατά δύο αἰῶνες παλαιότερης, ὀνομαστῆς Ἑρμηνείας τῆς ζωγραφικῆς τέχνης τοῦ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ καί γιά ἕνα ἀπόθεμα παραδειγμάτων εἰκονογραφικῶν προτύπων. Ἐπέπρωτο νά εἶναι τό ἔργο του μέ τή μεγαλύτερη ἐπιρροή στό πρόβλημα τῆς διακόσμησης τῶν συγχρόνων ὀρθοδόξων ναῶν ἀλλά καί ἡ γενεσιουργός αἰτία τῆς κριτικῆς πού τοῦ ἀσκήθηκε μέχρι σήμερα, μιά καί ἀπορρίπτει συλλήβδην ἕνα τεράστιο μέρος τῆς μεταβυζαντινῆς παραγωγῆς ἐπειδή «ἰταλιάνιζε», χωρίς νά ἐμβαθύνει στά αἴτια αὐτῆς τῆς «βαβυλώνειας αἰχμαλωσίας», σύστοιχης πρός τή σύγχρονή της Θεολογία. Στή γονιμότατη, τελευταία του αὐτή περίοδο ὀ Κόντογλου δίνει καί τά περισσότερα ἀπό τά μεγάλα του ζωγραφικά σύνολα σέ νεόδμητους ἤ παλαιούς ναούς. Παράλληλα, μέ μιά ἀτελεύτητη σειρά ἄρθρων σέ θρησκευτικά ἔντυπα, ὅπως στήν περιώνυμη «Κιβωτό» του εἴτε στήν κυριακάτικη ἔκδοση τῆς ἀθηναϊκῆς ἐφημερίδας «Ἐλευθερία» μετατρέπεται σέ διαφεντευτή τοῦ πατρώου δόγματος καί τῆς ὀρθόδοξης πίστης, ἀντιμετωπίζοντας καί ἐδῶ πολλές ἀντιδράσεις. Εὔκολα παρασύρεται κανείς νά τόν κατηγορήσει γιά ἄγονη, ἀκόμη καί ἀντιευρωπαϊκή πολεμική, ἀλλά δύσκολα καταπιάνεται νά πιάσει τόν σφυγμό ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, πού ἔθετε τά θεμέλια γιά τόν σημερινό, βαθμιαῖο καί ἀπειλητικό ἀποχριστιανισμό τῶν Ἑλλήνων. Στό κάτω-κάτω, γιά νά θυμηθοῦμε τόν πολύπειρο καί βασανισμένο Ἔζρα Πάουντ, ἄν ἕνας ἄνθρωπος δέν εἶναι πρόθυμος νά κινδυνέψει γιά τίς γνῶμες του – ἤ δέν ἀξίζουν οἱ γνῶμες του ἤ δέν ἀξίζει ὀ ἄνθρωπος. Ἄλλωστε, ὅπως ἔλεγε καί ὁ μεγάλος του μαθητής Νίκος Ἐγγονόπουλος, προτιμᾶμε ἕναν ἄνθρωπο μέ ἔμμονες ἰδέες ἀπό ἐκεῖνον πού δέν ἔχει καθόλου ἰδέες! Εἴκοσι μόλις χρόνια μετά τόν θάνατο τοῦ Κόντογλου θά ἀκουστεῖ ἡ δυσοίωνη πρόβλεψη γιά Finis Graeciae, πού σήμερα τό ψηλαφοῦμε σέ κάθε ἔκφανση τοῦ βίου μας. Καιρός νά ξαναδοῦμε στόν Μικρασιάτη ὄχι ἕναν ἄγονο ζηλωτισμό, ἀλλά ἕναν ἐγερτήριο, προφητικό λόγο, πού καλεῖ διαρκῶς σέ συνειδητοποίηση τῆς πίστης μας καί τῆς ταυτότητάς μας! Ὁ Κόντογλου θά κλείσει εἰρηνικά τά μάτια, στήν πάνδημη κηδεία του θά ἀκουστεῖ ἀπό στόμα σοφοῦ Ἱεράρχου ὁ βαρύς λόγος γιά ἁγιοποίησή του. Ἀνεξάρτητα ἀπό τήν τύχη τῆς πρότασης καί τήν ἀπήχησή της στή λαϊκή συνείδηση, ἡ συμβολή του στά πράγματα τοῦ Ὀρθόδοξου πολιτισμοῦ καί τῆς ἑλληνικῆς λογοτεχνίας παραμένει ἀπαράγραπτη, τοποθετώντας τον δίπλα στόν Παπαδιαμάντη καί τόν Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Ὅπως θά συνόψιζε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, γιά νά εἶναι κανείς Χριστιανός, πρέπει νά εἶναι καλλιτέχνης, νά ἀγαπάει τό κάλλος! [...]
Απότίμηση και μέλλον της σπουδής του έργου του
Εἶναι προφανές ὅτι τό μεγάλο ἀποθησαύρισμα τεκμηρίων, τόσο ἀπό τό ἀρχεῖο του ὅσο καί ἀπό τήν ἔρευνα στόν τύπο τῆς ἐποχῆς, ἀποκαλύπτει καινούργιες πτυχές καί ὄψεις αὐτοῦ τοῦ τιτάνιου, θά τολμοῦσα νά πῶ, συνολικοῦ ἔργου τοῦ μεγάλου Ἀϊβαλιώτη. Ἴσως γιά πρώτη φορά ἀποκτοῦμε μιά καθαρότερη εἰκόνα γιά τή σύγκρουση πού σημειώθηκε στά τρίσβαθα τοῦ ζωγράφου μας ἀνάμεσα στήν πατροπαράδοτη, ρωμέϊκη ζωγραφική καί τή ζωγραφική στή Δύση ἀπό τήν Ἀναγέννηση καί δῶθε. Μεταφράζοντας τό βιβλιαράκι τοῦ Λεωνίδα Οὐσπένσκυ Γιά τήν εἰκόνα ὁ Κόντογλου δίνει καί τόν μίτο γιά τήν ὀρθή κατανόηση τῆς ρωμέϊκης ζωγραφικῆς, καθὠς ἐπιχειρεῖται μιά καισαρική τομή ἀνάμεσα σέ μιά τέχνη, πού ἤθελε καί πέτυχε νά εἶναι λειτουργική-λατρευτική, καί σέ μιά τέχνη, πού σπάνια μπόρεσε νά ὑπερβεῖ τόν νατουραλισμό τῆς φωτογραφικῆς ἀναπαράστασης. Παράδειγμα μιᾶς τέτοιας ὑπέρβασης ἡ ἰσόβια ἀγάπη τοῦ Κόντογλου, ὁ Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, αὐτός ὁ παράδοξος «Βυζαντινός», πού παρέδωσε τό ταλέντο του στόν βενετσιάνικο μανιερισμό, στόν ἱσπανικό μυστικισμό καί στή θεολογία τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἀντιμεταρρύθμισης, κι ὅμως κατάφερε νά φέρει ἕναν ἄλλον ἀέρα, ὑπερβατικό, στήν τέχνη του. [...] Εἶναι εὔκολο νά ἐπισημάνει κανείς ἐπείγοντα αἰτήματα, λ.χ. τήν ἀνάγκη γιά τή σύνταξη, πρῶτον, ἑνός κριτικοῦ καταλόγου ὅλων τῶν ζωγραφικῶν του ἔργων· δεύτερον, ἕνα κριτικό κατάλογο τῆς λογοτεχνικῆς του παραγωγῆς· τρίτον –ἴσως τό πιό ἐπεῖγον, ὅπως ἐπεσήμανε πρό πολλοῦ ὁ Σταῦρος Ζουμπουλάκης–, μία κριτική ἔκδοση Ἁπάντων του· τέταρτον, μία πλήρη βιβλιογραφία περί Κόντογλου· πέμπτον, καθώς περνάει πιά στήν ἱστορία ἡ καλλιτεχνική παραγωγή τῆς πρώτης γενιᾶς μαθητῶν του, μιά συγκριτική μελέτη. Αὐτές οἱ βασικές ἐλλείψεις σέ τίποτε δέν ἀμαυρώνουν τήν εἰκόνα ἑνός ἀνθρώπου, πού σέ ὅλη του τή βιοτή πάσχισε διά τήν τῶν πραγμάτων ἀλήθειαν. Στήν περίπτωσή του ὄντως nomen est omen, τό ὄνομα εἶναι οἰωνός: ὁ κυρ-Φώτης ἐφώτισε ἄπλετα τήν τέχνη καί τά κατάβαθα τῆς Ρωμιοσύνης, ὅπως αὐτός τήν ἐβίωσε καί τήν παρέστησε! [...]

 Δημήτριος Δ. Τριανταφυλλόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η παραβολή του άφρονα πλουσίου

Είπε ο Κύριος την εξής παραβολή «Κάποιου πλούσιου ανθρώπου χωράφια έδωσαν άφθονη σοδειά. Κι εκείνος σκεφτόταν και έλεγε: τι να κάνω; Δεν έχω...