Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Κάποτε στη τράπεζα

 


Πίσω, κάπου στο 2002, κάνω πρακτική στη Γενική Τράπεζα στη Λάρισα, στο Β' υποκατάστημα. Ωραίες εποχές ακόμα, δάνεια για ηλίθιους σκοπούς, όπως ταξίδια και ψώνια, η αύρα του εκσυγχρονισμού ακόμα κρατούσε και οι Έλληνες χαρούμενοι και καταναλωτικοί όπως ήταν τότε, ξεπερνούσαν και ξεχνούσαν με άνεση "λεπτομέρειες" όπως τα Ίμια, την προδοσία του Οτσαλάν, τη συμμετοχή στον βομβαρδισμό της Σερβίας και άλλα πολλά που τα κανάλια τους έλεγαν πως είναι ψιλοπράγματα. Στο θέμα μας. Μετά από μια εβδομάδα ήμουν σαν λύκος σε κλουβί. Δεν είχα κανένα ενδιαφέρον για τα τραπεζικά πράγματα, καμία όρεξη να τα μάθω, οι δουλειές που μου ανέθεταν ήταν βαρετές και ανούσιες κι εγώ σκεφτόμουν πως θα περάσει το ρημάδι το εξάμηνο. Κάποια στιγμή μου λέει μια από τις προϊσταμένες που είχαν εκεί, κάθε κατάστημα είχε και πέντε έξι προϊσταμένους κανονικούς και κάμποσους υφισταμένους που νόμιζαν ότι ήταν προϊστάμενοι και θα έκαναν μεγάλη καριέρα στον κόσμο των τραπεζών. Γιατί ως γνωστόν αυτό περίμενε ο τραπεζιτικός κόσμος, την κάθε φαντασμένη από τη Λάρισα για να τις παραδώσει τη διοίκηση των τραπεζών. Τέλος πάντων. Μου λέει λοιπόν η θείτσα εκείνη, έχουμε και εξωτερικές δουλειές που αναλαμβάνει αυτός που κάνει πρακτική από το ΤΕΙ αλλά εσύ δεν έχεις ούτε αυτοκίνητο ούτε μηχανάκι ούτε ποδήλατο, πώς θα τις κάνεις; Τη κοιτάζω με βλέμμα που αστράφτει. Με το βλέμμα του ναυαγού που βλέπει καράβι να πλησιάζει. Με βλέμμα νηστικού που βλέπει φούρνο να μοιράζει δωρεάν καρβέλια. Της λέω λοιπόν "και τα πόδια τι τα έχω;". "Μα με τα πόδια θα τρέχεις στο Κέντρο;". Τη ξανακοιτάζω. "Όσο είναι η Λάρισα από εδώ ως το κέντρο της είναι η γειτονιά μου" της λέω, "οπότε μάλλον θα τα καταφέρω". "Καλά, κοίτα μην αργήσεις" μου λέει ελαφρώς ξινισμένη και από τότε ανέλαβα τις εξωτερικές εργασίες κατά τις οποίες προλάβαινα και τις δουλειές να κάνω και κανένα καφέ να πίνω που και που ή να κόβω και καμιά βόλτα. Ένα από τα συνηθισμένα δρομολόγια ήταν προς το κεντρικό κατάστημα της Γενικής στη Λάρισα. Εκεί είχαν κλητήρα, στον οποίο παρέδιδα τα έγγραφα, πολύ καλός άνθρωπος κι αυτός και η γυναίκα του, η οποία δούλευε κι αυτή εκεί. Γνωριστήκαμε και πιάναμε τη κουβέντα συχνά. Κάποια μέρα μου λέει "έχουμε κι εμείς ένα παιδί εδώ από το ΤΕΙ που κάνει πρακτική. Πήγαινε να τους πεις μια καλημέρα. Στο πάνω πάτωμα είναι". Ανέβηκα με έναν κάποιο δισταγμό σκεπτόμενος τι σόι άνθρωπος θα ήταν και τούτος. Βέβαια, όσοι κάναμε πρακτική σε τράπεζες, ήμασταν αυτοί που δεν είχαμε και πολύ καλή σχέση με τη λογιστική, οι άλλοι πήγαιναν σε λογιστικά γραφεία και τέτοιες αηδίες. Ανεβαίνω πάνω λοιπόν, μπαίνω στο γραφείο και βλέπω έναν τύπο, αδύνατο, ξανθό να έχει βάλει τα χέρια του πάνω στο γραφείο και το κεφάλι ακουμπισμένο πάνω τους, η ίδια η εικόνα της απελπισίας. "Δε τη παλεύεις ούτε εσύ, ε;" ρώτησα. Αυτός σήκωσε αργά το κεφάλι του, με κοίταξε και είπε: "Είσαι αυτός που κάνει πρακτική στην Ηρ. Πολυτεχνείου;". "Φαίνομαι, ε;" του απάντησα. "Ξέρεις", συνέχισε, "τι έκανα τη πρώτη μέρα που ήρθα εδώ; Μόλις πέρασαν τα πρώτα πέντε λεπτά κοίταξα το ρολόι, έπιασα το κεφάλι μου και είπα: πώς θα περάσει αυτό το εξάμηνο;". Γέλασα. Ο τύπος είχε περάσει ένα δυο εξάμηνα πιο μετά από εμένα, προφανώς λόγω του τότε συστήματος εξετάσεων, χωρίς να έχει καμιά διάθεση να ακολουθήσει τον κλάδο. " Είσαι αδερφός" του λέω "και επειδή είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος θα σου πω δυο λέξεις μαγικές ως πιο έμπειρος: εξωτερικές δουλειές. Τις αναλαμβάνεις και γλιτώνεις". "Τις κάνει ο κλητήρας εδώ" παραπονιέται. "Είναι καλός άνθρωπος ρε, κι αυτός και η γυναίκα του, πες τους και θα στις δίνουν εσένα". Έλαμψε το πρόσωπό του. "Θα το δοκιμάσω", μου είπε. Την επόμενη φορά που πήγα, ρώτησα τον κλητήρα πώς ήταν ο συνάδελφος. Γέλασε. "Του έκανα τη χάρη και του έδωσα κάποιες εξωτερικές δουλειές. Εγώ βλέπεις ετοιμάζομαι για σύνταξη, γέρασα". "Είσαι ωραίος τύπος. Έσωσες έναν νέο άνθρωπο από τα ψυχοφάρμακα" του είπα, χαιρέτισα και έφυγα χαϊδεύοντας τη νοητή γενειάδα μου ως άλλος σοφός γέροντας, ως ένας Γκάνταλφ των απελπισμένων σπουδαστών λογιστικής.... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα Εισόδια της Θεοτόκου

 Οι ευσεβείς Ιωακείμ και Άννα απέκτησαν, έπειτα από πολλές προσευχές και παρά το γεγονός ότι η Άννα δεν μπορούσε να κάνει παιδιά,  επιτέλους...