Τρίτη 22 Μαΐου 2018

Ο Άγιος Νεκτάριος και η εποχή μας


Γιώργος Μπάρλας
O άγιος Νεκτάριος εκοιμήθη το 1920, στον εικοστό αιώνα. Δεν έζησε σε πολύ περασμένους αιώνες και ασφαλώς είχε μια ιδέα για αυτό που ονομάζουμε μοντέρνα ζωή. Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός ήταν ήδη παρών από τα μέσα του 18ου αιώνα αλλά δεν είχε επηρεάσει την ελληνική κοινωνία[1]. Έτσι κι αλλιώς ο άγιος έζησε στην Ελλάδα κυρίως και πάντως όχι στη Γαλλία όπου αυτό που ονομάζουμε νεωτερικότητα είχε ήδη προχωρήσει πολύ, η Γαλλική Επανάσταση είχε καταφέρει βαρύ πλήγμα στην εκκλησία[2], αν και δεν είχαν συμβεί ακόμη τα γεγονότα του Μάη του ΄68. Οι απόψεις του λοιπόν για την ηθική ζωή ήταν παραδοσιακές, αυτές κυριαρχούσαν στην Ελλάδα τότε, και δεν παρέστη ανάγκη να ασχοληθεί διεξοδικά με την αμφισβήτηση αυτών των αρχών. Όπου ξεφύτρωναν τάσεις που έρχονταν σε αντίθεση με τη χριστιανική ηθική (που ήταν και ηθική της κοινωνίας), στην προσωπική δηλαδή ζωή των ανθρώπων της εποχής του, αυτές τακτοποιούνταν με την εξομολόγηση και τα στάδια της συγχώρησης. Η κοινωνία, λοιπόν, στο σύνολό της ακολουθούσε λίγο πολύ τη χριστιανική ηθική. Η δε πολιτεία δεν μπορούσε παρά να συμβαδίζει με αυτή την ηθική και οι νόμοι παρομοίως τη στήριζαν.
Έναν αιώνα μετά την κοίμηση του αγίου Νεκταρίου τα πράγματα έχουν αλλάξει στον τομέα της κοινωνικής ηθικής ριζικά. Οι έλληνες, ενώ θεωρητικά δέχονται ότι ακόμη πιστεύουν στον Θεό, ωστόσο απέχουν από την εκκλησιαστική ζωή, ενώ και η προσωπική τους ηθική είναι ρευστή όσο ποτέ άλλοτε. Η πολιτεία, και οι προοδευτικές ελίτ, βρήκαν την ευκαιρία να καλλιεργήσουν μια νοοτροπία αντιθρησκευτική και πολλοί από τους νόμους που ψηφίζονται είναι σαφώς αντιχριστιανικοί. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν η προϊούσα αποχριστιανοποίηση των Ελλήνων προηγήθηκε των αντιχριστιανικών νόμων ή οι τελευταίοι, και οι εμπνευστές τους μαζί με μια ελίτ διανοουμένων, καλλιέργησαν τη θρησκευτική αδιαφορία ή και εχθρότητα και μέσω της εκκοσμικευμένης παιδείας και των ΜΜΕ; Πάντως δεν είναι φαινόμενο σημερινό, η εκκοσμίκευση ξεκίνησε ήδη με τον Διαφωτισμό και ολοκληρώθηκε στις μέρες μας. Στην Ελλάδα τα φαινόμενα αυτά ήρθαν κάπως καθυστερημένα και προκαλούν οδυνηρή έκπληξη, ενστικτώδεις αντιδράσεις, αμηχανία και φόβο στους περισσότερους πιστούς.

Ο άγιος Νεκτάριος λ.χ. δεν θα μπορούσε όσο ζούσε όχι μόνο να διαβάσει αλλά ούτε να φανταστεί δημοσιεύματα σε μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα όπως αυτό ενός έλληνα λογοτέχνη στις μέρες μας, που ασφαλώς δεν είναι το μόνο: «Υπάρχουν ομοφυλόφιλοι άνδρες και γυναίκες που απολαμβάνουν και τιμούν τη θαλπωρή των μακρόπνοων σχέσεων. Που ολοκληρώνονται δίπλα στο ταίρι τους. Που μπορούν να γίνουν εξαιρετικοί γονείς… Χρέος του νόμου είναι να προσφέρει στον κάθε πολίτη τις προϋποθέσεις για να ανθήσει, για να ολοκληρωθεί ως προσωπικότητα, διαφυλάσσοντας παράλληλα την κοινωνική ειρήνη… Αλίμονο εάν ο νομοθέτης στέκεται εμπόδιο στο σμίξιμο των ανθρώπων, στον έρωτα, στη χαρά της οικογένειας όπως την αντιλαμβάνεται ο καθείς!» (Χρ. Χωμενίδης, Τα Νέα, 12/5/18)
Ας δούμε όμως, στο βιβλίο του Μάθημα Ποιμαντικής, πώς έβλεπε ο άγιος τη σχέση εκκλησίας και πολιτείας στην εποχή του. «Η εκκλησία, λέει, είναι ανεξάρτητη από την πολιτεία. Αυτό διότι είναι καθαρά θρησκευτικό καθίδρυμα και το πολίτευμά του είναι καθαρά πνευματικό… Η εκκλησία, ως βασιλεία Θεού, δεν έχει τίποτα κοινό με τα έργα της βασιλείας του κόσμου… Η πνευματική εξουσία της εκκλησίας δεν παρεμβαίνει καθόλου στις ενέργειες της πολιτικής εξουσίας. Δεν αντίκειται και δεν φέρνει αντιρρήσεις προς την πολιτεία και την πλήρη εξάσκηση της εξουσίας της τελευταίας. Άλλωστε κάτι τέτοιο θα ήταν και φύσει αδύνατο. Διότι η μεν εξουσία της εκκλησίας εκτείνεται μόνο στο πνευματικό πεδίο της ζωής του ανθρώπου, η δε εξουσία της πολιτείας αφορά όλη τη ζωή των πολιτών. Η μεν εκκλησία διακυβερνά τον χριστιανό άνθρωπο, η δε πολιτεία τον πολίτη άνθρωπο».
Ο άγιος Νεκτάριος μιλάει για μια σαφή διάκριση των ρόλων εκκλησίας και πολιτείας, οι οποίοι όμως ταυτίζονταν τότε στον τομέα της ηθικής... Δεν υπήρχαν νόμοι αντιχριστιανικοί (λ.χ. άμβλωση, γάμος ομόφυλων ζευγαριών, αναδοχή παιδιών εκ μέρους ομόφυλων ζευγαριών, νόμοι που σχετίζονται με τη βιοηθική, π.χ. ευθανασία κλπ). Δεν τέθηκε λοιπόν προς σκέψη αν η πολιτεία ως ανεξάρτητη αρχή έχει το δικαίωμα να ψηφίζει τέτοιους νόμους. Δεν περνούσε καν από το μυαλό του μια τέτοια αντιχριστιανική νομοθεσία.
Για να επιβεβαιώσουμε τα παραπάνω, ας δούμε τι γράφει για τη συνεργασία εκκλησίας και πολιτείας: «Επειδή όμως ο πολίτης και ο χριστιανός είναι ένας και ο αυτός άνθρωπος, οι ενέργειες της πολιτείας και της εκκλησίας απλώς συναντιούνται στο υποκείμενο των ενεργειών και των δύο. Οι ενέργειες αυτές αφού συναντιούνται στο ίδιο πρόσωπο, έτσι και συμφωνούν στο σκοπό και το αποτέλεσμα της ενέργειας. Έτσι κι αλλιώς οι ενέργειες αυτές δεν θα μπορούσαν να είναι και διαφορετικές ή και εχθρικές, διότι και η εκκλησία και η πολιτεία επιδιώκουν την ηθική διάπλαση του υποκειμένου στο οποίο απευθύνονται. Η εκκλησία δεν μπορεί από τη φύση της να συγκρουστεί με την πολιτεία, εφόσον οι νόμοι της πολιτείας είναι θεμελιωμένοι στον έμφυτο ηθικό και φυσικό νόμο και είναι νόμοι ηθικοί, που συμφωνούν προς τον ηθικό νόμο και τις ηθικές αρχές της εκκλησίας. Οι νόμοι της εκκλησίας μόνο τότε αντίκεινται προς τους νόμους της πολιτείας, όταν οι τελευταίοι δεν στηρίζονται στον έμφυτο ηθικό και τον αντίστοιχο φυσικό νόμο, αλλά θεσμοθετήθηκαν αυθαίρετα. Τέτοιοι όμως νόμοι αντιτίθενται όχι μόνο προς τους νόμους της εκκλησίας αλλά και ως προς τους καθαρά ανθρώπινους νόμους, γι’ αυτό και αποκρούονται και από τους ίδιους τους πολίτες… Η εκκλησία, αφού έχει τέκνα της τους πολίτες, έχει κοινά συμφέροντα με την πολιτεία. Η κοινότητα αυτή των καθηκόντων αποτελεί το σύνδεσμο της ενέργειας και των δύο… και επιβάλλει τη σύμφωνη και από κοινού συνεργασία τους, με σκοπό την ηθική και πνευματική ανάπτυξη και πρόοδο των χριστιανών πολιτών… Η κοινή συνεργασία παράγει αμοιβαία καθήκοντα και δικαιώματα. Ο κοινά επιδιωκόμενος σκοπός απαιτεί αμοιβαία υποστήριξη και ενίσχυση… Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εκκλησία αναλαμβάνει να αναδείξει ευσεβείς και ηθικούς πολίτες, και η πολιτεία αναλαμβάνει να υποστηρίξει το έργο της εκκλησίας».
Σήμερα όμως εκκλησία και πολιτεία έχουν πάρει διαφορετικούς δρόμους… Δεν υπάρχει καθόλου αυτό που υπήρχε στην εποχή του αγίου Νεκταρίου. Η ταύτιση δηλαδή της ηθικής της εκκλησίας με αυτή της κοινωνίας.
Μπορούμε να πούμε ότι ο άγιος Νεκτάριος στα παραπάνω δείχνει ότι, όσον αφορά την ηθική, δεν φαίνεται να έχει αντιρρήσεις με τα προτάγματα του διαφωτισμού: υπάρχει ηθικός νόμος και αυτός βασίζεται στη λογική και την έμφυτη συνείδηση του ανθρώπου η οποία υπακούει στα κελεύσματα του φυσικού νόμου. Και ο άγιος δέχεται τη λογική και τη συνείδηση ως αρωγούς στην ηθική διαμόρφωση του ανθρώπου, καθώς αυτά είναι εμφυτευμένα στον άνθρωπο από τον Θεό. Λίγο πολύ αυτό πρέσβευε και ο Καντ. Βέβαια οι διαφωτιστές δεν ήταν χριστιανοί[3]. Καμώνονταν περισσότερο τους χριστιανούς διότι ακόμη φοβούνταν την εξουσία της καθολικής εκκλησίας. Εκείνο το οποίο επιδίωκαν ήταν η σταδιακή αποδέσμευση της ηθικής ζωής των ανθρώπων από τη χριστιανική ηθική και το λόγο του ευαγγελίου. Έπρεπε όμως κάπου να στηρίξουν τα επιχειρήματά τους. Και αυτό ήταν ο ορθός λόγος και το φυσικό δίκαιο[4]. Καμιά φορά, κατ’ εξαίρεση, και ο Θεός ακόμα στηρίζει την ηθική στον διαφωτιστικό λόγο… «Εκείνοι που αρνούνται την ύπαρξη της θεότητας με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να γίνονται ανεκτοί. Οι υποσχέσεις, τα συμβόλαια και οι όρκοι, που αποτελούν τους συνεκτικούς δεσμούς της ανθρώπινης κοινωνίας, δεν είναι δυνατόν να έχουν ισχύ και ιερότητα για έναν άθεο. Γιατί όταν παραμερίζεται ο Θεός, ακόμη και με τη σκέψη, όλα καταρρέουν[5]». Ωστόσο, η γενική τάση των διαφωτιστών είναι ότι ο διαχωρισμός της ηθικής από την εκκλησία είναι όχι μόνο εφικτός αλλά και επιθυμητός. Σήμερα μάλιστα ο χριστιανισμός στον δυτικό κόσμο γίνεται ανεκτός αν κατορθώσει να μεταφράζει[6] τα μηνύματά του με όρους κοσμικούς ή αν θεωρηθεί ότι απλώς εμπλουτίζει τον πολιτισμό.
Αλλά σήμερα δεν ζούμε πια στην εποχή του Διαφωτισμού και τη λεγόμενη νεωτερικότητα. Η ηθική του Διαφωτισμού, που πρέσβευε τη διαρκή πρόοδο του ανθρώπου η οποία θα ήταν εξασφαλισμένη αφού θα στηριζόταν στον ορθό λόγο, συντρίφτηκε πάνω στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους του 20ού αιώνα, τα ναζιστικά στρατόπεδα και τα γκούλαγκ. Σήμερα ζούμε στην εποχή τη μετά τη νεωτερικότητα (μετανεωτερικότητα), κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ρευστότητα σε όλα τα επίπεδα και κυρίως στον τομέα της ηθικής, του καλού και του κακού, του τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται.
Αν στις μεσαιωνικές κοινωνίες η ηθική της κοινωνίας ταυτιζόταν με την ηθική του χριστιανισμού, στο διαφωτισμό περάσαμε σε ένα σταδιακό χωρισμό αυτών των δύο για να φτάσουμε στη σημερινή εποχή της σύγκρουσης της χριστιανικής ηθικής με την ηθική της πολιτείας και λίγο πολύ και της κοινωνίας που απέχει από την εκκλησία. Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ έγραφε: «Όλη η δομή της χριστιανικής ύπαρξης είναι κοινωνική και ομαδική. Όλα τα χριστιανικά μυστήρια είναι από τη φύση τους “κοινωνικά μυστήρια”, δηλαδή μυστήρια ενσωμάτωσης. Η χριστιανική λατρεία είναι επίσης λατρεία ομαδική… Άρα, το να οικοδομηθεί η εκκλησία του Χριστού, σημαίνει να οικοδομηθεί μια νέα κοινωνία και κατά προέκταση, να οικοδομηθεί η ανθρώπινη κοινωνία πάνω σε νέα βάση[7]». Αν αυτό επιχειρήθηκε ως ένα βαθμό στο βυζάντιο, κάτι που δεν κράτησε για πάντα, σήμερα βρισκόμαστε στην αντίπερα όχθη. Το ιδεώδες αυτό δεν είναι μόνο απραγματοποίητο αλλά ούτε καν επιδιώκεται. Η ορθολογικότητα αρχικά θέλησε να αντικαταστήσει, στα πλαίσια του Διαφωτισμού, την αναφορά στον ένα και μόνο Θεό, ενώ η μετανεωτερικότητα υποστηρίζει ότι η ηθική ορθολογικότητα και το λογικό συμφέρον της πολιτείας δεν είναι σταθερά αλλά πλουραλιστικά και πάντως δεν έχουν καμιά σχέση με τον Θεό. Αν και ο Διαφωτισμός έφερε σταδιακά την εκκοσμίκευση, η τελευταία σήμερα είναι καθεστώς παντού στον δυτικό κόσμο.
Ο άγιος Νεκτάριος, όπως είπαμε, ζούσε σε μια εποχή όπου η κοινωνική ηθική ταυτιζόταν ακόμα με την ηθική της εκκλησίας. Σίγουρα θα ήταν ριζικά αντίθετος με την ηθική της μετανεωτερικότητας, η οποία δεν είναι σταθερή, δεν πηγάζει από τον Θεό και αλλάζει διαρκώς, προσαρμοζόμενη στα ατομικά δικαιώματα και τη θέληση του καθενός. Όταν κήρυττε ο άγιος απευθυνόταν στην ελληνική κοινωνία που ήταν κοινωνία χριστιανική. Ομοίως και οι πολιτικοί άρχοντες. Η θρησκεία αποτελούσε εγγύηση για τη συνοχή της κοινότητας. Σήμερα άραγε, με δεδομένη τη διαφωνία του σε θέματα που δεν ανήκουν στη σφαίρα της χριστιανικής ηθικής, τι θα έκανε, πώς θα αντιδρούσε;
Δεν θέλουμε να απαντήσουμε εκ μέρους του αγίου. Ωστόσο, βασιζόμενοι στα έργα του και το ήθος του μπορούμε να εικάσουμε με αρκετή βεβαιότητα μερικά πράγματα. Ο άγιος Νεκτάριος δεν ήταν φανατικός. Αντιθέτως καταδίκαζε το φανατισμό από όπου κι αν προερχόταν. Προφανώς και από τους χριστιανούς. Άλλωστε όταν μιλούσε εναντίον τού μη κατ’ επίγνωσιν ζήλου, ήγουν του φανατισμού, σε χριστιανούς απευθυνόταν.
Aπαντώντας στην ερώτηση, πότε μιλάμε για ανεπίγνωστο ζήλο, απαντά: “Όταν ο ένθερμος χριστιανός, εκδηλώνοντας το ζήλο του, πράττει αντίθετα προς τον θείο Νόμο και προς το θέλημα του Θεού. Και όταν ενεργώντας για τη δόξα του Θεού, παραβαίνει την πρωταρχική εντολή του θείου αυτού Νόμου που είναι η εντολή της αγάπης προς τον πλησίον, αναδεικνύοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο τον εαυτό του αντίπαλο του Θεού… Tα χαρακτηριστικά του έχοντος επίγνωση ζηλωτού είναι αγάπη θερμή προς τον Θεό και τον πλησίον, πραότητα, ανεξιθρησκία, ευεργεσία και ευγενικοί τρόποι. Ενώ τα χαρακτηριστικά του μη κατ΄ επίγνωση ζηλωτού είναι ο φθόνος, επίμονος θυμός… παράλογο πάθος… φιλοτάραχη και φιλόνικη διάθεση για όλα τα θρησκευτικά ζητήματα.”

Φανατικός δεν είναι όποιος διατυπώνει, ακόμα και με αυστηρότητα, τη διαφωνία του επί ενός ζητήματος, αλλά αυτός που μισεί αυτόν με τον οποίο διαφωνεί και προσπαθεί να τον φιμώσει με κάθε τρόπο. Ο άγιος λοιπόν δεν θα δίσταζε να πει την άποψή του, να την πει και με λόγο αυστηρό, και μπορεί να ήταν αντίθετος με τους σημερινούς αντιχριστιανικούς νόμους -πώς αλλιώς;- ωστόσο δεν θα μισούσε τους αντιπάλους του.
Ο άγιος, βέβαια, δεν θα ήταν καθόλου αδιάφορος απέναντι στην κοινωνία ακόμα και τη μεταχριστιανική, την αδιάφορη ή και εχθρική απέναντι στον Θεό. Θα προσπαθούσε να επηρεάσει θετικά τους ανθρώπους και τους πολιτικούς άρχοντες, οι οποίοι θα ήταν ασφαλώς αντίπαλοί του αλλά όχι αντικείμενα μίσους. Ο άγιος Νεκτάριος ως γνωστόν είχε εχθρούς αλλά δεν εχθρευόταν κανέναν. Αν η κοινωνία θέλει να απομακρυνθεί από τον Θεό, δεν μπορεί να εξαναγκαστεί με νόμο να επιστρέψει σ' αυτόν. Στην Ορθοδοξία δεν καίμε ανθρώπους για να αλλάξουν την πίστη τους, αλλά αντίθετα οι μάρτυρες ανέβαιναν στην πυρά για την πίστη τους. Η διαφορά είναι τεράστια. Δεν θα έπαυε λοιπόν να λέει τη γνώμη του καθότι η χριστιανική ηθική απευθύνεται σε κάθε άνθρωπο, δεν μπορεί όμως να επιβληθεί αναγκαστικά στον κόσμο και ακόμη περισσότερο δεν επιβάλλεται με φωνές και με την καταδίκη του κόσμου. Ο άγιος δεν θα πρόσταζε να πιστέψουν οι άνθρωποι, αλλά θα έπειθε. Δεν θα χρησιμοποιούσε απειλές και διατάγματα αλλά την πειθώ που προέρχεται από το παράδειγμα κυρίως και κατόπιν το λόγο. Θα διαφωνούσε με τις απόψεις περί ηθικής του κοσμικού κράτους, δεν θα έκανε βήμα πίσω από την χριστιανική ηθική[8], δεν θα αδιαφορούσε για την αλήθεια. Έτσι τον μάθαμε τον άγιο Νεκτάριο, έναν άνθρωπο ακέραιας ευαγγελικής ηθικής που καθοδηγούσε με το ήθος του και όχι με τον καταναγκασμό. Θα επέλεγε το δρόμο της μαρτυρίας, τον δύσκολο δρόμο και όχι τον εύκολο, αυτόν δηλαδή της λεκτικής καταδίκης της ηθικής της κοινωνίας. Η επίθεση και η καταδίκη όσων δεν συμμερίζονται την ηθική της εκκλησίας απλώς απομακρύνει περισσότερο τους ανθρώπους από τον Θεό.
Παρόμοια στάση είδαμε πρόσφατα (14/5/18) και στην ανακοίνωση της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους για την αναδοχή τέκνων από ομόφυλα ζευγάρια. Αφού διατυπώνεται η κάθετη διαφωνία των αγιορειτών με τους τελευταίους αντιχριστιανικούς νόμους, η ανακοίνωση καταλήγει: «Απευθυνόμενοι πλέον εις τον Ορθόδοξον πιστόν λαόν, παρακαλούμεν θερμώς να μείνωμεν στερροί εις τας Ορθοδόξους Παραδόσεις μας. Ο ιερός θεσμός της οικογενείας, όπως τον βιώνομεν κοντά εις τον Χριστόν και την Εκκλησίαν, δεν είναι «αναχρονισμός» και «συντήρησις», αλλά πρόοδος και ελπίδα. Τηρούντες τας Παραδόσεις μας, ουσιαστικώς μένουν ανενεργά και άκυρα όλα τα άνομα νομοθετήματα». Ο κόσμος μπορεί, παρά τις νουθεσίες της εκκλησίας, να πορεύεται όπως επιθυμεί. Οι χριστιανοί ωστόσο καλούνται το δίχως άλλο να παραμένουν πιστοί στην ηθική της Εκκλησίας. Κι έτσι να γίνουν παράδειγμα προς τον κόσμο. Η μαρτυρία ακριβώς των πρώτων χριστιανών ήταν αυτή που άλλαξε την ειδωλολατρική ρωμαϊκή αυτοκρατορία ενώ τότε κανένας της νόμος δεν ήταν χριστιανικός.
Και κάτι ακόμα. Αν ο άγιος ζούσε και έλεγε την άποψή του καθαρά, θα αντιμετωπιζόταν ως ενάντιος στα ατομικά δικαιώματα - συνήθως όλοι είναι ανεκτοί σήμερα εκτός από τους παραδοσιακούς χριστιανούς… Αίφνης, αν κάποιος πει ότι είναι αντίθετος στο γάμο των ομόφυλων κατηγορείται ότι καταπατά τα ανθρώπινα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων. Αν μιλήσει κανείς εναντίον της έκτρωσης ομοίως καταφέρεται εναντίον των δικαιωμάτων των γυναικών και πάει λέγοντας. Όλα είναι ανεκτά και η ανεκτικότητα έχει γίνει η υπέρτατη ηθική αξία. Η ανεκτικότητα από μόνη της είναι αξία, ανεξαρτήτως του τι ανέχεται κανείς[9]. Υπάρχουν τόσες διαφορές στην ηθική ζωή σήμερα, και όλες σχεδόν είναι ανεκτές που στο τέλος όλες οι επιλογές καταντούν αδιάφορες. Αν όλα είναι ανεκτά, αν όλα είναι νόμιμα, τότε αλήθεια δεν υπάρχει πουθενά και επομένως άσε τον κόσμο να πορεύεται όπως θέλει… Το κράτος, εγκρίνοντας τις ηθικές αξίες του καθενός (πλην ίσως των χριστιανών…) και νομιμοποιώντας τες, ενδιαφέρεται, λέει, για την ειρηνική συνύπαρξη και την ήρεμη ζωή των κυβερνωμένων. Αν στο τέλος δεν υπάρχει καμιά ηθική αρχή, αν οδηγηθούμε σε μια τυφλότητα απέναντι στις ηθικές αρχές, πώς θα διατηρηθεί η ειρήνη; Το μέλλον θα δείξει…
Όσο για τη μεταχριστιανική κοινωνία; Αυτή επέλεξε να δοκιμάσει στην πράξη πόσο η ηθική των αθέων είναι πιο αξιοσήμαντη, αξιέπαινη και αποτελεσματική από την ηθική των χριστιανών[10]. Γιατί κακά τα ψέματα: το ουδετερόθρησκο κράτος δεν τηρεί τόσο ίσες αποστάσεις απέναντι στις θρησκείες, όσο υπονομεύει τις θρησκείες, τουλάχιστον όσον αφορά ζητήματα ηθικής και βιοηθικής. Αν οι πολιτικοί μας δεν ακούνε σήμερα την εκκλησία και τον άγιο Νεκτάριο ας ακούσουν έστω έναν ιδεολογικό συγγενή τους διαφωτιστή: «Ο αθεϊσμός είναι ολέθριος για όσους διοικούν[11]». Αλλά είπαμε: χριστιανοί και διαφωτιστές τελούν στις μέρες μας εν αχρησία…

Σημειώσεις
[1]«Ο Διαφωτισμός, στον οποίο τόσο σφοδρά είχε αντιταχθεί η Εκκλησία, είχε αποτύχει στην Ελλάδα. Οι προοδευτικές πρωτοβουλίες κάποιων εκπαιδευτικών παραμερίστηκαν πολύ φυσικά στη διάρκεια της Επανάστασης και κατόπιν, ουσιαστικά, ξεχάστηκαν», David Brewer, Ελλάδα 1453-1821, Οι άγνωστοι αιώνες, εκδ. Πατάκη 2017 .
[2] «Η Γαλλική Επανάσταση ήταν βίαια αντιθρησκευτική και αντιεκκλησιαστική. Η θρησκεία απορριπτόταν ως δεισιδαιμονία, εκκλησίες έκλειναν, όλη η εκκλησιαστική περιουσία πέρασε στο κράτος, ενώ οι κληρικοί αποκηρύχθηκαν ως εχθροί της δημοκρατίας», ό.π. 
[3] [«Οι ελεύθεροι στοχαστές κατέληγαν] στο συμπέρασμα ότι ο βιβλικός χριστιανισμός αποτυγχάνει πλήρως όταν υποβληθεί στη βάσανο του ορθού λόγου και της ιστορίας... Η σύγχρονη επιστήμη θα αποκάλυπτε την απάτη ή θα απομυθοποιούσε τα “μυστήρια” εξηγώντας τα... Οι μορφωμένοι άνθρωποι πρέπει να παραδεχθούν με ειλικρίνεια ότι ο χριστιανισμός είναι εγγενώς ανορθολογικός και πρέπει να εγκαταλειφθεί για χάρη μιας ορθολογικής εναλλακτικής θρησκείας, γνωστής ως“Ντεϊσμός”», Roy Porter, O διαφωτισμός, εκδ. Οκτώ 2-14.
[4] «Στη θέση του χριστιανικού δόγματος και της εκκλησίας, ο Βολταίρος έλπιζε να εγκαταστήσει έναν νεωτερικό παγανισμό. Ο τελευταίος θα είχε τη μορφή μιας “φυσικής θρησκείας”, μιας μη δογματικής πίστης σε έναν έλλογο, φιλάγαθο Θεό, ο οποίος θα θεωρούνταν δημιουργός του νευτώνειου σύμπαντος και θα ήταν ο εγγυητής της δικαιοσύνης και της ηθικής μεταξύ των ανθρώπων. Δίχως έναν τέτοιο Θεό, σκεφτόταν ο Βολταίρος, τι θα εμπόδιζε τους ανθρώπους να κάνουν κακό ατιμωρητί;», βλ. υποσημ. [3]
[5] Τζον Λοκ, Επιστολή για την ανεξιθρησκία, Ζήτρος 1998.
[6] Γ. Χάμπερμας, πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ ́, Διαλεκτική της εκκοσμίκευσης, Εστία 2010.
[7] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Η Ορθοδοξία ως πολιτική διακονία, Λευκωσία 1984.
[8] «Έπαρχε, μπορεί κατά τα άλλα να είμαστε διαλλακτικοί και πιο ταπεινοί από οποιονδήποτε άλλον, επειδή αυτό μας ορίζει η εντολή (του Χριστού)• και να μη σηκώνουμε τα μάτια από ταπείνωση όχι μόνο μπροστά σε τέτοια ισχυρή εξουσία αλλά ούτε και σε οποιονδήποτε τυχαίον άνθρωπο. Όταν, όμως, διακινδυνεύεται και τίθεται ως θέμα ο ίδιος ο Θεός, τότε περιφρονούμε τα υπόλοιπα και κοιτάμε μόνο αυτό. Και φωτιά, ξίφος ή θηρία ή νύχια που σκίζουν τις σάρκες μάς είναι μάλλον διασκέδαση παρά φόβος. Γι' αυτό βρίσε, απείλησέ μας, κάνε ό,τι θέλεις κι ό,τι επιτρέπει η εξουσία σου. Ας τ' ακούσει, όμως, κι ο βασιλιάς ότι δεν πρόκειται ούτε να μας υποχρεώσεις ούτε να μας πείσεις να συγκατατεθούμε στην ασέβεια, ακόμη κι αν απειλείς χειρότερα», απάντηση του Μεγάλου Βασιλείου στον έπαρχο Μόδεστο, όταν ο τελευταίος του ζήτησε να ασπαστεί το κρατικό θρησκευτικό δόγμα που ήταν η αίρεση του Αρειανισμού,Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγοι 43, 50, P.G. 36, 557C.
[9] Ο Χ. Μαρκούζε μιλούσε για «καταπιεστική ανεκτικότητα». 
[10] «Οι Χριστιανοί ευεργετούν τις πατρίδες τους περισσότερο απ' ό,τι οι υπόλοιποι άνθρωποι, επειδή διαπαιδαγωγούν τους πολίτες και τους διδάσκουν να σέβονται τον προστάτη της πόλης Θεό, μεταφέροντας σε μια θεία και ουράνια πόλη όσους ζουν σωστά στις μικρές πολιτείες», Ωριγένους, Κατά Κέλσου, Η ' 74, ΒΕΠΕΣ 10.
[11] Βολταίρος, Φιλοσοφικό Λεξικό, εκδ. Στάχυ 2001.

Ο κ. Γιώργος Μπάρλας είναι θεολόγος-φιλόλογος και ραδιοφωνικός παραγωγός στον Ρ/Σ της Πειραϊκής Εκκλησίας.
Το εικαστικό έργο που πλαισιώνει την ανάρτηση είναι δημιουργία του Ξάνθου Χατζησωτηρίου.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ποιανού αδερφός είμαι;

  Διαβάζω ξανά την παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου και μου κάνει εντύπωση η αδιαφορία του πλούσιου για τον Λάζαρο που σέρνεται ...