Η άγνωστη ιστορία μιας εκδοτικής επανάστασης που ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1991, όταν το βρετανικό περιοδικό δρόμου έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του στους λονδρέζικους δρόμους,
για να φτάσει, μέσω της «σχεδίας», στην Ελλάδα, το 2013.
To περιοδικό δρόμου «The Big Issue», το βρετανικό αντίστοιχο της δικής μας «σχεδίας», γιόρτασε πριν από λίγο καιρό τα 25 χρόνια του. Με αφορμή τα γενέθλια αυτά, ο βρετανός δημοσιογράφος Peter Ross (Πίτερ Ρος) μιλάει –μεταξύ άλλων– με τον John Bird (Τζον Μπερντ), τον ιδρυτή και πρώτο συντάκτη του περιοδικού, που φέρνει στη μνήμη του το πώς ξεκίνησαν όλα. Πάντως, το συμπέρασμα που προκύπτει από τις μαρτυρίες εκείνων που συμμετείχαν στα πρώτα του βήματα είναι ότι η αρχή της εκδοτικής αυτής επανάστασης γράφτηκε με αίμα, ιδρώτα και τη μάχη της επιβίωσης.
«Τι ήταν το “Big Issue”; Ήταν αναταραχή, χάος, σκουπίδια, η σάπια γεύση της φτώχειας, ηλιθιότητα, ανοησία ... και έμπνευση». Καθισμένος στον κήπο του στο Cambridgeshire (Κεϊμπριτζσάιρ), ο Μπερντ ρωτάει και απαντάει ο ίδιος, απολαμβάνοντας τη γεύση που αφήνει στο στόμα του η λέξη «σαπίλα». Είναι πια 70 χρονών, και από τον περασμένο Οκτώβριο είναι και μέλος της Βουλής των Λόρδων. «Πώς στο διάβολο βρέθηκα εδώ; Εγώ δεν θα με έβαζα μέσα», λέει. Αντιστέκεται στην ιδέα που τον θέλει καλό Σαμαρείτη ή κάποιου είδους ειδήμονα στην επικοινωνιακή στρατηγική και περιγράφει τον εαυτό του καλύτερα από όλους. «Δεν είμαι η Μητέρα Τερέζα, ούτε κάποιου είδους ιδιοφυΐα. Η μόνη αρχή που με κατευθύνει στη ζωή μου, ο μόνος παράγοντας που μπορώ να ελέγξω είναι ότι είμαι ασταθής. Η αστάθεια είναι συχνά το γόνιμο έδαφος της αλλαγής και της ανάπτυξης».
Ήταν αυτή η αστάθεια του χαρακτήρα του, αυτό το δημιουργικό χάος που έφερε το «Big Issue» στη ζωή στις αρχές του φθινοπώρου του 1991. Σήμερα, το περιοδικό πωλείται από σχεδόν 2.000 πωλητές σε όλη τη Βρετανία και το 2016 γιόρτασε την πώληση 200 εκατομμυρίων τευχών. Έχει κερδίσει εθνικά βραβεία δημοσιογραφίας και έχει οδηγήσει στη δημιουργία ενός δικτύου 120 παρόμοιων περιοδικών και εφημερίδων σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, η ιστορία για το πώς «στήθηκε» είναι πιο περίπλοκη και σκοτεινή από όσο πιστεύουμε.
«Street News» και Τζον Μπερντ
Το περιοδικό αυτό, λοιπόν, ήταν πνευματικό παιδί του πολυεκατομ-μυριούχου Gordon Roddick (Γκόρντον Ρόντικ, συνιδρυτής της εταιρείας The Body Shop) και τα χρήματά του το έφεραν στη ζωή. Το 1990, σε ένα ταξίδι του στη Νέα Υόρκη, ο Ρόντικ συνάντησε έναν άστεγο άνδρα έξω από τον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό, που πουλούσε την πρώτη εφημερίδα αστέγων στον κόσμο, τη «Street News». Αγόρασε ένα τεύχος και έπιασε μαζί του κουβέντα. «Μου είπε ότι το σημαντικό για αυτόν δεν ήταν τόσο τα χρήματα, που ήταν βέβαια μεγάλη βοήθεια, αλλά η ανθρώπινη επαφή. Ένιωθε ότι ήταν μέρος της ζωής και όχι ένα σκουπίδι που περιμένει τη συγκατάβαση του κόσμου», αποκαλύπτει.
Ο Ρόντικ, που τώρα είναι 74 ετών, αποφάσισε να μεταφέρει την ιδέα αυτή στη Βρετανία. Θα έστηνε ένα περιοδικό που θα μπορούσαν να αγοράζουν σε χαμηλή τιμή οι άστεγοι και στη συνέχεια να το πουλούν λίγο πιο ακριβά, κρατώντας οι ίδιοι το ποσό της διαφοράς. Έτσι, θα κέρδιζαν χρήματα χωρίς να ζητιανεύουν. Αλλά ποιους θα προσέγγιζε, προκειμένου να κάνει την ιδέα αυτή πραγματικότητα; Το προφανές θα ήταν να προσλάβει έναν έμπειρο συντάκτη, αλλά ο Ρόντικ στράφηκε σε έναν άνδρα που είχε γνωρίσει σε μια παμπ στο Εδιμβούργο το 1967. «Ο Τζον αντιπροσώπευε την καθαρή αναρχία και αν μπορείς να δαμάσεις την αναρχία και να τη μετατρέψεις σε κάτι πιο θετικό, τότε κάπου θα φτάσεις... Ήταν, επίσης, αρκετά ρεαλιστής, αποφασιστικός και σκληρός, χαρακτηριστικά απαραίτητα, αν έχεις να αντιμετωπίσεις άστεγους, που μερικές φορές γίνονται επιθετικοί.
Ο Τζον ήταν ο άνθρωπος που μπορούσε να χειριστεί μια τέτοια κατάσταση», λέει. Οι δύο άνδρες είχαν διαφορετικές ζωές. Ο Ρόντικ είχε φοιτήσει σε ιδιωτικό σχολείο, ενώ ο Μπερντ (το 1991 ήταν 45 χρονών) είχε ζήσει σε ορφανοτροφείο, σε κέντρο κράτησης ανηλίκων και στους δρόμους.
Ωστόσο, δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι ο τελευταίος θα γινόταν ο πρώτος συντάκτης του περιοδικού. Καταρχάς, δεν ήθελε τη δουλειά. Παντρεμένος, με δύο παιδιά στην εφηβεία και μια εκτυπωτική επιχείρηση, είχε φτιάξει μια ζωή που τη χαρακτήριζε η μεσοαστική σταθερότητα και δεν είχε καμία όρεξη να μπει ξανά στον κόσμο των φτωχών. Όμως, ο Ρόντικ τον πλήρωσε για να συντάξει μια μελέτη σκοπιμότητας και βιωσιμότητας, και μέχρι την ολοκλήρωσή της ο Μπερντ είχε πειστεί. Όπως οι άστεγοι, χρειαζόταν και εκείνος το περιοδικό, μόνο που οι δικές του ανάγκες ήταν περισσότερο ψυχικές παρά οικονομικές. Ένιωθε ότι έτσι θα έδινε νόημα στις δυσκολίες που βίωσε σε νεαρή ηλικία. «Ήθελα να κάνω κάτι που θα εξηγούσε το γιατί κοιμόμουν στο δρόμο και τους τσακωμούς, τα μεθύσια, τις φυλακές, το ορφανοτροφείο. Έψαχνα να μετατρέψω όλες αυτές τις μνήμες και εμπειρίες σε ένα προϊόν», εξομολογείται.
Χάος και συντροφικότητα
Η ημερομηνία που ορίστηκε για την έναρξη κυκλοφορίας του περιοδικού ήταν η 11η Σεπτεμβρίου 1991. Ο Μπερντ είχε στη διάθεσή του μόλις τρεις μήνες για να φτιάξει την ομάδα του και να στήσει το πρώτο τεύχος. Αυτή η πίεση χρόνου τού ταίριαζε. «Αν δεν τρέχαμε και δεν ιδρώναμε, δεν θα μπορούσα να λειτουργήσω. Χρειαζόμουν να νιώθω ότι βρισκόμουν σε συνεχή πόλεμο», δήλωσε.
Ακόμα και ο τρόπος που βρήκε το προσωπικό του περιοδικού ήταν ανορθόδοξος και σε ορισμένες περιπτώσεις έμοιαζε βγαλμένος από τους στίχους του συγκροτήματος Human League «You were working as a waitress in a cocktail bar when I met you» («εργαζόσουν ως σερβιτόρα σε ένα κοκτέιλ μπαρ όταν σε γνώρισα»). Τα μέλη της ομάδας του ήταν νεαρά σε ηλικία, με κοφτερό μυαλό και τελείως άπειρα. Σύμφωνα με τον Μπερντ, ένας από τους επιμελητές σύνταξης εκπορνευόταν στο παρελθόν.. Όπως λέει, «ήταν μια ομάδα από φρικιά και απροσάρμοστους», που ένιωθαν ετοιμοπόλεμοι, εξαντλημένοι, ζωντανοί.
Για παράδειγμα, ο Phil Ryan (Φιλ Ράϊαν) ήταν ένας μουσικός τον οποίο ο Μπερντ γνώρισε μέσω ενός κοινού φίλου ηθοποιού. Ήταν γλυκομίλητος, είχε καλούς τρόπους και επιπλέον φορούσε σακάκι, επομένως ήταν ο κατάλληλος για να διαπραγματευτεί με τη Μητροπολιτική Αστυνομία το δικαίωμα των πωλητών να πουλούν το περιοδικό στους δρόμους του Λονδίνου.
«Ο επίσημος τίτλος μου ήταν αναπληρωτής αρχισυντάκτης. Στην ουσία, όμως, διεύθυνα το περιοδικό», εξηγεί ο Ράϊαν. Η συντακτική ομάδα είχε τη βάση της σε ένα υπόγειο ανάμεσα σε δύο παμπ στο Richmond (Ρίτσμοντ). Είχε κόσμο, φασαρία και συνήθως επικρατούσε το χάος. Θυμάται, για παράδειγμα, τη φορά εκείνη που χρειάστηκε να γράψουν από την αρχή ένα ολόκληρο τεύχος μέσα σε μια νύχτα, καθώς οι υπολογιστές χάλασαν Κυριακή βράδυ και το τεύχος τυπωνόταν Δευτέρα πρωί. «Θα μπορούσα να γράψω ένα βιβλίο με τα λάθη που κάναμε, αλλά μάθαμε γρήγορα».
Η Sophie Raworth (Σόφι Ρόουορθ) είναι πιθανότατα η πιο γνωστή ρεπόρτερ από το ξεκίνημα του περιοδικού. Δούλευε εκεί αφιλοκερδώς όταν τέλειωνε τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο, όπου έκανε μεταπτυχιακό στην ηλεκτρονική δημοσιογραφία. «Ήμασταν σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο, δεν είχε χώρο να κουνηθείς. Το λάτρευα, όμως, γιατί ήταν γεμάτο ζωή και υπήρχε έντονη η αίσθηση της συντροφικότητας. Είμαι σίγουρη ότι υπήρχαν πολλοί που αμφισβήτησαν τον Τζον και το κατά πόσο θα μπορούσε το εγχείρημα τούτο να λειτουργήσει. Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι θα γινόταν κάτι τόσο μεγάλο όσο έχει γίνει τώρα», παραδέχεται γελώντας.
Ο Μπερντ πώς ήταν ως άνθρωπος; Δύσκολος και επιθετικός; «Ήταν ανυπόφορος. Ο Τζον είναι κυκλοθυμικός, θυμώνει, φωνάζει, βρίζει. Υπήρχαν μέρες που ήθελα να τον σκοτώσω. Αλλά, από την άλλη, δεν θυμάμαι στη ζωή μου να έχω γελάσει περισσότερο. Νομίζω ότι αυτό που μας βοηθούσε να αντέξουμε ήταν το γέλιο. Θα είχε ένα εκατομμύριο ιδέες, πράγμα ενοχλητικό όταν θέλαμε μόνο μία. Μόλις, όμως, μάθαινες να φιλτράρεις τις αντιδράσεις σου, μπορούσες να το αντέξεις», θυμάται με στοργή ο Φιλ.
Εικόνες της Γαλλικής Επανάστασης, όπως αυτές που περιγράφει ο ρομαντικός ποιητής Wordsworth (Γουόρντσγουορθ), έρχονται στο μυαλό όταν μιλάς με τους εργαζόμενους του ξεκινήματος του περιοδικού: το γραφείο διανομής στη Victoria (Βικτώρια) που μετατράπηκε σε αποθήκη για αυτοσχέδιο ρέιβ πάρτι και ο Μπερντ που έβγαινε έξω για να πιει και περνούσε τη νύχτα σε κάποιο πάρκο, πριν έρθει στο γραφείο την επόμενη ημέρα, σαν να μη συνέβη τίποτε. Ωστόσο, οι ιστορίες αυτές δεν ήταν ο κανόνας. «Δεν ήταν όλα ένα πάρτι, ήμασταν μια ομάδα νέων, αποφασισμένων ανθρώπων, που μας έβγαινε ο πάτος προκειμένου να φτιάξουμε το καλύτερο δυνατό προϊόν για τους πωλητές. Δεν θέλω να το παινευτώ, αλλά με κάποιον τρόπο γράψαμε ιστορία. Σωστά;» λέει ο Paul Minett (Πολ Μινέτ), ο γραφίστας του περιοδικού τους έξι πρώτους μήνες.
Eχθρότητα και βία
Η δημιουργία του «Big Issue» ήρθε να καλύψει μια ανάγκη. Το 1991, μόνο στους δρόμους του Λονδίνου κοιμόντουσαν περίπου 2.000 με 3.000 άνθρωποι και χιλιάδες άλλοι βρίσκονταν σε όλη τη Βρετανία. Μέσα στο περιοδικό υπήρχε η πεποίθηση, σωστή ή λάθος, ότι η κυβέρνηση δεν ενδιαφερόταν και ότι οι φιλανθρωπικές οργανώσεις με τα συσσίτια και τους ξενώνες αντιμετώπιζαν απλώς ένα σύμπτωμα και δεν βοηθούσαν τους ανθρώπους να αλλάξουν ζωή. Οι δυσκολίες εμφανίστηκαν, ωστόσο, όταν ο ιδεαλισμός συνάντησε την πραγματικότητα του δρόμου. Οι άστεγοι στο Λονδίνο είχαν μια δική τους υποκουλτούρα με παραδόσεις, ιεραρχία και ένα σύστημα πεποιθήσεων στο οποίο η καχυποψία προς κάθε καλοπροαίρετο αποτελούσε σημαντική πτυχή. Το να μπεις στις περιοχές των αστέγων και να προσπαθήσεις να προσλάβεις πωλητές ήταν σαν να προκαλείς την τύχη σου.
Ο Peter Bird (Πίτερ Μπερντ), ο μικρότερος αδερφός του Τζον, που σήμερα είναι υπεύθυνος διανομής, είχε μαζί του ένα ρόπαλο εκείνη την εποχή.
«Ήταν σαν την ταινία “Mad Max”. Υπήρχαν φωτιές τη νύχτα και έντονη επιθετικότητα. Παρκάραμε στην εκκλησία, όπου είχαμε ένα σημείο διανομής, και οι άνθρωποι που σύχναζαν στα σκαλιά κλωτσούσαν και έφτυναν το φορτηγάκι. Δεν ήθελαν να μας γνωρίσουν. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν τον δικό τους τρόπο να βγάζουν λεφτά και να αντιμετωπίζουν τα πράγματα. Ήταν μια βίαιη εποχή, και για να κερδίσεις τους ανθρώπους έπρεπε να αποδείξεις την αξία σου. Πηγαίναμε κάθε μέρα να τους βρούμε και τους ρωτούσαμε αν θέλουν το περιοδικό. Επιστρέφαμε ακόμα και όταν μας έστελναν στο διάβολο. Σιγά σιγά, όμως, κατάλαβαν ότι μπορούσαν να βγάλουν χρήματα χωρίς να ζητιανεύουν ή να κλέβουν. Η προσπάθειά μας είχε αποτέλεσμα, γιατί δεν εγκαταλείψαμε», λέει. Το περιοδικό απλώθηκε στην πόλη ένα τετράγωνο τη φορά, κερδίζοντας τους άστεγους και αντιμετωπίζοντας τις απειλές εκείνων που έλεγχαν οργανωμένες συμμορίες επαιτών.
«Είχα λίγο τη συμπεριφορά εγκληματία. Πίστευα πως αν κάποιος σε απειλούσε και δεν μπορούσες να αντιδράσεις, επειδή ήταν πιο μεγαλόσωμος ή δυνατός, χρησιμοποιούσες ένα βαρύ εργαλείο για να φέρεις την κατάσταση στα ίσα ή πλήρωνες κάποιον πιο δυνατό από αυτόν. Το συγκεκριμένο σύστημα λειτουργούσε στις φυλακές. Το να μην αφήνω τους ανθρώπους να με εκφοβίζουν ήταν μέρος της ζωής μου, αλλά και αν το έκαναν, έβρισκα κάποιον να τους τρομάξει. Έτσι, δημιουργήσαμε ένα είδος αστυνομικού σώματος, όπου το “λάδωμα” έπαιξε ρόλο σημαντικό», λέει ο Τζον. Χρησιμοποίησε τα χρήματα του Ρόντικ για να δωροδοκήσει άνδρες, όπως πρώην στρατιώτες, που προστάτευαν το «Big Issue» ενάντια σε εκείνους που προκαλούσαν φασαρίες.
Πενήντα λίρες εδώ και εκεί δεν ήταν κάποια σημαντική δαπάνη, αν αναλογιστεί κανείς τις σημαντικές απώλειες κερδών που το περιοδικό είχε αρχίσει να σημειώνει. Μέχρι τον Ιούνιο του 1992 έμπαινε μέσα £25.000 το μήνα, αν και πουλούσε 150.000 αντίτυπα. Ο Ρόντικ δεν εγκατέλειψε το εγχείρημα και συνέχισε να το πιστεύει, αλλά «στο τέλος χρειάστηκε να δώσω στον Τζον τρεις μήνες διορία να ισοσκελίσει τα οικονομικά, διαφορετικά θα το έκλεινα. Παραδόξως, τα κατάφερε».
Το Body Shop επένδυσε £500.000 τα τρία πρώτα χρόνια κυκλοφορίας του περιοδικού. Ο Ρόντικ είναι υπερήφανος που το «Big Issue» έχει γίνει πια αναπόσπαστο μέρος της Βρετανίας. Ο Όργουελ, αν έγραφε τώρα, θα μπορούσε να το βάλει στη λίστα του μαζί με τα κόκκινα ταχυδρομικά κουτιά και τις ηλικιωμένες υπηρέτριες που πάνε στη Θεία Κοινωνία με το ποδήλατό τους μέσα στην πρωινή ομίχλη του φθινοπώρου. Η επιτυχία, όμως, του περιοδικού δεν ήρθε εύκολα και χωρίς προσωπικό κόστος.
«Το πρώτο πράγμα που πήρε τον κατήφορο ήταν ο γάμος μας», λέει η Tessa Swithinbank (Τέσσα Σουίθινμπανκ), που χώρησε με τον Τζον ύστερα από σχεδόν 20 χρόνια γάμου. «Το “Big Issue” τον απορροφούσε. Δεν είχαμε συζητήσει πραγματικά τι θα συνέβαινε αν το εγχείρημα αυτό πετύχαινε. Τελικά, κατέληξε να είναι 24ωρη δουλειά. Κοιμόταν στο γραφείο». «Ήθελε μια ήσυχη ζωή και εγώ ήθελα να αλλάξω τον κόσμο», λέει, από την πλευρά του, ο Μπερντ.
«Μου άλλαξε τη ζωή»
Είναι μια ανθρώπινη ιστορία, μια πλευρά της ιστορίας του περιοδικού που σπάνια έρχεται στο φως. Αυτό, όμως, είναι που κάνει το «Big Issue» να διαφέρει από ένα συνηθισμένο περιοδικό. Οι ιστορίες των ανθρώπων που το στήνουν ή πιο συχνά των ανθρώπων που το πουλούν είναι πολλές φορές εξίσου συναρπαστικές με οποιοδήποτε άλλο άρθρο του περιοδικού. Πάρτε, για παράδειγμα, τον William Herbert (Ουίλιαμ Χέρμπερτ), έναν από τους πρώτους πωλητές. Όταν τον ρώτησαν πώς ξεκίνησε να πουλάει το «Big Issue», ο Χέρμπερτ έδειξε την ουλή που υπάρχει στο πρόσωπό του. «Μου την έκαναν οπαδοί της Μίλγουολ (βρετανική ποδοσφαιρική ομάδα)». Είχε σταματήσει σε μια παμπ για μια μπίρα και ένας οπαδός, βλέποντας τα dreadlocks του [το χαρακτηριστικό πλέξιμο στα μαλλιά των ρασταφάρι], τον πλησίασε και, καθώς έγειρε προς το μέρος του, του χάραξε το πρόσωπο με μια λεπίδα.
Χρειάστηκε 24 ράμματα, σχεδόν όσα και τα χρόνια του. Μετά από αυτό, έγινε παρανοϊκός, απομονώθηκε, έχασε την εμπιστοσύνη του στον κόσμο. Το πρόσωπο και η συμπεριφορά του τον έκαναν ανεπιθύμητο ως υπάλληλο και οι σχέσεις με τις γυναίκες έμοιαζαν αδύνατες. Το έριξε στο ποτό. «Ακόμα και για να βγω από το σπίτι έπρεπε να πιω μια μπίρα και στο τέλος ήμουν σε τέτοια κατάσταση, που δεν μπορούσα να ζήσω εκεί». Ζούσε στο δρόμο ζητιανεύοντας, κάνοντας μικροκλοπές, πίνοντας πολύ. Το μόνο που τον ζέσταινε ήταν το αλκοόλ και οι αεραγωγοί ενός κινηματογράφου στην πλατεία Leicester (Λέϊσεστερ). Κοιτώντας πίσω, καταλαβαίνει ότι σιγά σιγά αυτοκτονούσε.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ο Χέρμπερτ ξεκίνησε να πουλά το «Big Issue». Του το είπε μια κοπέλα, άστεγη και εκείνη. Αν ήσουν άστεγος, μπορούσες να το αγοράσεις 10 πένες, να το πουλήσεις 50 και να κρατήσεις το κέρδος. «Τα χρήματα πήγαιναν στο ποτό και επιπλέον δεν κινδύνευα να με συλλάβουν». Το πόστο του τότε ήταν στο Covent Garden (Κόβεντ Γκάρντεν). Εκεί, μιλώντας στον κόσμο, άρχισε να αποκτά πάλι την αυτοπεποίθησή του. Έκανε μια τίμια δουλειά, για την οποία μπορούσε να είναι υπερήφανος. «Μου άλλαξε τη ζωή», λέει ο ίδιος. Μια ζωή που μέχρι το 1991 δεν ήταν εύκολη. Είχε περάσει από πολλές δουλειές, αλλά σε καμία δεν είχε στεριώσει. Είχε κάνει και φυλακή. Μπορεί κάποιος να θεωρήσει αυτόν τον άνδρα, που επί τόσα χρόνια πουλάει το «Big Issue», ως μια αποτυχία της βασικής ιδέας του περιοδικού, δηλαδή να βοηθάει τους άστεγους να σταθούν στα πόδια τους. «Αυτό θα ήταν μια παρερμηνεία», λέει ο ίδιος, μιας και το περιοδικό τού παρείχε σταθερότητα, μια αναγκαία ρουτίνα, αξιοπρέπεια. Τώρα έχει το δικό του διαμέρισμα, πληρώνει τους λογαριασμούς του, πίνει σπάνια και επικοινωνεί ξανά με την οικογένειά του. Η πληγή που άφησε το μαχαίρι αυτό στην παμπ χρειάζεται χρόνια να γιατρευτεί και το «Big Issue» ήταν το εικοστό πέμπτο ράμμα, που τον βοήθησε να κρατήσει σε μια τάξη τη ζωή του. «Δεν βγάζω πολλά λεφτά, δεν θα γίνω ποτέ εκατομμυριούχος, αλλά το περιοδικό με βοήθησε να προχωρήσω», λέει ο Χέρμπερτ.
Αν, λοιπόν, περάσετε μπροστά από έναν πωλητή του «Big Issue» ή της δικής μας «σχεδίας», πείτε του ένα γεια, μια καλημέρα, αγοράστε ένα τεύχος, ευχηθείτε τα καλύτερα, γιατί ποτέ δεν ξέρετε πώς μια τόσο απλή κίνηση μπορεί να αλλάξει μια ζωή!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου