«Μικρό μου κουτί,
που μου κρατούσες συντροφιά
Στις αποδράσεις μου
Κι εγώ σε φρόντιζα
Μην πάθεις τίποτα
Θέλω να μου υποσχεθείς
Πως δεν θα σωπάσεις ξαφνικά»
Αυτό έγραφε το 1940, λίγα χρόνια μετά την απόδρασή του από τη ναζιστική Γερμανία, στο ποίημά του «Μπαλάντα του ραδιοφώνου», ο Μπέρτολτ Μπρεχτ για να εξυμνήσει τη μαγεία ενός μέσου που «κάνει προσβάσιμα σ’ όλο τον κόσμο ένα βιεννέζικο βαλς ή μια συνταγή μαγειρικής». Πράγματι, όσο και αν από τη δεκαετία του ’60 -εξαιτίας της μαζικής εισβολής της τηλεόρασης- προεξοφλούνταν το τέλος του ραδιοφώνου, όπου ένας ολόκληρος κόσμος από ήχους και φωνές γίνονται εικόνες προσωπικές, το «μικρό κουτί» του Μπρεχτ διαψεύδει διαρκώς ότι «θα σωπάσει ξαφνικά», αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Η πολιτισμική και κοινωνική προσφορά του ραδιοφώνου στα 80 χρόνια περίπου της παρουσίας του στη χώρα μας, από τις 21 Μαΐου 1938, όταν οι Έλληνες ακροατές άκουσαν για πρώτη φορά το «Εδώ Αθήναι» από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, έως τη σημερινή διαδικτυακή του εποχή είναι αδιαμφισβήτητη. Μια προσφορά που συνεχίζεται, αν και δεν έχει βρει τη θέση που πραγματικά της αξίζει. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι όλοι μας μεγαλώσαμε και εξακολουθούμε να μεγαλώνουμε με ένα τρανζιστοράκι ή ένα ipad στο αυτί. Είναι, όμως, τη συνεισφορά του «μαγικού κουτιού» που τιμά η UNESCO, καθιερώνοντας, το 2011, την 13η Φεβρουαρίου ως Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου (ημέρα που πρωτο-λειτούργησε το ραδιόφωνο του ΟΗΕ).
«Δεν έχει εκτιμηθεί, ούτε ερευνηθεί και αναλυθεί η “μορφωτική επανάσταση” που επέφερε στην ελληνική ζωή το ραδιόφωνο, ειδικότερα κατά την πρώτη εικοσιπενταετία του», σχολιάζει ο Γιώργος Χατζηδάκης, σκηνοθέτης, θεατρικός συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός, συγγραφέας του λευκώματος «”Ω, άγιε αιθέρα…” Ιστορία της ελληνικής ραδιοφωνίας».
«Άλλαξε την αρχετυπική μορφή της οικογενειακής λειτουργίας. Κατέλαβε τη θέση της Εστίας, όπου γύρω της συναθροιζόταν η οικογένεια, αλλά και τη θέση του λατρευτικού σημείου μέσα στην οικία, όπου επιχειρούνταν η επικοινωνία με το Θείο. Οι ήχοι και οι φωνές που έρχονταν από το άπειρο συνέθεταν μία κατάσταση που αταβιστικά ξυπνούσε βαθιές υπαρξιακές συνήθειες. Με το ξεκίνημα του ραδιοφώνου, η μουσική ζωή της χώρας πήρε μεγάλη ώθηση. Η κλασική μουσική ήταν απ’ την αρχή η βασική ιδεολογία του ραδιοφώνου. Η κατακόρυφη άνοδος που γνώρισε το μουσικό ενδιαφέρον του κόσμου, η ενημέρωσή του για τα έργα και το βίο των μεγάλων συνθετών και όλα όσα αφορούσαν τη μουσική, τους εκτελεστές, τις ορχήστρες ήταν πρωτοφανής. Ο λόγος των σπουδαίων δραματουργών, οι ερμηνείες των μεγάλων ηθοποιών, οι παραγωγές των μεγάλων θεάτρων ήταν προνόμιο των ολίγων του κέντρου. Το στερητικό αυτό καθεστώς το ραδιόφωνο το ανέτρεψε διά μιας. Το ραδιοφωνικό θέατρο, μετά την Κατοχή κυρίως, ανέβασε τους δείκτες της θεατρικής κουλτούρας σε υψηλότατες διαβαθμίσεις. Αν και γενικά το ραδιόφωνο για κάθε του εκπομπή επιστράτευε τη φαντασία, το ραδιοφωνικό θέατρο τη διέγειρε, την απαιτούσε, την όξυνε πολύ περισσότερο», συμπληρώνει ο κ. Χατζηδάκης.
Παράθυρο στον κόσμο
Το κουβάρι το δικών του αναμνήσεων ραδιοφωνικής συντροφιάς, ζώντας παιδί, στα τέλη του ’50 και στις αρχές του ΄60, στο χωριό του, τη Δρακότρυπα Καρδίτσας, στις υπώρειες των Αγράφων, ξετυλίγει ο κ. Γιώργος Γούσιας, πιστός ακροατής του ραδιοφώνου. «Στο χωριό δεν θυμάμαι πιο σπίτι είχε ραδιόφωνο. Μα όποιο και να είχε, ελάχιστα το ανοίγανε, γιατί η μπαταρία του ήταν πανάκριβη και σωνότανε γρήγορα. Όταν αξιωθήκαμε κι εμείς να πάρουμε ραδιόφωνο, ήμουν δέκα χρονών. Η χαρά δεν περιγράφεται. Ήταν το μόνο μας παράθυρο στον κόσμο. Ήταν ένα κομψό σκούρο βυσσινοκαφέ Telefunken με μια μεσαία και δυο σκάλες βραχέα κύματα. Με το φίλο μου και γείτονά μου Νίκο, που είχανε στο σπίτι τους ένα Grundig, συνεχώς φιλονικούσαμε για το ποιο είναι το καλύτερο κι εγώ –απορώ πώς το σκέφτηκα– ότι η Telefunken είναι λέξη ελληνική! Μέσω του ραδιοφώνου, ήρθα σε επαφή με τη λογοτεχνία, αφού στο χωριό δεν υπήρχε βιβλιοθήκη. Με έπαιρνε ο ύπνος στις 11 το βράδυ ακούγοντας τη “Ραδιοφωνική Βιβλιοθήκη”, όπου ηθοποιοί αφηγούνταν μυθιστορήματα του Βενέζη, του Καρκαβίτσα και άλλων σπουδαίων ελλήνων συγγραφέων. Μέχρι 17 χρόνων δεν είχα πάει ποτέ στο θέατρο, άκουγα, όμως, πολύ συχνά θεατρικά έργα (όπως τους “Βρυκόλακες” του Ίψεν) στο “Θέατρο στο μικρόφωνο” και το “Θέατρο της Κυριακής”, φανταζόμενος τους τόπους όπου γυρίζονται αυτά τα έργα. Τα μεσημέρια της Κυριακής που παίζαμε στην πλατεία, στη μία ακριβώς που ακουγόταν από το ραδιόφωνο κάποιου καφενείου ο τσοπανάκος του ΕΙΡ για το δελτίο ειδήσεων σταματούσαμε το κλώτσημα της μπάλας για να το ακούσουμε. Πολλές φορές προτιμούσαμε να ακούμε στις 12 την “Ώρα του στρατιώτου” από τον Στρατιωτικό Σταθμό Θεσσαλονίκης, που συνήθως έβαζε λαϊκά τραγούδια. Όσοι τα κατάφερναν στα βραχέα, το απόγευμα στις πέντε, έπιαναν τον Στρατιωτικό Σταθμό Ιωαννίνων και την “Ώρα των ακροατών”. Ήταν κάποια τραγούδια που τα ζητούσαν τόσοι πολλοί ακροατές, κυρίως ξενιτεμένοι, και τα αφιέρωναν στους δικούς τους, που η εκφώνησή τους κρατούσε ολόκληρα λεπτά. Όταν ήμουνα στην Πέμπτη Γυμνασίου, με χίλια δυο ζόρια, μου αγόρασε ο πατέρας μου ένα τρανζίστορ, που είχε την πολυτέλεια να πιάνει και σταθμούς των βραχέων, το οποίο είχα στο προσκεφάλι μου. Πέρα από τους ελληνικούς σταθμούς, την εποχή εκείνη τα ερτζιανά ήταν γεμάτα και από εκπομπές ξένων ραδιοφωνικών σταθμών. Ο αγαπημένος μας ραδιοφωνικός σταθμός ήταν αυτός της Βουδαπέστης, που είχε ειδήσεις με έντονο ελληνικό ενδιαφέρον, και η συμπάθεια αυτή ξεκινούσε από το γεγονός ότι στο ελληνικό χωριό Μπελογιάννης της Ουγγαρίας ζούσε ο θείος μου. Το μουσικό σήμα του σταθμού ήταν το Ουγγρικό Εμβατήριο από την “Καταδίκη του Φάουστ” του Μπερλιόζ και ήταν αυτή η πρώτη μου επαφή με την κλασική μουσική», θυμάται ο κ. Γούσιας.
Αναμφίβολα, όμως, η κορυφαία στιγμή στην ιστορία του ελληνικού ραδιοφώνου είναι το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας επί εποχής Μάνου Χατζιδάκι (1975-1981). Το τρίπτυχο των στόχων του; «Παιδεία –Τέχνη – Ενημέρωση».
«Έχουμε να κάνουμε μ’ ένα ραδιόφωνο που επεμβαίνει στη ζωή σου μέσω του πολιτισμού συνολικά –όχι μόνο μέσω της μουσικής– και αυτή είναι μία πρώτη ουσιαστικότατη διαφοροποίηση. Πέρα από τις εκπομπές κάθε τύπου, δηλαδή θεατρικές, λογοτεχνικές, μουσικές κάθε είδους (κλασικής μουσικής, τζαζ, έθνικ κ.λπ. Μέχρι τότε το Τρίτο δεν ήθελε να ανακατεύεται με άλλα είδη μουσικής πέραν της κλασικής), προστίθεται και η διάσταση της αμεσότητας του ραδιοφώνου, δηλαδή το ραδιόφωνο μας συνδέει για πρώτη φορά με το χώρο όπου γίνονται τα πράγματα, μεταμορφώνεται σε ένα είδος αυτόπτη μάρτυρα, γίνεται φορέας αυτής της άμεσης επαφής. Επιπλέον, οι παιδικές εκπομπές μέχρι τότε είχαν έναν καθωσπρεπισμό. Η “Λιλιπούπολη”, αντιθέτως, έχει έναν αντικομφορμισμό. Σε πρώτο επίπεδο, τα παιδιά γελούσαν με τον δήμαρχο Χαρχούδα και το δράκο που θέλει να ξυστεί, σε δεύτερο επίπεδο, όμως, σχολιαζόντουσαν με μεταφορικό τρόπο κοινωνικά ζητήματα της επικαιρότητας, όπως το εκπαιδευτικό σύστημα, η λιτότητα, η μόλυνση της ατμόσφαιρας, η ανακύκλωση. Ένα πρωτοφανές κατόρθωμα του Τρίτου, τότε, ήταν ότι όλες οι εκπομπές του εμπνέονταν από απόλυτη ελευθερία έκφρασης. Όταν τολμούσε κάποιος να σκεφτεί επιβολή λογοκρισίας, έπεφτε πάνω στο βράχο Χατζιδάκι, που ήταν πραγματικά αμετακίνητος και μπορούσε να αποκρούσει οποιεσδήποτε τέτοιου είδους επιθέσεις», επισημαίνει ο συνθέτης Γιώργος Κουρουπός, αναπληρωτής διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος την περίοδο του Χατζιδάκι (από το 1977).
Η ζωή στη Λιλιπούπολη αποτελεί ένα σπουδαίο κομμάτι των παιδικών χρόνων του παραγωγού ταινιών, σκηνοθέτη, σεναριογράφου και ραδιοφωνικού παραγωγού Μενέλαου Καραμαγγιώλη: «Ήμουν μαθητής στη Δευτέρα Γυμνασίου στη Θήβα και τρώγαμε αποβολές, γιατί ακούγαμε τη “Λιλιπούπολη” από τρανζιστοράκια μέσα στην τάξη. Έζησα στην εφηβεία μου τη μεγάλη επανάσταση, τότε, του Τρίτου Προγράμματος. Ήταν ένας τρόπος να έχω επαφή με αυτό λέμε “πολιτισμός”». Περιγράφει, δε, την ιστορική εκπομπή του (από το 1987) «Πού πάει η μουσική όταν δεν την ακούμε πια» στο Τρίτο Πρόγραμμα ως «ραδιοφωνικές ταινίες». «Για μένα, είναι μεγάλη ευλογία αυτές οι εκπομπές, είναι οι ταινίες που δεν έχω κάνει ως σκηνοθέτης. Μπορούσα να κάνω μία ταινία κάθε εβδομάδα ραδιοφωνικά. Κάθε εκπομπή έχει ένα θέμα, πολλές φορές ξεκινώντας από μία επέτειο όπως αυτή των ασώτων, όπου έψαχνα και έβρισκα άσωτους ήρωες της λογοτεχνίας ή ποιητές, και αυτό ανοίγεται σιγά σιγά και φτιάχνει ένα σενάριο. Με αυτές τις εκπομπές μεγάλωνα και ωρίμαζα κι εγώ, γιατί είχα ξεκινήσει παιδάκι, λειτούργησαν ως ο ψυχαναλυτής μου. Πολλές φορές είχα έναν πανικό ότι τόσο άσχετα πράγματα μπορεί να μην ταιριάζουν καθόλου μεταξύ τους, όπως το να υπάρχει ένα λαϊκό τραγούδι, μετά ένα κείμενο του Αντόρνο, μια άρια της όπερας, μια διασκευή του Μπαχ, ένα δημοτικό τραγούδι και μετά μια αφήγηση που αφορά κάτι πολύ σημερινό. Ούτε κι εγώ περίμενα τη “φασαρία” που προκάλεσαν οι εκπομπές. Πριν από πάνω από δέκα χρόνια, με σταμάτησε στο δρόμο κάποιος άνθρωπος που με αναγνώρισε από τη φωνή και μου είπε ότι είχε δημιουργηθεί μια ομάδα 300 ατόμων που μαζεύονταν, άκουγαν παλιές εκπομπές μου και τις αντάλλασσαν. Έχω γράμματα από ένα μοναστήρι όπου βάζαν και άκουγαν τις εκπομπές από τα ηχεία ή από έναν οδηγό νταλίκας που για να μη χάνει το σήμα έμπαινε στο πάρκινγκ και άκουγε την εκπομπή ή από σχολεία που έκαναν τις εκπομπές μάθημα. Υπάρχουν άνθρωποι που μου έχουν πει ότι δεν θα άντεχαν να κάνουν τη στρατιωτική τους θητεία αν δεν υπήρχαν αυτές οι εκπομπές ή ότι κατάφεραν να διαβάσουν για τις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο με οδηγό αυτές τις εκπομπές, ή κάποιος άλλος που μου εξομολογήθηκε ότι είχε κάνει απόπειρες αυτοκτονίες και, μέσα από το υλικό που του έδωσαν αυτές οι εκπομπές, μπόρεσε να διαχειριστεί αλλιώς την ψυχική του κατάσταση. Χαίρομαι όταν ακούω αυτά τα πράγματα, αλλά δεν πιστεύω ότι απευθύνονται σε μένα, παρά μόνο στο ίδιο το ραδιόφωνο και τη δύναμη που έχει να δημιουργεί πολύ ουσιαστικές σχέσεις με τους ακροατές», καταλήγει ο κ. Καραμαγγιώλης.
Αναστρέψιμη πορεία
Τη χαμένη, σε μεγάλο βαθμό, όπως υποστηρίζει, μαγεία του ραδιοφώνου, αναπολεί, από την πλευρά του, ο ραδιοφωνικός παραγωγός Μάκης Μηλάτος, διευθυντής του σταθμού «105.5 στο Κόκκινο», ανασύροντας ραδιοφωνικές μνήμες αλλοτινών εποχών, όχι πολύ μακρινών, η αλήθεια είναι.
«Το ραδιόφωνο έπαιζε διαρκώς στο σπίτι μας. Ο πατέρας μου άκουγε ειδήσεις και ελαφρά μουσική και η μητέρα μου δημοτικά, καθώς ήταν από την Ήπειρο. Εγώ ως παιδί περνούσα ώρες ολόκληρες γυρνώντας τη βελόνα στα βραχέα, ακούγοντας έναν κόσμο από ήχους, μουσικές, γλώσσες, που μου ήταν ακατάληπτος, αλλά τον έβρισκα συναρπαστικό. Το 1971, 12 χρόνων, αγόρασα το πρώτο μου τρανζιστοράκι –τότε πουλιόντουσαν συνήθως στα καροτσάκια έξω από τα γήπεδα και τα έπαιρναν οι φίλαθλοι ν’ ακούσουν τους άλλους αγώνες– και άκουγα κρυφά από τους γονείς μου –που είχαν συνδέσει τη ροκ με τους “αλήτες”– στο μαξιλάρι μου τον αμερικάνικο σταθμό της Βάσης του Ελληνικού, που έπαιζε το αμερικάνικο Top 40. Όταν ήμουν παιδί, μία από τις κοινές οικογενειακές μας δραστηριότητες ήταν που συγκεντρωνόμασταν στο σαλόνι και ακούγαμε το “Θέατρο της Δευτέρας” και ο πατέρας μου μού εξηγούσε τα έργα, μου έφερνε βιβλία από τον ίδιο συγγραφέα, μου διάβαζε αποσπάσματα. Η πρώτη μου επαφή με τις αρχαίες τραγωδίες ήταν μέσω του ραδιοφώνου. Αυτό πια έχει χαθεί στο ραδιόφωνο», θυμάται.
Όντως, ποια θέση θεωρεί ότι κατέχει σήμερα ο πολιτισμός στο ελληνικό ραδιόφωνο;
«Έχει απαξιωθεί τελείως ο πολιτισμός στο ραδιόφωνο. Οι ιδιωτικοί σταθμοί κοιτούν πώς με το λιγότερο δυνατό κόστος θα έχουν τη μεγαλύτερη δυνατή ακροαματικότητα, και ό,τι το “κουλτουριάρικο” τους αφήνει παγερά αδιάφορους γιατί υποτίθεται ότι δεν έχει ακροατήριο. Τα πρώτα δέκα χρόνια της ιδιωτικής ραδιοφωνίας (1988-1998) νομίζω έγιναν πολλές αθώες προσπάθειες ανθρώπων, που το κίνητρό τους ήταν η αγάπη τους για τη μουσική και το ίδιο το μέσο. Μετά ξεκινάει μια περίοδος όπου οι επιχειρηματίες, βλέποντας ότι αυτό τους προκαλεί οικονομική ζημιά, περνούν σε ένα νέο ραδιοφωνικό μοντέλο απολύτως ελεγχόμενο. Αρχίζει, με λίγες εξαιρέσεις, η λογική του playlist, να παίζουν οι σταθμοί μουσική ευρείας κατανάλωσης για να μπορούν να απευθυνθούν σε όσο δυνατόν ευρύτερα ακροατήρια και να αντικαθιστούν παραγωγούς με άποψη με ανθρώπους που κάνουν τον ενδιάμεσο, λένε ποιο τραγούδι παίζεται, μετά μιλάνε για το χορηγό και πού θα πάνε το βράδυ ή που παίζει ο τάδε dj, ένα ραδιόφωνο “χαριεντισμού”», σχολιάζει.
Αυτήν ακριβώς την ανάγκη ενίσχυσης του πολιτισμικού και μορφωτικού ρόλου του ελληνικού ραδιοφώνου και επαναφοράς του θεάτρου σε αυτό επισημαίνει και η ηθοποιός Λήδα Δημητρίου, παραγωγός στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. «Ο τελευταίος που ασχολήθηκε ουσιαστικά με το θέατρο στο ραδιόφωνο ήταν ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, που είχε αναλάβει τη διεύθυνση της Ραδιοφωνίας το ’80, μετά σταμάτησαν να δίνονται χρήματα για το θέατρο. Το 2006, βρέθηκα στο Βερολίνο σ’ έναν ραδιοφωνικό διαγωνισμό με την επωνυμία Prix Europa. Εκπροσωπούσα την Ελληνική Ραδιοφωνία με την εκπομπή μου “Τράγου Ωδή: Αισχύλου, Προμηθεύς Δεσμώτης”. Eκεί ανακάλυψα ότι το ραδιοφωνικό θεατρικό έργο δεν ήταν καθόλου νεκρό. Διαπίστωσα, τελικά, πως ένας τεράστιος αριθμός μοντέρνων ραδιοφωνικών έργων είχαν κατακλύσει τις ευρωπαϊκές ραδιοφωνίες στην κατηγορία του Radio Drama. Φυσικά, στην Ελλάδα όλη αυτή η ιστορία ήταν παντελώς άγνωστη.
Εξίσου άγνωστη ήταν και η ιστορία του Radio Documentary, δηλαδή του Ραδιοφωνικού Ντοκιμαντέρ, το οποίο επίσης πόρρω απέχει από τα συμβατικά ραδιοφωνικά ρεπορτάζ. Αφού δικαιολόγησα όπως όπως την απουσία μας, γύρισα στην Ελλάδα, προσπαθώντας να παρακινήσω τους έλληνες παραγωγούς να ασχοληθούν με αυτά τα δυο ραδιοφωνικά είδη. Μάλιστα, δύο εργασίες έχουν κερδίσει, μέχρι στιγμής, το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμούς στην Κροατία και στην Τουρκία αντίστοιχα:
“Η Μήδεια δεν βλέπει εφιάλτες”, radio drama του Κώστα Καναβούρη το 2008 και το “Kηφισός: Μνήμη και Σιωπή”, ραδιοφωνικό ντοκιμαντέρ της Μαρούλας Μαντζώρου, την ίδια χρονιά. Όλα αυτά τα χρόνια, έχω στείλει καμιά εκατοστή επιστολές για να συστηματοποιηθεί η παραγωγή θεατρικών έργων στο ραδιόφωνο. Έχω γνωρίσει καθηγήτρια στο Αιγάλεω που έχει ηχογραφήσει σχεδόν όλα τα θεατρικά του αρχείου της ΕΡΤ, τα παιδιά της τα’ χουν μάθει απέξω, ενώ τα μεταδίδει και στους μαθητές της. Τελικά, πριν από λίγες εβδομάδες με κάλεσε ο πρόεδρος της ΕΡΤ και μου ανέθεσε να ξεκινήσουμε σύντομα ηχογραφήσεις θεατρικών έργων που θα ετοιμάζουν και θα στέλνουν μαθητές δραματικών σχολών. Ας αρχίσει, και ελπίζω ότι θα βρεθούν άνθρωποι να το οδηγήσουν σε μια ανθούσα κατάσταση όπως ήταν κάποτε», υπογραμμίζει η κ. Δημητρίου.
Η επιστροφή του θεάτρου
Και όμως, από το Μάιο του 2016, σπουδαστές της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης σκηνοθετούν, γράφουν, δραματοποιούν και ερμηνεύουν παραμύθια για την εκπομπή της Φωνή της Ελλάδας (ο σταθμός της ΕΡΑ που απευθύνεται στους Έλληνες του εξωτερικού) «Παραμύθια για τη Φωνή της Ελλάδας» (υπό τη δημοσιογραφική επιμέλεια της κ. Βίκυς Τσιανίκα). «Όλα ξεκίνησαν όταν η ΕΡΤ μάς ζήτησε να δημιουργήσουμε πρωτότυπα παραμύθια, έτσι ώστε, μέσα από αυτά, τα παιδιά που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο εξωτερικό να έρθουν σε επαφή μ’ έναν πιο προσιτό τρόπο με την ελληνική γλώσσα. Συμμετέχουν παιδιά και από τα τρία έτη, ενώ εναλλασσόμαστε στις θέσεις του ερμηνευτών, του σκηνοθέτη, των τραγουδιστών – οι μουσικοί δεν εναλλάσσονται παρά μεταξύ τους. Ήδη, έχουν παρουσιαστεί 20 παραμύθια. Οι ιστορίες είναι, για παράδειγμα, για ζωάκια που έχουν μετακινηθεί από το χωριό τους κι έχουν πάει σ’ άλλο χωριό. Συνήθως, δηλαδή, αναφέρονται στην ξενιτιά, ενώ περνούν μηνύματα όπως ο σεβασμός για τον άνθρωπο, η αλληλεγγύη, η αγάπη για την πατρίδα, τη φύση, τη μάθηση, τη μουσική, την τέχνη. Η μαγεία στο θέατρο στο ραδιόφωνο είναι η δημιουργία της εικόνας χωρίς εικόνα, αλλά και το πώς θα εξάπτουμε τη φαντασία και το ενδιαφέρον των παιδιών ώστε να συνεχίσουν να ακούν. Ο στόχος μας είναι η εκπομπή να γίνει διαχρονική. Εμείς του χρόνου θα αποφοιτήσουμε, οπότε θέλουμε να περάσουμε την ιδέα και στα έτη που έρχονται. Ήδη το φετινό πρώτο έτος είναι έτοιμο να συμμετάσχει. Ελπίζουμε η παιδική μας εκπομπή να αποτελέσει το πρώτο βήμα για να ξαναξεκινήσει το θέατρο στο ραδιόφωνο», επισημαίνει ο Βασίλης Φακανάς, σπουδαστής στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου