slpress
Γράφει ο Benjamin Fernandez –
Ελίνα Βέτση (μετάφραση)
Οι εκλογές της 1ης Ιουλίου στο Μεξικό αλλάζουν το πολιτικό σκηνικό στη χώρα της Λατινικής Αμερικής, καθώς ο Λόπες Ομπραδόρ, υποψήφιος ενός συνασπισμού με αριστερό πρόσημο, ανακηρύχθηκε πρόεδρος, αποκομίζοντας περίπου το 53% των ψήφων. Εκείνο όμως που δύσκολα θα αλλάξει είναι η «αόρατη τυραννία» ενός θεσμικού πλέγματος ισχυρών συμφερόντων, το οποίο εκφράζεται μέσα από τα ΜΜΕ και τους ελάχιστους γιγαντιαίους ομίλους που τα κατέχουν.
«Αγαπητέ φίλε, εκλεκτέ και διακεκριμένε, (…) εξετάσαμε προσεκτικά τις δημοσιεύσεις μας (…) και μπορώ να βεβαιώσω ότι δεν υπάρχει τίποτε που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως αρνητική κριτική ενάντια στην κυβέρνηση: αντιθέτως, η γραμμή που ακολουθήσαμε ήταν ανεπιφύλακτα ευνοϊκή και υποστηρικτική του καθεστώτος». Με αυτά τα γεμάτα ανησυχία λόγια, ο Γκαμπριέλ Αλαρκόν, διευθυντής και ιδιοκτήτης της μεξικανικής εφημερίδας «El Heraldo», απευθύνεται με επιστολή του στις 24 Σεπτεμβρίου 1968 στον Μεξικανό Πρόεδρο Γκουστάβο Ντίας Ορντάς.
Εκείνη την εποχή, το Μεξικό συνταράσσεται από τις χωρίς προηγούμενο διαδηλώσεις του φοιτητικού κινήματος και η γεμάτη ζήλο δημοσιογραφική κάλυψη της αστυνομικής καταστολής εναντίον μιας νεολαίας που περιγράφεται ως ανατρεπτική κατέληξε να ενοχλεί την κυβέρνηση, λίγες μέρες πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων στην πρωτεύουσα. «Κύριε Πρόεδρε», συνεχίζει η επιστολή, «αισθανόμαστε σαν να βρισκόμαστε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και μόνο εσείς μπορείτε να μας προσφέρετε το φως που χρειαζόμαστε».
Στις 2 Οκτωβρίου, αστυνομικοί με πολιτικά και στρατιώτες πυροβολούν τους διαδηλωτές στην πλατεία Τλατελόλκο. Ο τραγικός απολογισμός: περισσότεροι από τριακόσιοι νεκροί και μερικές εκατοντάδες αγνοούμενοι. Την επόμενη ημέρα, η «El Heraldo» τιτλοφορεί ως εξής το πρωτοσέλιδό της: «Ελεύθεροι σκοπευτές ανοίγουν πυρ εναντίον του στρατού». Άλλες εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας κάνουν λόγο για «μάχη μεταξύ τρομοκρατών και στρατού» («El Universal») ή και ακόμα για «ξένα συμφέροντα που στόχο έχουν να βρωμίσουν το Μεξικό [για να] σαμποτάρουν τους 19ους Ολυμπιακούς αγώνες» («El Sol de México»).
Στο Μεξικό, ο αποκαλούμενος «κίτρινος» τύπος, εντυπωσιοθηρικός και πάντα πρόθυμος στην υποστήριξη της εξουσίας, έχει τις ρίζες του στη δικτατορία του στρατηγού Πορφίριο Ντίας (τρεις φορές στην εξουσία μεταξύ 1876 και 1911), ο οποίος επιβράβευε με γενναιόδωρες επιδοτήσεις τις πιστές στο καθεστώς εφημερίδες, επιφυλάσσοντας παράλληλα στους ανυπότακτους δημοσιογράφους μια θέση στις κρατικές φυλακές.
Μετά την επανάσταση (1910-1920), το Εθνικό Επαναστατικό Κόμμα (PNR), το οποίο θα μετεξελιχθεί στο Επαναστατικό Θεσμικό Κόμμα (PRI), αρνείται να σπάσει αυτή τη χρήσιμη συμμαχία με τα πιο πιστά μέσα μαζικής ενημέρωσης. Κατά τη διάρκεια των εβδομήντα έξι χρόνων διακυβέρνησης του κόμματος (από το 1929 έως το 2000 και από το 2012 ως σήμερα), «έχει δημιουργηθεί μια σχέση συνενοχής μεταξύ των ΜΜΕ και της εξουσίας», μας εξηγεί ο Γιακίντο Ροντρίγκες Μουνγκία, ιστορικός και διευθυντής της έδρας της δημοσιογραφίας στο Μητροπολιτικό Αυτόνομο Πανεπιστήμιο (UAM).
O όμιλος Televisa ενσαρκώνει αυτή την ακατάλυτη συμμαχία. Το τηλεοπτικό δίκτυο δημιουργήθηκε κατά τη δεκαετία του 1950 από τον Εμίλιο Ασκάραγα Βιδαορέτα, με την παρότρυνση του προέδρου Μιγκέλ Αλεμάν Βαλδές. Ο Μιγκέλ Αλεμάν Βελάσκo, γιος του τελευταίου, που εξασφάλισε τη θέση του διευθυντή ενημέρωσης στο δίκτυο, ασκώντας παράλληλα τα καθήκοντα του γερουσιαστή και του μέλους της ηγεσίας του κόμματος, προειδοποιούσε τo 1986 κατά τη διάρκεια μιας σύσκεψης της συντακτικής ομάδας: «Η επιχείρηση αυτή ανήκει στο PRI. Εάν υπάρχει κάποιος εδώ που δεν είναι υπέρ του κόμματος, ας το πει τώρα και ας φύγει. Δεν θα ξαναδουλέψει ποτέ στην Televisa».
Μετά το θάνατο του ιδρυτή της Televisa, ο γιος του Εμίλιο Ασκάραγα Μίλμο θα ιδρύσει την Univision, που θα μετατραπεί στον ισχυρότερο τηλεοπτικό όμιλο του ισπανόφωνου κόσμου, κατακλύζοντας τη Λατινική Αμερική με τελενοβέλας (τηλενουβέλα, το λατινοαμερικάνικο ανάλογο της σαπουνόπερας), που συνδυάζουν το αστικό δράμα με τον πολιτικό προσηλυτισμό.
Γνωστός ως El Tigre («o τίγρης»), o πλουσιότερος εκείνη την εποχή επιχειρηματίας της Λατινικής Αμερικής αυτοπροσδιορίζεται φυσικά ως «στρατιώτης του PRI». Ακολουθεί ο γιος του Εμίλιο Ασκάραγα Γιαν, ο οποίος αναλαμβάνει την προεδρία του ομίλου από το 1997. Η Televisa και μόνο παρουσιάζει ένα μερίδιο τηλεθέασης της τάξης του 65% (το 95% των Μεξικανών την παρακολουθούν τακτικά και τα βραδινά της δελτία ειδήσεων συγκεντρώνουν το ένα πέμπτο των τηλεθεατών).
Τι συμβαίνει όταν οι δημοσιογράφοι «φαλτσάρουν» στους ύμνους υπέρ της εξουσίας; «Εξαφανίζονται», υποστηρίζει η Άννα Κριστίνα Ρουέλας, εκπρόσωπος στο Μεξικό της Articulo19, οργάνωσης που μάχεται υπέρ του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης. Μέσα στο 2017, έντεκα δημοσιογράφοι δολοφονήθηκαν.
«Ο [πρόεδρος] Πένια Νιέτο διαβεβαιώνει ότι οι δημοσιογράφοι δολοφονούνται από το οργανωμένο έγκλημα. Ψέματα. Όλοι οι δημοσιογράφοι που σκοτώθηκαν έκαναν έρευνα για την πολιτική διαφθορά», ξεσπά η Ρουέλας. «Και όλες οι δολοφονίες παραμένουν ατιμώρητες». Εντούτοις, σύμφωνα με την ίδια, «η πρώτη μορφή βίας που υφίστανται οι δημοσιογράφοι είναι η οικονομική. Είναι η πλέον χρήσιμη και η λιγότερο εμφανής». Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν συλλεχθεί από την οργάνωση, η χρηματοδότηση των ΜΜΕ εθνικής εμβέλειας εξαρτάται κατά 70% από την αγορά διαφημιστικού χώρου εκ μέρους δημόσιων οργανισμών. Για τις τοπικές εφημερίδες, η εξάρτηση αυτή αγγίζει ένα ποσοστό της τάξης του 90%.
Το 1982, η εβδομαδιαία εφημερίδα «Proceso», γνωστή για την ασυμβίβαστη στάση της απέναντι στη διαφθορά, είδε όλα τα διαφημιστικά συμβόλαια που είχε συνάψει με την κυβέρνηση να ακυρώνονται. Ο πρόεδρος Χοσέ Λόπεζ Πορτίγιο (1976-1982), στην ετήσια συνάντησή του με τους διευθυντές των μέσων ενημέρωσης, εξερράγη: «Εγώ να σε πληρώνω κι εσύ να με χτυπάς ύπουλα; Αποκλείεται!». Η «Proceso» παραμένει από τότε η μοναδική εφημερίδα η οποία επιβιώνει μονάχα χάρη στις πωλήσεις της. Σε μεγαλύτερο βαθμό εξαρτώμενη από τη δημόσια διαφήμιση, η ιστορική καθημερινή αριστερή εφημερίδα «La Jornada» αναγκάστηκε να κλείσει πολλές από τις τοπικές εκδόσεις της και να μαλακώσει την επικριτική εκδοτική γραμμή της.
Με την άνοδό του στην εξουσία το 2012, ο Ενρίκε Πένια Νιέτο είχε υποσχεθεί να θεσπίσει ρυθμιστικό πλαίσιο για το δημόσιο χρήμα που δαπανάται σε διαφήμιση. Εντούτοις, η κυβέρνησή του είναι εκείνη που ξόδεψε τα περισσότερα χρήματα για δημόσια επικοινωνία. Περισσότερα από 34 δισεκατομμύρια πέσος (1,6 δισ. ευρώ) δαπανήθηκαν κατά τη διάρκεια των τεσσάρων πρώτων χρόνων της θητείας του.
«Οι πληροφορίες που διαθέτουμε δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου», σχολιάζει εκφράζοντας τη λύπη της η Ρουέλας. «Πολλές κρατικές επιχορηγήσεις συγκαλύπτονται πίσω από διάφορες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, από τη διοργάνωση εκδηλώσεων… από συμβάσεις που παραμένουν μυστικές. Το μόνο κρατικό χρήμα που δεν ελέγχεται στο Μεξικό είναι η δημόσια διαφήμιση. Είναι το μαύρο ταμείο της κυβέρνησης». Πρόκειται για μαζική μεταφορά κρατικού χρήματος σε λιγότερο από δέκα οικογένειες-ιδιοκτήτριες ΜΜΕ, με τους δύο γίγαντες της ραδιοτηλεόρασης να βρίσκονται στις πρώτες θέσεις. Το 2016, η Televisa και η TV Azteka απορρόφησαν το 40% του προϋπολογισμού για την επικοινωνία που προβλεπόταν από την κυβέρνηση.
«Αποκλεισμός της πληροφόρησης»
Τρία χρόνια πριν από τις εκλογές του 2012, οι δύο όμιλοι κατασκεύασαν για τον υποψήφιο του PRI μια τηλεοπτική αφήγηση κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του, που υιοθετεί τους κώδικες της μεξικανικής τηλενουβέλας. Μια αφήγηση για την ακαταμάχητη άνοδο ενός άντρα νέου, πλούσιου και φωτογενή, ο οποίος αποτελεί σύμβολο της οικονομικής επιτυχίας και υπόσχεση εκσυγχρονισμού –με όλα αυτά να συνοδεύονται από ένα σαφέστατο σλόγκαν: «Θα κερδίζετε περισσότερα!».
Για τις ανάγκες της προεκλογικής σαπουνόπερας, ο όμιλος Televisa έφτασε στο σημείο να μεταδώσει ολόκληρο τον δεύτερο γάμο του υποψηφίου με μια σταρ της τηλενουβέλας, την Ανχέλικα Ριβέρα. Μια τηλεοπτική κάλυψη που αναμασιόταν επί τρία χρόνια εκθείαζε την ομόσπονδη Πολιτεία του Μέξικο –κυβερνήτης της οποίας ήταν τότε ο Πένια Νιέτο– ως πρότυπο ανάπτυξης και χρηστής διακυβέρνησης. Το 2017, αυτό το απόρθητο προπύργιο του PRI πέρασε στα χέρια του εξαδέλφου του προέδρου, ο οποίος το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του Γκιλμπέρτο Ενρίκε Πένια Ντελ Μάσο, ομοίως κυβερνήτη με τα χρώματα του κόμματος. Ωστόσο, αυτή η βιομηχανική περιοχή των δεκαέξι εκατομμυρίων κατοίκων, η οποία περιβάλλει την πρωτεύουσα, είναι μία από τις περιοχές που πλήττονται περισσότερο από φαινόμενα διαφθοράς και βίας, κυρίως ενάντια σε οικολόγους, δημοσιογράφους και γυναίκες.
Σύμφωνα με έρευνα δημοσιευμένη από την «Guardian», ο πρόεδρος Πένια Νιέτο φέρεται να κατέβαλε σημαντικά ποσά στον όμιλο Τelevisa προκειμένου να εξασφαλίσει την προώθηση των προγραμμάτων του για δημόσια έργα και τη μετάδοση συνεντεύξεων μαζί του: για παράδειγμα, περισσότερα από 340 εκατομμύρια πέσος (περισσότερα από 17 εκατ. ευρώ εκείνη την εποχή) για τον πρώτο χρόνο της θητείας του.
Η εφημερίδα αναφέρει την εμπιστευτική διπλωματική αλληλογραφία της πρεσβείας των Ηνωμένων Πολιτειών, μέσα από τις διαρροές του WikiLeaks, στην οποία η ομόσπονδη Πολιτεία του Μέξικο περιγράφεται ως «βιτρίνα», με την ευημερία της να είναι απλώς επίπλαστη. Στην αλληλογραφία επισημαίνεται ότι «οι δύο κυρίαρχες στη χώρα τηλεοπτικές εταιρείες, η Televisa και η TV Azteca, οι οποίες διαμορφώνουν ένα ολιγοπώλιο στον τομέα, εξακολουθούν να ασκούν επιρροή στη δικαστική και τη νομοθετική εξουσία, καθώς και στις ρυθμιστικές αρχές, προκειμένου να εμποδίσουν τον ανταγωνισμό». Στo εμπιστευτικό σημείωμα σημειώνεται ότι «κανείς δεν φαίνεται να θέλει να ενοχλήσει την Televisa ή την TV Azteca, από φόβο να μην χάσει φθηνό χώρο διαφήμισης κατά τις ώρες υψηλής τηλεθέασης».
Το 2012, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές, ο υποψήφιος της Αριστεράς Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ («ΑΜΛΟ») κατηγόρησε τις δύο μιντιακές αυτοκρατορίες ότι προωθούν ασύστολα τον Πένια Νιέτο, αλλά και ιδιαιτέρως τον ιδιοκτήτη της TV Azteca Ρικάρντο Σαλίνας Πλιέγο ότι διευθύνει μια «μαφία» που επιδίδεται σε «αποκλεισμό της πληροφόρησης». Ο όμιλος Salinas, ιδιοκτήτης της TV Azteca, όπως επίσης μίας τράπεζας και μίας αλυσίδας σούπερ-μάρκετ, επεκτείνει την επιρροή του χωρίς να ανησυχεί για τη νομιμότητα των ενεργειών του.
Το 2002, μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια συγχώνευσης με το περιφερειακό κανάλι CNI Canal 40, o Σαλίνας Πλιέγο δεν δίστασε να στείλει μια ομάδα ενόπλων για να καταλάβει τον σταθμό. Oι ένοπλοι κράτησαν έγκλειστους για αρκετές ώρες τους εργαζομένους και διέκοψαν τη μετάδοση του προγράμματος του περιφερειακού τηλεοπτικού σταθμού προκειμένου να αναμεταδοθεί το πρόγραμμα ενός καναλιού του ομίλου Azteca (Azteca Trece).
Αμέσως μετά την εκλογή του, ο πρόεδρος Πένια Νιέτο προκάλεσε έκπληξη, επιτρέποντας τον περιορισμό των τηλεπικοινωνιακών μονοπωλίων, όπως και το άνοιγμα της αγοράς της «σύγκλισης» των οπτικοακουστικών προγραμμάτων στις οθόνες των κινητών τηλεφώνων –μέχρι τότε μονοπώλιο της Telcel, εταιρείας που ανήκε στον μεγιστάνα Κάρλος Σλιμ. Οι επιχειρηματίες αποδέχθηκαν τη ρύθμιση καθώς, μακροπρόθεσμα, αυτή η σύγκλιση θα ανοίξει νέες αγορές στους μεγάλους βαρόνους των μέσων ενημέρωσης, θα ενισχύσει τα μονοπώλια και θα αποθαρρύνει τον ανταγωνισμό. Το άρθρο 9 επιτρέπει ειδικά στην Televisa να αποκτά κανάλια χωρίς την άδεια των ρυθμιστικών αρχών. Από την πλευρά του, ο Σλιμ θα μπορέσει να εισέλθει στο χώρο της τηλεοπτικής αγοράς. Οι δύο ιδιωτικές τηλεοράσεις ήδη χρησιμοποιούν δωρεάν τις δημόσιες συχνότητες.
Επιπλέον, ο νόμος επιτρέπει στους τηλεπικοινωνιακούς ομίλους να κατασκοπεύουν τα ηλεκτρονικά μηνύματα των πολιτών στο όνομα της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος. Τον Ιούνιο του 2017, η κυβέρνηση κατηγορήθηκε ότι παρακολουθούσε δημοσιογράφους και τις οικογένειές τους, όπως επίσης και δικηγόρους συγγενών των εξαφανισμένων, με τη βοήθεια ενός λογισμικού κατασκοπίας που διατίθεται στο εμπόριο από την ισραηλινή εταιρεία NSO Group, η οποία μισθώνει τις υπηρεσίες της στη μεξικανική κυβέρνηση.
Μέσω του λογισμικού-χαφιέ είχε στοχοποιηθεί κυρίως η δημοσιογράφος Κάρμεν Αριστεγκί και η ομάδα της, οι οποίοι το 2015 είχαν προβεί σε αποκαλύψεις σχετικά με την απόκτηση από το προεδρικό ζεύγος μιας βίλας αξίας 7 εκατομμυρίων δολαρίων, μέσω ενός μεξικανικού ομίλου που εξασφάλιζε εξαιρετικά κερδοφόρες δημόσιες συμβάσεις. Στη συνέχεια, το ραδιόφωνο MVS απέλυσε την Αριστεγκί και την ομάδα της, κρίνοντας ότι η συμμετοχή των δημοσιογράφων στην πλατφόρμα MexicoLeaks (που είχε ως αποστολή την καταγγελία πράξεων διαφθοράς), εξυπηρετούσε «ιδιωτικά συμφέροντα που δεν έχουν καμία σχέση με την έννοια της δημοσιογραφίας όπως την αντιλαμβάνεται η επιχείρηση». Η διεύθυνση του MVS βρίσκονταν εκείνο το διάστημα σε διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση σχετικά με τη δημιουργία ενός τηλεοπτικού καναλιού.
Υποταγή των διανοουμένων
Οι παρεκτροπές του «τηλεπροέδρου» προκάλεσαν την αγανάκτηση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού. To 2012, η φοιτητική συλλογικότητα «Yo soy 132» ξεκίνησε μια μεγάλη κινητοποίηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενάντια στην μεροληπτική κάλυψη των εκλογών από τα ΜΜΕ. Από τον Σεπτέμβριο του 2014, και μετά την απαγωγή σαράντα τριών φοιτητών της παιδαγωγικής σχολής της Αγιοτσινάπα από τις αστυνομικές δυνάμεις στην πόλη Ιγκουάλα, οργανώθηκαν γιγαντιαίες διαδηλώσεις μπροστά στα κτίρια της Televisa προκειμένου να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Την ίδια χρονιά, η ενοχλητική για την κυβέρνηση κωμωδία του Λουίς Εστράδα με τίτλο La Dictadura perfecta («Η τέλεια δικτατορία») εμπνεόταν από τα σκάνδαλα και τη χειραγώγηση που αποτελούν το λαμπρότερο χαρακτηριστικό της σχέσης μεταξύ του PRI και της Televisa.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι επικείμενες προεδρικές εκλογές του Ιουλίου 2018 φαντάζουν μια δύσκολη υπόθεση για το PRI. Πόσο μάλλον που ο Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ, ο υποψήφιος του Εθνικού Κινήματος Αναγέννησης (MORENA), που στο παρελθόν παρουσιαζόταν ως απειλή για την ανάπτυξη της χώρας, φαίνεται να απολαμβάνει σήμερα την εύνοια των οικονομικών κύκλων.
Στον «ΑΜΛΟ» προσφέρθηκε και η φιλία της TV Azteca: o Εστέμπαν Μοκτεσούμα, πρόεδρος του ιδρύματος Azteca και προστατευόμενος του Σαλίνας Πλιέγο, εντάχθηκε στην ομάδα του υποψηφίου προκειμένου να συνεισφέρει στην «κοινωνική πρότασή του» για το 2018. Ο Ροντρίγκεζ Μουνγκία φαίνεται απαισιόδοξος: «Εάν ένα άλλο κόμμα ανέλθει στην εξουσία, θα προσαρμοστούν. Το έπραξαν όταν το PRI έχασε την προεδρία το 2000, ως άξιοι απόγονοι εκείνων που, δεκαετίες πριν [στις 2 Οκτωβρίου του 1968], δεν προσπάθησαν καν να αλλάξουν την πορεία των γεγονότων. Ήταν αόρατοι και κατέστησαν εξίσου αόρατες τις τραγωδίες».
«Η τέλεια δικτατορία δεν είναι η Κούβα του Φιντέλ Κάστρο: είναι το Μεξικό, επειδή είναι μια δικτατορία τόσο καλά καμουφλαρισμένη, ώστε δεν μοιάζει με δικτατορία». Αυτή διατύπωση του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας Περουβιανού Μάριο Βάργκας Λιόσα, η οποία ειπώθηκε κατά τη διάρκεια μιας διάλεξης στην Πόλη του Μεξικού το 1990, υπό τα έκπληκτα μάτια του Μεξικανού ομολόγου του Οκτάβιο Πας, περιέγραφε την επιδεξιότητα που ανέπτυξε το PRI όσον αφορά την υποταγή των διανοούμενων.
Ο Ροντρίγκεζ Μουνγκία προτιμά τον όρο «αόρατη τυραννία», τον οποίο ξετρύπωσε σε ένα κείμενο του 1964, από τα αρχεία της μυστικής μεξικανικής αστυνομίας, τα οποία άνοιξαν το 2000. Το δοκίμιο, πολύ διορατικά, θεσπίζει το δόγμα που όφειλε να καθοδηγεί το PRI στη σχέση του με τα ΜΜΕ. «Η πολιτική προπαγάνδα οφείλει να χρησιμοποιεί όλα τα μέσα επικοινωνίας –τα κείμενα για τους καλλιεργημένους, τις έντυπες εικόνες, τις οπτικοακουστικές χρήσεις του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης και του κινηματογράφου για τους λιγότερο μορφωμένους– [ώστε] να μπορέσουμε να σχεδιάσουμε έναν κόσμο κυριαρχούμενο από μια αόρατη τυραννία που εξωτερικώς θα λαμβάνει τη μορφή μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης».
Πηγή: Le Monde Diplomatique
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου