Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

Ενοχή


Δημήτρης Ιωάννου
Το πιο σημαντικό κείμενο της νεοελληνικής ακαδημαϊκής θεολογίας για την ενοχή είναι μάλλον το γνωστό «Προπατορικόν Αμάρτημα» του π. Ι. Ρωμανίδη, ο οποίος με το συγκεκριμένο έργο καταπολέμησε το δικανισμό που αναπτύχθηκε στη Δύση και που ως ένα βαθμό επηρέασε και τα «καθ’ ημάς». Μέρος του δυτικού δικανισμού συνιστούν οι θέσεις ότι «η πτώση του Αδάμ προσέβαλε τη θεία δικαιοσύνη, που χρειαζόταν πια αποκατάσταση», «ο Θεός οργίστηκε και ζητούσε ικανοποίηση», «έστειλε το θάνατο για τιμωρία», «τελικά κάποιος, ο Χριστός, έσωσε τον άνθρωπο πληρώνοντας λύτρα για χάρη μας».
Όλα όσα λέγει ο π. Ρωμανίδης βρίσκουν κατ’ ουσίαν τον πατέρα Συμεών Κραγιόπουλο σύμφωνο. Φυσικά και δεν πίστευε ότι το κτιστό μπορούσε πράγματι να «προσβάλει» το Άκτιστο, ότι ο Θεός ζητούσε ικανοποίηση, ότι είναι ο αίτιος του θανάτου κλπ. Από την άλλη, όλα αυτά δεν εμποδίζουν τον θεολόγο να μιλά για την ρεαλιστική ύπαρξη της ενοχής, η οποία γεννάται στον άνθρωπο ως αποτέλεσμα της αμαρτίας. Η τελευταία δεν αποτελεί μια απλή αστοχία, αλλά συνειδητή εξέγερση στο θέλημα του Θεού –και το θείο θέλημα δεν είναι βέβαια μια αστυνομική διάταξη. Ο Θεός μας κάλεσε να γίνουμε «υιοί» Του, συγκληρονόμοι του Κυρίου Ιησού Χριστού (κάποιοι Πατέρες μάλιστα θεωρούν ότι το «ξύλον της ζωής» ήταν στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Χριστός, αλλά δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα για το ανθρώπινο γένος να «γευθεί» τον ίδιο τον Κύριο. Αυτό απαιτούσε αγώνα).
Αμαρτάνοντας, αρνηθήκαμε λοιπόν το θείο θέλημα, την κλήση του Δημιουργού μας. Κατά συνέπειαν, δικαίως ο άνθρωπος αισθάνθηκε ότι προσέβαλε τη θεία τάξη, με την έννοια ότι φέρθηκε αχάριστα και αναξιοπρεπώς έναντι του Υψίστου, εφόσον προτίμησε να ανταλλάξει ένα ανώτερο αγαθό, την αγάπη προς τον Θεό, με ένα κατώτερο, την εγωιστική ηδονή. Αυτό είναι γνώρισμα ποταπού δούλου, ηθικά εξαχρειωμένου όντος και όχι ελεύθερου πλάσματος. Έτσι ήταν τελείως φυσικό που ο ψυχισμός του ανθρώπου κλονίστηκε, γνώρισε ευθύς αμέσως το ισχυρό «πλήγμα» της ενοχής. Η τελευταία στο έργο του π. Συμεών γενικότερα θεωρείται ουσιώδης «ψυχοδυναμική» κατηγορία, εντελώς φυσική συνέπεια της αμαρτίας, που πρέπει οπωσδήποτε να αντιμετωπιστεί.

Και  γίνεται περιέργως μεγαλύτερη η ενοχή, όταν ο άνθρωπος καταλαβαίνει πως έχει να κάνει πάντα, ακόμη και μετά την Πτώση, με κάποιον Πατέρα, που ενδιαφέρεται για τον άσωτο υιό Του. Δεν έχει απέναντί του κάποιον απόμακρο, βλοσυρό νομοθέτη, που τον καταδιώκει με σκοπό να τον τιμωρήσει. Πολύ αργότερα, όταν ο Κύριος θα δώσει στην ανθρωπότητα την Παραβολή του Ασώτου, δεν θα αναφερθεί καθόλου σε κάποιον ελεγκτικό λόγο του Πατρός προς τον παραστρατημένο υιό. Και είναι αυτό που συγκλονίζει. Το τραγικό, το δύσκολο για μας είναι να αποδεχτούμε ότι, ακόμη και μετά την Πτώση, ο Κύριος μας ζητά να τον προσφωνούμε «Πατέρα». «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. Ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου», είπε ο άσωτος, αλλά φυσικά ο λόγος του δεν εισακούστηκε. Η ενοχή, η ντροπή αμέσως θα έπαυαν αν ο Θεός μας μετέβαλλε σε μισθίους Του, αν μας έλεγε: «τώρα πια είστε δούλοι». Και αυτό γιατί μόνο ο ελεύθερος νιώθει ενοχή, καθώς εννοεί ότι φέρει ευθύνη. Ο εσωτερικά δούλος δεν ντρέπεται στην πραγματικότητα για τίποτε.
Όταν ο Αδάμ παρέβη το θείο θέλημα, ο Θεός θέλησε περαιτέρω να τον βοηθήσει, για να επανέλθει στο δρόμο της σωτηρίας. Άλλωστε, ως κτιστό ον, ο πρωτόπλαστος μπορούσε πράγματι να αμαρτήσει, αυτό δεν ήταν κάτι παράξενο. Αυτό που έπρεπε να κάνει όμως σε μια τέτοια περίπτωση ήταν απλά να παραδεχτεί ταπεινά το σφάλμα του. «Κύριε, έφταιξα. Μετανοώ». Όμως δεν το έκανε. Επειδή δεν πήρε ταπεινή στάση, «κρύφτηκε», λέγει η Γραφή, δεν είχε δηλαδή το κουράγιο να αντιμετωπίσει το Θεό και «αρνήθηκε» συμβολικά ό,τι είχε κάνει. Για την ακρίβεια, απώθησε την ενοχή, την έστειλε στο υποσυνείδητο. Ο Θεός έπρεπε να τον βγάλει από αυτή την κατάσταση, που συνιστά μεγάλη ασθένεια, γι’ αυτό και τον ρωτά: «Αδάμ, πού ει;».
Η ερώτηση αυτή του Θεού σημαίνει ότι ο Κύριος ενδιαφέρεται για την πνευματική κατάσταση του πλάσματός του, για το ότι πρέπει αυτό να εμπιστευτεί τον Πατέρα του, να ομολογήσει το σφάλμα του και να τελειωθεί πνευματικά.  Και υπάρχει η εξής αλήθεια: κάθε στιγμή ο Αδάμ, κάθε Αδάμ, κάθε άνθρωπος, βρίσκεται από πνευματική, ηθική και ψυχολογική άποψη κάπου. Πού όμως; Πώς μπορεί να το μάθει; Για να καταλάβει λοιπόν κανείς τον αληθή εαυτό του, πρέπει να σταθεί αποκλειστικά ενώπιον του Θεού (αυτό φαίνεται για κάθε άνθρωπο προπαντός στην προσευχή). Επειδή είμαστε κτιστά όντα, δεχόμαστε δηλαδή την ύπαρξη από κάπου αλλού, μόνο ενώπιον του Παντοκράτορος μπορούμε αληθινά να «αυτοπροσδιοριζόμαστε», να βρίσκουμε τον εαυτό μας. Μόνο ενώπιον του κατεξοχήν Άλλου, του Θεού, μπορούμε να «συγκεντρώσουμε» με οντολογική έννοια το διασπασμένο κατά τα άλλα «είναι» μας, να δούμε εν τέλει την «βαθεία καρδία» μας. Ο Αδάμ έπρεπε να πει στον Θεό πού βρισκόταν - κανείς δεν μπορεί να αποφύγει την «αναμέτρηση» με τα απροσμέτρητα θεμέλια της ύπαρξής του.
                                                           ******
Υπάρχει λοιπόν η ενοχή ως ουσιώδης ψυχοδυναμική και θεολογική μαζί κατηγορία. Είναι λάθος, όπως καταλαβαίνει κανείς μετά από όλα αυτά, να  δαιμονοποιεί κανείς αυτή την έννοια και περαιτέρω να προτρέπει τους άλλους να «αισθάνονται βολικά» με τον εαυτό τους, ό,τι και αν έχουν κάνει, να ξεχνούν τα έργα τους, να δικαιολογούν ποικιλοτρόπως τον εαυτό τους (σε αυτό το άθλημα επιδίδονται πολύ κυρίως κάποιοι ψυχαναλυτές, οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν άλλωστε ότι υπάρχει και ένα πράγμα που λέγεται «ηθική ποιότητα» του προσώπου. Τα ανάγουν όλα στην παιδική ηλικία του ανθρώπου, σε βαθμό που εν γένει μηχανοποιούν τον ψυχισμό). Εξάλλου, κάποιοι άλλοι, κραδαίνοντας το φόβητρο της «ενοχικής συνείδησης» (που πράγματι υπάρχει), αποσυνδέουν το μυστήριο της μετανοίας από την βαθιά μεταμέλεια και την ειλικρινή απόφαση να αλλάξουμε ζωή.
Είναι λοιπόν, κατά τον πατέρα Συμεών, εντελώς δικαιολογημένο και φυσικό το ότι αισθανόμαστε τύψεις όταν αμαρτάνουμε, το ότι νιώθουμε ενοχή. Κάποιος άνθρωπος, ο οποίος δεν αναλογίζεται το μέγεθος των πράξεών του, απλώς έχει αμβλύνει την ηθική του συνείδηση. Ούτε είναι δυνατόν να μας αρρωστήσει το αίσθημα της ενοχής, αυτό καθαυτό. Το λάθος είναι, όπως είπαμε, να απωθήσουμε ακριβώς την ενοχή στο υποσυνείδητό μας, να μην την αποδεχτούμε. Και ο υιός της Παραβολής, αναγνώρισε άλλωστε την ενοχή του. «Πάτερ, ήμαρτον», αναφέρει ότι είπε το ευαγγελικό κείμενο.
Τι πρέπει όμως να γίνει για να μην καταβληθεί ο άνθρωπος από το φόρτο της αμαρτίας του, που είναι πράγματι πελώριος; Εδώ είναι το ουσιώδες: ο μετανοών πρέπει να παραδεχτεί με ταπείνωση ότι είναι αδύνατον να σηκώσει στους αδύναμους ώμους του αυτό το τρομερό βάρος, οπότε και πρέπει να αφήσει τον ίδιο τον Χριστό να το σηκώσει - ο Κύριος σηκώνει το βάρος τόσο της λεγόμενης «γενικής» αμαρτιας, όσο και εκείνης που αφορά τα προσωπικά σφάλματα του καθενός ξεχωριστά.  Δεν πρέπει κανείς να πιαστεί ποικιλοτρόπως από τον εαυτό του: «γιατί να τα φορτώσω στον Χριστό;» (αυτό συνιστά ψευδοταπείνωση) ή «θα σηκώσω τα βάρη της αμαρτίας μόνος μου, αποκλειστικά εγώ» (αυτό αποτελεί εγωπάθεια). Πρέπει απλώς να ταυτιστεί με τον Χριστό, πράγμα που σημαίνει ταπείνωση. «Χριστέ μου, δεν μπορώ ως κτιστό ον, να σηκώσω την ενοχή, που είναι φυσικό να έχω. Σήκωσέ την Εσύ για μένα».
Με άλλα λόγια, όχι μόνο ο Κύριος δεν οργίζεται μαζί μας επειδή αμαρτήσαμε και δεν μας καθιστά «υπόλογους», αλλά μας λέγει και το εξής: «ως ατελή όντα που είστε, μπορούσατε να αμαρτήσατε και ιδού πράγματι αμαρτήσατε. Αποδεχτείτε το εν ταπεινώσει και αφήστε Εμένα να σηκώσω το βάρος σας». Και είναι μεγαλειώδες πράγματι, αληθινή δόξα για τον άνθρωπο να αφήνει κανείς τον Κύριο να σηκώσει αυτό το βάρος. Αυτό συνιστά πράγματι αληθινή εξουθένωση του εαυτού, φθορά του παλαιού ανθρώπου, θάνατο της εγωπάθειας. «Εγώ, Χριστέ μου, είμαι μικρό και αδύναμο πλάσμα. Αφήνομαι στα χέρια σου. Κάνε εσύ αυτό το έργο». «Καιρός του ποιήσαι τω Κυρίω»… Πώς όμως θα αφήσουμε τον Χριστό να εργαστεί αυτό το έργο;
Ο Χριστός, λοιπόν, λέγει ο πατήρ Συμεών, ενεργεί πάντα δι’ ενός συγκεκριμένου προσώπου, ενός ιερέως εν προκειμένω, ο οποίος αποτελεί τρόπον τινά έναν «μικρό Χριστό», στον οποίο πρέπει να προστρέξει όποιος θέλει να θεραπευτεί. Αυτό είναι το παράδοξο: εμπιστευόμαστε τον Χριστό, και Αυτός μας εμπιστεύεται με την σειρά Του και μας κάνει «συνεργούς» Του. Προκειμένου λοιπόν να γλιτώσει κανείς από τη βασανιστική ενοχή, πρέπει να εργαστεί όχι ατομικιστικά, όπως προτρέπουν οι προτεστάντες, να θεμελιώσει δηλαδή μια δήθεν άμεση σχέση με τον Θεό, αλλά να ακολουθήσει την οδό της Εκκλησίας. Γενικά, ο Χριστός αναθέτει σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, τον πατέρα της εκκλησιαστικής κοινότητας, τον ιερέα, τον πνευματικό, να γίνει ο φορέας της θείας χάρης. Και μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο γιατί ο άνθρωπος είναι δεκτικός των χαρισμάτων του Θεού (άλλωστε είναι «κατ’ εικόνα Θεού), και μάλιστα του ειδικοτέρου χαρίσματος της ιεροσύνης. Ο ιερέας λειτουργεί πράγματι ως αντιπρόσωπος του Χριστού στη γη, όχι όμως με την εξωτερική έννοια, σαν αυτή που επικρατεί στον ρωμαιοκαθολικό κόσμο, ότι δηλαδή ο χειροτονούμενος λαμβάνει κάποια νομική εξουσία, που μπορεί και να μην αγγίζει καθόλου την όλη του υπόσταση, ως πνευματικού όντος. Ακόμη και αυτή η νομική «εξουσία» του ιερέως, είναι τελικά αγιοπνευματικό δώρο («Λάβετε Πνεύμα Άγιον∙ αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται», είπε ο Κύριος). Μέσα στον άνθρωπο, κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, δύναται να ενεργεί το ίδιο το Άγιο  Πνεύμα, οπότε, κατά μία ουσιώδη έννοια, μπορεί ο ιερεύς, με το ειδικό αγιοπνευματικό χάρισμα που έχει, να αποτελέσει το μέσον διά του οποίου ενεργεί ο Θεός την σωτηρία των ανθρώπων.
Ο ιερεύς έχει ασφαλώς την εξουσία να τελεί τα μυστήρια, που είναι έγκυρα ανεξάρτητα από τις προσωπικές του αμαρτίες. Ωστόσο, ειδικά στο ζήτημα της θεραπείας των ψυχών, απαιτείται και ο θείος φωτισμός. Το ύδωρ δεν προβάλλει καμία αντίσταση στον λειτουργό, λέγει ο π. Συμεών, όταν αναγινώσκεται η ευχή του αγιασμού. Παρομοίως, ο άρτος και ο οίνος γίνονται πάντα Σώμα και Αίμα Χριστού, ανεξάρτητα από την αγιότητα του λειτουργού. Ο άνθρωπος όμως προβάλλει συχνά αντίσταση στην θεία χάρη, γι’ αυτό τελικά, ζητά κάποιον που να μπορεί να τον θεραπεύσει, κάποιον δηλαδή πνευματικό με «νουν Χριστού». «Τυφλός τυφλόν εάν οδηγεί, αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται».
Πρέπει εδώ να πούμε, προς αποφυγήν κάθε παρανόησης, ότι σε όποιον ιερέα να πάει ο αμαρτωλός να πει τα κρίματά του, θα πάρει οπωσδήποτε την άφεση. Το ζήτημα όμως είναι ότι, αν δεν ψάξει να βρει τον κατάλληλο «οδηγό», το πιο πιθανό καταρχήν είναι ότι δεν θα μπορέσει καν να διακρίνει την αμαρτία του, και μάλιστα την πιο βαθιά. Δεν θα μπορέσει επίσης να του μεταδοθεί το αίσθημα του τι σημαίνει αληθινή «κατά Χριστόν ζωή», βίος εν Πνεύματι. Τελικά, το μυστήριο θα τυποποιηθεί, όπως έγινε επανειλημμένα στο παρελθόν, και μπορεί να περιπέσει άλλη μια φορά σε αδράνεια, όπως είχε συμβεί και τελευταία, επί δεκαετίες, για να μην πούμε εκατονταετίες ολόκληρες. Αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος. Να καταντήσουν τα μυστήρια της  Εκκλησίας συμβάσεις.
                                               ******
Με έναν τέτοιον «άνθρωπο του Θεού» ( και είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι η αγία Εκκλησία στερείται σήμερα τέτοιων πνευματικών μορφών), πρέπει να θεμελιώσει ο αμαρτωλός μια προσωπική σχέση, γιατί τότε, στο πρόσωπο του ιερέως θεμελιώνει στην ουσία προσωπική σχέση με τον Χριστό. Γιατί πράγματι μεταξύ ιερέως και πιστού αναπτύσσεται μία «σχέση». Ένα κατάλληλο άνθρωπο θα πρέπει να εμπιστευθεί ο πιστός, γι’ αυτό και η υπακοή που θα κάνει σε αυτόν μπορεί να θεωρηθεί ως «φιλάνθρωπη» και όχι καταναγκαστική. Δίχως εμπιστοσύνη, δεν νοείται αληθής προσωπική σχέση. Μόνο αυτή, και η ταπείνωση, που συνιστά προϋπόθεσή της, θα του επιτρέψει να ταυτιστεί (όχι βέβαια αρρωστημένα) με τον ιερέα, και μέσω αυτού με τον Χριστό.
Η προσωπική αυτή πνευματική σχέση θα προχωρά, η εμπιστοσύνη ολοένα και θα μεγαλώνει, ενώ στην αρχή ίσως δεν θα πρέπει να θιγεί καθόλου το δύσκολο ζήτημα της ενοχής. Μόλις όμως ωριμάσει αυτή η σχέση- και πρέπει οπωσδήποτε να ωριμάσει- , τότε μπορεί να ξανοιχτεί κανείς, γνωρίζοντας ότι κάποιος πράγματι τον αγαπάει. Μόνο αν ξέρουμε ότι πράγματι μας αγαπούν, τότε πράγματι αφήνουμε την καρδιά μας να μιλήσει αληθινά. Αυτό σημαίνει ότι ήρθε η ώρα που ο  «θεραπευτής», ο πνευματικός πατήρ, θα ζητήσει από τον αμαρτωλό, τον νευρωτικό, μια «θυσία». Να αναγνωρίσει την ενοχή. Και αυτός θα μπορέσει να το κάνει. Η αναγνώριση όμως αυτή συνιστά μεγάλη οδύνη, γιατί πληγώνει τον εγωισμό. Αλλά, διά μέσου της εμπιστοσύνης στον ιερέα, ο άνθρωπος πια μπορεί να προχωρήσει σε αυτή την κατάσταση. Σημειωτέον, πάντως, ότι η ενοχή μπορεί να μην προκύπτει από κάποια μεγάλη αμαρτία που έκανε κανείς, αλλά απλά γιατί η όλη στάση, η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό δεν είναι ευθεία, αλλά «διπλωματική», δίβουλη, κίβδηλη - αυτό πρέπει να το καταλάβει ο εαυτός.
Εδώ περνάμε σε ένα άλλο ουσιώδες φιλοκαλικό θέμα: κάθε άνθρωπος είναι ικανός να βλέπει τον εαυτό του, να διακρίνει την ηθική του κατάσταση, το βαθύτερο πνευματικό του ποιόν, έστω και κατόπιν κάποιας σχετικής καλλιέργειας. Ο «νους», δηλαδή, για να χρησιμοποιήσουμε πατερικές κατηγορίες, έχει την δύναμη να μπορεί να διαβάζει τον έσω άνθρωπο, την «καρδία», και να καταλάβει ότι, έστω κι αν δεν διέπραξε κανείς κάποια μεγάλη αμαρτία, ωστόσο η όλη σχέση με τον Θεό είναι λανθασμένη –είναι «κουμπωμένος» κανείς, κρατά κρυφούς «άσσους», έχει βρει τρόπους να δικαιώνει τον εαυτό του, δεν θέλει μυστικά να παραδοθεί στον Θεό. Πρέπει λοιπόν όλα αυτά να έρθουν στο φως- αυτό είναι ένα πολύ λεπτό σημείο. «Κύριε, δώρισαί… μοι του οράν τα εμά πταίσματα», λέμε την Μεγάλη Σαρακοστή, επαναλαμβάνοντας την ευχή του Αγίου Εφραίμ του Σύρου. Τι θα πει να «ορά» κανείς την αμαρτία του; Δεν σημαίνει να την «γνωρίζει» με εξωτερική έννοια, σαν να πρόκειται για τίποτε εξωτερικές, ανώδυνες  πληροφορίες, ήσσονος σημασίας, χωρίς ουσιαστικές συνέπειες για την όλη ζωή μας. Κανείς δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος μπροστά στο θέαμα της πνευματικής κατάπτωσής του – και είναι μάλλον αδύνατο, έστω σπάνιο, να έρθει ο άνθρωπος αντιμέτωπος διαμιάς με το θέαμα της όλης αμαρτίας του, γιατί θα καταρρεύσει, θα συντριβεί. Βαθμιαία ο Θεός αποκαλύπτει, σε όσους τον παρακαλούν με ταπείνωση, την πτώση τους, και αυτό είναι το πρώτο μεγάλο βήμα για να θεραπευτεί κανείς.
Ωστόσο, δεν αρκεί να παραδεχτούμε, όπως νομίζουν οι ψυχαναλυτές, ότι είμαστε άρρωστοι, για να γίνουμε καλά (ο Φρόυντ νόμιζε ότι μόλις ανακαλύψει κανείς την αιτία της νεύρωσής του, αυτομάτως θεραπεύεται). Πρέπει και να σηκώσει κανείς την ενοχή του, για να γίνει υγιής. Και εδώ φτάνουμε σε ένα βασικό σημείο της διδασκαλίας του πατρός που επαναλαμβάνουμε: πρέπει ν’ αφήσει ο πιστός τον Χριστό να κάνει αυτό το έργο. 
                                                             ******
Αξίζει εδώ να γίνει μια παρενθετική παρατήρηση, που αφορά τον τρόπο που, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ενδόμυχα ο π. Συμεών ερμηνεύει την γνωστή φράση του αγίου Ιγνατίου Αντιόχειας για τον Επίσκοπο (ίσως και για κάθε ιερέα στην ενορία του) ότι είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού». Αυτό δηλαδή δεν σημαίνει ότι «εφόσον λείπει ο Χριστός, άρα πρέπει να βρούμε κάποιον που να Τον αντικαθιστά, δηλαδή τον ιερέα, για να έχουμε κάποιον να βλέπουμε μπροστά μας και να του κάνουμε και τιμές». Ο Χριστός ποτέ δεν αντικαθίσταται, λέγει κάπου ο πατήρ.  Το πνεύμα του είναι μάλλον το εξής: «εφόσον έχουμε τον Χριστό, μπορούμε και να έχουμε μπροστά μας μια εικόνα του Χριστού, κάποιον που δεν τον αντικαθιστά, αλλά γίνεται διάφανη εικόνα Αυτού, και αυτό γιατί λέγει και κάνει ό,τι και ο Χριστός». Είναι πράγματι δυνατόν για κάποιον άνθρωπο, εφόσον ζει Κύριος ο Θεός, να έχει «νουν Χριστού», να σταυρώνεται όπως και ο Χριστός υπέρ του ποιμνίου, να λέγει και να πράττει όπως ο Χριστός, να μιλά, με το ειδικό χάρισμα που έχει, «ως εξουσίαν έχων», όπως ο Θεάνθρωπος. Με άλλα λόγια, ο Επίσκοπος είναι ολόκληρος μια «διαφάνεια» της Παρουσίας του Χριστού, και μάλιστα το ειδικό αυτό χάρισμά του επιμερίζεται σε ένα διπλό έργο, που είναι όμως βαθιά ενιαίο: αφενός μπορεί να τελεί, μόνο αυτός (και σε όποιους αναθέτει) την Ευχαριστία, και αφετέρου επιτελεί το άλλο, εξίσου σπουδαίο, κατά τον  π. Συμεών, μυστήριο, να ευαγγελίζεται τον λαό (αυτό το δεύτερο κακώς υποτιμάται και δεν θεωρείται το ίδιο σημαντικό έργο του Επισκόπου). Ο επίσκοπος «τελεσιουργεί» τον «Λόγο». Αν δεν υπάρχει ρεαλιστικά όμως ο Χριστός στον Επίσκοπο, εν γένει τους ιερείς, η όλη ενοριακή ζωή θα καταστεί, όπως είπαμε, μάλλον μηχανική –από τα χρόνια ήδη του αγίου Συμεών του  Νέου Θεολόγου φαίνεται δυστυχώς πόσο επικίνδυνο είναι αυτό το φαινόμενο της συμβατικής λατρείας. Φέροντας το ίδιο όνομα με τον Νέο Θεολόγο, ο πατήρ Συμεών ήταν άκρως ευαίσθητος έναντι αυτού του κινδύνου, και θα μπορούσαμε να πούμε ότι λειτουργούσε και αυτός το ίδιο προφητικά: «το πνεύμα μη σβέννυτε». Τα μυστήρια της Εκκλησίας είναι αληθινά η ενοίκηση του αγίου Πνεύματος μέσα μας, και δεν έχουμε να κάνουμε με όμορφες μεν, αλλά χωρίς βαθύτερο νόημα τελετές. Δεν πρόκειται επίσης καθόλου για κάποιες ημι-μαγικές πρακτικές.
Ο ιερέας, περαιτέρω, εφόσον είναι πνευματικός πατέρας, «μικρός Χριστός», πρέπει να ζήσει ό,τι και ο νευρωτικός- η ενοχή γεννά νεύρωση. Βάζει τον εαυτό του στην θέση του αμαρτωλού, όπως λέγει και ο Απόστολος Παύλος: «εγενόμην τοις πάσι τα πάντα, ίνα τους πάντας κερδήσω». Με την δύναμη της αγάπης, αυτής της οντολογικής και όχι απλά ψυχολογικής κατηγορίας -γιατί η Αγάπη είναι τελικά ο ίδιος ο Χριστός-, μπορεί κανείς να διεισδύει στα βάθη της ψυχής του άλλου, να κατεβαίνει στον Άδη που υπάρχει μέσα του, όπως ο Χριστός, και να τον σώζει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο αμαρτωλός, ο ενοχικός, και άρα νευρωτικός, διδάσκεται από το παράδειγμα του ιερέως τι θα πει θυσία, και αποφασίζει και ο ίδιος να κάνει την μικρή θυσία για την οποία μιλάμε εδώ: να αποδεχτεί την ενοχή. Η μια θυσία ως υψηλό ζωντανό παράδειγμα γεννά την άλλη. Ο ίδιος ο Χριστός, αν και Θεός, δεν μπορούσε, τρόπον τινά, να μας θεραπεύσει αλλιώς, παρά με το να γίνει ένας από μας, να μπει στη θέση μας, να ενσαρκωθεί, να πάθει, να σταυρωθεί, και μετά να αναστηθεί. Η Ενσάρκωση είναι ο τρόπος που σωζόμαστε, και σε κάθε επιμέρους περίπτωση. Κατά κάποιο τρόπο, το μυστήριο της Ενσάρκωσης επαναλαμβάνεται και με τις ενέργειες του ιερέως. Άλλωστε, διά των Αποστόλων, και μετά των διαδόχων τους, των ιερέων, ο Χριστός γίνεται παρών στον κόσμο. Και ο Χριστός ενεργεί, αντίθετα από την προτεσταντική νοοτροπία, δι’ ενός συγκεκριμένου προσώπου.
                                                       ******
Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι δυστυχώς, συνήθως ταραζόμαστε μπροστά στην εμφάνιση, την θέα ενός ιερέα, και αυτό γιατί έχουμε σπρώξει την ενοχή στο υποσυνείδητο, και καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια να μην την αφήσουμε να βγει απ’ εκεί. Η ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας, ότι είμαστε ενάρετοι και ακηλίδωτοι, σε μια τέτοια περίπτωση θα χαλάσει. Σημειωτέον ότι ο ενοχικός γίνεται και ανοικτίρμων, γιατί η θέα της ενοχής των άλλων του θυμίζει το δικό του φταίξιμο, ενώ επίσης επικρίνει συχνά αυστηρά τους άλλους, γιατί θέλει να διαχωριστεί αρρωστημένα έναντι των  «αμαρτωλών». Μπορεί όμως να  επιδίδεται και σε μεγάλη αυτοκατάκριση- κατηγορεί τόσο πολύ τον εαυτό του, γιατί δεν αντέχει να τον βλέπει αμαυρωμένο από τις πτώσεις του.
Δύσκολα πάει λοιπόν κανείς στον ιερέα- πολύ πιο εύκολα στον ψυχαναλυτή, για τους λόγους που εξηγήσαμε. Και όταν όμως πάει, και τότε βαθύτερα συνήθως προσπαθεί να «κουκουλώσει» τα πράγματα, λέγει ο πατήρ Συμεών, να βρει τρόπους να καλύψει την ενοχή του. Τι πρέπει να κάνει τότε ο ιερέας; Πέρα από την εμπιστοσύνη του ασθενούς, του πνευματικά αρρώστου, που θα πρέπει να κερδίσει ο πνευματικός, υπάρχουν πολλά άλλα πράγματα που θα πρέπει να προσέξει- ιδού γιατί απαιτούνται και αρκετές γνώσεις. Θα δούμε ενδεικτικά ένα παράδειγμα: συμβαίνει λοιπόν ενίοτε η στάση του νευρωτικού έναντι του ιερέα να είναι αρνητική, λόγω της λεγόμενης «αρνητικής μεταβίβασης», πράγμα που σημαίνει ότι ο νευρωτικός προβάλλει στο πρόσωπο του ιερέως τις δικές του εσωτερικές δυσκολίες, συγκρούσεις, ασθένειες. Πρέπει λοιπόν ο εξομολογών να ξέρει, ότι καθώς θα ξεσκαλίζει τα απωθημένα βιώματα του αρρώστου, εκείνος θα αντιδρά –ωστόσο δεν χρειάζεται να δίνει σημασία σε όλα αυτά. Ακόμη και η επιθετικότητα του νευρωτικού είναι ένας τρόπος με τον οποίο αυτός θέλει να επικοινωνήσει –οπότε ο ιερέας μπορεί να πιαστεί ακόμη και από αυτήν. Πρέπει εν γένει ο πνευματικός να κάνει ότι δεν καταλαβαίνει, για αρκετό ίσως καιρό, και ίσως κάποτε, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, η αγάπη του Χριστού θα διοχετευτεί στον άρρωστο, και θα τον μεταμορφώσει.
Η παρουσία εν γένει του ιερέως, οφείλουμε να πούμε, είναι για κάθε άνθρωπο, πιστό η άπιστο, ασυνείδητα η παρουσία του Θεού. Και όσοι δεν υπάκουσαν στον Κύριο, αλλά αδιαφόρησαν, στάθηκαν ψυχροί ή ακόμη και επιθετικοί έναντι Αυτού, ξαναγίνονται επιθετικοί στην εμφάνιση του ιερέα. Και μάλιστα, παραδόξως, αυτό μπορεί να συμβεί ακόμη και αν κάποιος τρέχει φαινομενικά διαρκώς πίσω από έναν πνευματικό, αλλά δεν έχει στο βάθος ταπεινωθεί αληθινά. Και αυτός όμως, αν ο εξομολογών γνωρίζει από αυτά, μπορεί να βοηθηθεί αναλόγως. Η επαφή εν γένει με κάποιον πνευματικό, άνθρωπο του Θεού, θα βοηθήσει τον πιστό να καταλάβει ότι όλα όσα λέγει η Εκκλησία δεν είναι εξιδανικεύσεις ή δεν αφορούν μια παλιά, καλή εποχή, αλλά μπορούν να εφαρμοστούν και σήμερα. Το άκρως σημαντικό, η παρουσία του ιερέα θα βοηθήσει τελικά τον πιστό, αν έχει αληθινό φρόνημα μαθητείας, να απαλλαγεί οριστικά από ό,τι καταστρέφει την ζωή μας: την ενοχή.
                                                        ******  
Η ανάγκη να διαφυλαχθεί το μυστήριο της μετανοίας από τη σύμβαση και την τυποποίηση πρέπει να καθιστά ιδιαίτερα προσεκτικούς και τον εξομολογούμενο και τον πνευματικό. Ο μεν πρώτος οφείλει να ψάξει για να βρει κάποιον άνθρωπο με αγάπη, αλλά και διάκριση, ώστε να τον βοηθήσει πραγματικά στην όλη του πνευματική προσπάθεια, ο δε δεύτερος πρέπει να συμπάσχει με τον αμαρτωλό, εν γένει τον άρρωστο πνευματικά αλλά και ψυχικά. Πρέπει να λειτουργεί ως πατέρας, να μη φοβάται τη θυσία υπέρ του ποιμνίου. Γιατί το μυστήριο της μετανοίας είναι ο μόνος τρόπος να ανακαινίσει κανείς τη ψυχή του, όταν αμαυρωθεί από την αμαρτία ο λαμπρός βαπτισματικός χιτώνας.
  ΣΥΝΤΟΜΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: αυτά τα θέματα θίγει μεταξύ άλλων το βιβλίο του π.  Συμεών Κραγιόπουλου «Το σύγχρονο χάρισμα», που αναφέρεται στο θέμα της υπακοής σε πνευματικό πατέρα. Πολλές επιμέρους, άκρως ενδιαφέρουσες περιπτώσεις σχέσεων πνευματικού και μετανοούντος, και επισήμανση των κίνδυνων που μπορούν να προκύψουν σχετικά, αναλύονται επίσης στο βιβλίο «Από το πάθημα του Αδάμ στη λύτρωση. Η νεύρωση ως συνέπεια της απωθήσεως της ενοχής και η θεραπεία της», το οποίο είναι επίσης πολύ σημαντικό.
πηγή: Aντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ασ' τον να κάνει ό,τι θέλει, άντρας είναι

Κάθε φορά που ακούω -και είναι πολλές οι φορές αυτές- μια μάνα να λέει: "άσ'το το παιδί να κάνει ότι θέλει, άντρας είναι" για ...