Γράφει ο Ελευθέριος Σκιαδάς
Οπωσδήποτε η ελληνική κοινωνία που σχηματιζόταν μετά την απελευθέρωση της χώρας από τη μακραίωνη σκλαβιά παρουσίαζε εξαιρετικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως ιδιαίτερος και σημαντικός ήταν ο ρόλος της Εκκλησίας.
Πέραν των ηθικών και θρησκευτικών διαστάσεών της, υπήρξε ο μόνος θεσμός που εμπιστεύονταν οι Έλληνες.
Στην Εκκλησία προσέφευγαν όχι μόνο για να σώσουν την ψυχή τους, αλλά και για να λύσουν τα προβλήματα που τους απασχολούσαν.
Τη διάσταση αυτή αντιπροσωπεύει και ένα γεγονός που συνέβη στην Αθήνα πριν από 170 χρόνια (Ιανουάριος 1846).
Μεταξύ αυτών που ήλθαν στην ελληνική πρωτεύουσα αναζητώντας μια καλύτερη τύχη ήταν και η προερχόμενη από τη Σμύρνη Παναγιωτίτσα, χήρα του Γιαννάκου Ποκιτάκη, με την κόρη της Ελένη.
Δύο γυναίκες μόνες, που τα έβγαζαν πέρα έχοντας τις οικονομίες και μερικά αντικείμενα που έφεραν μαζί τους.
Αλλά ένα βράδυ άγνωστοι μπήκαν στο σπίτι τους και τις καταλήστεψαν, αφού προηγουμένως τις βασάνισαν.
Φεύγοντας, πήραν περίπου 4.000 δίστηλα, 4500 δραχμές σε χρυσά φλουριά (λίρες τουρκικές), χρυσαφικά (βραχιόλια, σκουλαρίκια, ρολόγια, δαχτυλίδια) και ακριβά οικιακά σκεύη (ασημένια πιατάκια, ζαχα ροθήκες, κούπες, κουταλάκια κ.ά.).
Η ληστεία των δύο γυναικών προκάλεσε αλγεινή εντύπωση.
Οι ελάχιστες αστυνομικές δυνάμεις κατόρθωσαν να εντοπίσουν ορισμένα πράγματα στο σπίτι κάποιου Βαγγέλη Κοντομανώλη.
Ωστόσο τα χρήματα και πολλά ακόμη πράγματα δεν βρέθηκαν, παρά τις προσπάθειες των ανακριτικών Αρχών που επιλήφθηκαν την υπόθεση.
Συνελήφθησαν ορισμένοι ύποπτοι και φυλακίστηκαν, αλλά δεν υπήρξε αποτέλεσμα.
Συνελήφθησαν ορισμένοι ύποπτοι και φυλακίστηκαν, αλλά δεν υπήρξε αποτέλεσμα.
Πολλοί, βεβαίως, θα γνώριζαν τους δράστες, θα είχαν δει ή θα είχαν ακούσει κάτι, αλλά δεν μαρτυρούσαν πού είχαν παραδοθεί ή κρυφτεί τα κλεμμένα.
Είτε για λόγους φιλίας είτε διότι δεν ήθελαν να μπερδευτούν σε... ξένες υποθέσεις, κρατούσαν τα στόματά τους κλειστά.
Οι δύο γυναίκες απέμειναν πλέον στην πόλη χωρίς να διαθέτουν τα στοιχειώδη. Προκειμένου να επιβιώσουν, κατέφυγαν στην Εκκλησία και ζήτησαν βοήθεια.
Η χήρα και το ορφανό κορίτσι της οπωσδήποτε προκαλούσαν τη συμπόνια των ιερωμένων σε τέτοιο βαθμό, ώστε με το ζήτημα ασχολήθηκε η Ιερά Σύνοδος εκδίδοντας "Εκκλησιαστικόν Συνοδικόν Επιτίμιον!"
Σημειωτέον ότι, αφού διάβαζαν από άμβωνος το επιτίμιο τις Κυριακές, στη συνέχεια το τοιχοκολλούσαν σε εμφανές μέρος.
Στην αρχή προέτρεπαν πατρικά τους δράστες να παρουσιαστούν αυθορμήτως, ώστε να απαλλαγούν από την ευθύνη οι ίδιοι και οι οικογένειές τους.
Στη συνέχεια όμως το επιτίμιο αναφέρει: "Εάν ούτοι μήτε τον θεόν φοβούμενοι μήτε την αιώνιον κόλασιν εις νούν θέμενοι, αλλ' εθε λοκακούντες δεν θελήσωσι να φανερώσωσιν ό,τι επί του προκειμένου γνωρίζουσιν, οι τοιούτοι, οποίοι και αν ώσιν, υπάρχουσιν αφωρισμένοι, κατηραμένοι και ασυγχώρητοι."
Με τις σκληρές αυτές λέξεις, αφορισμό και κατάρα μαζί, η Ιερά Σύνοδος καλούσε και όσους τυχόν γνώριζαν να βοηθήσουν τις Αρχές για να αποκατασταθεί η μεγάλη αδικία που είχε γίνει στις δύο γυναίκες.
Οι προειδοποιήσεις από την Ιερά Σύνοδο
Σε αντίθετη περίπτωση, σύμφωνα πάντα με όσα αναφέρει το επιτίμιο, η οργή του θεού έπρεπε να πέσει στα κεφάλια τους και να μη δουν ποτέ προκοπή.
Συνέχιζε δε ακόμη περισσότερο το επιτίμιο προσθέτοντας: "Αγγελος Κυρίου καταδιωξοι αυτούς εν πυρίνη ρομφαία, και η μερίς αυτών είοι μετά του προδότου Ιούδα και των σταυρωτών του Κυρίου της δόξης"!
Σαν να μην έφταναν αυτά, η Ιερά Σύνοδος προειδοποιούσε ότι "έχομεν δε και τας αράς πάντων των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας", οι οποίες θα έπεφταν στα κεφάλια των δραστών μέχρι να μετανοήσουν και "φανερώσωσι την αλήθειαν και τότε συγχωρηθησονται"!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου