Μητροπολίτη Λεμεσοῦ Γέροντα Ἀθανασίου
Ἕνα ἀπό τά πρῶτα ἔργα τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ ἦτο νά κτίσει σχολεῖο, γιά νά οἰκοδομήσει τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του.
Νομίζω εἶναι πολύ βασικό σημεῖο αὐτό, γιατί μᾶς δείχνει τή φιλοσοφία καί τή στάση τοῦ Κυπριανοῦ ἀπέναντι στό ἐθνικό πρόβλημα. Ὁ Κυπριανός ἤθελε νά φτιάξει ἀνθρώπους ἐλεύθερους, ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι θά μποροῦσαν, ἀφοῦ ἦταν οἱ ἴδιοι ἐλεύθεροι, νά ἀποκτήσουν καί ἐλεύθερη πατρίδα. Γιατί πίστευε ὅτι δοῦλος ἄνθρωπος, κι ἐλεύθερη πατρίδα νά ἔχει, θά τήν ὑποδουλώσει καί ὅτι ἡ ἐλευθερία δέν εἶναι μόνο γεωγραφική, ἀλλά, πρωτίστως, γεγονός τό ὁποῖο συντελεῖται μέσα στό εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, στό ὁποῖο συντελοῦν ἡ γνώση τῆς ἱστορίας καί τῆς θεολογίας. Αὐτό σημαίνει Ρωμιοσύνη καί ρωμαίικο ἦθος.
Ἡ Ρωμιοσύνη εἶναι γέννημα τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τῆς ἑλληνικῆς παράδοσης. Ὁ Ρωμιός καί οἱ πατέρες μας ἦσαν ἄνθρωποι μεγάλης ὑπομονῆς καί, ἐπειδή εἶχαν ὑπομονή, δέν ἔκαναν λάθη, γιατί δέν ἐβιάζοντο. Εἶχαν ὑπομονή, γιατί πίστευαν ὅτι αὐτός πού πιστεύει δέν βιάζεται καί δέν πανικοβάλλεται καί δέν ἀγχώνεται. Αὐτός πού δέν πιστεύει, αὐτός ἀγχώνεται καί βιάζεται καί πανικοβάλλεται καί ὁπωσδήποτε κάνει πολλά λάθη.
Προχωρώντας, βλέπουμε αὐτό τόν ἄνθρωπο, τόν ἀρχιεπίσκοπο, ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του, καί τοῦ πρότειναν νά γλυτώσει τόν ἑαυτό του, αὐτός νά ἀρνεῖται. Δέν εἶναι παράδοξο ὅτι ἕνας Τοῦρκος τοῦ πρότεινε νά γλυτώσει τόν ἑαυτό του κι αὐτός νά ἀρνεῖται. Ὅπως καί ὅταν ἕνας Τοῦρκος τοῦ πρότεινε νά πάει στά προξενεῖα τῆς Λάρνακας καί νά σωθεῖ. Ὁ Κυπριανός δέν ἦταν ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἤθελε νά ζήσει. Γιατί, ὅπως λέει κάποιος, «ἕνας Ρωμιός δέν μαθαίνει μόνο νά ζεῖ, ἀλλά προπάντων μαθαίνει νά πεθαίνει». Ὁ Κυπριανός ἤξερε νά πεθαίνει, γιατί ὁλόκληρη ἡ ζωή του ἦταν ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, ἦταν ἡ πορεία του μέσα στήν αἰωνιότητα. Γι’ αὐτό τόν λόγο ἀρνήθηκε νά διαφύγει, ἔμεινε ἐκεῖ πιστός καί παρέμεινε στό χῶρο τόν δικό του, μέ ἀξιοπρέπεια καί ἀρχοντιά, χωρίς νά τρομάξει, χωρίς νά σκεφτεῖ τίποτε τό ὁποῖο μποροῦσε νά τοῦ προσάψει μομφή.
Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός
Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός γεννήθηκε το 1756 στο χωρίο Στρόβολος, κοντά στην Λευκωσία. Σε μικρή ηλικία μπήκε δόκιμος στο μοναστήρι του Μαχαιρά, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα. Αργότερα μετακινήθηκε στο μετόχι του μοναστηριού στον Στρόβολο και έτσι είχε την ευκαιρία να φοιτά στην «Σχολή Ελληνικών Γραμμάτων Και Μουσικής», στην Λευκωσία. Το 1781 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1783 πήγε μαζί με άλλο ιερωμένο του Μοναστηριού στην Μολδοβλαχία για έρανο υπέρ της μονής Μαχαιρά. Στις παραδουνάβιες ηγεμονίες παρέμεινε συνολικά 19 χρόνια, χειροτονήθηκε ιερομόναχος και φοίτησε σε ελληνική σχολή του Ιασίου.
Επέστρεψε στην Κύπρο το 1802, όπου μετά από σύντομη διαμονή στο μοναστήρι του Μαχαιρά και στο μετόχι του στον Στρόβολο, έγινε Οικονόμος στην Αρχιεπισκοπή. Το 1810 χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου και ανέλαβε το δύσκολο έργο της εξόφλησης των υπέρογκων χρεών της Αρχιεπισκοπής. Εν τούτοις δεν δίστασε να δαπανήσει για την ίδρυση «Ελληνικής Σχολής» (στα ανατολικά του κτηρίου της Αρχιεπισκοπής), η οποία εξελίχθηκε αργότερα στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Ταυτόχρονα, ενίσχυσε τα μοναστήρια, φρόντισε την καταπολέμηση της ακρίδας και συνέβαλε στην είσπραξη των φορών των οθωμανικών αρχών κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγονται οι βιαιότητες τους εις βάρος των Χριστιανών. Επίσης κατόρθωσε να βελτιώσει τα οικονομικά της αρχιεπισκοπής.
Δεν είναι γνωστό πότε μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και από ποιόν. Όμως το 1820 έδωσε στο Φιλικό Δημήτριο Ίπατρο, που τον επισκέφθηκε, υπόσχεση για οικονομική βοήθεια. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο Υψηλάντης έστειλε το συνεργάτη του Αντώνιο Πελοπίδα να παραλάβει τη «γενναία εισφορά» του Αρχιεπισκόπου, στέλνοντάς του μαζί με τις ευχαριστίες του, και το συνθηματικό μήνυμα ότι «η έναρξη του σχολείου εγγίζει», υπονοώντας τον επικείμενο ξεσηκωμό. Η Φιλική Εταιρεία είχε αποφασίσει, αυτή καθ´ εαυτή η Κύπρος, να μην αναλάβει ένοπλο αγώνα, λόγω κυρίως της γεωγραφικής της θέσης, αλλά να περιοριστή σε υλική βοήθεια. Ταυτόχρονα κάλεσε τον Αρχιεπίσκοπο «να σκεφθεί πώς να διαφυλάξει το ποίμνιο του από τους κατοίκους εκεί εχθρούς».
Ένα μήνα μετά την έναρξη της επανάστασης, εκδόθηκε σουλτανικό διάταγμα για τον αφοπλισμό των χριστιανών της Κύπρου, που εκτελέστηκε χωρίς αντίσταση. Ο Αρχιεπίσκοπος με εγκύκλιο του, που θυμίζει ανάλογη ενέργεια του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε´, καλούσε τους Έλληνες να υπακούσουν και να παραμείνουν ήρεμοι και αδρανείς. Πέραν της εγκυκλίου, έδωσε και διαβεβαιώσεις στον κυβερνήτη της Κύπρου Κιουτσούκ Μεχμέτ για τη νομιμοφροσύνη των Ελλήνων.
Παρά τις προσπάθειες του Αρχιεπισκόπου να διαφυλάξει την ειρήνη στο νησί, οι τουρκικές αρχές ήταν αποφασισμένες να προχωρήσουν σε ενέργειες εκφοβισμού του λαού. Με αφορμή προκηρύξεις που διένειμε στη Λάρνακα ο Αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος Θησέας, ο Κιουτσούκ κατήγγειλε στην Υψηλή Πύλη ότι οι Έλληνες Κύπριοι ετοίμαζαν επανάσταση, υποβάλλοντας ταυτόχρονα και κατάλογο προγραφών επιφανών προσώπων. Μετά την έγκριση του αιτήματός του, ο Κυβερνήτης προχώρησε σε συλλήψεις, δημεύσεις περιουσιών και εκτελέσεις. Την 9η Ιουλίου άρχισε η μεγάλη σφαγή των αρχιερέων και των προκρίτων του νησιού. Πρώτος απαγχονίστηκε ο Αρχιεπίσκοπος και ακολούθησε ο αποκεφαλισμός των Μητροπολιτών Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας. Τον επόμενο χρόνο ο Σουηδός επισκέπτης Μπέργκρεν έγραψε ότι «η Παναγία ντύθηκε παντού στα μαύρα, πολλά σπίτια ήταν πιτσιλισμένα με αίμα».
Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός γνώριζε τον επικείμενο θάνατό του. Ο άγγλος περιηγητής Carne, που τον είδε πριν από τα γεγονότα της 9ης Ιουλίου, αναφέρει ότι ο Αρχιεπίσκοπος του είπε: «Ο θάνατός μου δεν είναι μακριά. Ξέρω πως μόνο ευκαιρία περιμένουν, για να με θανατώσουν». Και ενώ γνωρίζει την επικείμενη θανάτωσή του, εκούσια αποφασίζει να παραμείνει στην έπαλξή του, διασώζοντας την αξιοπρέπεια του Έλληνα και αντιμετωπίζοντας το θάνατο ως μια προσφορά προς το έθνος και το ποίμνιό του. Αρνήθηκε να φύγει από το νησί, για να σώσει τη ζωή του, λέγοντας ότι θα παρέμενε, για να προσφέρει κάθε δυνατή προστασία στο λαό του και να χαθεί μαζί του.
Ο ποιμενάρχης της Κύπρου Κυπριανός επεχείρησε να κρατήσει λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στο ευκταίο και το εφικτό, ανάμεσα στη φιλοπατρία και τα ποιμαντορικά του καθήκοντα, υποστηρίζοντας από τη μια την επανάσταση στην Ελλάδα, αλλά ταυτόχρονα αποφεύγοντας να αναμίξει την Κύπρο ενεργά σ´ αυτή. Όμως όποιες και να ήταν οι επιλογές του, οι περιστάσεις και τα πάθη δε θα του επέτρεπαν να αποτρέψει την καταστροφή για το νησί. Πρώτο θύμα ήταν ο ίδιος. Αρνούμενος να εγκαταλείψει το ποίμνιό του, βάδισε συνειδητά προς την αγχόνη, κερδίζοντας την αθανασία στη συλλογική μνήμη του ελληνισμού. Σ´ αυτή του την απόφαση εκδηλώνεται η ελληνορθόδοξη παράδοση της Κύπρου και συμπυκνώνεται το υπεριστορικό πνεύμα του ελληνισμού στον αγώνα του για την πατρίδα και την ελευθερία. Αυτό το πνεύμα εκφράζει και η απάντηση που έδωσε στις απειλές του Τούρκου κυβερνήτη της Κύπρου περί αφανισμού των Ρωμιών, με την οποία διασώζει ταυτόχρονα και την εθνική μας αξιοπρέπεια:
Η Ρωμιοσύνη έν* φυλή συνότζιαιρη* του κόσμου
Κανένας δεν ευρέθηκε για να την ιξηλείψη*
Κανένας γιατί σσιέπει* την πού τάψη* ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή όντας ο κόσμος λείψη.
Εν = είναι
Συνότζιαιρη = σύγχρονη
Ιξηλείψει = εξαλείψει
Σσιέπει = σκεπάζει, προστατεύει
Τάψη = τα ύψη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου