agiazoni
Εὐθυμιοπούλου Βίβιαν
Γύρω στὸ τέλος τοῦ τρίτου πρὸ Χριστοῦ αἰῶνα, στὴν Κύναιθα τῆς ὀρεινῆς Ἀρκαδίας ἡ ἐγκληματικὴ δραστηριότης δὲν εἶναι πλέον προνόμιο τῶν λίγων ἀποδιοπομπαίων ἐξαιρέσεων. Πρώην εὐυπόληπτοι πολῖτες μεταμορφώνονται σὲ ἀχόρταγους λῃστές, χωρὶς κἄν νὰ μποῦν στὸν κόπο νὰ τηρήσουν τὰ προσχήματα, οἱ βιασμοὶ ἀνηλίκων καὶ γυναικῶν εἶναι καθημερινοὶ καὶ τίποτε δὲν ἐμποδίζει τοὺς κατέχοντες εὐκαιριακὰ τὴν ἐξουσία νὰ δολοφονήσουν ἐν ψυχρῷ τοὺς ἀντίπαλούς τους ἀφοῦ δημεύσουν τὶς περιουσίες τους. Οἱ ὑπόλοιπες πόλεις τοῦ ἀρκαδικοῦ κοινοῦ ἔχουν γεμίσει ἀπὸ φυγάδες Κυναιθεῖς. Προσπαθοῦν νὰ γλιτώσουν ἀπὸ τὶς συνοπτικὲς διαδικασίες μιᾶς παραφορᾷς ποὺ ὅσο πιὸ ἀνεξέλεγκτη εἶναι τόσο πιὸ ἀναιτιολόγητη μοιάζει.
Καμμία στρατηγικὴ ἢ πολιτικὴ σκοπιμότης δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει τὸ φαινόμενο. Μακριὰ ἀπὸ τοὺς μεγάλους δρόμους τῆς ἱστορίας, ποὺ πάντα δικαιολογοῦν τέτοιες παρεκτροπές, οἱ κάτοικοι τῆς μικρῆς πολιτείας, ἐγκλωβισμένοι στὰ ὑψόμετρα τῆς Ἀρκαδίας, ἔχουν γίνει ἕρμαια τῆς κακοφορμισμένης βίας.
Ἡ κατάσταση αὐτή, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Πολύβιος, τράβηξε γιὰ μιὰ δεκαετία περίπου, καὶ ἡ ἔκβασή της θυμίζει ὁμαδικὴ αὐτοκτονία.
Καμμιὰ τρακοσαριὰ ἐξόριστοι Κυναιθεῖς συμφωνοῦν μὲ αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἐξόρισαν νὰ ἐπιστρέψουν στὴν πόλη. Κι ἀπὸ κεῖ, παραβαίνοντας τοὺς ὅρκους ποὺ ἔχουν δώσει, διαπραγματεύονται τὴν παράδοση τῆς Κύναιθας στὸν Δωρίμαχο, τὸν στρατηγὸ τῶν Αἰτωλῶν ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη λυμαίνονταν τὴν Πελοπόννησο. Οἱ λεπτομέρειες, οἱ σκάλες ποὺ ἔστησαν πάνω στὰ τείχη γιὰ νὰ διευκολύνουν τὴν πρόσβαση, ὁ δόλος ποὺ χρησιμοποίησαν γιὰ νὰ ἀνοίξουν τὴν τελευταία στιγμὴ τὶς πύλες, δὲν ἔχουν τόση σημασία.
Σημασία ἔχει ὅτι ὁ στρατηγὸς μόλις μπεῖ στὴν πόλη, ἀφοῦ σφάξει ὅσους τοῦ ἀντιστάθηκαν, θὰ καταδικάσει σὲ θάνατο κι αὐτοὺς ποὺ τὸν βοήθησαν: «τῶν ἀδίκων ἔργων ἕν τοῦτ᾿ ἔπραξαν δικαιότατον», θα συμπεράνει ὁ ἱστορικός γιὰ τοὺς Αἰτωλούς.
Ὅσοι καταφέρουν νὰ γλιτώσουν θὰ περιφέρονται γιὰ μερικοὺς μῆνες στὶς ὑπόλοιπες ἀρκαδικὲς πολιτεῖες ζητώντας ἄσυλο. Καμμία δὲν θὰ τοὺς δεχθεῖ. Οἱ Μαντινεῖς μάλιστα, μετὰ τὸ πέρασμά τους, θὰ κάνουν καθαρτήριες τελετὲς καὶ θὰ περιφέρουν τὰ σφάγια κυκλικὰ γύρω ἀπὸ τὰ μέρη ποὺ εἶχαν πατήσει οἱ φυγάδες γιὰ νὰ βεβαιωθοῦν ὅτι τὸ μίασμα δὲν θὰ μολύνει τὶς ψυχές τους. Τέσσερις αἰῶνες ἀργότερα ὁ Παυσανίας ποὺ θὰ περάσει ἀπὸ τὴν Κύναιθα δὲν θὰ βρεῖ παρὰ μόνον μερικὰ ἐρείπια, τὰ τελευταῖα σιωπηλὰ ἴχνη μιᾶς πολιτείας ποὺ κάποτε ὑπῆρξε μεγάλη.
Τὸ συμπέρασμα τοῦ Πολύβιου ποὺ ἐντάσσει τὰ γεγονότα στὰ ἐπεισόδια τοῦ λεγόμενου «Συμμαχικοῦ Πολέμου» εἶναι κατηγορηματικό: Οἱ Κυναιθεῖς δίκαια ἔπαθαν ὅ,τι ἔπαθαν. Καὶ ἡ ἑρμηνεία μὲ τὴν ὁποίαν προσπαθεῖ νὰ ἐπουλώσει τὴν τραυματικὴ γιὰ ὅλους τοὺς Ἀρκάδες ἐμπειρία - σ᾿ αὐτὴν λέγεται πὼς ἀναφέρονταν οἱ προφορικὲς παραδόσεις τῆς περιοχῆς γιὰ πολλοὺς αἰῶνες - ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἀκούγεται ἐκ πρώτης ὄψεως παράδοξα ἁπλοϊκή, μοιάζει περισσότερο πειστική. Πῶς ἀλλοιῶς νὰ ἐξηγήσει κανεὶς τὴν τόσο ἀκραία συμπεριφορὰ ἂν δὲν ἀνατρέξει σὲ πρωτογενεῖς χειρονομίες, αὐτὲς ποὺ τὸ οἰκοδόμημα τοῦ ἐκλεπτυσμένου λόγου παλεύει νὰ θάψει κάτω ἀπ᾿ τὶς πολύπλοκες περιστροφές του;
Οἱ Κυναιθεῖς ἐξαγριώθηκαν, ἀποθηριώθηκαν γιατί, γιὰ κάποιους λόγους ἀμέλησαν τὴν πατροπαράδοτη μουσικὴ παιδεία τῶν Ἀρκάδων, λέει ὁ Πολύβιος. Καὶ συνεχίζει: σ᾿ ἕνα τοπίο ὅπως αὐτὸ τῆς Ἀρκαδίας ποὺ εἶναι αὔθαδες καὶ τραχύ, ψυχρὸ καὶ στυγνό, ὁ πιὸ ἀποτελεσματικὸς τρόπος γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ἡ ἀκαμψία ποὺ φέρνει στὴν ψυχὴ ὁ σκληρὸς καὶ ἐπίπονος βίος εἶναι ἡ μουσική. Ἡ ἔκφραση τῆς ἀγριότητας ποὺ σκόρπισαν τὰ γεγονότα τῆς Κύναιθας σ᾿ ὅλον τὸν τόπο δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν γκριμάτσα τῆς ζωῆς ποὺ ἔχασε τὴν μουσική της.
Ἔχασαν τὸν ρυθμό τους. Ξέπεσαν, ἀποκτηνώθηκαν.
Λέγεται πὼς τὸ «ἀρκαδικὸν κοινόν», μιὰ ἀπὸ τὶς πρῶτες, ἂν ὄχι ἡ πρώτη ὁμοσπονδία ἑλληνικῶν πόλεων ποὺ ἐμφανίστηκε στὴν ἱστορία, δὲν στηρίχθηκε οὔτε στὴν κοινὴ πολιτικὴ ὀργάνωση ὅλων αὐτῶν τῶν πόλεων πού, παρ᾿ ὅτι γειτονικές, παρέμεναν ἀπομονωμένες ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη, οὔτε στὰ οἰκονομικὰ συμφέροντα κι ἄλλα παρόμοια, ἀλλὰ στὴν καλλιέργεια τοῦ κοινοῦ αἰσθήματος ποὺ κατέθετε στὸ μέσον τῆς ζωῆς ἡ μουσική.
Οἱ Ἀρκάδες δὲν διακρίνονταν γιὰ τὶς ρητορικὲς τους ἐπιδόσεις. Ὅταν συγκεντρώνονταν ὅλοι μαζί, οἱ ἄνθρωποι δὲν μιλοῦσαν. Μαζεύονταν γιὰ νὰ τραγουδήσουν καὶ νὰ παίξουν μουσική.
"Μουσικὴν γάρ, τήν γε ἀληθῶς μουσικήν, πᾶσι μὲν ἀνθρώποις ὄφελος ἀσκεῖν, Ἀρκάσι δὲ καὶ ἀναγκαῖον», - λέει καὶ πάλι ὁ Πολύβιος ὁ ὁποῖος διακόπτει τὴν ἀφήγηση τῶν Ἱστοριῶν του γιὰ νὰ παρεμβάλει ἕνα ὁλόκληρο κεφάλαιο ἀφιερωμένο στὶς μουσικὲς ἐπιδόσεις τῶν Ἀρκάδων.
Ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ μάθαιναν τοὺς νόμους τῆς τέχνης καὶ τραγουδοῦσαν τοὺς πατροπαράδοτους ὕμνους καὶ τοὺς παιᾶνες γιὰ τοὺς ἐπιχώριους θεοὺς καὶ ἥρωες. Ἀργότερα ἀπὸ τοὺς γεροντότερους διδάσκονταν τοὺς σκοποὺς τοῦ Φιλόξενου, ἑνὸς διθυραμβικοῦ ποιητῆ ποὺ ἔζησε στὴν αὐλὴ τοῦ Διονυσίου τοῦ Τυράννου, καὶ τὰ τραγούδια τοῦ Τιμόθεου, αὐτοῦ ποὺ λέγεται πὼς πρόσθεσε τὴν δέκατη καὶ τὴν ἑνδέκατη χορδὴ στὴν κιθάρα, τὸ ὄργανο ποὺ ὑπηρέτησε μὲ τόση δεξιοτεχνία σ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ βίου του. Ὡς τὰ τριάντα τους οἱ νέοι συμμετεῖχαν κάθε χρόνο ὑποχρεωτικὰ χορεύοντας στὶς ἐτήσιες γιορτές, στὸν ρυθμὸ τοῦ διονυσιακοῦ αὐλοῦ. Στὰ συμπόσιά τους οἱ Ἀρκάδες, ποτὲ δὲν καλοῦσαν ἐπαγγελματίες τραγουδιστὲς γιὰ νὰ τοὺς διασκεδάσουν. Πάντα ἐκτελοῦσαν τοὺς γνώριμους σκοποὺς οἱ ἴδιοι.
Γι᾿ αὐτοὺς ἦταν μεγάλη ντροπὴ νὰ ὁμολογήσουν πὼς δὲν ξέρουν κάποιο ἀπὸ τὰ τραγούδια τους καὶ τὰ ἄμουσα παιδία τους μπορεῖ νὰ μὴν τὰ ἔριχναν στὸν Καιάδα, τὰ ὑπέβαλαν ὅμως σ᾿ ἕνα σωρὸ καθαρτήριες δοκιμασίες. Ἡ σπουδαιότερη κι ἡ πιὸ ἀκραία ἦταν ἡ λεγόμενη ἄσκηση τῆς μοναξιᾶς, ἢ «κατὰ μόνας» ὅπως τὴν ἀποκαλοῦσαν, προφέροντας αὐτὸ τὸ «μόνας» μὲ κάποια εἰρωνικὴ ἔμφαση, σὰν νὰ ἤθελαν νὰ προκαλέσουν ἐξορκίζοντας τοὺς ἀνομολόγητους φόβους τους, τοὺς ἴδιους αὐτοὺς φόβους ποὺ δούλεψαν γιὰ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ μυθολογικὸ ἐργαστήριο ἡ τρομερὴ μορφὴ τοῦ Λυκάωνα, τοῦ ἱδρυτῆ τῆς πρώτης πόλης ἐπὶ γῆς, ποὺ κάθε ἐννιὰ χρόνια μεταμορφωνότανε σὲ λύκο.
Ἡ «κατὰ μόνας» ἐμπειρία τὴν ὁποίαν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς ἐνδοχώρας εἶχαν γευθεῖ στὴν τρυφερὴ ἡλικία τῶν ἕξι ἐτῶν, εἶχε ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς καθόδου στὶς πιὸ ἐνδόμυχες μονὲς τῆς φαντασίας, στὶς περιοχὲς τοῦ νοῦ ὅπου ὁ λόγος, ἔχοντας ὑπερβεῖ τὰ ὅρια του, ἀγγίζει τὸν πρωτογενῆ βόμβο μιᾶς ὕπαρξης ἀρχαϊκῆς, αὐτῆς ποὺ ἀμετακίνητη ἐλλοχεύει καὶ σήμερα ἀκόμη στὸ ὑπέδαφος τῆς ζωῆς.
Πολὺ ἁπλὰ οἱ γονεῖς, ὑπὸ τοὺς ἤχους τῶν αὐλῶν, ὁδηγοῦσαν τὸ παιδί τους σὲ κάποιο ἐρημικὸ σημεῖο καὶ τὸ ἐγκατέλειπαν ἐκεῖ μέχρι νὰ τραγουδήσει, «ἵνα ᾄση», ὅπως συνήθιζαν νὰ λένε παροιμειωδῶς. Κατὰ προτίμηση ἡ δοκιμασία ἐλάμβανε χώρα τὶς ἡμέρες τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου, ὅταν ἡ θερμοκρασία κατεβαίνει κάτω ἀπὸ τὸ μηδέν, οἱ χιονοπτώσεις εἶναι καθημερινὲς καὶ τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας ὑπονομεύει ἀκόμη καὶ τὸ παγωμένο φῶς τῆς ἡμέρας. Δὲν ξέρω ἂν αὐτὸ γινότανε ἐπειδή, στὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς ἐποχῆς τοῦ χρόνου, τὸ τοπίο τῆς Ἀρκαδίας θυμίζει τὴν γῆ τῶν ὑπερβορείων, τόπο καταγωγῆς γιὰ πολλούς τοῦ ξανθοῦ θεοῦ τῆς μουσικῆς, τοῦ Ἀπόλλωνα. Τὸ σίγουρο εἶναι ὅτι θεωροῦσαν πὼς κάτι τέτοιες ὧρες ἐκεῖ πέρα ἀκουγότανε τὸ μουσικὸ ὑπόβαθρο τοῦ κόσμου, αὐτὸ ποὺ ὁ κάθε ἄνθρωπος κουβαλάει στὰ συστατικά τῆς ψυχῆς του καὶ μόνον τὰ πνευστά τοῦ Μεγάλου Πανὸς μποροῦν νὰ τὸ ἀποδώσουν μὲ κάποια σχετικὴ ἐνάργεια, ἔστω κατὰ προσέγγισιν.
Τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ὁδηγοῦσε τὸ ἀνυπότακτο αὐτὶ τῶν νεαρῶν Ἀρκάδων στοὺς νόμους τῆς μουσικῆς; Ἦταν ὁ φόβος, ἡ φυσικὴ δοκιμασία, ἢ μήπως ὁ συνδυασμὸς καὶ τῶν δύο; Πάντως ἔλεγαν ὅτι τὸ τραγούδι τῶν «δοκιμασμένων» μποροῦσες μετὰ νὰ τὸ ξεχωρίσεις ἀπὸ μακριά, ἀκόμη καὶ στὶς μεγάλες χορωδίες τῶν ἐτήσιων τελετῶν. Κουβαλοῦσε στοὺς φθόγγους του τὰ χρώματα ἀπ᾿ τὸ σκοτάδι τῆς μεγάλης νύχτας ποὺ τὸ γέννησε, αὐτὸ τὸ μερίδιο τῆς σιωπῆς ποὺ χρειάζεται κάθε μουσικὴ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ διεισδύσει χωρὶς παρεκτροπὲς στὰ μόρια τῆς ψυχῆς, καὶ νὰ ἀνακινήσει τὰ ὑλικά της, σὰν τὴν ρευστότητα τῆς θάλασσας στὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντα - αὐτὴ ἡ θάλασσα ποὺ κυκλοφορεῖ σὰν ὑπονοούμενο στὶς πτυχὲς τοῦ τοπίου τῆς Πελοποννήσου ἀκόμη κι ὅταν δὲν τὴν βλέπεις ὑπῆρξε μιὰ ἄλλη ἔμμονη ἰδέα τῶν κατοίκων τῆς ἐνδοχώρας.
Εἶναι ἐξάλλου, μᾶλλον βέβαιο ὅτι ἡ «κατὰ μόνας δοκιμασία» θὰ πρέπει νὰ ἦταν ἀποτελεσματική. Ἀλλοιῶς δὲν ἐξηγεῖται πῶς διατηρήθηκε ἀκόμη καὶ σὲ ἐποχὲς ποὺ ὁ χριστιανισμὸς ἔχει θριαμβεύσει καὶ ἀντιμετωπίζεται ἀπὸ πολλοὺς σύγχρονους ἱστορικούς, μαζὶ μὲ ὁρισμένες τελετὲς πρὸς τιμὴν τῆς Ἀρτέμιδος, ὡς μία ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἐκδηλώσεις τοῦ παγανισμοῦ στὴν Πελοπόννησο.
Σ᾿ ἕναν ἐκχριστιανισμένο σλάβο ψάλτη τῶν Μέσων αἰώνων ἐξάλλου, χρωστᾶμε καὶ τὴν μόνη γραπτὴ μαρτυρία γιὰ τὸ τί ὑπῆρξε τὸ «μουσικὸ ὑπόβαθρο τοῦ κόσμου» - διόλου περίεργο ἂν σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι οἱ Ἀρκάδες, βοσκοὶ αἰγοπροβάτων καὶ μισθοφόροι πολεμιστὲς ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐλάχιστα γραπτὰ μνημεῖα ἄφησαν πίσω τους. Αὐτὸς λοιπὸν σημειώνει ὅτι τὸ μουσικὸ ὑπόβαθρο τοῦ κόσμου εἶναι ὁ συντεταγμένος συνδυασμὸς τοῦ συρίγματος τῆς ἀπολύτου σιωπῆς, τοῦ αἰσθήματος τῆς ἐρημιᾶς καὶ τῶν δρόμων ποὺ ἀκολουθεῖ ὁ νοῦς ὅταν βρεθεῖ ἀντιμέτωπος μὲ τὸ θέαμα τοῦ ἔναστρου οὐρανοῦ. Γι᾿ αὐτὸν ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα δὲν ἀντανακλοῦν παρὰ τὴν μία ἀδιαίρετο καὶ μοναδικὴ θεότητα, αὐτὴν ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀκούσουν οἱ Ἀρκάδες πίσω ἀπὸ τοὺς φθόγγους τῆς μουσικῆς τους, γιατί κανεὶς δὲν τοὺς εἶχε ἀποκαλύψει τὴν ὕπαρξή της. Στὰ λόγια του, εἶν᾿ ἡ ἀλήθεια, διακρίνεται ἡ εἰρωνεία τοῦ χριστιανοῦ ἀπέναντι στὴν παγανιστικὴ ἀφέλεια, μαζὶ μὲ τὸν σεβασμὸ ὅμως τοῦ μουσικοῦ ποὺ ὑποκλίνεται μπροστὰ στὴν προϊστορία τῆς τέχνης του.
Βέβαια, δὲν εἶμαι καθόλου σίγουρος ὅτι ἀκόμη κι ἂν εἶχε ἀναπτυχθεῖ κάτι σὰν ἀρκαδικὴ λογοτεχνία - κάτι μᾶλλον ἀδιανόητο γιὰ ἀνθρώπους ποὺ προτιμοῦσαν νὰ τραγουδοῦν ἀντὶ νὰ μιλᾶνε - τὰ πράγματα θὰ ἦταν διαφορετικά. Ἡ μουσικὴ παραμένει πάντα ἡ τέχνη ποὺ ἀνθίσταται περισσότερο στὸν ἐγκλωβισμό της σὲ λέξεις καὶ στοὺς γραμματικοσυντακτικοὺς κανόνες τους, ἴσως γιατί οἱ νόμοι της ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὸν χρόνο καὶ τὶς σιωπές, τὰ ἴδια τὰ ὑλικὰ ποὺ χρησιμοποιεῖ καὶ ἡ τέχνη τῆς ἀφήγησης. Ἕναν πίνακα μπορεῖς νὰ τὸν περιγράψεις, ἕνα μουσικὸ κομμάτι ὅμως εἶναι ἀδύνατον νὰ τὸ ἀφηγηθεῖς, ἐκτὸς κι ἂν καταφύγεις σ᾿ ἐκεῖνες τὶς μεταφορὲς ποὺ παλεύουν νὰ μπαλώσουν σὰν κέρινα ὁμοιώματα τὸ κενὸ τῆς ἀμηχανίας. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ ὁ Σωκράτης ἐνῷ μὲ τόση εὐφράδεια στέκεται μπροστὰ σὲ ἔννοιες ὅπως ἡ ἐλευθερία καὶ τὸ δίκαιο, ἀφήνει τὴν μουσικὴ γιὰ τὸ τέλος, διατυπώνοντας ἐκεῖνο τὸ «μουσικὴν ποίει καὶ ἐργάζου» λίγες μόνον στιγμὲς πρὶν ἀπ᾿ τὸν θάνατό του, σὰν νὰ μὴν θέλει νὰ ἀφήσει χρόνο στοὺς μαθητές του γιὰ νὰ τοῦ ζητήσουν ἐξηγήσεις.
Γιὰ τὸ τέλος μένει ἡ ἀπορία: ποιὰ νὰ εἶναι ἄραγε αὐτὴ ἡ «ἀληθῶς μουσική» στὴν ὁποίαν ἀναφέρεται ὁ Πολύβιος; Ἐλάχιστα πεισμένος ἀπὸ τὶς προσπάθειες ἀποκαταστάσεως τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς μουσικῆς ποὺ μποροῦν νὰ ἱκανοποιήσουν μόνον ὁρισμένους συλλέκτες ἱστοριοδῖφες, ἀρκοῦμαι στὴν νοσταλγία αὐτῶν τῶν ρυθμικῶν φθόγγων ποὺ χάθηκαν μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους τους, ὄχι γιατί μπορῶ νὰ τοὺς φαντασθῶ - ἐλάχιστα μελῳδικούς, μονότονους καὶ σκληροὺς κατὰ προτίμησιν - ἀλλὰ γιατί μπορῶ νὰ σκεφθῶ τὴν ὕπαρξή τους.
Τί ἄλλο μπορεῖ νὰ ἐπιδιώξει μία μουσικὴ ποὺ θέλει νὰ εἶναι ἀληθινή, ἐκτὸς ἀπ᾿ τὸ νὰ συμφιλιώσει τοὺς ἀνθρώπους της μὲ τὸν κόσμο τους; Κι ἂν κάτι μὲ γοητεύει σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν ἱστορία εἶναι ἡ εἰκόνα αὐτῶν τῶν λιγομίλητων ἀνθρώπων ποὺ μὲ τὰ σώματα ἐλαφρῶς σκυφτά, ἂν καὶ γεροδεμένα, μὲ τὰ πρόσωπα σκαμμένα ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἀρχίζουν νὰ τραγουδᾶνε ἢ νὰ ξεφυσᾶνε μὲ μανία τὰ πρωτόλεια ὄργανά τους, ὄχι γιὰ νὰ προσθέσουν στὴν ζωὴ τους κάποια πολυτέλεια, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν ἴδιο τους τὸν ἑαυτό, τὸ μερίδιο τῆς ἀγριότητας ποὺ κουβαλοῦσαν μέσα τους.
Ἡ μουσικὴ ἦταν τὸ ἔνδυμα τῆς ὀρφανῆς συνείδησής τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου