Τετάρτη 8 Αυγούστου 2018

Ήχοι και σιωπή


π. Χρυσόστομος Τύμπας
Πάντα πάλευε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ στοιχειὰ τῆς φύσης. Στὴν πρωτόγονη φάση ἀνάπτυξής του ἡ φύση ἦταν ὁ ἐχθρὸς ποὺ ἔπρεπε νὰ νικηθεῖ.  Ἐλάχιστη ἀσφάλεια πρόσφερε στὸν ἄνθρωπο, καθὼς πρῶτα ἔπρεπε νὰ δαμαστοῦν οἱ καταστροφικές της δυνάμεις, ὥστε νὰ βρεῖ κατόπιν καταφύγιο, τροφή, ἐνδυμασία. Ἡ ἱστορικὴ ἀνθρωπολογία δὲν καταγράφει κάποιον ἀρχικὸ «παράδεισο» στὴν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν φύση, μᾶλλον αὐτὸς πραγματεύεται μόνον ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ ἀνθρωπολογία, τὴν βιβλικὴ παράδοση, κοινὴ στὸν ἰουδαϊσμὸ καὶ χριστιανισμό.  Ἴσως πολὺ ἀργότερα, ὅταν ἀνέπτυξε βασικὲς δεξιότητες καὶ τιθάσευσε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὰ στοιχειὰ  τῆς φύσης μπόρεσε ὁ ἄνθρωπος νὰ σταθεῖ γιὰ μιὰ στιγμὴ μπρὸς στὸ μεγαλεῖο τῆς δημιουργίας, νὰ ἀνακαλύψει σιγὰ σιγὰ τὴν ὀμορφιά της καὶ νὰ κτίσει τοὺς δικούς του «παραδείσους» ἐπὶ τῆς τῆς.
Ὡστόσο, ἡ φύση παραμένει ἀκόμη καὶ σήμερα σὲ μεγάλο βαθμὸ ἐχθρὸς τῆς ἀνθρώπινης ἐπιβίωσης. Ἐνῶ τοῦ προσφέρει τὰ βασικὰ ἀγαθά, καὶ ἐνῶ στὴν σύγχρονη ἐποχὴ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ καὶ τὴν τιθασεύει σὲ μεγάλο βαθμό, συχνὰ πυκνά, ἔχοντας ὑποφέρει ἡ ἴδια ἡ φύση ἀπὸ τὴν καταπίεση καὶ καταδυνάστευσή της ποὺ τῆς ἐπέβαλαν τὰ ἀνθρώπινα ἐπιτεύγματα, μπορεῖ κι αὐτὴ νὰ ξυπνᾶ καὶ νὰ «ἐκδικεῖται» στὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου (δὲν ἐκδικεῖται, ἁπλὰ ακολουθεῖ τοὺς δικούς της νόμους ποὺ παραγνωρίζονται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο). Εἰκόνες πανέμορφες χθὲς γίνονται εἰκόνες ἀπόλυτης καταστροφῆς σήμερα. Οἱ γάργαροι ἦχοι καὶ τὰ κελαηδίσματα μετατρέπονται σὲ στεναγμοὺς ἀπελπισίας καὶ φρίκης. Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχθεῖ καὶ νὰ ἑρμηνεύσει πλήρως αὐτὴν τὴν ἀντίθεση. Ἐπιρρίπτει εὐθύνες, προσπαθεῖ νὰ ἑρμηνεύσει, ὅμως συχνὰ τοῦ λείπουν βασικὰ στοιχεῖα γιὰ νὰ κατανοήσει βαθύτερα καὶ τὶς εἰκόνες καὶ τοὺς ἤχους ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν μητέρα «θεὰ» ἢ καὶ «ἐκδικητικὴ» φύση - ὅπως συχνὰ ἑρμηνεύεται ἀπὸ τὴν κοινὴ λογική.

Στὶς 14 Ἰουνίου τοῦ περασμένου ἔτους τὸ Λονδῖνο ξύπνησε μέσα στὴν φρίκη ἑνὸς καιόμενου πολυόροφου κτιρίου μὲ ἑκατοντάδες κάτοικους. Ἀπὸ χιλιόμετρα μακρυά, καθὼς τὸ ἐπίπεδο καὶ πολὺ  ἀραιοκατοικημένο εὐρύτερο Λονδῖνο καλύπτει μία ἔκταση σχεδὸν αὐτῆς ὅλης τῆς Ἀττικῆς, μποροῦσες νὰ δεῖς τὶς πρωινὲς ὦρες μία στήλη καπνοῦ νὰ κατευθύνεται πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ ἀνέμου.  Ἦταν ἀπίστευτο γιὰ μία σύγχρονη μεγαλούπολη αὐτὸ ποὺ ἀντίκρυζες στὶς εἰκόνες τῶν εἰδήσεων, ἀνείπωτος καὶ πρωτόγνωρος πόνος γιὰ ἀπανθρακωμένους ἀνθρώπους (μάλιστα κάποιοι ποτὲ δὲν ταυτοποιήθηκαν), σκληρὲς περιγραφές, ἀποτυχία τοῦ κρατικοῦ μηχανισμοῦ, βιώματα καταστροφῆς, ἀπελπισίας, συγκεκαλυμμένου θυμοῦ ποὺ ἁπλὰ δὲν εἶχε τὴν δύναμη νὰ βγεῖ πρὸς τὰ ἔξω. Θυμοῦμαι τὸ Classic FM ἔπαιξε ἐκεῖνο τὸ πρωί, καὶ στὰ ἑπόμενα πρωινά, εἰς μνήμην τῶν 72 καταγεγραμμένων σήμερα θυμάτων, τὸ ἐκπληκτικὸ χορωδιακὸ Agnus Dei (ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἵρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου) τοῦ ἀμερικανοῦ συνθέτη Samuel Barber, ἕνα αἰνιγματικὰ θλιμμένο μουσικὸ ἄκουσμα μὲ ἔντονο τὸ στοιχεῖο τῆς προσευχῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς τραγικότητας τοῦ θανάτου, ποὺ κρύβει ὅμως ἀπίστευτη δύναμη πρὸς τὴν ζωὴ καὶ τὴν ἐλπίδα. Ἀκόμη συνδέω τὸ ἄκουσμα αὐτοῦ τοῦ κομματιοῦ μὲ ἐκεῖνο τὸ συμβάν – ἂν καὶ ὅποιος τὸ ἀκούει νομίζω ἀντιλαμβάνεται ὅτι σείει τὰ κατάβαθα τῆς ὕπαρξης, σὲ ταρακουνᾶ σὰν θάνατος. Εἰκόνες ἑνὸς φλεγόμενου κτιρίου ποὺ σὰν πυρσὸς ἀνέβαζε τὶς φλόγες πρὸς τὸν οὐρανὸ – σὰν θεατρικὴ φιγούρα ἀρχαίας τραγωδίας – συμπλέκονταν μὲ τοὺς ἤχους τῆς ἀπελπισίας. Λόγια ἀνείπωτα, λυγμοὶ ἀνθρώπινων στεναγμῶν ποὺ πνίχθηκαν στὰ κατάβαθα τῆς ὕπαρξης… ποτὲ δὲν ἐκφράστηκαν ὅπως θὰ ἤθελαν. Ἐρωτηματικά, ποὺ ἀκόμη καὶ μετὰ ἕνα χρόνο δὲν ἀπαντήθηκαν πλήρως.
Στὶς δικές μας εἰκόνες τῆς καταστροφῆς τώρα (στὸ Μάτι Ἀττικῆς), δὲν γνωρίζω ἂν ταιριάζει κάποιος ἦχος, παρὰ μᾶλλον ἡ σιωπή, ἢ μᾶλλον οἱ σιωπηλοὶ λυγμοὶ ποὺ πασχίζουν νὰ μὴν γίνουν ἀντιληπτοί, γιὰ ὅσους ἔχουν ἀκόμη τὴν δύναμη νὰ κρατήσουν τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπειά τους,  ἕως ὅτου οἱ ἄνθρωποι μαζέψουν τὰ ἀπομεινάρια τους, σφίξουν τὰ λουριὰ σώματος καὶ ψυχῆς καὶ ἀποφασίσουν ὅτι δὲν ἀξίζει νὰ μένουν στὴν ἀπελπισία. Σπαράζει πράγματι ἡ ψυχὴ ἀκόμη καὶ ὅσων βλέπουν τὰ συμβάντα, πόσο μᾶλλον ἐκείνη ὅσων ὑπέστησαν αὐτὰ τὰ ἀνείπωτα βιώματα. Ἄνθρωποι ποὺ χθὲς ζούσανε στὸν ἐπίγειο παράδεισο βρέθηκαν ἀντιμέτωποι μὲ τὸν χείριστο ἀργὸ θάνατο, στὴν μαυρίλα, στὶς φλόγες, στοὺς γκρεμοὺς καὶ τὰ κύματα, καθόλου ἀπίθανο νὰ ἀναθεμάτισαν τὴν μέρα ποὺ γεννήθηκαν, νὰ τὰ βάλανε καὶ μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, λίγο πρὶν ξεψυχήσουν.
Ἀνείπωτες στιγμὲς ποὺ τὰ λόγια δὲν μποροῦν νὰ περιγράψουν καὶ ποὺ γίνονται αἰτία γιὰ ἀτέρμονες σκέψεις, γραπτὲς καὶ προφορικές, ἐκρήξεις θυμοῦ καὶ ἀπόδοσης εὐθυνῶν… μᾶλλον ματαίως ἐμπρὸς στὸ μέγεθος τῆς καταστροφῆς. Ὡστόσο, παίρνοντας μία κρίσιμη ἀνάσα, γεμάτη ψυχραιμία, ὀφείλουμε ὡς φιλόσοφοι ἕλληνες καὶ χριστιανοὶ  (ὅσο εἴμαστε, τουλάχιστον αὐτὸ ἦταν οἱ πρόγονοί μας), νὰ σταθοῦμε λίγο πιὸ ψύχραιμα καὶ νὰ δοῦμε ποιὰ εἶναι ἡ (προσωρινὴ) πραγματικότητα στὴν ὁποία ζοῦμε, νὰ ἑρμηνεύσουμε μὲ πνευματικὸ λόγο τὶς εἰκόνες τῆς φύσης, καὶ τὶς πανέμορφες καὶ τὶς καταστροφικές . Εἴτε ἀπὸ ἀνθρώπινο λάθος – κακόβουλο ἢ συνεχοῦς ἀμέλειας καὶ ὑποτίμησης τῶν φυσικῶν κινδύνων – εἴτε ἀπὸ λάθος καὶ φθορὰ τῆς φύσης τῆς ἴδιας, γιὰ τὴν ὁποία μάλιστα γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν θεολογικὴ παράδοση ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὲ μεγάλο βαθμὸ ὑπεύθυνος, κάποια στιγμὴ ὅλοι θὰ ἔρθουμε ἀντιμέτωποι μὲ τὴν καταστροφή, τὸν θάνατο, τὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν αὐτοκτονικὴ ἔλλειψη νοήματος, μάλιστα ἴσως κάποτε καὶ στὴν πιὸ ὑποχθόνια, θηριώδη καὶ κτηνώδη μορφή της.
Γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ ὅμως, δηλαδὴ νὰ μπορέσουμε νὰ διαβάζουμε τὶς εἰκόνες τῆς φύσης καὶ τῆς ζωῆς διαφορετικά, χρειάζεται νοῦς καὶ καρδιὰ νὰ ἀδειάσουν ἀπὸ τὶς ἐγγενεῖς ψευδεῖς ἀντιλήψεις, κυρίως ἀπὸ τὴν ἀντίληψη τῆς ἐγωιστικῆς παντοδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς πρὸς τὴν ἱκανότητά του νὰ κτίζει ἐπίγειους παραδείσους – ποὺ συχνὰ καταρρέουν ἐξαιτίας τόσο ἐξωτερικῶν-φυσικῶν, ὅσο καὶ ἐσωτερικῶν-ψυχολογικῶν παραγόντων. Δηλαδὴ νὰ ἀδειάσει κατὰ τὸ δυνατὸν ἀπὸ τὰ συνειδητὰ κι ἀσυνείδητα «πάθη» ποὺ τὸν πνίγουν μέσα στὸν ἐγωισμό του. Χρειάζεται νοῦς καὶ καρδιά, δηλαδὴ ὅλα τὰ ἐσωτερικὰ ψυχικὰ ὄργανα καὶ αἰσθήσεις, νὰ μεταμορφωθοῦν μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ σὲ ὄργανα δεκτικὰ μιᾶς «ἄλλης» γλώσσας. Νὰ ἀλλάξει ὁ νοῦς μονοπάτι, πρὸς τὴν «μετά-νοια», δηλαδὴ τὴν στροφὴ τοῦ νοῦ σὲ ἄλλους τρόπους ἀντίληψης, ἑρμηνείας, ἀπόδοσης εὐθυνῶν (κάτι πολὺ εὐρύτερο ἀπὸ τὴν συνήθη ἀντίληψη περὶ μετανοίας-ἐνοχῆς-παραδοχῆς λάθους). Μὲ ἄλλα λόγια, νὰ γεμίσουν οἱ ψυχικές μας αἰσθήσεις καὶ τὰ ἔσω «ὄργανα» γνώσης ἀπὸ τὰ θεῖα νοήματα καὶ θεολογία οὐσίας, ποὺ δὲν τὴν βρίσκουμε δυστυχῶς στὸ διαδίκτυο, οὔτε στὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης οὔτε ἀκόμη καὶ στὰ πρῶτα ράφια τῶν χριστιανικῶν βιβλιοπωλείων.
Μᾶς διδάσκει ὁ ἅγιος Μάξιμος, ποὺ ἀγκαλιάζει μὲ θαυμάσιο τρόπο πολλὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ φιλοσοφία καὶ τὴν νεοπλατωνικὴ παράδοση, ὅτι σὲ κάθε δημιούργημα ἀντιστοιχεῖ καὶ ἕνας θεῖος λόγος, δηλαδὴ μία ἄκτιστη πνοὴ καὶ ἔλλογη ἔμπνευση τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία καὶ τὸ δημιούργησε καὶ ἡ ὁποία τὸ συντηρεῖ καὶ τὸ κρατᾶ στὴν ὕπαρξη. Αὐτὸς ὁ λόγος τὸ συγκροτεῖ καὶ τὸ ἐμπνέει νὰ προοδεύσει, κλείνοντας τὸν κύκλο ἀνάπτυξής του, μέσα στὰ ὅρια τῆς φύσης, ὅσον ἀφορᾶ τὰ ὑλικά, ἐνῶ τὰ λογικὰ κτίσματα καλοῦνται νὰ ξεπεράσουν μέσα στὸν χρόνο καὶ τὸν χῶρο καὶ αὐτὴν τὴν ἴδια τὴν χωροχρονικὴ φύση τους, ἂν ἀκολουθήσουν τὴν ἔλλογη καὶ πνευματικὴ πορεία ποὺ καθορίζει ὁ πνευματικὸς λόγος τους, μὲ τὸν ὁποῖον εἶναι προικισμένα. Οὐσιαστικὰ καλοῦνται τὰ λογικὰ ὄντα νὰ «ἀκούσουν» καὶ νὰ «ἰδοῦν» μὲ τὶς ἐσωτερικὲς αἰσθήσεις αὐτοὺς τοὺς λόγους ὡς κλήσεις ζωῆς καὶ συν-δημιουργίας καὶ νὰ συνεργαστοῦν μαζί τους. Νὰ πραγματώσουν τὴν πολυπόθητη συνεργία μεταξὺ τῆς φύσης καὶ τοῦ θείας βουλῆς, ἀπαραίτητη ὄχι μόνον γιὰ τὴν «σωτηρία» τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴν ὑγιὴ καὶ ἰσορροπημένη ψυχοσωματική του ὕπαρξη καὶ ζωή. Ἀπώτερα δὲ νὰ φθάσει ὁ ἄνθρωπος, στὴν ἐσχατολογικὴ προοπτική,  νὰ συν-εργασθεῖ μὲ  τοὺς θείους αὐτοὺς λόγους-νοήματα, ὥστε νὰ συμπαρασύρει ὅλα τὰ ἐγκόσμια ὄντα πρὸς μεταμόρφωσή τους ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ «εἶναι» πρὸς τὴν κατάσταση τοῦ «εὖ εἶναι», σὲ κοινωνία μὲ τὴν θεία μακαριότητα.
Κάθε δημιούργημα λοιπὸν ἔχει τὴν θέση του ὡς μία νοητὴ ψηφίδα μέσα στὸ ψηφιδωτὸ τῆς Ζωῆς ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Δημιουργὸς μὲ τὴν σύνολη δημιουργία.  Ἕνα ἁπλούστατο νόημα κρυμμένο στὰ «ἀσήμαντα» πράγματα τῆς δημιουργίας φέρει μία μυστικὴ δύναμη,  ἀρκετὴ γιὰ νὰ μᾶς ἐπηρεάζει καὶ δυνητικὰ νὰ μᾶς μεταμορφώνει, πρὸς τὸν καθολικότερο λόγο καὶ νόημα τῆς ὕπαρξης ποὺ ὁλοκληρώνεται στὴν ἀγάπη. Δὲν εἶναι ἄλλωστε αὐτὴ ἡ μαγικὴ λέξη ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἐπιθυμοῦν νὰ μεταφέρουν ὡς περιεκτικὸ χαιρετισμὸ καὶ νόημα ζωῆς στοὺς ἀγαπημένους σὲ ὧρες «ζωῆς ἢ θανάτου»; Δὲν ἦταν αὐτὰ τὰ τελευταῖα συνταρακτικὰ λόγια μιᾶς μάνας, «πέστε στὰ παιδιά μου πόσο τοὺς ἀγαπῶ»…; Φαίνεται ὅτι αὐτὸ τὸ βίωμα φέρει κάτι μυστικὸ μέσα του ποὺ ὑπερνικᾶ τὴν λήθη,  τὴν καταστροφή, τὸν χρόνο, μπορεῖ νὰ ἐπιβιώσει καὶ πέρα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν θάνατο.
Ὁ ἄνθρωπος ὡστόσο δὲν πολυνοιάζεται γιὰ τὰ βαθύτερα νοήματα τῆς φύσης, συνήθως μένει στὴν «ἐπιφάνεια» τῶν αἰσθητῶν, ἀναλύει ὁ Μαξιμιανὸς λόγος. Ἐπιθυμεῖ νὰ προσκομίσει ἀπὸ αὐτὰ κάποιο κέρδος, ἀπόλαυση, ἡδονή, δύναμη, ἐξουσία. Ἂν καὶ αὐτὰ σὲ πρῶτο βαθμὸ δὲν ἀποτελοῦν κάτι «κακὸ» σὲ ἀπόλυτο μέγεθος, ὅσον ἀφορᾶ τουλάχιστον τὶς βασικὲς ἀνάγκες τῆς δικῆς μας φύσης, ἐξαιτίας τῆς λαιμαργίας καὶ σύνολης ἐμπάθειας τοῦ ἀνθρώπου δὲν ὑπάρχει μέτρο καὶ κυρίως δὲν ὑπάρχει καθόλου φιλοσοφικὴ διάθεση πρὸς τὴν βαθύτερη σημασία τῶν πραγμάτων. Τελικὰ  τὰ ἴδια τὰ πράγματα ποὺ τέθηκαν ἀπὸ τὸν Λόγο νὰ ὑπηρετοῦν λογικὲς ἀνάγκες μας καταλήγουν νὰ γίνονται παγίδες, κάποτε καταστροφικές, ἀντὶ τὰ μέσα κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό.
Ξεχνᾶ τὰ φυσικά του ὅρια καὶ κτίζει παραδείσους στὴν ἄμμο ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ ὑπολογίζει τὴν φθαρτότητα τῆς φύσης του. Κυρίως δέ, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ἀνακάμπτει πλήρως γεμᾶτος ἐλπίδα ἀπὸ τὶς στάχτες ποὺ ἀναπόφευκτα θὰ τὶς συναντήσει, μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλον τρόπο. Ἐκτρέπει δηλαδὴ τὴν πορεία του, καὶ αὐτὴν τῶν πραγμάτων στὸ περιβάλλον του, ἀπὸ τὸ θεῖο μονοπάτι ποὺ χάραξε ὁ Θεὸς μέσα στὰ πράγματα διὰ τῶν μυστικῶν λόγων. Ἐνῶ μπορεῖ νὰ ἀξιοποιεῖ τὸ δάσος μὲ τὴν ξυλεία καὶ τὴν γῆ μὲ τὴν καλλιέργεια, ἐφευρίσκει συνεχῶς λαίμαργους τρόπους ποὺ τὸν ὁδηγοῦν στὴν ὑπερεκμετάλλευση καὶ στὴν πλεονεξία. Τὰ θέλει ὅλα, τὸν παράδεισό του νὰ κτίσει στὴν γῆ, μὲ ὀνειρικὲς κατοικίες, χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρεται ἀνάλογα καὶ γιὰ τὸ περιβάλλον στὸν ἄμεσό του χῶρο ποὺ πρέπει νὰ ὑποστηρίξει καὶ νὰ διαμορφώσει κατάλληλα πρὸς συντήρηση, προστασία καὶ διατηρησιμότητα τῶν δικῶν του κατασκευῶν. Ὅταν τὰ θέλεις ὅλα, χωρὶς προϋποθέσεις, μπορεῖ εὔκολα καὶ νὰ τὰ χάσεις ὅλα.
Ἀντίθετα πρὸς αὐτὸ ποὺ πιστεύει ὁ κόσμος καὶ ἡ ἐπιστήμη, ἡ γνώση μας γιὰ τὴν φύση δὲν ἔχει ὅρια. Ὁ καλλιτέχνης μπορεῖ νὰ βλέπει μὲν μὲ διαφορετικὰ μάτια, ἢ ὁ ἐπιστήμονας νὰ ἐρευνᾶ συνεχῶς τοὺς συμπαντικοὺς νόμους, ὡστόσο καὶ οἱ δύο δὲν βλέπουν μὲ τοὺς πνευματικοὺς φακοὺς ποὺ ἀποκτᾶ ἡ ψυχὴ μὲ τὴν θεία χάρη. Ἔτσι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει καλλιεργήσει καθαρὴ καρδιὰ καὶ ἐνισχύει τὴν γνώση του γιὰ τὴν φύση  ἀπὸ τὴν ἔμπνευση τοῦ δικοῦ του ἐσωτερικοῦ λόγου-θείας πνοῆς, ταυτόχροντα δὲ καὶ ἀπὸ τὴν σοφία καὶ τὴν ταπείνωση ποὺ διδάσκεται μέσῳ τῶν λόγων τῆς φύσης, σταδιακὰ ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ καλλιεργήσει τὶς ἐσωτερικές του αἰσθήσεις, τὰ ὄργανα τῆς ψυχῆς κατὰ τοὺς Πατέρες (ὅπως νοῦ, λόγο, αἴσθηση, διάνοια, φαντασία) καὶ νὰ ἀνοίγει διάλογο μὲ τὴν φύση, τοὺς ἤχους της καὶ τὶς εἰκόνες της. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβεῖ ἀκόμη καὶ μὲ τὶς εἰκόνες ποὺ δημιουργεῖ ὁ ἴδιος ἄνθρωπος, καὶ τὴν μουσική του (δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος κι αὐτὸς ἕνας μικρὸς θεός;) καθὼς καὶ αὐτὰ μποροῦν νὰ πηγάζουν ἀπὸ στιγμὲς ἰδιαίτερης πνευματικῆς δημιουργικότητος –  δηλαδὴ ὅταν ὁ καλλιτέχνης ἔχει ἀγγίξει σὲ κάποιο βαθμὸ τοὺς ἐσωτερικούς λόγους-νοήματα τῆς φύσης καὶ ἔχει μεταμορφώσει τὴν ὕλη σὲ ἕνα ἔντεχνο δημιούργημα γεμάτο νόημα καὶ χάρη, κάτι σὰν μικρὸς «δημιουργὸς» ποὺ κι αὐτὸς δημιουργεῖ μὲ χάρη καὶ ἀλήθεια.
Ὅταν ἡ καρδιά μας ἔχει ἐξασκηθεῖ στὴν προσευχὴ καὶ στὴν ἐνδοσκόπηση, μὲ σκοπὸ τὴν συνάντηση τοῦ ἔσω ἀνθρώπου μὲ τὴν οὐσία τῆς ζωῆς καὶ τῆς δημιουργίας, τότε ἀντιλαμβάνεται ὅτι  ὅλα τὰ ὄντα καὶ ὅλα ὅσα συμβαίνουν γύρω μας ἔχουν  ἕνα «λόγο», ἕνα σκοπὸ ὕπαρξης, ὄχι πάντα σύμφωνα μὲ τὴν λογικὴ τῆς καλοπέρασης καὶ τῆς εὐδαιμονίας, ἀλλὰ καὶ τῆς φθορᾶς καὶ τῶν κύκλων τοῦ θανάτου καὶ τῆς ζωῆς – ποὺ πάντα ὅμως ὁδηγοῦν στὴν ἀγάπη Του, ἰδιαίτερα ὅταν Τὸν ἀναζητοῦμε μὲ ταπείνωση. Τὸ πουλάκι ποὺ συναντήσαμε ἄψυχο καὶ ἄπνοο, κτυπημένο ἢ φονευμένο ἀπὸ ἄλλα στοιχειὰ τῆς φύσης, τὸ ζωάκι ποὺ ξεψύχησε στὰ χέρια μας, γίνονται μαθήματα ζωῆς καὶ θανάτου, γιὰ τὸν φιλόσοφο νοῦ, ποὺ ἀφήνει τὴν καρδιά του νὰ γεμίσει ἀπὸ νοήματα ζωῆς καὶ ἐλπίδος, ἀκόμη καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἀναγκαία γιὰ τὴν πνευματικὴ ὁλοκλήρωση καὶ «σωτηρία» τοῦ ἀνθρώπου φθορὰ καὶ παροδικὴ καταστροφὴ τῆς φύσης.
Σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση, ἔχοντας καλλιεργήσει νοῦ καὶ καρδιὰ στὴν μαθητεία τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ (λόγων ποὺ βαθύτερα ὁμιλοῦν γιὰ τὶς θεῖες ἀρετές), τοῦ σεβασμοῦ δηλαδὴ στὴν ὕλη, στὴν ὑπομονὴ καὶ τὸν κόπο, στὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀλληλεγγύη τὴν ὁποία συχνὰ ἐπιδεικνύουν μεταξύ τους καὶ τὰ ἴδια τὰ ἄγρια ζῶα, ἡ κάθε μας μέρα μπορεῖ νὰ γίνει ἕνα μάθημα ζωῆς μέσα ἀπὸ εἰκόνες καὶ ἤχους.  Ἴσως ὄχι κυριολεκτικὰ στὴν κάθε στιγμή, ἀλλὰ κυρίως σὲ αὐτὲς τὶς ἐξαιρετικὲς στιγμὲς ὅταν βιώνουμε ἕνα ἄνοιγμα ψυχῆς, ἕνα κρυφὸ δάκρυ καὶ μιὰ λεπτὴ συγκίνηση ἀδιόρατη στοὺς ἄλλους, βλέποντας ἕνα πλασματάκι, μία εἰκόνα ἢ κάποιους συγκεκριμένους ἤχους νὰ μιλοῦνε στὴν καρδιά μας μὲ «ἄλλο τρόπο». Ὅταν ἕνα φαινομενικὰ ἀσήμαντο γεγονὸς ἔχει νὰ μᾶς πεῖ κάτι σημαντικό, διότι κινήθηκε ἡ ψυχή μας ἀπὸ τὸν ἐσωτερικό του λόγο-νόημα καὶ ἄνοιξε ὁ νοῦς μας στὴν κατανόησή του μὲ ἀσυνήθιστο τρόπο, ὅταν στὶς θλίψεις μας ἕνα λουλουδάκι ἔχει τὴν δύναμη νὰ μᾶς παρηγορήσει, ἕνα ἁπλὸ νεῦμα συμπόνιας τοῦ συνανθρώπου μας νὰ μᾶς γεμίσει ἀγάπη θεία, τότε σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις οἱ λόγοι τῶν πραγμάτων μᾶς μιλοῦν… κι ἔχουν πολὺ σημαντικὰ πράγματα νὰ μᾶς διηγηθοῦνε. Κι ἐμεῖς τὸ μόνον ποὺ ὀφείλουμε νὰ κάνουμε τότε εἶναι νὰ παρατείνουμε τὴν συγκέντρωση καὶ προσοχή μας σὲ αὐτὸ ποὺ βιώνουμε, ἕως ὅτου ἡ ἐμπειρία νὰ ἐξασθενίσει καὶ νὰ πάψει πλέον νὰ μᾶς μιλᾶ στὴν καρδιά. Ἀμέσως μάλιστα ὀφείλουμε νὰ συνεχίσουμε αὐτὴν τὴν εὐλογημένη ἐσωτερικὴ ἐνδοσκόπηση μὲ εὐχαριστία ἀπὸ καρδιᾶς στὸν Δημιουργὸ τῶν ὅλων, διότι μὲ ἐλάχιστα μέσα μπορεῖ νὰ μᾶς διδάξει μαθήματα ζωῆς.
Ὅταν ἐξασκηθοῦμε σὲ αὐτὰ τὰ βιώματα μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀνάταση τῆς ψυχῆς στὴν πηγὴ τῆς γνώσης, τὸν Θεὸ Λόγο, ποὺ σαρκώθηκε καὶ πόνεσε ἕως θανάτου, «θανάτου δὲ Σταυροῦ» κατὰ τὸ γραφικό, δηλαδὴ ἐπωνίδιστου καὶ ὀδυνηρότατου, τότε μόλις ἔχουμε ἀρχίσει νὰ διαβάζουμε τὶς εἰκόνες καὶ τοὺς ἤχους γύρω μας μὲ ἄλλα μάτια καὶ ὦτα, ἐκεῖνα τῆς καρδιᾶς καὶ τῆς θείας ἀγάπης πρὸς ὅλους καὶ ὅλα, ἀγάπης ποὺ δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε καὶ γνωρίζουμε ἐμεῖς ὡς «ἀγάπη» (συχνὰ συμφεροντολογικὴ καὶ ἐγωιστικὴ) ἀλλὰ κάτι βαθύτερο, πλατύτερο, ὑψηλότερο, ἀχαλίνωτο ἀπὸ τὴν λογική μας, ποὺ μάλιστα κρύβει μέσα της καὶ στιγμὲς δύσκολες καὶ τραγικές. Κι αὐτό, διότι ὁ Παντογνώστης ἔθεσε νόμους καὶ ὅρια στὴν δημιουργία, ποὺ σὲ καμία περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ὁ μόνιμος παράδεισος, οὔτε φυσικὰ καὶ ὁ ἐπίγειος… Μὲ αὐτοὺς τοὺς τρόπους καὶ μὲ χρόνο πολύ, σιγὰ σιγά, σὰν τὸ αἰωνόβιο δένδρο ποὺ ἀπὸ σπόρο γίνεται θεόρατο, μπορεῖ καὶ ἡ γνώση μας γιὰ τὴν δημιουργία ὡς σύνολο θείας εἰκόνος καὶ ἤχου νὰ μεγαλώνει μέσα μας, χαρίζοντάς μας γνώση, χάρη θεοῦ καὶ ἀγάπη.
Μὰ τί μπορεῖ ὅμως νὰ πεῖ ἕνας λόγος τῆς φύσης στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχασε τὰ πάντα; Ναὶ πράγματι, ἴσως τίποτε, διότι τὰ ἐσωτερικὰ ὄργανα ἔχουν κατακλυσθεῖ καὶ φραγεῖ ἀπὸ τὴν σιωπὴ τῆς ἀπόγνωσης, τὸν θυμὸ καὶ τὴν ἄρνηση τῆς ἀποδοχῆς τῆς πραγματικότητος. Τὸ θυμωμένο παιδὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχθεῖ καμία ἔκφραση γονεϊκῆς ἀγάπης. Κλείνεται στὸν ἑαυτό του καὶ πεισμώνει.  Ἔχει παροδικὰ ἰσοπεδωθεῖ κάθε μηχανισμὸς αὐτοσυγκρότησης, ἔχει πληγεῖ τὸ «ἐγὼ» θανάσιμα, ἡ ἐπιθυμία γιὰ «ἐκδίκηση» ἢ ἡ καταστροφικὴ ἐνδοστροφὴ τότε τυφλώνει καὶ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν δρόμο κάθε λογικῆς ἐπικοινωνίας. Ὡστόσο, εὐτυχῶς γιὰ τὴ ψυχικὴ οἰκονομία, τὸ «ἐγὼ» συνήθως δὲν μπορεῖ νὰ ἐμμένει γιὰ πολὺ σὲ αὐτὸ τὸ ἀρνητικὸ κλῖμα τῆς μή-συζήτησης, τοῦ μή-διαλόγου. Μὲ τὸν χρόνο, ποὺ πράγματι ἐπουλώνει τὰ πάντα, ἢ σχεδὸν τὰ πάντα, ὁ ἄνθρωπος ἀναζητεῖ ἄλλους μηχανισμοὺς ἰσορροπίας, ὄχι τοὺς αὐτοκαταστροφικοὺς καὶ τῆς ἄρνησης, ἀλλὰ τοὺς δημιουργικοὺς καὶ ἐπανορθωτικούς. Ὁ Θεὸς «δὲν μπορεῖ» μὲν νὰ μιλήσει στὴν καρδιὰ τοῦ θυμωμένου ἢ τοῦ ἀπελπισμένου ἀνθρώπου, ὅπως καὶ στὸ θυμωμένο παιδὶ ὁ γονιός. Περιμένει ὅμως ὁ ἄνθρωπος νὰ τοῦ ἀφήσει μία ἀχτίδα προσοχῆς καὶ συγκατάβασης (κι αὐτὸ ταπείνωση εἶναι, τουλάχιστον ἀρχικῶν σταδίων) γιὰ νὰ τὸν ἑλκύσει σὲ μία ἄλλη λογική. Θέλει νὰ μᾶς ὑπενθυμίσει ἁπλὰ ὅτι κι  Ἐκεῖνος ἀποδέχθηκε τὴν φθορὰ τῆς φύσης, μάλιστα ἀναίτια ὑπέφερε ἕως θανάτου, καὶ μάλιστα «θανάτου δὲ σταυροῦ» γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὸ Νόημα καὶ Λόγο τῆς δικῆς Του ἐπίγειας ζωῆς. Κι ἴσως τότε ὁ ἄνθρωπος μόλις θὰ ἔχει ἀρχίσει νὰ προβληματίζεται μήπως καὶ ὁ δικός του τρόπος σκέψης εἶναι μυωπικὸς καὶ γεμᾶτος ἐλλείψεις.
Καλεῖ ἑπομένως ὁ Θεὸς καὶ τὸν ἄνθρωπο σὲ τέτοιον ἐπωνίδιστο θάνατο; Σὲ καμιὰ περίπτωση. Δὲν εἶναι Θεὸς ἐκδίκησης, ἀλλὰ Πνεῦμα ἔλλογης σχέσης μὲ τὰ πράγματα, ἄλογα καὶ λογικά, μιᾶς σχέσης γεμάτης συμπόνια καὶ ἀγάπη.  Ὡστόσο, καλεῖ τὸ πλάσμα Του στὸν δρόμο μιᾶς «σταυρικῆς ἀνάγνωσης» τῆς φύσης καὶ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, καθὼς τὰ ἀνθρώπινα λάθη τὶς περισσότερες φορὲς εἶναι αὐτὰ ποὺ ὀρχηστρώνουν μέσα στὸν χρόνο καὶ τόπο τὴν (αὐτο)καταστροφὴ τόσο τῆς φύσεως ὅσο καὶ τῶν ἴδιων τῶν ἀνθρώπων. Τὸν καλεῖ σὲ μία συνεργία μεταξὺ τῶν ἀνθρώπινων ἐπιλογῶν καὶ τῶν μυστικῶν νοημάτων τῆς φύσης, ποὺ ἀποκρύπτονται ὡστόσο ἀπὸ τὸν ἀκαλλιέργητο νοῦ, ἀπὸ τὴν ἐγωιστικὴ λογική. Τὸν καλεῖ σὲ μία ἀναγεννητικὴ διαδικασία, ὅ,τι καὶ νὰ ἔχει συμβεῖ στὴν ζωή του.   Ὅπως ἡ φύση μπορεῖ νὰ ἀναγεννηθεῖ μέσα ἀπὸ τὶς στάχτες της, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀναγεννηθεῖ μὲ τὴν θεία λογικὴ τῶν λόγων-νοημάτων τῆς φύσεως ποὺ σπάρθηκαν ἀπὸ τὴν θεία ἀγάπη ὡς πνευματικὴ «παιδεία» τοῦ πεσόντος ὄντος. Μία παιδεία ποὺ τὸν καλεῖ στὴν διαφορετικὴ ἐκτίμηση τῶν ἐπίγειων παραδείσων καὶ στὴν φιλάνθρωπη στάση ἀπέναντι στὸν ἀνθρώπινο πόνο – ποτὲ στὴν πρωταρχικὴ ἐπίρριψη εὐθυνῶν σὲ ἄλλους μὲ ταυτόχρονη διαγραφὴ τῆς δικῆς του.
Ἡ εὐθύνη μας ἐνώπιον τῆς μητέρας φύσης εἶναι τόσο συλλογική, θεσμική, ὅσο καὶ ἀτομική, προσωπική. Τὸ ἕνα συνεπάγεται καὶ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ ἄλλο, γι᾽ αὐτὸ ὅλοι μας κατὰ βάση, ὡς ὄντα ποὺ ἐπηρεάζουν μὲ τὴν συμπεριφορά τους τὴν δημιουργία, εὐθυνόμαστε καὶ (ὀφείλουμε νὰ) πονοῦμε στὴν καρδιὰ γιὰ τὶς εἰκόνες καὶ γεγονότα τῆς καταστροφῆς, μάλιστα ὄχι μόνον στὸν τόπο μας ἀλλὰ καὶ παγκοσμίως. Ὁ πόνος ὅμως αὐτὸς μπορεῖ νὰ γίνει πόνος δημιουργίας, μεταστροφῆς, ἀλλαγῆς τῆς ὀπτικῆς καὶ τῶν τρόπων συναλλαγῆς μὲ τὴν φύση. Μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο, μὲ τὴν κατάλληλη πνευματικὴ ἐκπαίδευση, ἐνδοσκόπηση καὶ καρδιακὴ προσευχή, νὰ ἀκούει καὶ νὰ θεωρεῖ τὰ «μαθήματα» τῆς φύσης, τὶς εἰκόνες καὶ τοὺς ἤχους της, μὲ ἄλλα μάτια καὶ πνευματικὲς «αἰσθήσεις», συντονισμένες καὶ φρεσκαρισμένες στὴν ἔνθεη εὐαισθησία καὶ λογική.
Ὅταν οἱ ἐσωτερικές αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου πλημμυρίσουν ἀπὸ τὴν θεία εὐσπλαγχνία, σοφία καὶ ὑπέρλογη λογικότητα, ποὺ κρύβεται καλὰ στὸ βάθος τῶν κύκλων δημιουργίας, ἀνάπτυξης καὶ «καταστροφῆς», τότε θὰ ἔχουμε πλησιάσει βαθύτερα στὸ «ἄλλο»νόημα τῆς φύσης, καθὼς θὰ ἔχουμε ἀνοίξει ζωτικὸ διά-λογο μὲ τὴν ἴδια τὴν Πηγὴ τῶν λόγων. Θὰ ἔχουμε δυνητικὰ ἀνέλθει στὴν κατάσταση τοῦ «εὖ εἶναι», δηλαδὴ ἐκείνης τῆς κατάστασης καὶ στάσης ζωῆς ὅπου ἀκόμη καὶ ἡ ἀρνητικὴ ἐμπειρία ἢ καταστροφή, θὰ ἀποκτοῦν «νόημα» καὶ γιὰ τοὺς δικούς μας κύκλους ἀνάπτυξης  – διὰ τοῦ ἀναπόφευκτου «θανάτου» ὅποιας μορφῆς – πρὸς τὴν αἰωνιότητα.
* Ἰατρός, Δρ Ψυχαναλυτικῶν σπουδῶν, Ἱ. Ναὸς Ἁγίων Ἀναργύρων, Λονδῖνο.
πηγή: Αντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η εντός μας εξερεύνηση

  Ο άνθρωπος είναι κατά τ' άλλα  πλάσμα εξερευνητικό. Κοιτάζει παντού. Στο βάθος των ωκεανών, στην απεραντοσύνη του διαστήματος, κάτω απ...