Από τον Δημήτρη Β. Προύσαλη*
Λένε οι ιστορίες των παλιών πως μια φορά ήταν στην ανατολή ένας τόπος μακρινός. Εκεί ζούσε ένας βασιλιάς. Όλοι ήξεραν την παραξενιά που τον ξεχώριζε απ’ τους άλλους που όρισαν τη μοίρα κείνου του βασιλείου. Άλλος είχε μανία με τους παράδες, άλλος μανία με τη δύναμη, άλλος ήθελε να έχει δική του τη γη μέχρι εκεί που ’φτανε η άκρη του ματιού του.
Ε, το λοιπόν τούτος είχε μια πετριά του λόγου του αλλιώτικη: Λένε πως ήθελε να μαθαίνει όλα τα ανάποδα και παράξενα, κι όλο έβαζε σκοτούρα δίχως τελειωμό στη δωδεκάδα των συμβούλων και βασάνιζε τους σοφούς του παλατιού. Μια μέρα φώναξε τους ανθρώπους που κουβαλούσαν γνώση περισσή και λέει: «Θέλω να μου βρείτε τον πιο τιποτένιο άνθρωπο που ζει κι ανασαίνει σε τούτο τον τόπο, αυτόν που ακόμα και μια πεντάρα τον ξεπερνάει σε αξία!» Οι σοφοί του τα χρειάστηκαν!
Μα τι να κάνουν;
Την επομένη κιόλας ημέρα ξεχύθηκαν σ’ όλες τις άκρες του βασιλείου ντελάληδες. Στάθηκαν σ’ όλα τα παζάρια, τις γειτονιές και τις πλατείες κι όπου κόσμος μαζεύονταν. Έβαλαν φωνή μεγάλη: «Ακούσατε, ακούσατε! Ο βασιλιάς θέλει να βρεθεί ο πιο τιποτένιος άνθρωπος σ’ όλο τον τόπο, κείνος που μήτε μια πεντάρα δεν αξίζει! Όποιος βρει τούτο το παράξενο και δύσκολο, θα πάρει δώρο που σαν αυτό άλλο δεν έχει ματαδοθεί!»
Ήξεραν πως κεινος ο βασιλιάς ήθελε να ξεχωρίζει κι άρχισαν στις παρέες να κάνουν κουβέντες για το δώρο που λέγαν οι ντελάληδες. Μα οι σοφοί κι οι σπουδαγμένοι δεν έχασαν καιρό. Έτρεξαν στο παλάτι κι άρχισαν να λεν άλλος το μακρύ του κι άλλος το κοντό. Ο βασιλιάς σώπαινε και έκανε νόημα στον γραμματικό του να γράφει όσα ακούγονταν στη σάλα. «Βασιλιά μου, θαρρώ πως ο πιο τιποτένιος είναι κείνος που λέει ψέματα!» «Όχι βασιλιά μου! Υπάρχει πιο τιποτένιος από κείνον που σκάβει τον λάκκο στους φίλους του;» πετάγονταν άλλος. «Μα όλοι γνωρίζουν πως τιποτένιος είναι αυτός που έχει παράδες και κυνηγά ακόμα περισσότερους λες και τα σάβανα έχουν τσέπες!» φώναζε ένας τρίτος. «Βασιλιά μου, πιστεύω πως ο πιο τιποτένιος είναι κείνος που δεν έχει σέβας σ΄ αυτούς που τον έφεραν στον κόσμο…». Λέγανε οι σοφοί, μίλαγαν οι σπουδαγμένοι…
Μια μέρα ο βασιλιάς φώναξε όλον τον κόσμο να μαζευτεί κάτω απ’ το παλάτι, γιατί ακούστηκε πως βρέθηκε ο πιο τιποτένιος άνθρωπος στον κόσμο. Ο άρχοντας στάθηκε στο μπαλκόνι, ο κόσμος κοίταζε αυτόν που στέκονταν στο πλάι του. Σκουντιόταν ο κόσμος, κοιτούσαν και γελούσαν και έδειχναν με το δάχτυλο. Δίπλα στον βασιλιά ένας ανθρωπάκος τόσος, σκυφτός, με παλιά τριμμένα ρούχα, με κεφάλι χαμηλωμένο να κοιτάζει τα πόδια του. Ήταν αλήθεια ο πιο τιποτένιος στο βασίλειο, ο πιο φτωχός, γιατί όλοι γνώρισαν τον άνθρωπο που τον είχαν του κλότσου και του μπάτσου, δίχως μοίρα στον ήλιο. Άρχισαν όλοι να απορούν και να ψιθυρίζουν: «Γίνεται να ξεστομίσει τούτος σοφία, που μέχρι και τα παιδιά τον κυνηγούν;» Ο βασιλιάς φώναξε στον γραμματικό που ’γραφε τις σοφίες του κόσμου: «Διάβασε δυνατά ν΄ ακούσουν όλοι ποια σοφία κέρδισε το δώρο!» Ο γραμματικός είπε: «Πιο τιποτένιος άνθρωπος μέσα στο βασίλειο είναι αυτός που θαρρεί πως υπάρχει ένας πιο τιποτένιος άνθρωπος ανάμεσα στον κόσμο!»
Παντού απλώθηκε σιωπή! «Μα καλά πώς δεν το σκεφτήκαμε;» μουρμούρισαν. Οι κουβέντες του ανθρωπάκου τους θύμισαν το ξεχασμένο από καιρό, πως κανένας δεν έχει δικαίωμα να περιφρονεί κανέναν, μήτε φτωχό μήτε λεπρό μήτε τρελό μήτε περαστικό που βρέθηκε σ’ ανάγκη, πως κάθε άνθρωπος έχει μέσα του κάτι που αξίζει…» Σώπασε ο γραμματικός. Όλοι κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους. «Σοφότερη κουβέντα δεν ξανακούσαμε» ψιθύρισαν όλοι απ’ άκρη σ’ άκρη στη μάζωξη και περίμεναν το ξεχωριστό δώρο. Ο βασιλιάς έδωσε ένα χαρτί διπλωμένο στα δυο στον ανθρωπάκο που κεφάλι δεν σήκωνε τόση ώρα. Αυτός φοβόταν να ανοίξει το χαρτί μπας και φανερωθεί καμιά τιμωρία σαν αυτές που χαρίζουν οι βασιλιάδες σαν πει κανένας την αλήθεια. Κόμπιασε μα το άνοιξε.
Τα μάτια του άστραψαν και είπε: «Ευχαριστώ άρχοντα μου!» Διάβασε το χαρτί ν’ ακούσουν όλοι: «Το πιο καλό βραβείο είναι να απαρνηθείς το βραβείο που σου χάρισαν για κάτι ξεχωριστό…». Ήταν σοφός και δίκαιος άνθρωπος γιατί αρνήθηκε πληρωμή για το σωστό που φανέρωσε…
* Ο Δημήτρης Β. Προύσαλης ασχολείται με την συλλογή, καταγραφή και μελέτη των λαϊκών παραμυθιών και της αφήγησής τους από το 1999 και μοιράζεται τις ιστορίες που αγαπά από το 2003, θέλοντας να σηκώσει τα άχ του κόσμου ψηλότερα.
Αναδημοσίευση από το έντυπο Η Πόλη Ζει
Πολύ ωραία ιστορία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠραγματικά ...
Διαγραφή