Η μόνιμη αυταρέσκεια του ΣΥΡΙΖΑ, όπως μάλιστα κορυφώθηκε στο τελευταίο διάγγελμα του πρωθυπουργού, μου δίνει αφορμή για τις παρακάτω σκέψεις.
Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, από το 1974 έως το 1980 περίπου, όταν διέσχιζες έναν πανεπιστημιακό χώρο, το ερώτημα που σου ερχόταν αυθόρμητα ήταν αν η επανάσταση θα έλθει σε λίγους μήνες ή σε λίγα χρόνια. Το κλίμα το οποίο δημιουργούσαν η μουσική, οι αφίσες, τα τραπεζάκια με βιβλία, οι συζητήσεις, εμπότιζε τους νέους ανθρώπους, όχι απλώς με την ελπίδα του καινούργιου, αλλά με την βεβαιότητα ότι αυτοί αποτελούν «τη νιότη του κόσμου», τους φορείς της ποθούμενης αλλαγής. Αυτή η αυτοσυνειδησία πως η Αριστερά εκπροσωπεί ό,τι πιο υγιές και πιο ριζοσπαστικό, διαπότισε έκτοτε τον δημόσιο λόγο και το δημόσιο φαντασιακό.
Σαράντα και κάτι χρόνια μετά, όσο και αν πονάει, χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε ότι το πρόσημο έχει αλλάξει άρδην. Με άλλα λόγια, υποστηρίζω ότι έχει γίνει κατά τα τελευταία χρόνια εκτροπή του βιώματος της επαναστατικότητας προς την εθνικιστική ακροδεξιά, ιδιαίτερα δε τη ναζιστική. Αυτή επαγγέλθηκε «ξεβρώμισμα» του τόπου και συγκέντρωσε νέους που διψούν πράγματι για αλλαγή. Φυσικά πρόκειται για καρικατούρα η οποία δεν αλλάζει τίποτε, αλλά δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμη ότι τοεπαναστατικό υπερεγώ της νέας γενιάς στρέφεται προς τη ‘Χρυσή Αυγή’,όπως ακριβώς μετά τη μεταπολίτευση στρεφόταν προς την αριστερά.
Κάτι που δεν φαίνεται να έχει συνειδητοποιήσει ο χώρος της Αριστεράς είναι ότι έχει προ πολλού απολέσει το μονοπώλιο της επαναστατικότητας. Για καμιά δεκαριά χρόνια μετά την μεταπολίτευση ήταν τίτλος τιμής να είσαι Αριστερός. Αυτό έχει αλλάξει προ πολλού, αλλά οι ίδιοι οι Αριστεροί δεν τό έχουν αντιληφθεί, με αποτέλεσμα να έχουν αναπτύξει μια αυτιστική σχέση με τον περιβάλλοντα κόσμο και ταυτόχρονα αυτοερωτική σχέση με την ιδεολογία τους. Πράγματι, διαβάζοντας πίσω από τις γραμμές των δηλώσεών τους, διαπιστώνει κανείς ότι εξακολουθούν να λογοδοτούν με αυταρέσκεια στο αριστερό τους υπερεγώ, στις δήθεν αξίες τους, στην περιβόητη αγωνιστικότητά τους.
Η οποία έχει καταντήσει να αγωνίζεται για να μην αλλάξει τίποτε. Και μάλιστα να αγωνίζεται με αντιδημοκρατικούς τρόπους: καταλήψεις, «χτισίματα» γραφείων, διακοπή συνεδριάσεων, τραμπουκισμούς.
Αν αυτά δεν συνειδητοποιηθούν από την Αριστερά, ουσιαστικά θα εργάζεται με την στάση της για να στέλνει περισσότερους νεολαίους στους ακροδεξιούς και στους νεοναζιστές. Ως αντίθεση στην αποχαύνωση του τηλεοπτικού συστήματος και της καλοπέρασης, η «επαναστατικότητα» της ‘Χρυσής Αυγής’ θα παραμένει ελκυστική, ανεξάρτητα από ενδεχόμενη λύση του μεταναστευτικού ή από άλλες αντικοινωνικές δράσεις της, που θα αφαιρούν κάποια προσχήματα.
Ο ναρκισσιστικός αυτοερωτισμός πάντοτε εμποδίζει την σαφή αντίληψη όσων συμβαίνουν γύρω και καταλήγει να ενισχύει τους «ευσεβείς πόθους», δηλαδή την σύγχυση των επιθυμιών μας με την πραγματικότητα (ενδημικό πρόβλημα της Αριστεράς, λόγω του αφόρητου βολονταρισμού της).Επιπλέον υπονομεύει την δημοκρατία αφού ο ναρκισσιστής επιτρέπει να υπάρξει μόνο ό,τι δεν αντιμάχεται την δική του υπεροχή. Αυτό εξηγεί γιατί οι δήθεν ‘προοδευτικοί’ Αριστεροί συμπεριφέρονται συχνά τόσο αντιδημοκρατικά και ενοχλούνται από την παρουσία άλλων φωνών.
Η επαναστατικότητα, λοιπόν, ως αυταπάτη φυσικά, έχει μετακινηθή προς την ακροδεξιά! Αν και ο κύριος όγκος των ψηφοφόρων της ‘Χρυσής Αυγής’ είναι «νοικοκυραίοι», αυτό που της παρέχει τον δυναμισμό είναι η νεολαία. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι πράγματι πρόκειται για επαναστατικότητα (και εδώ φαντασίωση είναι), αλλά μιλούμε για το τι συμβαίνει στο μυαλό των νέων αυτών, πώς εκλαμβάνουν την εικόνα του εαυτού τους. Πιστεύουν ακράδαντα ότι επιτελούν την ίδια ακριβώς αποστολή την οποία ανέλαβε η Αριστερά στην μεταπολίτευση. Άλλωστε και ο ναζισμός του μεσοπολέμου άνθισε κατά εκπληκτικό τρόπο ακριβώς διότι επαγγελλόταν κάθαρση της κοινωνίας, ιδανικά, υγεία απέναντι στην ‘άρρωστη Ευρώπη’! Αυτή ήταν η ρητορική στη Γερμανία.
Εξ άλλου, κατά παρόμοιο ακριβώς τρόπο, όσοι έχουν στραφεί κατά του μνημονίου και κατά συνέπεια αντιτίθενται στην Ευρώπη, έχουν διαμορφώσει και αυτοί ψυχολογία αντιστασιακού, η οποία τούς εμποδίζει να διακρίνουν τον συντηρητισμό τους. Όποιος αισθάνεται αντιστασιακός καμαρώνει. Όσα επιχειρήματα και να τούς φέρει κανείς αδυνατούν να αντιληφθούν ότι αυτοτοποθετήθηκαν στο φοβικό και φονταμενταλιστικό άκρο, και τούτο διότι (αντίθετα με την πραγματική τους κατάσταση) η αυτοεικόνα τους είναι εκείνη του επαναστάτη ο οποίος δήθεν αντιμάχεται την εξουσία και ανατρέπει το κατεστημένο. Επιπλέον διαθέτουν επιφανειακή γνώση της ιστορίας και σαγηνεύονται από τους χαρισματικούς ηγέτες.
Η δυσκολία τους με την δημοκρατία έγκειται στο γεγονός ότι στερούνται κριτικής σκέψης, συστηματικής ανάλυσης, συνεπούς συλλογισμού. Η λογική τους συνήθως προχωρεί με άλματα και το θυμικό τους επαναπαύεται σε συνθήματα. Δεν είμαι βέβαιος αν η αντιδημοκρατικότητά τους είναι αποτέλεσμα των εγγενών αυτών αδυναμιών τους ή αν, αντίθετα, διαμορφώνουν τα ελλείμματά τους αυτά προκειμένου να γίνουν αντιδημοκρατικοί, δηλαδή προκειμένου να μην αφήσουν χώρο για τον άλλον, τον διαφορετικό. Άλλωστε συχνά κατηγορούν την δημοκρατία για όσα δεινά επεσώρευσε στη χώρα: «Σιγά τη δημοκρατία!», «Την είδαμε τη δημοκρατία σας». Ομολογώ ότι με πόνο ακούω αυτές τις αιτιάσεις από ανιστόρητους νεαρούς, οι οποίοι αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν τους κόπους και τους πόνους με τους οποίους οικοδομήθηκε η (έστω λειψή αυτή) δημοκρατία στη χώρα μας.
Το αίτημα για περισσότερη δημοκρατία δεν συνιστά μια επανάληψη της μεταπολιτευτικής ‘καραμέλας’. Αποτελεί αδήριτη αναγκαιότητα με στόχο την ανάπτυξη κριτικής συνείδησης και όχι ιδεολογικών παρωπίδων και επιθετικής στράτευσης. Λειτουργεί ταυτόχρονα και ως προστασία από τον μετανεωτερικό καταναλωτισμό και την σαγήνη του θεάματος. Δημιουργεί την αυτοπειθαρχία εκείνη η οποία απαιτείται ώστε να αναπτυχθεί κοινωνική υπευθυνότητα.
Καλούμαστε, με άλλα λόγια, να δημιουργήσουμε ένα νέο είδος προοδευτικότητας και ανατροπής, το οποίο θα έχει ως κύριο χαρακτηριστικό ότι δεν θα ορίζεται ως αντίθετο προς το ‘σάπιο’. Θα παίρνει μορφή από τη μέριμνα για την όντως δημοκρατία, έννοια που περικλείει την ηθική ευθύνη για τα κοινά, άρα και την εξυγίανση της πολιτικής ζωής.
Συνεπώς στο σχολείο απαιτείται, όχι μόνο ο θεματικός εμπλουτισμός της εκπαίδευσης με υλικό που θα στηρίξει τη δημοκρατία, αλλά να προωθείται συνολικά η αγάπη για την γνώση και η κριτική σκέψη με ελκυστικό τρόπο. Η μάχη για την δημοκρατία θα δοθεί, όχι μόνο με επιχειρήματα υπέρ της, αλλά κυρίως μέσα στις καρδιές των παιδιών και των εφήβων. Είναι επείγον να βρεθούν τρόποι ώστε να γίνει πιο ελκυστική στους νέους η δημοκρατία, παρά η υπονόμευσή της, όπως για πολλούς δυστυχώς συμβαίνει τώρα.
π. Βασίλειος Θερμός
(Περιέχονται σκέψεις από το βιβλίο μου Φυγή προς τα εμπρός: πώς μια ήττα μετατρέπεται σε νίκη; από τις εκδόσεις Αρμός)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου