Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος
Η πρακτικὴ ἀγάπη
9. Ὅπως τὸ λάδι συντηρεῖ τὸ φῶς τοῦ λυχναριοῦ, ἔτσι καὶ ἡ ἐλεημοσύνη, τρέφει στὴν ψυχὴ τὴν ἀληθινὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Τὸ κλειδὶ τῆς καρδιᾶς γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν θείων χαρισμάτων δίνεται μέσω τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον.
Τί ὡραία καὶ ἀξιέπαινη ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, ἐὰν βέβαια ἡ μέριμνα γι’ αὐτὴ δὲν μᾶς ἀποσπᾶ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Πόσο γλυκιὰ εἶναι ἡ συντροφιὰ τῶν πνευματικῶν μας ἀδελφῶν, ἐὰν μπορέσουμε νὰ φυλάξουμε μαζὶ μ’ αὐτὴν καὶ τὴν κοινωνία μὲ τὸ Θεό! (289).
10. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὰ βιοτικὰ καὶ ἀσκεῖ χειρωνακτικὴ ἐργασία καὶ λαμβάνει ἀπὸ ἄλλους βοήθεια, αὐτὸς ἔχει χρέος νὰ δώσει ἐλεημοσύνη. Ἂν ἀμελήσει γι’ αὐτήν, ἡ ἀσπλαχνία του εἶναι ἐνάντια στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου. (300)
11. Ἕνας μοναχὸς ἔχει, ἂς ποῦμε, κανόνα νὰ ἡσυχάζει στὸ κελὶ του ἑπτὰ ἑβδομάδες ἢ μία ἑβδομάδα καί, ἀφοῦ ἐκπληρώσει τὸν κανόνα του, συναντιέται καὶ συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ παρηγοριέται μαζί τους. Αὐτὸς λοιπόν, ἂν ἀδιαφορεῖ γιὰ τοὺς πονεμένους ἀδελφούς του, στοχαζόμενος ὅτι ἀρκεῖ ὁ ἑβδομαδιαῖος κανόνας του, εἶναι ἀνελεήμων καὶ σκληρός. Γιατί μὲ τὸ νὰ μὴν ἔχει ἐλεημοσύνη στὴν καρδιά του καὶ μὲ τὸ νὰ ὑψηλοφρονεῖ καὶ νὰ συλλογίζεται τὸ ψεῦδος, δὲ συγκαταβαίνει νὰ συμμετάσχει στὸν πόνο τῶν ἀδελφῶν του.
Ὅποιος καταφρονεῖ τὸν ἀσθενῆ ἀδελφό του δὲν πρόκειται νὰ δεῖ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅποιος ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὸν εὑρισκόμενο σὲ στεναχώρια, ἡ ἡμέρα του θὰ εἶναι σκοτεινή. (354)
12. Εἶπε ἕνας γνωστικὸς ἅγιος ὅτι τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ λυτρώσει τὸ μοναχὸ ἀπὸ τὸ δαίμονα τῆς ὑπερηφάνειας καὶ νὰ τὸν βοηθήσει ὅταν τὸ πάθος τῆς πορνείας εἶναι σὲ ἔξαψη, ὅσο τὸ νὰ ἐπισκέπτεται καὶ νὰ ὑπηρετεῖ τοὺς κατάκοιτους καὶ κείνους ποὺ λιώνουν ἀπὸ τὸ σωματικὸ πόνο. (355)
13. Εἶπε ὁ Κύριος: «Ὅ,τι θέλετε νὰ κάνουν σὲ σᾶς οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ σεῖς νὰ κάνετε σ’ αὐτοὺς» (Λουκ. 6, 31). Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ὑλικὰ ἀγαθὰ οὔτε σωματικὴ δύναμη γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφό του, τότε εἶναι ἀρκετὴ γιὰ τὸ Θεὸ μόνη ἡ ἀγάπη γὰ τὸν ἀδελφό, ποὺ φυλάγεται στὴν προαίρεσή του. (355)
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀστείρευτη
14. Ἡ ἀγάπη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου μοιάζει μὲ τὸ φῶς τοῦ λυχναριοῦ, ποὺ συντηρεῖται μὲ τὸ λάδι, ἢ ἀκόμα, μοιάζει μὲ τὸ χείμαρρο, ποὺ τρέχει μόνο ὅταν βρέχει, ἢ γίνεται ξερὸς ὅταν σταματήσει ἡ βροχή. Ὅμως ἡ ἀγάπη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι σὰν τὴν πηγὴ ποὺ ἀναβλύζει καὶ ποτὲ δὲν σταματάει ἡ ροή της, καὶ τὸ νερό της δὲ σώνεται, γιατί ὁ Θεὸς μόνος εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἀγάπης. (143).
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φέρνει ἀσυνήθιστη ἀλλοίωση
15. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της θερμή. Καὶ ὅταν πέσει σὲ κάποιον μὲ ὑπερβολή, κάνει ἐκείνη τὴν ψυχὴ ἐκστατική. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ καρδιὰ ἐκείνου ποὺ τὴν αἰσθάνθηκε δὲν μπορεῖ νὰ τὴ δεχθεῖ μέσα του καὶ νὰ τὴν ἀντέξει, ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὴν ποιότητα τῆς ἀγάπης ποὺ τὸν ἐπισκίασε, φαίνεται ἀπάνω του μία ἀσυνήθιστη ἀλλοίωση. Καὶ αὐτὰ εἶναι τὰ αἰσθητὰ σημεῖα αὐτῆς τῆς ἀλλοίωσης:
Τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου γίνεται κόκκινο σὰν τὴ φωτιὰ καὶ χαρούμενο, καὶ τὸ σῶμα του θερμαίνεται. Φεύγει ἀπ’ αὐτὸν ὁ φόβος καὶ ἡ συστολὴ («αἰδώς»), καὶ γίνεται ἐκστατικός. Καὶ ἡ δύναμη ποὺ συμμαζεύει τὸ νοῦ χάνεται, καὶ ἔρχεται σὲ κατάσταση ἐξωλογικὴ («ἔκφρων»). Τὸ φοβερὸ θάνατο γιὰ χαρὰ τὸν περνάει καὶ ποτὲ τοῦ ὁ νοῦς του δὲ σταματάει νὰ βλέπει καὶ νὰ στοχάζεται τὰ οὐράνια. Καὶ χωρὶς νὰ βρίσκεται σωματικὰ στοὺς οὐρανούς, μιλάει σὰν νὰ εἶναι παρὼν ἐκεῖ, χωρὶς βέβαια νὰ τὸν βλέπει κανένας. Χάνει τὴ φυσικὴ γνώση καὶ τὴ φυσικὴ ὅραση καὶ χάνει τὴν αἴσθηση τῆς κίνησής του μέσα στὸν αἰσθητὸ χῶρο. Γιατί καὶ ὅταν κάνει κάτι, δὲν τὸ αἰσθάνεται καθόλου, ἀφοῦ ὁ νοῦς του εἶναι μετέωρος στὴ θεωρία τῶν οὐρανίων. Καὶ ἡ διάνοιά του φαίνεται νὰ συνομιλεῖ μὲ κάποιον ἄλλον.
Αὐτὴ τὴν πνευματικὴ μέθη μεθύσανε οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Μάρτυρες. Καὶ οἱ μὲν Ἀπόστολοι γυρίσανε ὅλο τὸν κόσμο μέσα σὲ κόπο καὶ μόχθο καὶ ὀνειδισμούς, ἐνῶ οἱ Μάρτυρες μὲ κομματιασμένα τὰ μέλη τους ἔχυσαν τὰ αἵματά τους σὰν τὸ τρεχούμενο νερὸ καί, ἐνῶ ὑπέφεραν φοβερὰ βασανιστήρια, δὲ δειλίασαν, παρὰ τὰ ὑπέμειναν μὲ γενναιότητα, καὶ ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ἦταν σοφοί, τοὺς πέρασαν γιὰ ἄμυαλους. Ἄλλοι πάλι περιπλανήθηκαν σὲ ἔρημους τόπους καὶ στὰ βουνὰ καὶ στὶς σπηλιὲς καὶ στὶς τρύπες τῆς γῆς. Αὐτὰ ποὺ ἔκαμναν ἦταν γιὰ τὸν κόσμο ἀταξίες, ἐνῶ γιὰ τὸ Θεὸ ἦταν εὔτακτα.
Αὐτὴ τὴν ἀνοησία τους μακάρι νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεὸς καὶ μεῖς νὰ τὴ φτάσουμε! (104 – 5 ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου