Το πραξικόπημα του 1967 δεν προκάλεσε σοκ σε ολόκληρη την κοινωνία. Ένα κομμάτι, αρκετά μεγάλο, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, δέχτηκε την κατάλυση της αστικής δημοκρατίας με ικανοποίηση, με ανακούφιση ή με αδιαφορία και παθητικότητα. Είτε γιατί ένας σκληρός δεξιός όγκος προτιμούσε ένα αυταρχικό καθεστώς από την επικράτηση της Ένωσης Κέντρου που φαινόταν αναπόφευκτη σε περίπτωση διεξαγωγής εκλογών είτε γιατί μια μερίδα της κοινωνίας ένιωθε αποξενωμένη και κουρασμένη από την παρατεταμένη κατάσταση ανωμαλίας. Ένα άλλο κομμάτι, όμως, μάλλον πλειοψηφικό, με δεδομένη τη δημοτικότητα του Γεωργίου Παπανδρέου, αλλά και την πολιτική προέλευση μιας σημαντικής μερίδας των ψηφοφόρων του από την ΕΑΜική Αριστερά, υπέστη ένα ξαφνικό τρομακτικό σοκ όταν το πρωί της 21ης Απριλίου είδε τα τανκς στους δρόμους των μεγάλων πόλεων. Σ’ αυτούς πρέπει να προστεθεί και μια μερίδα πολιτών με δεξιές πεποιθήσεις που είχαν ταυτιστεί με μια ευρωπαϊκή αστική πορεία και ήταν καταφανώς αντίθετοι με τη χούντα. Σοκ που ήταν απείρως ισχυρότερο για τους κομμουνιστές, οι οποίοι μόλις είχαν προλάβει να πάρουν μια ανάσα, στη σύντομη ανάπαυλα 1963-1967, μετά από τρεις δεκαετίες άγριων διωγμών. Όχι μόνο γι’ αυτούς που συλληφθήκανε στο πογκρόμ που ξεκίνησε από τις πρώτες ώρες του πραξικοπήματος για να σταλούν εκ νέου στις φυλακές και τις εξορίες, αλλά και για κάθε αριστερό και κάθε αριστερή οικογένεια που είχε φάκελο στην ασφάλεια. Το ψυχρό φοβιστικό σκοτάδι της δεκαετίας του 1950 επανερχόταν σαν κανονικότητα.
Μέσα σ’ αυτή την «κανονικότητα», που τα προοδευτικά πολιτισμικά ρεύματα είχαν παγώσει από το σοκ, τις απαγορεύσεις και την καταστολή, τα πρώτα υγρά που ξεπάγωσαν και άρχισαν να κινούνται ήταν υπόγεια. Σταδιακά αναδύονταν στην επιφάνεια, όχι πάντοτε αθόρυβα, αλλά εκ των πραγμάτων μεταμφιεσμένα. Ένα από τα ρεύματα που βρήκε πιο εύκολα το δρόμο του στις νέες συνθήκες ήταν το ρεύμα του ελληνικού ροκ. Όσοι από μας δεν προέρχονταν από κομμουνιστογενείς οικογένειες είχαμε βρει τον τρόπο να εκφράσουμε τις αντιλήψεις, την αποδοκιμασία, την αντίδραση και την απειθαρχία μας μέσα από τη ροκ μουσική, που ήταν εξ ορισμού αντιχουντική γιατί ήταν αντισυμβατική. Κι αυτό το ρεύμα ήταν το πιο δημοφιλές ανάμεσα στους νέους, τουλάχιστον μέχρι το 1972 που το εξεγερτικό μας πνεύμα μεταφέρθηκε από τα δισκάκια, τα κλαμπάκια και τις αίθουσες των συναυλιών στα αμφιθέατρα του πανεπιστημίου.
Στην Ίο και τα Μάταλα
Στη δεκαετία του 1960 ζυμώνονταν πολλές αλλαγές μέσα στο κοινωνικό συλλογικό, αλλά οι νοοτροπίες στο κοινωνικό επίπεδο κατά βάση παρέμεναν συντηρητικές. Η αντίθεση στα μακριά μαλλιά, τις μίνι φούστες, το προγαμιαίο σεξ και τους Ρόλινγκ Στόουνς δεν προερχόταν μόνο από τη Δεξιά. Και πάνω σ’ αυτό τον υπαρκτό συντηρητισμό εδραίωσε η δικτατορία το κοινωνικό της προφίλ. Αλλά οι τάσεις αμφισβήτησης του μοντέλου κοινωνικών συμπεριφορών δεν μπορούσαν να ανακοπούν. Οι νεαροί τουρίστες που είχαν ανακαλύψει τις ομορφιές της χώρας μας με τις παρθένες περιοχές, κουβαλούσαν μαζί τους όλα τα εσωτερικά και εξωτερικά χαρακτηριστικά αυτών των αλλαγών που σάρωναν τις δυτικές μητροπόλεις. Αμερικάνοι, Άγγλοι, Καναδοί, Γάλλοι, Γερμανοί, Ολλανδοί, Σουηδοί και Φινλανδοί, με διαβατήρια από χώρες του ΝΑΤΟ, τους οποίους η χούντα δεν τολμούσε να αγγίξει παρ’ όλο που έρχονταν με κιθάρες, κοτσίδες, χαϊμαλιά και πολύχρωμα ρούχα, ήταν φορείς αλλαγών. Επί χούντας, ο χιπισμός κατέκλυσε τα Μάταλα, την Ίο και τα Αναφιώτικα στην Πλάκα. Πιο εύκολα, την περιφρόνησή τους για τους «μαλλιάδες» και τους «άπλυτους», την εκδήλωναν οι στρατοκράτες και οι οπαδοί τους πάνω στα ντόπια παιδιά, τα Ελληνόπουλα που ποθούσαν μια πιο λεύτερη ζωή, πιο κοντά στα κινήματα των νέων που ξεσπούσαν δυναμικά και με πολλή φαντασία στο Λονδίνο, το Παρίσι, το Άμστερνταμ, το Βερολίνο, στη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες. Το χουντικό ιδανικό τρίπτυχο «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω το ποτάμι που κυλούσε ορμητικά προς τα μπρος. Όσο κι αν οι ειδήσεις έφταναν λογοκριμένες, όσο κι αν οι ελευθεριότητες αποτρέπονταν, όσο κι αν οι νεωτερισμοί αποθαρρύνονταν, ο απόηχος όσων συνέβαιναν στο εξωτερικό διαπερνούσε τα σύνορα και απλωνόταν και ερέθιζε τα ανήσυχα μυαλά μας με καινούργιες ιδέες, πλούσιες εικόνες και εναλλακτικές μορφές σκέψης, επικοινωνίας και διαβίωσης.
Οι άπλυτοι στη Λάρισα
Ξημερώματα Κυριακής, με το πούλμαν πήραμε τα μέλη του συγκροτήματος MGC από το κλαμπ Μέκα, στην Πλάκα, για να πάμε στη Λάρισα. Μόλις κατέβηκαν από το πάλκο και έφυγαν οι τελευταίοι πελάτες, φορτώσαμε τα όργανα και τη μικροφωνική τους στις μπαγαζιέρες και ξεκινήσαμε για την πρωτεύουσα του θεσσαλικού κάμπου. Ήμουν ο μικρός της παρέας. Κι αυτοί δεν ήταν γέροι, αλλά φάνταζαν μεγάλοι, όχι μόνο επειδή είχαμε 6-7 χρόνια διαφορά στην ηλικία, αλλά και γιατί είχαν βαρύ ύφος και ήταν κάπως ασυνήθιστα ντυμένοι και κουρεμένοι. Δεν έπαιζα μουσική ούτε είχα κανένα ειδικό ρόλο στην «εκδρομή», αλλά συμμετείχα, εξ αιτίας του ζήλου μου, χάρη στη φιλία μου με τον Γιάννη Πετρίδη που οργάνωνε κάποια κυριακάτικα πρωινά στην πόλη που είχε υπηρετήσει τη θητεία του κάνοντας μουσικές εκπομπές από το στρατιωτικό ραδιόφωνο. Στη διαδρομή, παρατηρούσα και άκουγα μέσα στο μισοσκόταδο τους μουσικούς που συζητούσαν μεταξύ τους για τα τραγούδια, για τη δουλειά στο κλαμπ, για γυναίκες και για αστεία περιστατικά με πελάτες καπνίζοντας κάτι ατσούμπαλα τσιγάρα με πολύ βαριά μυρωδιά μέχρι να τους πάρει ο ύπνος από την κούραση και τη ζαλάδα. Αισθανόμουν ένα δέος συνταξιδεύοντας με καλλιτέχνες που θαύμαζα γιατί έφερναν ζωντανά σε μας τους ήχους από τον έξω κόσμο και γιατί ήξεραν και καταλάβαιναν πράγματα που εμείς, οι πιτσιρικάδες, προσπαθούσαμε διψώντας για πληροφορίες να αποκωδικοποιήσουμε.
Αγουροξυπνημένοι, από ένα σύντομο ύπνο, με λίγο κρύο νερό στη μούρη, ανεβήκαμε στη σκηνή του σινεμά που θα γινόταν η συναυλία για να στήσουμε τους ενισχυτές της κιθάρας και του μπάσου, το πιάνο και τα λιγοστά κομμάτια μιας πρωτόγονης με τα σημερινά δεδομένα μικροφωνικής εγκατάστασης. Μετά από μία μικρή πρόβα ήχου, η ώρα ήταν ακόμα εννιά, βγήκαμε στην κεντρική πλατεία της Λάρισας όπου βρισκόταν ο κινηματογράφος και διαλέξαμε ένα κοντινό καφενείο για να πιουν οι «μεγάλοι» καφέ, μέχρι να πάει 11 που θα άρχιζε η συναυλία. Κι εκεί έγινε η πρώτη πλάκα. Πριν καν σερβιριστούν οι καφέδες και οι γκαζόζες, άρχισε να μαζεύεται γύρω από το τραπέζι μας ένα τσούρμο από ανθρώπους κάθε ηλικίας που μας κοιτούσαν σαν να έβλεπαν εξωγήινους στην πόλη τους! Δεν μιλούσαν, ούτε χειρονομίες έκαναν. Ακίνητοι περιεργάζονταν τους μουσικούς που κάθονταν όχι όπως οι θαμώνες των καφενείων σε ορθή γωνία, αλλά κάπως ξαπλωτά με τα πόδια απλωμένα, κοιτώντας με απορία τα ριγέ τους γιλέκα, τα ανορθόδοξα κουρέματα, τα μεγάλα δαχτυλίδια, τις φαρδιές αγκράφες στις ζώνες του τζιν, τις μαύρες μπότες και τα χαϊμαλιά που κρέμονταν από το λαιμό αντρών και όχι γυναικών, αν και γι’ αυτό σίγουρα θα είχαν κάποιες αμφιβολίες. Ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο Δημήτρης Πολύτιμος, ο Αντώνης Τριανταφύλλου και όλοι οι υπόλοιποι ήμασταν σαν σε τσίρκο και το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να τους παρατηρούμε κι εμείς, χωρίς σχόλια για να μη γίνει τίποτα απρόβλεπτο και ανεπιθύμητο, μέχρι την ώρα που τα μαζέψαμε και γυρίσαμε στο σινεμά. Ήταν φανερό ότι υπήρχε ένα χάσμα ανάμεσα σε μας και σε εκείνους. Κι αυτό δεν οφειλόταν στη δικτατορία που προσπαθούσε με την προπαγάνδα και τα παραδείγματα να ορίσει τι είναι καλό και κακό, τι είναι ηθικό και ανήθικο, τι είναι ελληνικό και χριστιανικό.
Η επαρχία, ακόμα και στις μεγάλες πόλεις της, ζούσε σε μια φάση πιο πίσω από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, αλλά το «μικρόβιο» είχε παρ’ όλ’ αυτά εμφιλοχωρήσει. Το σινεμά ήταν γεμάτο κυρίως από μαθητόκοσμο που διψούσε για μια έστω πρόσκαιρη φυγή από την ασφυκτική ατμόσφαιρα της επαρχίας του τέλους της δεκαετίας του 1960. Ασφυξία που εκδηλώθηκε μέσα στη σάλα όταν, συνεπικουρούμενοι από μερικούς ένστολους αστυνομικούς στην είσοδο, μπήκαν κάποιοι καθηγητές και άρχισαν με αυστηρό ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση να βγάζουν έξω τους μαθητές που εντόπιζαν από τα σχολεία τους. Μόνο οι αλαλαγμοί του μαθητόκοσμου που από ενθουσιασμό παραληρούσε από τα τραγούδια και γινόταν μία μάζα απροσπέλαστη, αλλά και οι διαμαρτυρίες του Πουλικάκου από τη σκηνή, έσωσαν τη συναυλία από ένα πρόωρο φινάλε και μια καθολική απογοήτευση. Στη Λάρισα, εκείνο το πρωί, το ροκ είχε αναγκάσει σε υποχώρηση και τη χούντα και την κοινωνική συντήρηση.
Τέτοια φαινόμενα είχαμε και στην Αθήνα, αλλά με μικρότερες επιπτώσεις στη γενική στροφή των νέων. Πολλά συγκροτήματα, πολλά κλαμπ, πολλές συναυλίες και πάρα πολλά δισκάδικα. Οι παρενοχλήσεις από την αστυνομία σε δημόσιους χώρους, κάποια κουρέματα και κάποια κοψίματα παντελονιών καμπάνα για παραδειγματισμό και συμμόρφωση, δεν περνούσαν απαρατήρητα, αλλά δεν πήραν και τη διάσταση πογκρόμ. Γεγονός είναι ότι στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1970, ένα σημαντικό κομμάτι της νεολαίας δεν κώλωνε από τις απειλές και τον εκφοβισμό και αψηφούσε τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη της δικτατορίας εκδηλώνοντας την αντίθεσή του με πολλούς έμμεσους τρόπους.
Λογοκρισία, ναι και όχι
Αν το διασημότερο θύμα της λογοκρισίας, που προϋπήρχε αλλά γνώρισε νέες δόξες επί χούντας, ήταν τα τραγούδια με μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, το εύρος των απαγορευμένων ήταν μεγάλο γιατί δεν περιοριζόταν μόνο στα έργα των χαρακτηρισμένων ως κομμουνιστών συνθετών και στιχουργών. Ακόμα και ένα ερωτικοκοινωνικό τραγούδι του Άκη Πάνου που οι στίχοι του έλεγαν «Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια/ μακριά από τη φτώχεια, μακριά από τη μιζέρια» απαγορευόταν να κυκλοφορεί γιατί έστελνε λάθος μήνυμα στους πολίτες που έπρεπε να έχουν την αίσθηση ότι με τους συνταγματάρχες στην εξουσία η φτώχεια απλά δεν υπήρχε! Η απόσυρση πολλών δίσκων από τα ράφια των δισκάδικων και το σχολαστικό φιλτράρισμα των υποβαλλομένων προς έγκριση στην επιτροπή λογοκρισίας του υπουργείου Τύπου στίχων, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού. Αφενός γιατί επηρέασαν τη θεματολογία του και αφετέρου γιατί υπέθαλψαν μια εναλλακτική εκφραστική οδό με πολλές αλληγορίες, υπαινιγμούς, μεταμφιέσεις και μεταφορικές έννοιες, σαν τη μελωδία του επαναστατικού τραγουδιού από τον ισπανικό εμφύλιο που διασκευάζεται από τον Αργύρη Κουνάδη και με στίχους του Βαγγέλη Γκούφα ηχογραφείται και κυκλοφορεί ανενόχλητα υπό τον τίτλο «Εις μνημόσυνον» (γνωστό σαν «άι γαρούφαλλό μου») χωρίς κανένας από τους λογοκριτές να καταλάβει ότι είναι αφιερωμένο στον Νίκο Μπελογιάννη!
Η λογοκρισία ταλαιπώρησε πάρα πολύ το ελληνικό τραγούδι από τότε που καθιερώθηκε, αλλά στα χρόνια της δικτατορίας έδωσε τα ρέστα της. Μια επίπτωση που δεν άγγιξε την ξένη μουσική, ούτε την ποπ ούτε τη ροκ. Οι συνταγματάρχες και οι λογοκριτές αξιολόγησαν διαφορετικά την ξένη μουσική, δεν θεώρησαν ότι κινδυνεύουν απ’ αυτήν όχι μόνο γιατί οι ίδιοι δεν καταλάβαιναν λέξη από ξένες γλώσσες, αλλά και γιατί ενδεχομένως θεωρούσαν ότι και η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών επίσης δεν καταλάβαινε το νόημα των ξένων τραγουδιών. Απαγορεύτηκαν μόνο κάποια τραγούδια που είχαν προκαλέσει δημόσια συζήτηση λόγω του περιεχομένου τους, όπως το απαγορευμένο σε μερικές χώρες τραγούδι του Serge Gainsbourg με την Jane Birkin Je t’ aime… moi non plus που σε έβαζε στο νόημα με τον αισθησιασμό του χωρίς να χρειάζεται να ξέρεις γαλλικά.
(συνεχίζεται)
Στέλιος Ελληνιάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου