Επίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Ware
Στον αιώνα μας το Άγιον Όρος έπαιξε έναν αποφασιστικό ρόλο στη ζωή πολλών Άγγλων επισκεπτών, αλλά είναι πολύ λίγοι αυτοί στους οποίους άσκησε μια τόσο βαθιά και σταθερή επιρροή όση στον Τζέραλντ Πάλμερ [Gerald Palmer] (1904-84). Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών που κάναμε εκεί μαζί – το πρώτο το 1966 και τα υπόλοιπα σε τρεις περιπτώσεις στη δεκαετία του 1970 – έφθασα να συνειδητοποιήσω σταδιακά τι σήμαινε ο Άθως γι’ αυτόν. Είμαι ωστόσο σίγουρος πως δεν θα ήθελε να μιλώ ή να γράφω και πολύ γι’ αυτόν. «Μη μιλάς για μένα», θα μου έλεγε, «μίλησε για το άγιον Όρος». Αν παραβλέπω την επιθυμία του - και γι’ αυτό του ζητώ συγγνώμη – το κάνω επειδή πιστεύω βαθιά ότι η εμπειρία του μπορεί να αποτελέσει πηγή ενθάρρυνσης και έμπνευσης για άλλους.
Ο Τζέραλντ Πάλμερ επισκέφθηκε το Άγιον Όρος για πρώτη φορά τον Μάιο του 1948. Βρισκόταν, λίγο πολύ όπως ο ∆άντης, στη μέση του ταξιδιού της ζωής του, και όπως ο ∆άντης, έτσι κι αυτός αμφέβαλε ποιο μονοπάτι έπρεπε να ακολουθήσει. Στη νιότη του είχε ξεκινήσει μια πολιτική σταδιοδρομία, εισερχόμενος στο Κοινοβούλιο το 1935 ως Βουλευτής του Συντηρητικού κόμματος για το Winchester. Παρέμεινε στη Βουλή των Κοινοτήτων μέχρι το 1945, αν και κατά τη διάρκεια του πολέμου απουσίαζε τον περισσότερο καιρό, όντας σε ενεργό πολεμική υπηρεσία με το Βασιλικό Πυροβολικό, ειδικά στην Ιταλία. Όπως πολλοί άλλοι Συντηρητικοί, έχασε την έδρα του κατά τη σαρωτική νίκη του Εργατικού Κόμματος το 1945. Αν το ήθελε, θα μπορούσε αναμφισβήτητα να κατακτήσει ξανά μια θέση στο Κοινοβούλιο στις εκλογές του 1950 ή του 1951. Στα τέλη όμως της δεκαετίας του 1940 το ενδιαφέρον του για την πολιτική είχε ήδη εξατμιστεί.
Ο Τζέραλντ Πάλμερ επισκέφθηκε το Άγιον Όρος για πρώτη φορά τον Μάιο του 1948. Βρισκόταν, λίγο πολύ όπως ο ∆άντης, στη μέση του ταξιδιού της ζωής του, και όπως ο ∆άντης, έτσι κι αυτός αμφέβαλε ποιο μονοπάτι έπρεπε να ακολουθήσει. Στη νιότη του είχε ξεκινήσει μια πολιτική σταδιοδρομία, εισερχόμενος στο Κοινοβούλιο το 1935 ως Βουλευτής του Συντηρητικού κόμματος για το Winchester. Παρέμεινε στη Βουλή των Κοινοτήτων μέχρι το 1945, αν και κατά τη διάρκεια του πολέμου απουσίαζε τον περισσότερο καιρό, όντας σε ενεργό πολεμική υπηρεσία με το Βασιλικό Πυροβολικό, ειδικά στην Ιταλία. Όπως πολλοί άλλοι Συντηρητικοί, έχασε την έδρα του κατά τη σαρωτική νίκη του Εργατικού Κόμματος το 1945. Αν το ήθελε, θα μπορούσε αναμφισβήτητα να κατακτήσει ξανά μια θέση στο Κοινοβούλιο στις εκλογές του 1950 ή του 1951. Στα τέλη όμως της δεκαετίας του 1940 το ενδιαφέρον του για την πολιτική είχε ήδη εξατμιστεί.
Τι θα έπαιρνε λοιπόν τη θέση της πολιτικής; Ο Τζέραλντ έδωσε όλη την ενέργειά του στην φροντίδα των κτημάτων του, και ιδιαίτερα ενδιαφέρθηκε πολύ για τη δασοκομία. Αλλά αυτό από μόνο του δεν μπορούσε να τον ικανοποιήσει. Εδώ και καιρό τον απασχολούσαν τα ζητήματα της εσωτερικής ζωής, αλλά ο πνευματικός του δάσκαλος, στην καθοδήγηση του οποίου βασιζόταν για πολλά χρόνια είχε πεθάνει το 1947. Σε ποιον θα έπρεπε τώρα να στραφεί; Είχε κάτι ακούσει για μια μορφή εσωτερικής προσευχής που χρησιμοποιείται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία είναι γνωστή ως Επίκληση του Αγίου Ονόματος ή Προσευχή του Ιησού, [ή Νοερά Προσευχή]. Από μία Ρωσίδα φίλη του, την κυρία Ευγενία Kadloubovsky, είχε μάθει ότι αυτός ο τρόπος προσευχής εξακολουθούσε να ασκείται από τους μοναχούς του αγίου Όρους.
Αυτό ήταν, λοιπόν, το κίνητρο που έκανε τον Τζέραλντ να επιχειρήσει το πρώτο του ταξίδι στο Όρος. Έχοντας πάψει να είναι μέλος του Κοινοβουλίου, έχοντας στερηθεί την πνευματική καθοδήγηση από την οποία εξαρτιόταν προηγουμένως, προσήλθε στον Άθωνα αναζητώντας ένα ανανεωμένο νόημα και μια κατεύθυνση στη ζωή του, ελπίζοντας ειδικά να μάθει περισσότερα για την προσευχή του Ιησού. Ωστόσο την ίδια στιγμή ταξίδευε εκεί χωρίς να έχει μια σαφή ιδέα τι θα βρει ή ποιον θα συναντήσει. Όμως, όπως έχει συμβεί σε τόσους άλλους που «αναζητούν» την αλήθεια, μόλις πάτησε το πόδι του στο άγιον Όρος, τα ίδια τα γεγονότα τον συνάντησαν και τα σκόρπια κομμάτια συνταίριαξαν. «Ανέλαβε πρωτοβουλία» το ίδιο το Όρος και μ’ έναν τρόπο που ούτε αυτός ούτε οποιοσδήποτε άλλος μπορούσε να προβλέψει, του φανερώθηκε ακριβώς το μονοπάτι που έπρεπε να ακολουθήσει. Τον Μάιο του 1948 δεν ήταν καθόλου εύκολο πράγμα να επισκεφτεί κανείς το Άγιον Όρος, επειδή ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα βρισκόταν στο αποκορύφωμα του. Ο Τζέραλντ έπρεπε να ταξιδέψει από τη Θεσσαλονίκη με πλοίο, επειδή η χερσαία διαδρομή ήταν αδιάβατη, και πράγματι, καθόλη τη διάρκεια της παραμονής του στο Όρος άκουγε απόμακρες ομοβροντίες από την ηπειρωτική χώρα. ∆εν θα μπορούσε ποτέ να κάνει αυτό το ταξίδι χωρίς τη βοήθεια του φίλου του Sir Clifford Norton, που ήταν τότε ο Βρετανός Πρεσβευτής στην Αθήνα.
Ο Τζέραλντ γνώριζε λίγα Ρώσικα και μόλις έφθασε στο άγιον Όρος, πήρε το δρόμο για το Ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα. Εδώ, την πρώτη κιόλας μέρα έλαβε χώρα μια αξιομνημόνευτη συνάντηση, η οποία άλλαξε εντελώς τη ζωή του. Καθώς στεκόταν στην αυλή του μοναστηριού, μια φωνή ακούστηκε από ένα παράθυρο ψηλά που του μίλησε στα αγγλικά. Αυτός που τον φώναξε ήταν ένας Ρώσος μοναχός, ο πατήρ Νίκων (1875-1963), ένας ερημίτης που ζούσε στο κελί του Aγίου Γεωργίου, στα Καρούλια, σε μια από τις πιο απόκρημνες και άγριες πλαγιές στο νοτιώτερο άκρο του Όρους.
Ο πατήρ Νίκων δεν ήταν ένας συνηθισμένος μοναχός, διαθέτοντας έναν εκπληκτικό αριθμό αντιθετικών χαρακτηριστικών. Εξαιρετικά ευφυής, πνευματώδης, ακόμη και καυστικός όταν συνομιλούσε, πολύ μορφωμένος, μιλούσε άπταιστα αγγλικά και άλλες δυτικές γλώσσες, ήταν μανιώδης αναγνώστης του περιοδικού Illustrated London News και διέθετε στο κελί του στα Καρούλια ένα πλήρες σώμα των έργων του P. G. Wodehouse (δυστυχώς, μετά τον θάνατο του πατέρα Νίκωνα, τα έκαψε ο μαθητής του, πατήρ Ζωσιμάς). Ταυτόχρονα όμως ήταν ένας αυστηρός ασκητής, αφιερωμένος στη Νοερά Προσευχή, ριζωμένος βαθιά στην Αθωνική πνευματική παράδοση, προικισμένος με τη δύναμη της διάκρισης και της διορατικότητας, εραστής της ησυχίας, έχοντας επιλέξει να κατοικεί στην πιο αφιλόξενη περιοχή του Aγίου Όρους. Μπορούσε κανείς να φτάσει στη μπροστινή πόρτα του κελιού μόνο κρεμασμένος από αλυσίδες στερεωμένες στη λίγο πολύ κάθετη επιφάνεια του βράχου, με την άβυσσο να ξεδιπλώνεται από κάτω του γύρω στα 200 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Ευτυχώς για τους λιγότερο τολμηρούς υπήρχε μια ελαφρώς λιγότερο επικίνδυνη διαδρομή από ένα στενό μονοπάτι που οδηγούσε στην πίσω πόρτα.
Ο πατήρ Νίκων επισκεπτόταν συνήθως τον άγιο Παντελεήμονα μόνο μία φορά τον χρόνο, και έτσι το γεγονός ότι βρισκόταν εκεί ακριβώς την ημέρα που έφτασε ο Τζέραλντ, ήταν μια εξαιρετική σύμπτωση - καθώς όμως συνήθιζε να επισημαίνει ο Τζέραλντ, στην πνευματική ζωή δεν υπάρχουν απλές συμπτώσεις. κάθε φαινομενική σύμπτωση προέρχεται στην πραγματικότητα από την πρόνοια του Θεού. Ο πατήρ Νίκων, λοιπόν, καταλαβαίνοντας αμέσως πως ο Τζέραλντ ήταν κάτι πολύ περισσότερο από απλός επισκέπτης, τον προσκάλεσε να πάει να μείνει στα Καρούλια. Εκεί, μέσα σε λίγες ώρες, ο Τζέραλντ συνειδητοποίησε ότι είχε βρει ακριβώς εκείνο το πρόσωπο το οποίο θα μπορούσε να τον βοηθήσει στην εσωτερική του αναζήτηση. Ο πατήρ Νίκων, όχι μόνο δίδαξε στον Τζέραλντ τη χρήση της Νοεράς Προσευχής, αλλά και τον ενεθάρρυνε να διαβάσει την Dobrotolubiye, τη Ρωσική εκδοχή αυτής της μεγάλης συλλογής από ασκητικά και μυστικά κείμενα, γνωστά στην ελληνική ως Φιλοκαλία. Πριν αφήσει τον Άθω, ο Τζέραλντ προμηθεύτηκε από τον βιβλιοθηκάριο του αγίου Παντελεήμονα μία πεντάτομη Dobrotolubiye, για την οποία πλήρωσε το τότε σημαντικό ποσό των τριών χρυσών λιρών Αγγλίας. Εκείνη την εποχή, το μόνο νόμισμα που ήταν αποδεκτό στην Ελλάδα ήταν οι Αγγλικές χρυσές λίρες και ο Τζέραλντ είχε πάρει εννέα απ’ αυτές μαζί του στον Άθω.
Υπό την καθοδήγηση του πατέρα Νίκωνα, ο Τζέραλντ πήρε την απόφαση να γίνει Ορθόδοξος. Έτσι το 1950 έγινε δεκτός από τον εφημέριο της ενορίας της Υπερόριας Ρωσικής Ορθόδοξης στο Λονδίνο, Αρχιμανδρίτη (τώρα Μητροπολίτη) Βιτάλιο. Του δόθηκε το νέο όνομα Γεώργιος. Σε συνεργασία με την κυρία Kadloubovsky, προετοίμασε δύο τόμους επιλεγμένων κειμένων από την Dobrotolubiye, που και οι δύο εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο Faber & Faber, με τίτλο Κείμενα από την Φιλοκαλία για τη Νοερά Προσευχή (1951) και Πρώιμοι Πατέρες της Φιλοκαλίας (1954). Ο πρώτος τόμος περιέχει έναν πρόλογο από τον πατέρα Νίκωνα, ο οποίος είχε επίσης κάνει την επιλογή του προς μετάφραση υλικού. Ο κατάλογός του αντιστοιχεί εν μέρει μ’ εκείνον που δίνεται σ’ ένα όνειρο, στον Ρώσο προσκυνητή από τον πεθαμένο γέροντά του.[2] Όταν αρχικά το χειρόγραφο των Κειμένων από την Φιλοκαλία υποβλήθηκε στους Fabers, αυτοί αποφάσισαν να το απορρίψουν, θεωρώντας ότι ποτέ δεν θα μπορούσε να καλύψει τα έξοδα έκδοσης του. Μεταπείστηκαν μόνο κατόπιν της έντονης επιμονής του T.S. Eliot, ο οποίος υποστήριζε ότι έπρεπε να δημοσιευθεί ακόμα κι αν έφερνε μια σοβαρή χασούρα. Στην πραγματικότητα, παρά τις προσδοκίες όλων των ενδιαφερομένων, οι δύο τόμοι αποδείχθηκαν μια εξαιρετική εμπορική επιτυχία και από τότε έχουν ανατυπωθεί πολλές φορές.
Ο Τζέραλντ διατηρούσε πάντα την ελπίδα ότι τελικά θα μπορούσε να προχωρήσει σε μία Αγγλική μετάφραση της Φιλοκαλίας απευθείας από την πρωτότυπη Ελληνική, που να μην περιέχει μόνον επιλογές αλλά το πλήρες κείμενο. Μιλήσαμε γι’ αυτές τις ελπίδες, όπως θυμάμαι πολύ καλά, ενώ περπατούσαμε από τις Καρυές στη μονή Σταυρονικήτα μια μέρα του Ιουνίου του 1971. Έτσι, λίγο αργότερα ο Τζέραλντ προσκάλεσε τον Φίλιππο Σέρραρντ και μένα να αποτελέσουμε μια τριμελή εκδοτική επιτροπή. Επεξεργαστήκαμε τη μετάφραση μαζί κατά τη διάρκεια δύο εκτεταμένων επισκέψεών μας στο άγιον Όρος, διαμένοντας στη Σερβική Μονή Χιλανδαρίου. Κάποιες άλλες φορές οι τρεις μας συναντιόμασταν στο όμορφο σπίτι του Τζέραλντ στο Bussock Mayne, κοντά στο Chieveley στο Berkshire. Οι τρεις τόμοι αυτής της νέας και ολοκληρωμένης μετάφρασης της Φιλοκαλίας εμφανίστηκαν ανάμεσα στο 1979 και 1984 (ο τρίτος εκδόθηκε λίγο μετά τον θάνατο του Τζέραλντ) και ένας τέταρτος τόμος είναι τώρα υπό εκτύπωση. Αν όλα πάνε καλά, ο πέμπτος και τελικός τόμος θα ακολουθήσει σύντομα. Η προετοιμασία αυτής της νέας μετάφρασης υπήρξε έργο αγάπης του Τζέραλντ και βρισκόταν συνεχώς στη σκέψη του κατά την τελευταία περίοδο της αρρώστιας του.
Η Αγγλική Φιλοκαλία, όπως μπορώ να βεβαιώσω από τις επιστολές που λαμβάνω σχεδόν κάθε εβδομάδα, έχει κάνει μεγάλη εντύπωση, όχι μόνο στους Ορθοδόξους αλλά και στους μη-Ορθοδόξους, όχι μόνο στους Χριστιανούς, αλλά και σε πολλούς ανθρώπους άλλων θρησκευμάτων ή και αθρήσκων. Αυτή η τεράστια και διεισδυτική επιρροή σε όλο τον αγγλόφωνο κόσμο μπορεί να αναχθεί σε μία μόνο πηγή: στην επίσκεψη του Τζέραλντ Πάλμερ στο άγιον Όρος τον Μάιο του 1948 και την σχεδιασμένη από τη θεία Πρόνοια συνάντηση του με τον Νίκωνα.
Ο Τζέραλντ επισκεπτόταν το άγιον Όρος σχεδόν κάθε χρόνο, περνώντας συνήθως τη Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα στα Καρούλια με τον πατέρα Νίκωνα και στη συνέχεια - μετά τον θάνατο του πατέρα Νίκωνα - με τους άλλους Ρώσους μοναχούς εκεί, τον πατέρα Σεραφείμ και τον πατέρα Νικόδημο. Συχνά έμενε επίσης στο κελί ενός Έλληνα μοναχού, του αγιογράφου πατέρα Ηλία, στη Μεγάλη Αγία Άννα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, αδυνατώντας πλέον να ανέβει το απότομο μονοπάτι προς τα Καρούλια, έμενε στη μονή Γρηγορίου, που βρίσκεται στην ακτή. Τόσο βαθιά ήταν η αγάπη του για το Όρος που συνέχισε να το επισκέπτεται και όταν ακόμη η υγεία του είχε υποστεί σοβαρές βλάβες από τις αρρώστιες. Τις δύο τελευταίες επισκέψεις του τις έκανε στηριζόμενος σε πατερίτσες. Ο πατήρ Γεώργιος, ο ηγούμενος της μονής Γρηγορίου, τον προέτρεπε να παραμείνει εκεί μόνιμα και να γίνει μοναχός.
Παρόλο που του άρεσε η ιδέα, στο τέλος ο Τζέραλντ επέλεξε να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο σπίτι του, στο Bussock Mayne, στο οποίο πέθανε στις 7 Φεβρουαρίου 1984. Ωστόσο, οπουδήποτε κι αν βρισκόταν, δεν σταμάτησε ποτέ να κουβαλά το 'Aγιον Όρος στην καρδιά του.
Τι έμαθα κυρίως περπατώντας με τον Τζέραλντ στο άγιον Όρος και βλέποντάς το μέσα από τα μάτια του; Υπάρχουν δύο συγκεκριμένα πράγματα που του οφείλω. Πρώτον, ενίσχυσε σημαντικά την αίσθησή μου για το Αθωνικό περιβάλλον, για την φυσική πραγματικότητα του αγίου Όρους. Με έκανε να συνειδητοποιήσω - πολύ πιο έντονα από ό,τι προηγουμένως – πως το ίδιο το άγιον Όρος είναι ένα μυστήριο της θείας παρουσίας. Ο Άθως δεν είναι απλά ένα όρος αγίων μοναχών, ιερών μονών και ιερών εικόνων. Είναι αυτό καθαυτό ένα Άγιον Όρος. Οι μοναχοί, τα μοναστήρια και οι εικόνες περιβάλλονται και εμπεριέχονται σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο, σ’ ένα καθολικό δίκτυο ιερού χώρου. Περπατώντας με τον Τζέραλντ στα μονοπάτια του Άθωνα, αισθανόμουν όπως και αυτός πως τα ίδια τα βράχια και η γη του Όρους, με όλα τα λουλούδια, τους θάμνους και τα δέντρα του, διαθέτουν μια εγγενή ιερότητα. Σύμφωνα με τα λόγια του πατέρα Νίκωνα, τα οποία επαναλάμβανε ο Τζέραλντ: «Εδώ κάθε πέτρα αποπνέει προσευχές».
Η αγάπη του Τζέραλντ για την «φυσικότητα» του Άθωνα έγινε προφανής καθώς στεκόμασταν μαζί στην κορυφή του Όρους το 1966. νομίζω ότι ήταν η τελευταία φορά που ανέβηκε στην κορυφή, αλλά είχε φυσικά ανέβει πολλές φορές προηγουμένως, και μερικές φορές στα τέλη του χειμώνα, όταν η κορυφή ήταν ακόμη καλυμμένη με πάγο και χιόνι. Ήταν προφανής η απόλαυση που είχε όταν κολυμπούσε στoυς βραχώδεις ορμίσκους της ακτής. Μου ήταν προφανής στις θαυμάσιες φωτογραφίες των λουλουδιών του Άθωνα που είχε πάρει και στο σεβασμό που έτρεφε για τα δέντρα. Συμφωνούσε ολόψυχα με την ρήση του πατρός Αμφιλοχίου της Πάτμου (1888 / 9-1970), «Όποιος δεν αγαπά τα δέντρα, δεν αγαπάει τον Χριστό».
Ο Τζέραλντ ήταν επίσης ευαίσθητος απέναντι στα ζωντανά πλάσματα του Όρους. Μία από τις πιο εντυπωσιακές φωτογραφίες του είναι ένα «αλογάκι της Παναγιάς» στον τοίχο ενός κελιού. Στο Χιλανδάρι, μετά από δουλειά ολόκληρης μέρας πάνω στην Φιλοκαλία, συχνά καθόμασταν κατά το ηλιοβασίλεμα σ’ ένα εξωτερικό μπαλκόνι, ακούγοντας την εκπληκτική μουσική των βατράχων στη λίμνη παρακάτω. Αυτό μου έφερνε στο μυαλό το ανέκδοτο που κυκλοφορεί στο Άγιον Όρος για τους μοναχούς εκείνους των οποίων η πρωινή προσευχή διαταρασσόταν από τον θόρυβο που έκαναν τα βατράχια στη στέρνα έξω από το παρεκκλήσι τους. Ο πνευματικός πατέρας του κελιού βγήκε έξω και τους μίλησε αυστηρά, «Βάτραχοι, μήπως θα μπορούσατε να σταματήσετε τον θόρυβο; Μόλις τελειώσαμε το Μεσονυκτικό και ετοιμαζόμαστε να ξεκινήσουμε τον Όρθρο. Σας παρακαλώ να περιμένετε μέχρις ότου τελειώσει». Σ’ αυτό οι βάτραχοι απάντησαν, «Θα σας πείραζε να κάνετε ησυχία; Μόλις τελειώσαμε τον Όρθρο και πρόκειται να ξεκινήσουμε την Πρώτη Ώρα. Σας παρακαλούμε να περιμένετε μέχρι να την τελειώσουμε».
Η αίσθηση που είχε ο Τζέραλντ για την εγγύτητα του Αιώνιου σε κάθε μέρος του Όρους επέστρεψε μια μέρα καθώς περπατούσαμε μαζί από τη Δάφνη στις Καρυές. Ξαφνικά σταμάτησε και έδειξε ένα λιβάδι στα δεξιά μας. Το αποκάλεσε «Χωράφι της Παναγίας». Σε κάθε γενιά, του είχε πει ο πατήρ Νίκων, η Παναγία φανερώνεται σε ένα διαφορετικό μέρος του αγίου Όρους. και η πιο πρόσφατη εμφάνισή της υπήρξε σ’ αυτό το λιβάδι. Αναμφίβολα σήμερα θα έχει εμφανιστεί σε άλλο μέρος του Όρους.
Ο Τζέραλντ αγαπούσε τα μοναστικά κτήρια, τις εικόνες, την ανθρώπινη παρουσία των μοναχών, τη συνεχώς ανανεούμενη ακολουθία της λειτουργικής προσευχής. Αλλά όλα αυτά αποκτούσαν το πλήρες νόημα στα μάτια του λόγω της ιερότητας του ίδιου του Όρους.
Ένα δεύτερο πράγμα που ο Τζέραλντ μου έμαθε να αισθάνομαι και να γνωρίζω πιο άμεσα ήταν η ησυχία του αγίου Όρους, η δημιουργική του σιωπή. Με τον όρο «ησυχία» δεν εννοώ μια απόλυτη απουσία ήχου, επειδή φυσικά υπάρχουν πάντα πολλοί ήχοι στο Όρος: ήχους παράγουν οι άνεμοι και η θάλασσα, τα πουλιά και τα έντομα, τα σήμαντρα, οι καμπάνες και η ψαλμωδία. Αλλά όλοι αυτοί οι ήχοι ξεχωρίζουν από ένα πανταχού παρόν βάθος σιωπής - μια σιωπή που δεν αποτελεί ένα κενό αλλά μια πληρότητα, που δεν είναι μια απουσία, αλλά μια προσωπική παρουσία: «σχολάσατε καὶ γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεός·» (Ψαλμός 46:10).
Ο ίδιος ο Τζέραλντ είχε κάνει μια συγκινητική περιγραφή αυτής της σιωπής με λέξεις που εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο τι ακριβώς σήμαινε το άγιον Όρος γι’ αυτόν:[3]
Ο ίδιος ο Τζέραλντ είχε κάνει μια συγκινητική περιγραφή αυτής της σιωπής με λέξεις που εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο τι ακριβώς σήμαινε το άγιον Όρος γι’ αυτόν:[3]
Η ΗΣΥΧΙΑ ΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
Ήταν μεσημέρι της 6ης Αυγούστου 1968. Το μοτόρι από τη Δάφνη σταμάτησε στον αρσανά της Σιμωνόπετρας. Δεν αποβιβάστηκε κανείς άλλος, και έτσι μετά από ένα φιλικό χαιρετισμό με τον μοναχό που στεκόταν στην προβλήτα, άρχισα να ανεβαίνω μόνος μου το απόκρημνο μονοπάτι καθώς το μοτόρι συνέχιζε τον δρόμο του νότια. Μετά από περίπου είκοσι λεπτά, έφτασα στο σημείο όπου το μονοπάτι από τη μονή Γρηγορίου ενώνεται με αυτό από τα δεξιά. Εδώ στη διασταύρωση υπάρχει ένα προσκυνητάρι με έναν σταυρό και πέτρινα καθίσματα κάτω από τη σκιά μιας στέγης. από τις ανοιχτές πλευρές του μικρού κτηρίου έχει κανείς μια θαυμάσια θέα της θάλασσας μέχρι την επόμενη χερσόνησο. Αφού προσκύνησα τον σταυρό, κάθισα στη σκιά και κοίταξα προς τη θάλασσα, αφουγκραζόμενος τη σιωπή.
Τα πάντα ήταν σιωπηλά.
Αμέσως ένιωσα ότι τώρα επιτέλους βρισκόμουν στο άγιον Όρος, και ευχαρίστησα τον Θεό που για άλλη μία φορά μου έδωσε αυτό το τεράστιο προνόμιο.
Τα πάντα ήταν σιωπηλά.
Αυτή η ησυχία, αυτή η σιωπή βρίσκεται παντού, διαπερνά τα πάντα, είναι η ίδια η ουσία του Αγίου Όρους. Ο απόμακρος ήχος ενός καϊκιού χρησιμεύει μόνο για να τονίσει την ένταση της ησυχίας. το ξαφνικό θρόισμα της σαύρας ανάμεσα στα ξερά φύλλα, o παφλασμός ενός βατράχου που πέφτει σε μια στέρνα, είναι δυνατοί και καθαροί ήχοι, οι οποίοι απλώς υπογραμμίζουν τη βαθιά ησυχία. Συχνά καθώς περπατάς σε μεγάλα κομμάτια ερημιάς που αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ιερής γης, ακολουθώντας μονοπάτια, όπου η κάθε πέτρα αποπνέει προσευχές, είναι αδύνατο να ακούσεις οποιοδήποτε ήχο. Ακόμη και στα καθολικά των μοναστηριών, όπου η σιωπή βαθαίνει μέσα στο σκοτάδι, μέσα στο κάλλος και στην ιερή ποιότητα του χώρου, φαίνεται ότι η ανάγνωση και η ψαλμωδία των ιερέων και των μοναχών μέσα στον ατέλειωτο ρυθμό του νυχθημέρου τελετουργικού τους, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία λεπτή άκρη ενός απέραντου ωκεανού σιωπής.
Αλλά αυτή η ησυχία, αυτή η σιωπή, είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή απουσία ήχου. Διαθέτει μια θετική ποιότητα, μια ποιότητα πληρότητας, πλησμονής, την αιώνια Ειρήνη που καθρεφτίζεται στο πέπλο της Παναγίας, το οποίο περιβάλλει και προστατεύει το Άγιον Όρος, προσφέροντας εσωτερική σιωπή, την ειρήνη της καρδιάς, σ’ εκείνους που κατοικούν εκεί και σ’ όλους όσοι προσέρχονται με ανοικτή καρδιά αναζητώντας αυτή την ευλογία.
Ας είναι ευλογημένοι όσοι φυλάσσουν εδώ αυτή την ειρήνη ή την μεταφέρουν στον τόπο τους ως ένα διαρκές δώρο της χάριτος.
Ας είναι ευλογημένοι όσοι φυλάσσουν εδώ αυτή την ειρήνη ή την μεταφέρουν στον τόπο τους ως ένα διαρκές δώρο της χάριτος.
[1] Περίληψη μιας ομιλίας που δόθηκε στους Φίλους του Αγίου Όρους, στην Ετήσια Γενική Συνέλευση, στην Οξφόρδη, στις 18 Μαΐου 1994.
[2] Ελληνική έκδοση, Οι περιπέτειες ενός Προσκυνητή, με πολλές εκδόσεις.
[3] Αρχικά δημοσιεύτηκε ανώνυμα στο περιοδικό Orthodox Life (Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος, Jordanville, NY), Νοέμβριος-∆εκέμ. 1968, σελ. 33.
Το παραπάνω κείμενο προέρχεται από την ετήσια έκθεση (Annual Report) του Συλλόγου των Φίλων του Αγίου Όρους (Friends of Mount Athos) Αγγλίας, του έτους 1994 (σελ. 23-28).
Συντάκτης του είναι ο πολύ γνωστός και αγαπητός Ορθόδοξος θεολόγος και επίσκοπος ∆ιοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ.
Επειδή το θεώρησα σημαντικό για τα πρόσωπα που παρουσιάζει και για τη σχέση τους με το άγιον Όρος και την Φιλοκαλία, το μετέφρασα και σας το παρουσιάζω Ιωσήφ Ροηλίδης.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Μονή Σίμωνος Πέτρας") είναι έργο του Βλάση Τσοτσώνη.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο
Συγκλονιστικό άρθρο!..
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι άξια λόγου αυτή η γοητεία που ασκεί η Ορθοδοξία σε πολλούς επιφανείς-και μη της Αλβιώνας..
Παρόμοια πράγματα λέγονται-τηρουμένων των αναλογιών-και για τον Κάρολο της Αγγλίας http://choratouaxoritou.gr/?p=65425
Θα μας κάνουν να συμπαθήσουμε τους Άγγλους...
Διαγραφή