Του Θανάση Τζιούμπα
Είναι φορές που ένα γεγονός έρχεται να φέρει στην επιφάνεια όλο το μέγεθος της παθογένειας που σοβεί στα έγκατα μιας εποχής. Ο θάνατος του Ζαν Κωστόπουλου ανήκει σε αυτή την κατηγορία, όχι μόνο ως τραγικό γεγονός απώλειας ζωής ενός νέου ανθρώπου αλλά, κυρίως, προκαλώντας έναν «δημόσιο» διάλογο που αναδεικνύει την απώλεια του μέτρου και των «κοινών συμφωνημένων υπονοούμενων» επί των οποίων εδράζεται η κοινωνική συνοχή.
Ο χορός που στήθηκε πάνω από ένα πτώμα είναι φρικτός, είναι η σύγκρουση δύο «δικαιωματισμών»: Το δικαίωμα στην ασφάλεια που φτάνει ως την αυτοδικία και το λυντσάρισμα και, ως αντίστιξη, το δικαίωμα στην αντικοινωνική συμπεριφορά που βαφτίζεται «διαφορετικότητα». Ο Γιάννης Αγιάννης των Αθλίων του Ουγκώ επιστρατεύεται για να δημιουργήσει συναισθηματικές ταυτίσεις του Μεγάλου Αδικημένου. Το γεγονός ότι η δημόσια έκφραση πραγματώνεται πλέον μέσω του απρόσωπου και ανεύθυνου καφενείου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όχι μόνο παροξύνει το φαινόμενο, αλλά αναδεικνύει και τις πραγματικές του διαστάσεις.
Ο «πλειοψηφικός» λόγος είναι αυτός του πρώτου «δικαιωματισμού»: αυτή η στάση δεν θα έπρεπε να ξαφνιάζει κανέναν. Σε όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, διαχρονικά, το ζήτημα της ασφάλειας αναρριχάται στην κορυφή των φόβων της ελληνικής κοινωνίας, μεταβάλλοντας την σε μια φοβική κοινωνία. Άδικα; Σίγουρα όχι. Οι σχέσεις οικειότητας έχουν διαρραγεί βίαια, τα γκέτο αντικατέστησαν τις γειτονιές, το επίπεδο της βίας αυξήθηκε σε πρωτρόγνωρο βαθμό, τεράστιοι αριθμοί «άλλων» με διαφορετικές συνήθειες, αξίες και κοινωνικές στάσεις εισβάλλουν τροφοδοτώντας την αμοιβαία εχθρικότητα. Το κράτος ως οργανωμένη κοινωνία έχει εκπέσει στον ρόλο του παρατηρητή ή του τραυματιοφορέα στην καλύτερη περίπτωση. Όλα σπρώχνουν στο να «πάρουμε τον νόμο στα χέρια μας» εγκαινιάζοντας έναν πόλεμο που γίνεται εύκολα πόλεμος όλων εναντίον όλων.
Από την άλλη, ο «μειοψηφικός» λόγος, που τυγχάνει να είναι και ο «επίσημος λόγος» αρπάζει κάθε ευκαιρία να επιτεθεί στους «νοικοκυραίους» στηλιτεύοντας τον «λαϊκισμό» της κοινωνικής πλειοψηφίας και λοιδορώντας κάθε ανάγκη για κοινωνική ασφάλεια (εξαιρουμένης ίσως της κοινωνικής ασφάλισης, αν κρίνουμε από την ανάδειξη των συντάξεων ως θεμέλιου της κυβερνητικής ρητορικής). Έτσι κι αλλιώς αυτοί είναι με τον πολυπολιτισμό και την «κοινωνία του ρίσκου», και στην κοινωνία αυτή το να καταστρέφεις ή να αρπάζεις τεκμηριώνεται ως δικαίωμα στην διαφορά.
Το χειρότερο είναι ότι ο πολιτικός λόγος πολώνεται και πολώνει: Οι «δεξιοί» προβάλλουν κατ’ εξοχήν το θέμα της ασφάλειας αναζητώντας εύκολα ακροατήρια, ενώ οι «αριστεροί» τον δικαιωματισμό που είναι εγγενής στα δικά τους ακροατήρια. Και βέβαια τα επιχειρήματα εστιάζονται στην καταγγελία του αντιπάλου και στον στιγματισμό ως αναρχικού ή φασίστα. Ο πολιτικός λόγος που θα έπρεπε να είναι διαμεσολαβητικός γίνεται επιθετικός τροφοδοτώντας ένα αδιέξοδο που αποτελεί το θερμοκήπιο του φασισμού, ενός εκφασισμού της καθημερινής στάσης και συμπεριφοράς που αυτονόητα θα τροφοδοτήσει τα νέα Τάγματα Εφόδου. Αυτό θα είναι το αντίτιμο του πολιτικού ελλείμματος των πολιτικών μας.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στα θέματα της εξάρτησης από τα ναρκωτικά οι δύο αυτές λογικές παίρνουν ακραίες μορφές: σκοτώστε τους, φυλακίστε τους, εξαφανίστε τους θα πουν οι μεν, η χρήση είναι ατομικό δικαίωμα θα πουν οι δε, επεκτείνοντας την έκφραση του δικαιώματος σε συμπεριφορές που στρέφονται όχι μόνο εναντίον του εαυτού αλλά και εναντίον των άλλων.
Το τραγικό ερώτημα στην περίπτωση του κοσμηματοπωλείου της Ομόνοιας είναι η δυσκολία να διακρίνει κανείς τον θύτη από το θύμα. Είναι το λάθος ερώτημα, κι ένα λάθος ερώτημα δεν μπορεί να βρει σωστή απάντηση. Όσο η κοινωνία κατρακυλάει σε μορφές ανομίας, όσο ο Νόμος αλλά και οι εσωτερικευμένοι κώδικες συνύπαρξης εκλείπουν, τα ίδια υποκείμενα θα εναλλάσσονται με έναν τραγικό τρόπο στον ρόλο του θύτη και του θύματος, θα επιχειρούν να παρουσιάσουν τον εαυτό ως θύμα και τον άλλο ως θύτη για την ποινική ή ηθική τους αποενοχοποίηση.
Ο κοσμηματοπώλης της Ομόνοιας, θύμα της κατάστασης που έχει επικρατήσει στο κέντρο της Αθήνας, έγινε θύτης πράττοντας αυτοδικία. Ο Κωστόπουλος, θύμα της εξάρτησης και της καθημερινής βίας που δεχόταν ως εξαρτημένος μπουκάρισε στο κοσμηματοπωλείο. Ο κάθε Καμίνης θα βρει την ευκαιρία να προβάλλει τις «φιλελεύθερες» πολιτικές των χώρων ελεγχόμενης χρήσης ως πανάκεια που εξαντλεί το κοινωνικό χρέος για φροντίδα και πολιτικές απεξάρτησης.
Ποιος να δικαιωθεί;
Αν θέλουμε να αποφύγουμε τα θανάσιμα αυτά δίπολα πρέπει να κάνουμε μια αρχή να στοχαστούμε ως κοινωνία. Και μια κοινωνία πρέπει να διασφαλίζει την ζωή και την σωματική ακεραιότητα (πρώτα απ’ όλα), αλλά και την ασφαλή καθημερινότητα, όπως και την φροντίδα στα άτομα που πάσχουν.
Μέχρι τότε οι εξαρτημένοι θα είναι παραβατικοί για να συντηρήσουν την εξάρτηση τους και οι κοσμηματοπώλες θα είναι παραβατικοί για να συντηρήσουν την περιουσία τους, η δε κοινωνία μας θα μοιάζει όλο και πιο πολύ με την ζούγκλα των ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΙ και του National Geographic.
Εφόσον η ταύτιση(ή, μήπως, μετενσάρκωση;) Ζακ και Γιάννη Αγιάννη είναι δεδομένη, μόνο αυτός, πλέον, μπορεί να δώσει λύση: https://www.contra.gr/Longread/ekrhksh-iaverh-o-ellhnas-trivlakas-me-kinhto-tsigaro-kai-kafe.3984002.html
ΑπάντησηΔιαγραφήΙαβέρης,ε; Πόσα χρόνια τα λέει;
ΔιαγραφήΚαμιά δουλειά δεν είναι ντροπή.
ΔιαγραφήΚαμιά ντροπή δεν είναι δουλειά .
Διαγραφή