Το καλοκαίρι είναι μια ιδανική ευκαιρία να αφήσουμε τα παιδιά να τεμπελιάσουν, να νιώσουν ανία, μία ψυχολογική κατάσταση τόσο σημαντική για την ανάπτυξή τους όσο και τα σχολικά μαθήματα.
Κείμενο: Μαρία Παπαδοδημητράκη
«Ένα παιδί αναπτύσσεται καλύτερα όταν, όπως ένα νεαρό φυτό, το αφήνουμε ανενόχλητο στο έδαφος. Τα πολλά “ταξίδια”, η μεγάλη ποικιλία εντυπώσεων δεν είναι προς όφελός του, καθώς το καθιστούν ανίκανο να διατηρήσει μια γόνιμη μονοτονία μεγαλώνοντας». Aυτά έγραφε το 1930 ο βρετανός φιλόσοφος, μαθηματικός και ιστορικός Μπέρτραντ Ράσελ σε ένα κεφάλαιο του έργου του «Η κατάκτηση της ευτυχίας», αφιερωμένο στην πιθανή αξία της πλήξης.
Σύμφωνα με τον νομπελίστα Ράσελ, η φαντασία και η ικανότητα να διαχειριζόμαστε την πλήξη (βαρεμάρα στην καθομιλουμένη) πρέπει να καλλιεργούνται από την παιδική ηλικία, διαφορετικά «μια γενιά που δεν μπορεί να αντέξει την ανία είναι μια γενιά μικρών ανθρώπων, στους οποίους κάθε ζωτική ώθηση μαραίνεται αργά σαν να ήταν κομμένα άνθη σε βάζο».
Διαβάζοντας τα παραπάνω, ήρθαν στο μυαλό μου τα χρόνια στο δημοτικό, τα λόγια της μητέρας μου («τα παιδιά δεν πρέπει να βαριούνται», έλεγε συχνά) και μια σειρά εκπαιδευτικών βιβλίων που μου έκαναν δώρο κάθε καλοκαίρι, για να κρατάω το μυαλό σε εγρήγορση. Ενώ, λοιπόν, τα σχολεία και τα φροντιστήρια έκλειναν και το πρωινό ξύπνημα σταματούσε, η κυρία Δανάη έκρινε σκόπιμο για το δικό μου καλό να με τρέχει στα βιβλιοπωλεία, όπου με περίμεναν ασκήσεις ορθογραφίας, μαθηματικά προβλήματα, κείμενα για ανάγνωση και ένα τελικό άθροισμα που έδειχνε πόσο επιμελής ήμουν. Εμένα, όμως, όλα αυτά μου στερούσαν χρόνο από το παιχνίδι και τις βόλτες στη θάλασσα.
Από τότε έχουν περάσει χρόνια και, δυστυχώς, τα πράγματα κάθε άλλο παρά έχουν αλλάξει, αν κρίνω από τα παιδιά των φίλων μου, που μέσα στο καλοκαίρι τρέχουν σε φροντιστήρια, κατασκηνώσεις, μουσεία, περιβαλλοντικές δράσεις οργανώσεων, εκδηλώσεις του δήμου, μουσικές παραστάσεις και αθλητικές συναντήσεις, προκειμένου να αποκτήσουν γνώσεις και να γεμίσουν δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο τους.
Κανείς δεν αρνείται ότι οι δραστηριότητες αυτές ωφελούν την ανάπτυξη των παιδιών, σωματική, πνευματική και κοινωνική. Μήπως, όμως, το έχουμε παρακάνει;
ΤΕΜΠΕΛΙΑ ΚΑΙ ΞΕΚΟΥΡΑΣΗ
Η πολύχρονη εκπαιδευτική εμπειρία του Λάμπρου Νικολάρα από το Σύλλογο Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Πειραιά «Η Πρόοδος» και του Σάββα Σεχίδη από το Σύλλογο Εκπαιδευτικών Π.Ε. «Αλέξανδρος Δελμούζος» δείχνει ότι τόσο ο βαθμός δυσκολίας όσο και ο όγκος των μαθημάτων έχουν αυξηθεί τα τελευταία 10 χρόνια και μαζί με αυτά οι εξωσχολικές υποχρεώσεις των μαθητών.
Στην ερώτηση πόσο μπορεί στην περίπτωση αυτή να βοηθήσει το καλοκαιρινό διάβασμα και η επανάληψη της ύλης, η απάντηση είναι ότι για να γίνουν σωστά χρειάζεται η καθοδήγηση του δασκάλου. Το παιδί μόνο του δεν μπορεί να τα καταφέρει και η εμπλοκή του γονέα δεν είναι πάντα εφικτή, ούτε πάντα η καλύτερη λύση. Επίσης, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι τα παιδιά διαβάζουν στη διάρκεια των διακοπών, τι πραγματικά διατηρούν στη μνήμη τους, επιστρέφοντας στο σχολείο;
«Η πλειοψηφία των δασκάλων δεν φορτώνει τους μαθητές με εργασίες το καλοκαίρι, αφού και εκείνοι χρειάζονται ένα διάλειμμα, όπως οι μεγάλοι. Τα παιδιά πρέπει να ζουν την παιδικότητά τους και το μυαλό τους χρειάζεται να ξεφεύγει από τα σχολικά όρια. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η ξεκούραση, η τεμπελιά και το παιχνίδι είναι εξίσου σημαντικά με το σχολείο. Μέσα από αυτά το παιδί αναπτύσσει ικανότητες και καλλιεργεί συναισθήματα που θα το βοηθήσουν να εξελιχθεί σε έναν υγιή ενήλικα», λένε.
Κάποιοι γονείς μπορεί να ανησυχούν ότι η μεγάλη αποχή από τη σχολική μελέτη θα επηρεάσει αρνητικά τις γνώσεις που έχουν αποκτηθεί μέσα στη χρονιά. «Σε πολλές περιπτώσεις, οι γνώσεις αυτές επανέρχονται έπειτα από μια σύντομη επανάληψη στην αρχή του σχολικού έτους», απαντά ο κύριος Σαχίδης. «Αν δεν επανέλθουν, τότε δεν φταίει το καλοκαίρι, αλλά το γεγονός ότι εξ αρχής οι βάσεις δεν ήταν γερές». Μάλιστα, επισκόπηση του Πανεπιστημίου Ντιουκ, που περιλαμβάνει περισσότερες από 175 μελέτες, έδειξε ότι ναι μεν το διάβασμα στο σπίτι είναι βοηθητικό, αλλά δεν φάνηκε να σχετίζεται σημαντικά με τις επιδόσεις και τους βαθμούς των μαθητών, ιδιαίτερα του δημοτικού.
Την ίδια άποψη έχει και ο Ηλίας Κουρκούτας, καθηγητής Ψυχολογίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης. «Σήμερα τα παιδιά έχουν φορτωμένο πρόγραμμα, σχολικό και εξωσχολικό. Συχνά, μάλιστα, ακόμα και οι εξωσχολικές δραστηριότητές τους σχετίζονται με το σχολείο, είναι αγχωτικές και πιεστικές και περιλαμβάνουν την αξιολόγηση και τη βαθμολόγησή τους». Μάλιστα, η έντονη ταύτιση των γονιών με τα παιδιά, χαρακτηριστικό της ελληνικής οικογένειας, έχει ως αποτέλεσμα οι πρώτοι να επιλέγουν συχνά τις εξωσχολικές δραστηριότητες των δεύτερων.
Αυτή η έλλειψη πραγματικού ελεύθερου χρόνου σε συνδυασμό με τον καλοήθη, αλλά καταπιεστικό, γονεϊκό έλεγχο επιδρά στην ομαλή ανάπτυξη των παιδιών. «Τα παιδιά δεν ζουν πια την ηλικία τους και αναγκάζονται πολλές φορές να εγκαταλείψουν τις δικές τους επιθυμίες ή να τις στριμώξουν μέσα στην ήδη απαιτητική μέρα τους. Επιπλέον, στερούνται το δικαίωμα επιλογής, την ελευθερία σκέψης και δεν έχουν περιθώρια αυτενέργειας και αυτονομίας. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις παιδιών που εσωτερικεύουν το άγχος που προκαλούν οι συνθήκες αυτές και κάποια στιγμή ξεσπούν, όπως επίσης και οι περιπτώσεις παιδιών που μαθαίνουν να λειτουργούν αποκλειστικά υπό πίεση, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να χαλαρώσουν και να απολαύσουν τα πιο απλά πράγματα. Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και τη συνεχή πίεση για επιτυχία, τότε έχουμε τη συνταγή για να μεγαλώσουμε παιδιά με έντονο το αίσθημα του ανικανοποίητου», επισημαίνει ο κύριος Κουρκούτας.
ΚΟΜΜΑΤΙ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΜΑΣ
Είναι φανερό ότι τα παιδιά όλο και περισσότερο ακολουθούν τους ρυθμούς της πολυάσχολης κοινωνίας μας, μιας κοινωνίας που απεχθάνεται τα διαλείμματα, τις ανάπαυλες, τα χαμένα στο άπειρο βλέμματα. Μιας κοινωνίας που τρέμει την πλήξη και βασίζεται σε ανθρώπους οι οποίοι είναι διαρκώς «παραγωγικοί». Τα παιδιά ετοιμάζονται από νωρίς να μπουν σε έναν κόσμο όπου η ανία θεωρείται αμαρτία, χαμένος χρόνος, προβληματική κατάσταση, τροχοπέδη της εξέλιξης σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Οι μεγάλοι βλέπουμε την πλήξη ως κάτι αρνητικό, μια κατάσταση αδυναμίας από την οποία θέλουμε ή πρέπει να ξεφύγουμε εμείς και, φυσικά, τα παιδιά μας. Έτσι, απασχολούμε το μυαλό τους με εφαρμογές, βιντεοπαιχνίδια, διάβασμα και καλύπτουμε το χρόνο τους με αθλητικές, μουσικές, καλλιτεχνικές και άλλες δραστηριότητες, που σκοπό έχουν να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους και να τα εφοδιάσουν για το μέλλον.
Όπως εξηγεί ο Ανδρέας Ελπιδώρου, επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Λούισβιλ και ένας από τους σύγχρονους μελετητές της πλήξης, «δεν νομίζω ότι υπάρχει μόνο ένας λόγος για τον οποίο βλέπουμε την πλήξη τόσο αρνητικά. Καταρχάς, δεν είναι ευχάριστη. Επιπλέον, για να ανακουφιστούμε, πρέπει να είμαστε σε θέση να κάνουμε κάτι άλλο, πιο σημαντικό και ενδιαφέρον για εμάς, πράγμα που μερικές φορές δεν είναι εφικτό, με αποτέλεσμα να μένουμε παγιδευμένοι στην κατάσταση αυτή. Μπορεί, ακόμα, η αντίληψή μας να οφείλεται στο ότι η φιλοσοφική, θρησκευτική και λογοτεχνική θεώρηση της πλήξης την περιγράφει σαν μια παντελώς αρνητική ψυχολογική κατάσταση. Τέλος, ζούμε σε μια κοινωνία που εκτιμά την παραγωγικότητα και την “απασχολησιμότητα”. Αναμενόμενο, επομένως, η πλήξη να θεωρείται ένα συναίσθημα που δεν πρέπει να βιώνουμε. Πιστεύεται ότι δείχνει την αποτυχία μας να ασχοληθούμε με τον κόσμο με τρόπο παραγωγικό. Όσο λιγότερο τη βιώνουμε τόσο το καλύτερο».
Κατά τον Ράσελ, «αν και βαριόμαστε λιγότερο από τους προγόνους μας, ωστόσο φοβόμαστε περισσότερο την πλήξη. Έχουμε μεγαλώσει μαθαίνοντας ή μάλλον πιστεύοντας ότι η πλήξη δεν είναι μέρος της φύσης του ανθρώπου και μπορεί να αποφευχθεί μέσα από το έντονο κυνήγι της διέγερσης». Αντί, λοιπόν, να την αποδεχτούμε και να την κατευθύνουμε σε δημιουργικές διεξόδους, τη φιμώνουμε.
Λίγο πριν από τον βρετανό φιλόσοφο, στο ίδιο συμπέρασμα είχε καταλήξει και ο ιρλανδός συγγραφέας Όσκαρ Ουάιλντ, γράφοντας ότι «το να μην κάνεις τίποτα είναι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο και συνάμα το πιο πνευματικό». Δεν είχε άδικο. Το «δεν κάνω τίποτα» αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολο σε έναν κόσμο γεμάτο κινητά, υπολογιστές, τηλεοράσεις, σχολεία, δραστηριότητες, υποχρεώσεις.
Ο ΑΥΤΟΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ
Προκειμένου ένα παιδί να φτάσει στο μέγιστο δυναμικό του, χρειάζεται, μεταξύ άλλων, δεξιότητες όπως η δημιουργικότητα και η κριτική σκέψη. Η καλλιέργεια των δεξιοτήτων αυτών προϋποθέτει την ύπαρξη χρόνου, χρόνου που το παιδί θα αφιερώσει στον εαυτό του, χρόνου μακριά από τον καταιγισμό πληροφοριών του εξωτερικού κόσμου και τη συνεχή ανάγκη για παραγωγική δράση, χρόνου για να αφαιρεθεί και να αποφορτιστεί, χρόνου για να ανακαλύψει ποιος είναι και τι θέλει, χρόνου για να... βαρεθεί.
Η έξοδος, επομένως, από την πολυάσχολη καθημερινότητα δείχνει προς την... παραδοσιακή, κακή και άκρως απαραίτητη πλήξη. «Ένα θεμελιώδες ανθρώπινο συναίσθημα, το οποίο μπορούν να βιώσουν ακόμα και τα ζώα», σύμφωνα με τον Τζέιμς Ντάνκερτ (James Danckert), γνωστικό νευροεπιστήμονα στο Πανεπιστήμιο του Γουότερλου στον Καναδά, που ασχολείται με τη μελέτη της πλήξης.
Τι είναι, όμως, η πλήξη; Αν και δεν υπάρχει ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός της, οι περισσότεροι μελετητές φαίνεται να συμφωνούν ότι πρόκειται για μια δυσάρεστη ψυχική κατάσταση, η οποία περιγράφει την έλλειψη διέγερσης και από την οποία θέλουμε να «ανακουφιστούμε». «Την περιγράφω ως ανεπάρκεια του μηχανισμού αυτορρύθμισής μας, τη δυσκολία να ασχοληθούμε με εργασίες στο περιβάλλον μας. Το κλειδί για να την αποφύγουμε είναι ο αυτοέλεγχος, που όσο μεγαλώνει τόσο μειώνει τις πιθανότητες να βαρεθούμε», υπογραμμίζει ο κύριος Ντάνκερτ.
«Υπάρχουν δύο διαφορετικές έννοιες, οι οποίες συσχετίζονται με την πλήξη. Η πρώτη χαρακτηρίζει και κατανοεί την πλήξη ως ένα χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς μας. Ο άνθρωπος με αυτό το χαρακτηριστικό βαριέται συχνά, νιώθει ανία σχεδόν παντού και κρίνει ότι η ζωή του στερείται νοήματος. Αυτός ο τρόπος ύπαρξης συσχετίζεται με προβλήματα ψυχολογικά, κοινωνικά και σωματικά. Η δεύτερη είναι η πλήξη ως μια μεταβατική ψυχολογική κατάσταση (ένα συναίσθημα). Αυτόν τον τύπο πλήξης βιώνουμε οι περισσότεροι στην καθημερινότητά μας, όταν για παράδειγμα περιμένουμε στη στάση του λεωφορείου. Μελέτες δείχνουν ότι πρόκειται για ένα λειτουργικό συναίσθημα, που μας βοηθά να ρυθμίζουμε τη συμπεριφορά μας, μας βοηθά (μερικές φορές μας αναγκάζει) να βρούμε ασχολίες που είναι ενδιαφέρουσες για μας. Μπορούμε να σκεφτόμαστε την πλήξη ως έναν εσωτερικό συναγερμό. Όταν ο συναγερμός αυτός χτυπήσει, σηματοδοτεί την παρουσία μιας μη ικανοποιητικής κατάστασης. Την ίδια στιγμή, είναι ένας συναγερμός που μας παρακινεί να ακολουθήσουμε μια διαφορετική διαδρομή. Βέβαια, η πλήξη μπορεί να είναι χρήσιμη μόνο αν γνωρίζουμε πώς να τη χρησιμοποιήσουμε, άρα πρέπει να γνωρίζουμε τον εαυτό μας, τι μας αρέσει, τι είναι σημαντικό για εμάς», επισημαίνει ο Ανδρέας Ελπιδώρου. Η εμπειρία της πλήξης μαρτυράει ότι βρισκόμαστε σε μια κατάσταση που δεν έχει για εμάς νόημα. Οπότε, αν δεν την αφουγκραστούμε, διατρέχουμε τον κίνδυνο να παραμείνουμε εγκλωβισμένοι σε αυτήν.
Η πλήξη, λοιπόν, έχει τη δική της αξία, η οποία δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την παθητικότητα. Καθώς πηγάζει από μια ανεκπλήρωτη επιθυμία για διέγερση, ο τρόπος για να τη μετριάσουμε είναι να ικανοποιήσουμε την επιθυμία αυτή. Μπορεί, επομένως, να είναι μια δημιουργική κατάσταση, αφού, όπως έχει πει ο Αϊνστάιν, «η μονοτονία και η μοναξιά μιας ήρεμης ζωής διεγείρει το δημιουργικό μυαλό».
Με άλλα λόγια, η πλήξη είναι σημαντική για την ανάπτυξη εσωτερικών κινήτρων, που βοηθούν στην καλλιέργεια της δημιουργικότητας. Η έλλειψη πραγμάτων να κάνουμε μας ωθεί να δοκιμάσουμε πράγματα που διαφορετικά δεν θα δοκιμάζαμε. Αυτό σημαίνει ότι το καλοκαίρι είναι η ιδανική ευκαιρία τα παιδιά να εξερευνήσουν νέα χόμπι, να απολαύσουν την εξοχή, να διαβάσουν αυτό που θέλουν και όχι αυτό που πρέπει, να έρθουν πιο κοντά στην οικογένεια και τους φίλους τους. Αν η πείνα, λοιπόν, «αναγκάζει» τα παιδιά να φάνε και η κούραση να κοιμηθούν, τότε η πλήξη τα «αναγκάζει» να χρησιμοποιούν τη φαντασία τους. Ένα φορτωμένο πρόγραμμα, ακόμα και με δραστηριότητες που θεωρούνται διασκεδαστικές, μπορεί να τους στερήσει την ευκαιρία αυτή και να τα εμποδίσει να ανακαλύψουν τι πραγματικά τα ενδιαφέρει.
Επίσης, η πλήξη είναι σημαντική, προκειμένου να είμαστε χαρούμενοι. «Μια ζωή γεμάτη διέγερση είναι μια εξαντλητική ζωή, στην οποία όλο και πιο ισχυρά ερεθίσματα χρειάζονται προκειμένου να επιτευχθεί η συγκίνηση, που έχει καταστεί σημαντικό κομμάτι της ευχαρίστησης», λέει ο Ράσελ και προσθέτει ότι «μία ορισμένη “ποσότητα” διέγερσης είναι χρήσιμη, αλλά, όπως σχεδόν σε όλα τα πράγματα, το θέμα είναι ποσοτικό. Πολύ μικρή “ποσότητα” μπορεί να προκαλέσει νοσηρούς πόθους, πολύ μεγάλη θα προκαλέσει εξάντληση. Είναι απαραίτητο, για να έχουμε μια ευτυχισμένη ζωή, να μπορούμε να αντέξουμε σε ένα βαθμό την πλήξη». Η τεμπελιά βοηθάει στο να ισορροπήσει ο οργανισμός μέσα στην πίεση που δέχεται καθημερινά.
Όσο για τη σχέση μεταξύ πλήξης και δημιουργικότητας; Υπάρχουν μερικές μελέτες που δείχνουν ότι η εμπειρία της πλήξης μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργικότητα και στην αύξηση της συνειρμικής σκέψης. Επιπλέον, υπάρχουν εννοιολογικοί ή θεωρητικοί λόγοι που υποδηλώνουν μια σύνδεση ανάμεσα στα δύο: η πλήξη είναι ένα δυσάρεστο συναίσθημα και ένας τρόπος να ξεφύγουμε από αυτό είναι να αλλάξουμε την κατάστασή μας με δημιουργικούς τρόπους. Δεν έχει, ωστόσο, εξακριβωθεί η άμεση σχέση τους. «Εάν μια δημιουργική εργασία είναι ο μόνος τρόπος να περιορίσουμε την πλήξη, ίσως η πλήξη να οδηγεί στη δημιουργικότητα». Κατά τον Ντάνκερτ, «αν υπάρχει σχέση ανάμεσα στην πλήξη και τη δημιουργικότητα, η σχέση αυτή περνάει πιθανότατα μέσα από τον αυτοέλεγχο. Όταν έρθει το σήμα της πλήξης, εκείνοι με υψηλό αυτοέλεγχο μπορούν να κατευθυνθούν προς δημιουργικές εξόδους».
Τέλος, τα μικρά αυτά διαλείμματα επιτρέπουν στο παιδί να στοχαστεί τη ζωή του, του δίνουν την ευκαιρία να σκεφτεί το μέλλον και το τι χρειάζεται, να ξαναδεί τον εαυτό του και την πραγματικότητα. Είναι από τις προϋποθέσεις εκείνες που θα βοηθήσουν στην ανάπτυξή του και στην οικοδόμηση της προσωπικότητάς του.
ΣΗΜΑ ΑΥΤΟΡΡΥΘΜΙΣΗΣ
Οι γονείς, όμως, αισθάνονται συχνά ένοχοι όταν τα παιδιά τους παραπονιούνται ότι βαριούνται. Στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνίας μας, αυτό είναι αναμενόμενο. Η εύκολη λύση τότε είναι να ανοίξουν την τηλεόραση ή τον υπολογιστή, να πάρουν ένα καινούριο παιχνίδι, να προγραμματίσουν μια δραστηριότητα. Έτσι, όμως, δεν διδάσκουν τίποτα περισσότερο στα παιδιά τους από το να εξαρτώνται από τους ίδιους και να καλύπτουν το κενό με έτοιμες λύσεις, χωρίς να στηρίζουν τη δημιουργία ανθρώπων που μπορούν να αναλάβουν πρωτοβουλίες και να σκεφτούν για τον εαυτό τους.
Όπως συμβουλεύει ο κύριος Ελπιδώρου, «με δεδομένο το τι γνωρίζουμε για την πλήξη, πρέπει να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να συμμετάσχουν σε ενδιαφέρουσες και σημαντικές για αυτά δραστηριότητες. Ωστόσο, είναι ζωτικής σημασίας τα παιδιά να αναπτύξουν μόνα τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να αντεπεξέλθουν στην ανία. Πρέπει, επομένως, να τα βοηθήσουμε να ανακαλύψουν και να καλλιεργήσουν τα δικά τους ενδιαφέροντα». Οι γονείς, για παράδειγμα, μπορούν να πάνε με το παιδί τους στο βιβλιοπωλείο και να το αφήσουν να διαλέξει τα βιβλία που εκείνο θέλει. Μπορούν να έχουν εύκαιρα απλά υλικά, όπως έναν μεγεθυντικό φακό ή μερικές ξύλινες σανίδες, και να είναι βέβαιοι ότι η φαντασία των παιδιών θα τα αξιοποιήσει. Πόσες φορές έχουμε δει μικρά παιδιά να αγνοούν ακριβά δώρα και να παίζουν για ώρα με τη συσκευασία τους.
Η αναλογία που εξηγεί με τον καλύτερο τρόπο τη σημασία της πλήξης ίσως είναι αυτή του πόνου, που χρησιμοποιεί ο Ανδρέας Ελπιδώρου. «Αν και δυσάρεστη, η αίσθηση του πόνου έχει μεγάλη αξία. Δεν είναι απλώς ένας μηχανισμός που μας προειδοποιεί ότι κάτι δεν πάει καλά με το σώμα μας, αλλά είναι και μια κινητήρια δύναμη αλλαγής της συμπεριφοράς μας, ώστε να προστατευθούμε. Χωρίς αυτόν το μηχανισμό, θα αγνοούσαμε τους τραυματισμούς μας. Κάτι παρόμοιο ισχύει με την πλήξη. Είναι καλή για εμάς όχι γιατί είναι ευχάριστη, αλλά γιατί μας ενημερώνει για την ύπαρξη μιας μη ικανοποιητικής κατάστασης και, ταυτόχρονα, μας ενθαρρύνει να κυνηγήσουμε έναν νέο στόχο», σημειώνει.
«Η πλήξη δεν είναι ούτε κακή ούτε καλή. Είναι ένα εσωτερικό σήμα αυτορρύθμισης, που μας λέει πως αυτό που κάνουμε δεν ικανοποιεί κάποια βασική μας ανάγκη και πρέπει να αναζητήσουμε άλλη ασχολία. Αυτό που κάνει την πλήξη να... φαίνεται κακή είναι οι περιστάσεις, μέσα στις οποίες η απόκρισή μας δεν είναι η κατάλληλη», συμπληρώνει ο Τζέιμς Ντάνκερτ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου