agiazoni
Μαντζαρίδης Γεώργιος (Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης)
Ἡ ἐργασία ἔχει κεφαλαιώδη σπουδαιότητα γιὰ τὴν κοινωνικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλωστε ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς δαπανᾶται στὴν ἐργασία. Γι’ αὐτὸ ἡ σωστὴ θεώρηση καὶ ἄσκησή της εἶναι φυσικὸ νὰ ἐνδιαφέρει ἰδιαίτερα τὸν Χριστιανό.
Γιὰ νὰ δοῦμε ὅμως σωστὰ τὴν ἐργασία καὶ νὰ κατανοήσουμε τὴν ἰδιαίτερη σπουδαιότητα τῆς χριστιανικῆς θεωρήσεώς της, χρειάζεται νὰ ἐπιχειρήσουμε μία σύντομη ἀναδρομὴ στὸν προχριστιανικὸ κόσμο. Εἰδικότερα εἶναι ἀνάγκη νὰ δοῦμε, πῶς ἔβλεπε τὴν ἐργασία ὁ εἰδωλολατρικὸς κόσμος, καὶ πῶς τὴν ἔβλεπε ὁ κόσμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ προετοίμασε τὴ φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ εἰδωλολατρικὸς κόσμος, ὅπου διαδόθηκε ὁ Χριστιανισμός, δὲν εἶχε γενικὰ θετικὴ γνώμη γιὰ τὴν ἐργασία. Στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ συνώνυμο τῆς ἐργασίας εἶναι ὁ πόνος. Ἔτσι τονίζεται ὁ ὀδυνηρὸς καὶ καταναγκαστικὸς χαρακτήρας της. Γι’ αὐτὸ ἡ ἐργασία θεωροῦνταν κατάλληλη γιὰ τοὺς δούλους καὶ ὄχι γιὰ τοὺς ἐλεύθερους πολίτες. Ἡ δουλειὰ καὶ ἡ δουλεία συνδέονται ἄμεσα ὡς λέξεις καὶ ὡς ἔννοιες. Ἡ δουλειὰ προσιδιάζει στοὺς δούλους. Καὶ ἡ δουλεία ἔχει ὡς κύριο γνώρισμα τὴ δουλειά. Ἀνάλογη σχέση ἔχουν καὶ οἱ ἔννοιες πόνος καὶ μόχθος μὲ τοὺς ἀντίστοιχους χαρακτηρισμοὺς πονηρὸς καὶ μοχθηρός. Πόνος εἶναι πρωτίστως ἡ ἐργασία. Καὶ μόχθος εἶναι ὁ κόπος ἢ ἡ κοπιώδης ἐργασία. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ πόνου καὶ τοῦ μόχθου, δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐργασίας, καὶ μάλιστα τῆς σκληρῆς σωματικῆς ἐργασίας, εἶναι «πονηρὸς» καὶ «μοχθηρός». Οἱ χαρακτηρισμοὶ αὐτοὶ ἔχουν ὡς σήμερα ἀρνητικὴ σημασία. Ἀκόμα καὶ οἱ λεγόμενοι δημιουργοί, αὐτοὶ δηλαδὴ ποὺ ἐργάζονταν γιὰ τὸ δῆμο καὶ ὄχι γιὰ τὴν ἀτομικὴ καλλιέργειά τους, δὲν εἶχαν ἰδιαίτερη ἐκτίμηση στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ κοινωνία.
Ἡ θετικὴ ἀντίληψη ποὺ βλέπουμε νὰ καλλιεργεῖται στὴ δημοκρατικὴ Ἑλλάδα γιὰ τὶς δημόσιες δραστηριότητες, ὅπως καὶ ἄλλες σποραδικὲς φωνὲς ποὺ κατέκριναν τὴν ὀκνηρία καὶ ἐπαινοῦσαν τὴν ἐργασία, δὲν ἄλλαξαν τὴ γενικότερη ἀρνητικὴ ἀντίληψη γι’ αὐτήν. Ἡ ἐργασία συνδέεται μὲ τὸν καταναγκασμό, Οἱ ἐλεύθεροι καὶ οἱ δυνατοὶ ἀναγκάζουν τοὺς δούλους καὶ τοὺς ἀδύνατους νὰ ἐργάζονται, γιὰ νὰ καλύπτουν τὶς ἀνάγκες τους καὶ νὰ πραγματοποιοῦν τὶς ἐπιδιώξεις τους.
Παρόμοιες ἀντιλήψεις γιὰ τὴν ἐργασία ὑπῆρχαν καὶ στὸ ρωμαϊκὸ κόσμο. Μὲ ἐξαίρεση τὴ γεωργία καὶ τὴν πολεμικὴ τέχνη, ποὺ ἦταν ἀπαραίτητες γιὰ τοὺς Ρωμαίους, ὅλες οἱ χειρωνακτικὲς ἐργασίες θεωροῦνταν δουλειὲς γιὰ τοὺς δούλους. «Οἱ ἔμποροι καὶ οἱ μισθωτοὶ ἀποκλείονταν γιὰ λόγους ἀρχῆς ἀπὸ τὰ κρατικὰ ἀξιώματα. Μόνο τὰ ἐπαγγέλματα ποὺ δὲν εἶχαν σκοπὸ τὴν ἀπόκτηση χρημάτων θεωροῦνταν ἀντάξια ἑνὸς ἐλεύθερου ἀνθρώπου. Οἱ γιατροί, οἱ ἀρχιτέκτονες καὶ οἱ δάσκαλοι, ποὺ δὲν ἔπαιρναν μισθὸ ἀλλὰ μία ἀμοιβή, θεωροῦνταν εὐυπόληπτοι».
Σὲ ἀντίθεση πρὸς τὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο ἡ Παλαιὰ Διαθήκη βλέπει θετικὰ τὴν ἐργασία. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι Δημιουργός τοῦ κόσμου. Μία ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Δεκαλόγου συνιστᾶ τὴν ἐργασία, ἐνῶ ταυτόχρονα καθιερώνει μία μέρα τῆς ἑβδομάδας ὡς ἀργία. Συχνὰ τέλος στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἐπαινεῖται ἡ ἐργασία καὶ κατακρίνεται ἡ ὀκνηρία. Μὲ τὴν ἐργασία ὁ ἄνθρωπος μιμεῖται τὸ Θεὸ καὶ συμμετέχει στὸ δημιουργικὸ ἔργο του. Βέβαια ἡ ἐργασία δὲν εἶναι ἄσχετη μὲ τὸν πόνο. Ἡ ἐπίπονη ὅμως ἐργασία ἐμφανίζεται μετὰ τὴν ἀποστασία ἀπὸ τὸ Θεό. Ἡ ἐργασία τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς μετατρέπεται μετὰ τὴν πτώση σὲ κοπιώδη βιοπάλη.
Τὸ Εὐαγγέλιο, ὡς μήνυμα τῆς ἀγάπης, τοποθετεῖ καὶ τὴν ἐργασία στὴν προοπτική τῆς ἀγάπης. Ἡ φροντίδα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι μία συνεχὴς ἐργασία. «Ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται», λέει ὁ Χριστός, «κἀγὼ ἐργάζομαι». Ἀκόμα ὁ Χριστὸς ἀσκεῖ τὸ ἔργο τοῦ ξυλουργοῦ. Καὶ οἱ Χριστιανοὶ προτρέπονται νὰ ἐργάζονται «μὴ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην, ἀλλὰ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον». Ἔτσι ἡ ἐργασία ὑποτάσσεται στὸ σκοπὸ τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ἡ τελείωσή του στὴν ἀγάπη κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καυτηριάζοντας τοὺς ἀργόσχολους τῆς Θεσσαλονίκης ποὺ δὲν ἐργάζονταν ἀλλὰ περιεργάζονταν τοὺς ἄλλους γράφει: Ὅποιος δὲ θέλει νὰ ἐργάζεται, αὐτὸς ἂς μὴ τρώει κιόλας. Ὁ ἴδιος, ὅπως γνωρίζουμε, ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ σκηνοποιοῦ καὶ ἐξυπηρετοῦσε ὄχι μόνο τὶς ἀνάγκες του, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀνάγκες τῶν συνοδῶν του: «Ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ’ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται». Προτρέπει μάλιστα τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἐργάζονται τίμια μὲ τὰ χέρια τους, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ βοηθοῦν καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Τὸ ἴδιο πνεῦμα διαπιστώνουμε καὶ στὶς μεταποστολικὲς χριστιανικὲς κοινότητες.
Ὅπως ἦταν φυσικό, οἱ χριστιανικὲς θέσεις δὲν μποροῦσαν εὔκολα νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρικὴ κοινωνία. Ὁ γνωστὸς φιλόσοφος καὶ πολέμιος τοῦ Χριστιανισμοῦ Κέλσος κατὰ τὰ τέλη τοῦ δεύτερου αἰώνα εἰρωνευόταν τοὺς κήρυκες τοῦ Χριστιανισμοῦ ποὺ ἀπευθύνονταν σὲ ἀνθρώπους ἁπλοὺς καὶ χειρώνακτες. Ἄλλα καὶ γενικότερα ἡ εἰδωλολατρικὴ διανόηση περιφρονοῦσε τὴν ἐργασία καὶ τοὺς χειρώνακτες. Ἀντίθετα οἱ Χριστιανοὶ τιμοῦσαν ὄχι μόνο τὴν ἐργασία καὶ τοὺς ἐργαζόμενους, ἀλλὰ καὶ τοὺς περιφρονημένους δούλους, χαρακτηρίζοντάς τους ὡς ἀδελφούς.
Βέβαια ὁ ἄνθρωπος δὲν ὑπάρχει γιὰ τὴν ἐργασία, ἀλλὰ ἡ ἐργασία γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Ἀδάμ, γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, δημιουργήθηκε ὄχι γιὰ νὰ ἐργάζεται, ἀλλὰ πρωτίστως γιὰ νὰ ὑπάρχει ὡς ἄνθρωπος· ὕστερα ἔλαβε τὴν ἐντολὴ νὰ ἐργάζεται. Ἔτσι ἡ ἐργασία, χωρὶς ν’ ἀποτελεῖ τὸ λόγο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, συνιστᾶ βασικὴ λειτουργία τῆς ζωῆς του καὶ συντελεῖ στὴν καταξίωσή του. Ἡ ἀργία εἶναι πρόφαση ἁμαρτίας. Ὅπως εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὸν καθένα ἡ καθημερινὴ τροφή, ἔτσι εἶναι ἀναγκαία καὶ ἡ κατὰ δύναμη ἐργασία.
Τὴν ἄξια τῆς ἐργασίας ὑπογράμμισε καὶ ὁ μοναχισμός. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἐξαρχῆς οἱ χριστιανοὶ ἀναχωρητὲς καὶ στὴ συνέχεια οἱ μοναχοὶ στὶς σκῆτες καὶ τὰ κοινόβια θεωροῦσαν ἀπαραίτητη τὴν ἐργασία. Ἐνῶ ὅμως στὴν Ἀνατολὴ ἡ ἐργασία παρέμεινε ὑποταγμένη στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή, στὴ Δύση τοποθετήθηκε βαθμηδὸν δίπλα στὴν προσευχὴ καὶ προβλήθηκε μὲ τὴν ἀρχὴ «ora et labora» (νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ ἐργάζεσαι).
Ἡ σπουδαιότητα τῆς ἐργασίας ἐπιβάλλει καὶ ἀνάλογη φροντίδα γιὰ τὴν ἐκλογὴ καὶ τὴν ἐπιτέλεσή της. Ἡ ἀνάληψη τῆς ἐργασίας, ἡ ἐκλογὴ τοῦ ἐπαγγέλματος, ἀπαιτεῖ περίσκεψη καὶ προετοιμασία. Ἐξάλλου ἡ ἄσκηση τῆς ἐργασίας συνεπάγεται εὐθύνη ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Τὰ «κατὰ σάρκα» ἔργα ἀποκτοῦν πνευματικὸ περιεχόμενο. Αὐτὸ δὲν ἰσχύει μόνο γιὰ τοὺς μοναχούς, ἄλλα γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς. Ἄλλωστε δὲν ὑπάρχει ἰδιαίτερη ἠθικὴ γιὰ τοὺς μοναχούς. Ὁ Χριστὸς δίδαξε τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ὅταν κάποτε ἀπάντησε καὶ σὲ κατ’ ἰδίαν ἐρώτηση τῶν μαθητῶν, πρόσθεσε: «Ἃ δὲ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω». Δὲν μπορεῖ ὅμως ν’ ἀγνοηθεῖ ὅτι οἱ χριστιανικὲς θέσεις γιὰ τὸ νόημα καὶ τὸ σκοπὸ τῆς ἐργασίας διατυπώθηκαν κυρίως μὲ βάση τὴ μοναστικὴ πολιτεία, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἰδεώδη κοινωνία γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.
Ἡ ἐργασία, παρατηρεῖ ὁ Μ. Βασίλειος, δὲν πρέπει ν’ ἀποβλέπει στὴ συσσώρευση πλούτου, ἀλλὰ στὴν ἄσκηση τῆς ἀγάπης. Ὅποιος εἶναι σὲ θέση νὰ ἐργάζεται, ὀφείλει νὰ προσφέρει σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Ὅποιος δὲν θέλει νὰ ἐργάζεται, δὲν ἀξίζει οὔτε νὰ τρώει. Σκοπὸς τῆς ἐργασίας δὲν πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἐγώ, ἀλλὰ ὁ πλησίον. Δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἱκανοποίηση τῶν ἀτομικῶν ἀναγκῶν, ἀλλὰ ἡ ἐκπλήρωση τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης· ἡ κάλυψη τῶν ἀναγκῶν τοῦ ἐνδεοῦς: «Σκοπὸς οὖν ἐκάστῳ προκεῖσθαι ὀφείλει ἐν τῷ ἔργῳ ἡ ὑπηρεσία τῶν δεομένων, οὐχὶ ἡ ἴδια αὐτοῦ χρεία». Ὅποιος φροντίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του, καλλιεργεῖ τὴ φιλαυτία. Ὅποιος φροντίζει νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, ἐκδηλώνει φιλόχριστη καὶ φιλάδελφη διάθεση. Ὅταν λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ἐργάζεται γιὰ τὸν πλησίον, ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἀποφεύγει τὸ πάθος τῆς φιλαυτίας καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀνταποκρίνεται στὴν ἐντολὴ τῆς φιλαδελφίας ποὺ εὐλόγησε ὁ Χριστὸς λέγοντας: «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε».
Ἡ φιλαυτία καὶ ἡ φιλαδελφία ἀποτελοῦν δύο ἀντίθετους πόλους, ποὺ προσδιορίζουν ἀνάλογα ὁλόκληρη τὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ φιλαυτία κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἔχει ὡς στόχο τῆς ζωῆς καὶ τῆς συμπεριφορᾶς του τὸ ἐγώ. Ἡ φιλαλληλία τὸν ἀνοίγει πρὸς τὸν πλησίον. Ὁ φίλαυτος δὲν εἶναι σὲ θέση ν’ ἀγαπήσει. Ὁ φιλάλληλος εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης. Ἡ φιλαυτία καὶ ἡ φιλαλληλία δὲν περιορίζονται σὲ μεμονωμένες στιγμὲς ἢ ἐκδηλώσεις τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ διαποτίζουν ὁλόκληρη τὴ ζωή του. Γι’ αὐτὸ ἔχει ἰδιαίτερη σπουδαιότητα, ποιὸς ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς πόλους θὰ κατευθύνει τὸν ἄνθρωπο.
Καθένας εἶναι φυσικὸ ν’ ἀγαπάει τὸν ἑαυτό του. Γι’ αὐτὸ ἡ φιλαυτία θεωρεῖται αὐτονόητη. Ἡ φιλαυτία ὅμως ὁδηγεῖ σὲ ἀντίθεση πρὸς τὸν πλησίον. Ἔτσι συγκρούεται μὲ τὴ φιλαλληλία. Ὅπως καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἡ φιλαλληλία παραμερίζει τὸ ἀτομικὸ συμφέρον. Ἔτσι συγκρούεται μὲ τὴ φιλαυτία. Κι ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος δυσκολεύεται νὰ παραμερίσει τὸ συμφέρον του, θυσιάζει συνήθως τὴ φιλαλληλία στὸ βωμὸ τῆς φιλαυτίας.
Εἰδικότερα στὴν περιοχὴ τῆς ἐργασίας ἡ φιλαυτία ἐκδηλώνεται μὲ τὴν ἀναζήτηση τοῦ ἀτομικοῦ κέρδους. Τὸ κέρδος ἀποτελεῖ βασικὸ κίνητρο. Χωρὶς αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος ραθυμεῖ, Στὴν Ἐκκλησία ἡ ἐπιθυμία τοῦ κέρδους δὲν κατακρίνεται. Μεταφέρεται ὅμως σὲ ἄλλο ἐπίπεδο. Στὸ ἐπίπεδο ποὺ τοποθετήθηκε ἀπὸ τὸ Χριστό: «Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι· θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν, οὐδὲ κλέπτουσιν». Ὁ θησαυρὸς γιὰ τὸν οὐρανὸ δὲ γίνεται στὸν οὐρανὸ ἀλλὰ στὴ γῆ. Καὶ ἡ ἐργασία γι’ αὐτὸν δὲν εἶναι ἄσχετη μὲ τὴν καθημερινὴ ἐργασία ἢ τὴν ἐπαγγελματικὴ ἐνασχόληση τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλωστε ἡ ἐργασία καλύπτει συνήθως ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Καὶ τὸ πνεῦμα ποὺ διέπει τὸν ἄνθρωπο σ’ αὐτὴν ἐκφράζει καὶ σφραγίζει ὁλόκληρη τὴν προσωπικότητά του.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος περιορίζεται στὴν προσκαιρότητα, ὅταν ὅλο τὸ ἐνδιαφέρον του συγκεντρώνεται στὴν ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεων καὶ ἔχει στόχο τὸ ἀτομικὸ συμφέρον, εἶναι φυσικὸ νὰ ὑποτάσσει καὶ τὴν ἐργασία στὴν κάλυψη τῶν πραγματικῶν ἢ φανταστικῶν ἀναγκῶν του. Ὁ πλησίον ἀντιμετωπίζεται ὠφελιμιστικά. Κρίνεται χρήσιμος στὸ μέτρο ποὺ ἱκανοποιεῖ ἰδιοτελῆ συμφέροντα. Δὲν θεωρεῖται καθεαυτό. Πολὺ περισσότερο δὲν ἀποτελεῖ σκοπὸ τῆς ἐργασίας του. Ἔτσι ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία παρουσιάζεται οὐτοπική.
Ποιὸς θέτει ὡς σκοπὸ τῆς ἐργασίας τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν ἄλλων; Ποιὸς παραμερίζει τὶς ἀνάγκες του, γιὰ νὰ καλύψει τὶς ἀνάγκες τοῦ πλησίον; Μόνο σὲ μοναστήρια ἢ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα μποροῦν νὰ βρεθοῦν τέτοιοι ἄνθρωποι. Στὴν περιοχὴ ὅμως τῶν καθημερινῶν σχέσεών μας οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶναι μᾶλλον ἀνύπαρκτοι. Ἀλλὰ αὐτοὶ εἶναι οἱ πραγματικοὶ Χριστιανοί. Νὰ βγάλει κανεὶς τίμια τὸ ψωμί του, εἶναι στοιχειῶδες καθῆκον. Ἄσχετα ἂν καὶ αὐτὸ κοντεύει στὶς μέρες μας νὰ μετατραπεῖ σὲ σπάνια ἀρετή. Γιὰ ὅποιον ὅμως θέλει τὸ τέλειο, ὑπάρχει ὑψηλότερος στόχος: «Τοῦ δὲ πρὸς τὴν τελείωσιν σπεύδοντας ἔστι νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἐργάζεσθαι, ἵνα ἔχῃ μεταδιδόναι τῷ χρείαν ἔχοντι».
Τί συμβαίνει ὅμως μὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο; Δὲν ἀγαπάει τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ μόνο τοὺς ἄλλους; Δὲν ἐργάζεται γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ μόνο γιὰ τοὺς ἄλλους; Δὲν ἱκανοποιεῖ τὶς δικές του ἀνάγκες, ἀλλὰ μόνο τὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων; Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει: «Μὴ τοίνυν ζήτει τὸ σόν, ἵνα εὕρῃς τὸ σόν. Ὁ γὰρ ζητῶν τὸ ἑαυτοῦ, οὐχ εὑρίσκει τὸ ἑαυτοῦ. Διὸ καὶ Παῦλος ἔλεγε, μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ πλησίον ἕκαστος· τὸ γὰρ οἰκεῖον συμφέρον ἐν τῷ τοῦ πλησίον συμφέροντι κεῖται, καὶ τὸ ἐκείνου ἐν τούτῳ». Μὴ ζητᾶς δηλαδὴ τὸ δικό σου, γιὰ νὰ βρεῖς τὸ δικό σου. Γιατί ὅποιος ζητᾶ τὸ δικό του, δὲ βρίσκει τὸ δικό του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε, κανεὶς νὰ μὴν ἐπιδιώκει τὸ συμφέρον του ἀλλὰ τὸ συμφέρον τοῦ ἄλλου. Γιατί τὸ δικό του συμφέρον βρίσκεται στὸ συμφέρον τοῦ πλησίον, καὶ τὸ συμφέρον τοῦ πλησίον σ’ αὐτό.
Ὅποιος ἐργάζεται γιὰ τὸν πλησίον, ἐργάζεται γιὰ τὸν ἀληθινὸ ἑαυτό του. Ὅποιος βοηθάει τὸν πλησίον, βοηθάει τὸν ἀληθινὸ ἑαυτό του. Ὅποιος ἀγαπάει πραγματικὰ τὸν πλησίον, ἀγαπάει πραγματικὰ τὸν ἑαυτό του. Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ καλὴ φιλαυτία, περάνει ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Ὅταν ζεῖ κανεὶς ξεπερνώντας τὴ βιολογική του ἀτομικότητα, ζεῖ ἀληθινά. Καὶ μόνο ὅταν βρίσκει τὸ συμφέρον του στὸ συμφέρον τοῦ πλησίον, βρίσκει τὸ πραγματικό του συμφέρον.
Μία ἀφελὴς ἐκδοχὴ τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴν ἄποψη ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν κοινωνικὴ δικαιοσύνη ἢ ἀκόμα ὅτι προτρέπει τοὺς ὀπαδούς του νὰ γίνονται θύματα ἐκμεταλλεύσεως. Καὶ ἡ ἄποψη αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἐπικαλεσθεῖ παραδείγματα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί οἱ ἅγιοι δέχθηκαν καρτερικὰ ἀδικίες σὲ βάρος τους. Καὶ δέχθηκαν τὶς ἀδικίες αὐτὲς ἀπὸ ἀγάπη, ποὺ γνωρίζει νὰ εἶναι ἐπιεικὴς πρὸς τὸν πλησίον. Δὲν ἀνέχθηκαν ὅμως ποτὲ ἀδικίες σὲ βάρος τοῦ πλησίον. Δὲν παρέμειναν ποτὲ ἀδιάφοροι γιὰ τὴν καταπίεση καὶ τὴν ἐκμετάλλευση τῶν ἄλλων, καὶ ἰδιαίτερα τῶν φτωχῶν καὶ ἀδυνάτων. Καὶ συμπεριφέρθηκαν ἔτσι, γιατί ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπιείκεια τῆς ἀγάπης εἶχαν καὶ τὴν ἀνδρεία τῆς ἀγάπης. Ὅταν σιωπᾶ κανεὶς καὶ δὲν ὑπερασπίζεται αὐτὸν ποὺ ἀδικεῖται, δείχνει ἀνανδρία. Ὅταν ὅμως ἀδικεῖται καὶ ὑπομένει, δείχνει ἐπιείκεια.
Ἡ κριτικὴ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν κοινωνικὴ ἀδικία καὶ τὴν ἐκμετάλλευση τῆς ἐργασίας τῶν φτωχῶν ἀπευθύνεται πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις. Κλέφτες καὶ λωποδύτες, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, δὲν εἶναι μόνο ὅσοι κλέβουν τὰ πορτοφόλια ἢ ὅσοι ξεγυμνώνουν ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἔχουν στρατιωτικά, δημοτικὰ ἢ κρατικὰ ἀξιώματα καὶ προβαίνουν σὲ κρυφὲς ἢ φανερὲς καταχρήσεις. Καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καυτηριάζοντας τὴν ἀδικία καὶ τὴν ἐκμετάλλευση παρατηρεῖ: «Καταντήσαμε νὰ μὴν κάνουμε σχεδὸν τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ φθείρουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ νὰ βλάπτουμε τοὺς κατωτέρους μας… Οἱ ἐξουσιαστὲς αὐξάνουμε ὅλο καὶ περισσότερο τὴν καταπίεση τῶν ἀδυνάτων, ἐπιβάλλοντας βαρύτερους φόρους στοὺς ἐργαζομένους. Ποιὸς στρατιωτικὸς ἀρκεῖται στὸ μισθό του; Ποιὸς ἄρχοντας δὲν ἔχει τὸ μάτι του στὶς ἁρπαγές; Αὐτοὶ ποὺ ταΐζουν σκυλιὰ καὶ τρέφουν γουρούνια καταβροχθίζουν σὰν ἀγριογούρουνα καὶ αἱμοβόρα σκυλιὰ τὸ βιὸς τῶν ἀπροστάτευτων. Γι’ αὐτὸ ὑψώνουν οἱ φτωχοὶ τὴ φωνὴ τους ἐνάντια σὲ ὅλους σας· ἐνάντια σὲ σᾶς ποὺ κατέχετε τὴν ἐξουσία, σὲ σᾶς ποὺ τοὺς ἀκολουθεῖτε, σὲ σᾶς ποὺ στρατεύεσθε, σὲ σᾶς ποὺ ὑπηρετεῖσθε ἀπὸ αὐτούς, γιατί δὲν μποροῦν νὰ ὑποφέρουν τὴν ἄσπλαχνη καὶ μισάνθρωπη διάθεση τῶν φοροεισπρακτόρων καὶ τὴ συνεχῆ βία καὶ ἀδικία ποὺ προέρχεται ἀπὸ σᾶς τοὺς ἰσχυρότερούς τους».
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔλεγχαν καὶ καυτηρίαζαν μὲ παρρησία τὴν κοινωνικὴ ἀδικία καὶ ἐκμετάλλευση, ἐνῶ οἱ ἴδιοι ὑπέμεναν καρτερικὰ τὶς ἀδικίες ποὺ γίνονταν σὲ βάρος τους. Ἀγάπησαν τοὺς ἄλλους, γι’ αὐτὸ ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι ζωντανοί. Ἐνῶ ὁ κόσμος ὀχυρώνεται συνήθως στὴ φιλαυτία καὶ περιορίζεται στὰ ἰδιοτελῆ συμφέροντα, γιατί δὲν τολμάει ν’ ἀγαπήσει. Καὶ εἶναι τόλμη ἡ ἀγάπη. Εἶναι ἡ τόλμη ποὺ καταξιώνει καὶ ὁλοκληρώνει τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ἡ τόλμη ποὺ φέρνει στὴν κοινωνία τὸν παράδεισο. Ἡ τόλμη ὅμως αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μετέωρη. Χρειάζεται σημεῖο στηρίξεως. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ πίστη. Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας τόλμησαν τὴν ἀγάπη καὶ πρόσφεραν στὴν οἰκουμένη τοὺς πολύτιμους καρπούς της, γιατί πίστεψαν στὸ Θεὸ ποὺ ἀπὸ ἀγάπη ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ προσεγγίσει τὸν κάθε ἄνθρωπο μὲ τὴ μορφὴ τοῦ πλησίον.
Γιὰ ν’ ἀγαπήσει κανεὶς τὸ Θεό, πρέπει ν’ ἀγαπήσει τὸν πλησίον. Καὶ ἀγαπώντας τὸν πλησίον ἐκπληρώνει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη νικάει τὴ φιλαυτία καὶ ἐξαφανίζει τὴν ἰδιοτέλεια, γιατί παραμερίζει τὸ θάνατο καὶ ἀποκαλύπτει τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς: «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς• ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν μένει ἐν τῷ θανάτῳ». Ἡ φιλαλληλία εἶναι μετοχὴ στὴν ἀνάσταση. Ἡ ἀπουσία της εἶναι παραμονὴ στὸ θάνατο.
Βέβαια δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει κανεὶς διαμιᾶς ἀπὸ τὴ φιλαυτία στὴ φιλαλληλία. Μπορεῖ ὅμως νὰ προσανατολίσει τὴ ζωὴ καὶ τοὺς σκοπούς του πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτήν. Ἄλλωστε ἡ φυσικὴ φιλαυτία τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ βασικὸ μέτρο γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς φιλαλληλίας. Μὲ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης καλεῖται ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀγαπήσει τὸν πλησίον του «ὡς ἑαυτόν». Δὲν μπορεῖ ν’ ἀγαπήσει κανεὶς τὸν πλησίον, ἂν δὲν ἀγαπήσει προηγουμένως τὸν ἑαυτό του. Πρέπει ὅμως ν’ ἀγαπήσει σωστὰ τὸν ἑαυτό του, γιὰ ν’ ἀγαπήσει σωστὰ καὶ τὸν πλησίον. Νὰ ἐργάζεται γιὰ νὰ καλύπτει σωστὰ τὶς ἀνάγκες του, ὥστε νὰ καλύπτει σωστὰ καὶ τὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων.
Ἀλλὰ πέρα ἀπὸ τὴν ἀγάπη αὐτὴν ὑπάρχει καὶ ἡ ἀγάπη ποὺ κάνει νὰ ξεχνιέται τὸ ἐγὼ γιὰ τὸν πλησίον. Ὑπάρχει ἡ ἀγάπη ποὺ προχωρεῖ στὴ θυσία κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων. Καὶ μὲ γνώμονα τὴν ἀγάπη αὐτὴν τοποθετεῖται ὡς σκοπὸς τῆς ἐργασίας ὁ πλησίον. Δὲν ἀγνοοῦνται τὰ δεδομένα τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Οὔτε παραγνωρίζονται τὰ ἐμπόδια καὶ οἱ δυσκολίες τῶν πιστῶν ποὺ ζοῦν μέσα στὸν κόσμο. Ἀλλὰ παρουσιάζεται ἀκέραια ἡ ἀλήθεια τῆς ἀγάπης, γιὰ νὰ τὴν πληροφορηθεῖ καὶ ν’ ἀνταποκριθεῖ ὁ καθένας ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις καὶ τὴν προαίρεσή του. Προβάλλεται ἡ κορυφή. Ὄχι γιατί ὅλοι μποροῦν ν’ ἀνεβοῦν. Ἀλλὰ γιατί ὅλοι μποροῦν νὰ προσανατολιστοῦν πρὸς αὐτήν.
Τὸ βιβλικὸ καὶ πατερικὸ αὐτὸ πνεῦμα σφράγισε τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση. Πέρα ἀπὸ μικρότητες καὶ διαφορές, πέρα ἀπὸ ἀδυναμίες καὶ ἀκαταστασίες, τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα σεβάστηκε τὴν ἀνιδιοτέλεια. Διαπιστώνεται στὴν ἑλληνικὴ ἱστορία. Διακρίνεται στὸ ἑλληνικὸ φιλότιμο. Διατηρεῖται στὸ ὀρθόδοξο κοινόβιο. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τὸ πνεῦμα τῆς φιλαυτίας καὶ τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ δὲν ἐπηρέασε λίγο τὴν ἀτομικὴ καὶ τὴν κοινωνικὴ ζωή. Τὸ πνεῦμα αὐτό, ποὺ θεσμοποιήθηκε στὴ Δύση μετὰ τὴν Ἀναγέννηση καὶ κυριάρχησε στὸ σύγχρονο κόσμο, τείνει νὰ μετατρέψει τὶς κοινωνίες σὲ ἀθροίσματα ἀτομικὰ ἀπομονωμένων ἀνθρώπων.
Ὅπως παρατήρησε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους θεωρητικούς τῆς νεώτερης δυτικῆς οἰκονομίας, «δὲν περιμένουμε τὸ γεῦμα μας ἀπὸ τὴν καλωσύνη τοῦ κρεοπώλη, τοῦ ζυθοποιοῦ ἢ τοῦ ἀρτοποιοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον τους γιὰ τὸ δικό τους συμφέρον. Δὲν ἀπευθυνόμαστε στὴν ἀνθρωπιά τους, ἀλλὰ στὴ φιλαυτία τους. Οὔτε τοὺς μιλᾶμε ποτὲ γιὰ τὶς ἀνάγκες μας, ἀλλὰ γιὰ τὰ συμφέροντά τους».(Alan Smith) Ὅλοι ὅμως γνωρίζουμε, πόσο σπουδαῖο εἶναι, ὅταν ἐκτὸς ἀπὸ τὸ συμφέρον ὑπάρχει στοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συναλλασσόμαστε καὶ ἡ καλωσύνη. Ὅταν μποροῦμε ν’ ἀπευθυνόμαστε ὄχι μόνο στὴ φιλαυτία τους, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀνθρωπιά τους. Ὅταν μποροῦμε νὰ τοὺς μιλᾶμε ὄχι μόνο γιὰ τὰ συμφέροντά τους, ἄλλα καὶ γιὰ τὶς ἀνάγκες μας.
Ἡ ἐποχὴ μᾶς διαφέρει ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τῶν μεγάλων Πατέρων. Ἡ διάρθρωση τῆς οἰκονομικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς, τὰ μέσα καὶ οἱ τρόποι παραγωγῆς καὶ καταναλώσεως ἔχουν ὑποστεῖ ριζικὲς ἐξελίξεις καὶ ἀλλαγές. Ἐπιπλέον οἱ Πατέρες διατύπωσαν τὶς θέσεις τους γιὰ τὸ νόημα καὶ τὸ σκοπὸ τῆς ἐργασίας ἔχοντας ὑπόψη τους πρωτίστως τὴ μοναστικὴ πολιτεία. Αὐτὰ σημαίνουν, πὼς δὲν μποροῦν ἄκριτα νὰ μεταφέρονται μέθοδοι καὶ σχήματα τῆς κοινωνικῆς καὶ οἰκονομικῆς ζωῆς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης στὴν ἐποχή μας. Μαζὶ ὅμως καὶ πάνω ἀπὸ αὐτὰ ὑπάρχει τὸ πνεῦμα ποὺ κατευθύνει τὴν κοινωνικὴ ζωὴ καὶ διαπνέει τὴν ἐργασία καὶ τὸν κοινωνικὸ σκοπό της: τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀνιδιοτέλειας. Καὶ τὸ πνεῦμα αὐτὸ δὲν εἶναι λιγότερο ἀναγκαῖο οὔτε λιγότερο ἐπίκαιρο σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου