Τετάρτη 10 Μαΐου 2017

Ροκ τον καιρό της Χούντας(μέρος Β')

Ελληνικό ροκ: Ένα ρεύμα ελευθερίας στα χρόνια της δικτατορίας (Μέρος Β΄)
e-dromos
Περίληψη Α΄ μέρους: Ανάμεσα στη μερίδα της κοινωνίας που υποστήριξε τη δικτατορία και τη μερίδα που ήταν αντίθετη, διαμορφώθηκε ένα κομμάτι της νεολαίας που ακολούθησε ένα τρίτο δρόμο με όχημα τη ροκ μουσική. Σε αναζήτηση της ποθούμενης ελευθερίας, όχι μόνο από τους περιορισμούς της χούντας, αλλά και τα πολύ ισχυρά κοινωνικά ταμπού, η ροκ μουσική ταυτιζόταν με μια ολόκληρη πολύμορφη, πολύχρωμη και ευφάνταστη κουλτούρα, που ανέτρεπε τα καθιερωμένα ήθη, ερχόταν σε αντιπαράθεση με τις επίσημες πολιτικές και άνοιγε πολλά καινούργια πεδία έκφρασης και δράσης. Και το βασικότερο: ήταν ευπροσάρμοστη σε κάθε χώρα και κάθε κοινωνία, πολύ ρευστή, εύπλαστη και διεισδυτική. Οι νέοι που έρχονταν στην Ελλάδα, με τα μακριά μαλλιά και τις κιθάρες, έφερναν μαζί τους αυτό το «μικρόβιο» που τραβούσε τους νέους και απωθούσε τους μεγάλους.)



Από το Σαν Φραντσίσκο στα Μάταλα

Στα Αναφιώτικα, στην πλαγιά της Ακρόπολης, είχαν δημιουργηθεί μικρά «κοινόβια». Μερικοί ξένοι φίλοι μας που έμεναν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Ελλάδα, νοίκιαζαν όμορφα λευκά σπιτάκια με ελάχιστες ανέσεις, και αρκετή υγρασία, στα οποία μαζεύονταν γνωστοί και περαστικοί που κάθονταν σε κουρελούδες, μαξιλάρες, σκαμνάκια και παλιές καρέκλες με κεράκια και ινδικά μυρωδικά τριγύρω, κάνοντας ατέρμονες συζητήσεις για μουσική, ταξίδια, όνειρα και έρωτες, ομαδική περισυλλογή και διασκέδαση με κιθάρες, φυσαρμόνικες, τσιγάρα και ρετσίνα. Είχαμε πιάσει κι εμείς, με τον κολλητό μου, τον Αιμίλιο, ένα πολύ μικρό δωμάτιο, ενάμιση για την ακρίβεια, αρκετά ψηλά στους στενούς στριφογυριστούς διαδρόμους του νησιώτικου οικισμού με τα πολλά σκαλοπάτια, τα μπλε κουφώματα και τις γλάστρες με τα γεράνια στα πεζούλια. Εμείς δουλεύαμε και μπορούσαμε, ενώ άλλες παρέες έπρεπε να μαζευτούν 5-6 για να καλύψουν ρεφενέ το χαμηλό ενοίκιο. Ήμασταν έτσι μέσα στο κέντρο των συναντήσεων, όχι μακριά από το Folk 17, που το είχαν ανοίξει ο Δημήτρης και ο Χιού, μισός Εγγλέζος-μισός Ινδός, από τα αυθεντικά άτομα της εποχής, με τον οποίο είμαστε φίλοι μέχρι σήμερα που ζει ζωγραφίζοντας και φτιάχνοντας κοσμήματα στην Αυστραλία, αιώνιος περιπλανώμενος με την Τζάκι, τη γυναίκα του. Αυτό το μικρό μπαράκι, απέναντι από το «Χρυσό κλειδί», ήταν πέρασμα των μουσικών που ταξίδευαν με μια κιθάρα στην πλάτη και τραγουδούσαν Γούντι Γκάθρι, Μπομπ Ντίλαν, Βαν Μόρισον, Τζόνι Μίτσελ ή Τζον Λι Χούκερ για το κέφι τους και για ένα πιάτο φαΐ καθ’ οδόν για τα Μάταλα και την Ίο ή για το Νέο Δελχί και το Κατμαντού. Ήταν, ας πούμε, η μπουάτ των ροκάδων.




Στα στενάκια της Πλάκας

Στο Folk 17 έπαιζε κι ο Λάκης Τυπάλδος, ο πρώτος στενός μου φίλος που πήγε στα Μάταλα και μας έφερε τα νέα από τους χίπις που ζούσαν στις σπηλιές των βράχων και σχολιάζονταν αρνητικά από τον Τύπο και τους συντηρητικούς συμπολίτες μας. Τις πρώτες μέρες ντρεπόταν να κυκλοφορεί τσίτσιδος όπως όλοι οι ξένοι, άντρες και γυναίκες, στην αμμουδιά. Μάλιστα, ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια όταν μας περιέγραφε τι έκανε την πρώτη φορά που το αποτόλμησε, γιατί ένιωθε πολύ άσχημα να είναι ανάμεσά τους σαν αστροναύτης μέσα στη στολή του, ενώ οι γύρω του με άνεση είχαν ξέσκεπα όλα τα σημεία του σώματός τους. Στην αρχή κυκλοφορούσε με μαγιό, αλλά κι αυτό φαινόταν περιττό και άτοπο. Όταν αποφάσισε να το βγάλει για να μην ξεχωρίζει, ξάπλωσε μπρούμυτα αφήνοντας εκτεθειμένα μόνο τα λευκά οπίσθιά του και όχι τα γεννητικά του όργανα που τα έκρυβε στη ζεστή άμμο! Όταν μετά από ώρα, διστακτικά, γύρισε ανάσκελα, κατάλαβε ότι δεν ήταν τόσο δύσκολο όσο φοβόταν. Έτσι, βήμα βήμα, κατέπνιξε τη ντροπή του και προσαρμόστηκε. Και ο Λάκης δεν ήταν κανένα τυχαίο παιδί. Εξαίρετος κιθαρίστας και τραγουδιστής, από τους πρώτους που μετέφερε επί ελληνικού εδάφους με πολύ όμορφο τρόπο τις μπαλάντες του Νιλ Γιανγκ, του Ντόνοβαν και του Τζον Λένον. Πέρα από την πλάκα, με τις ηθικές και κοινωνικές μας αναστολές, ήταν κι αυτό μια ένδειξη για τη διαφορά κουλτούρας ανάμεσα στους νέους από άλλες χώρες που μας ήταν πολύ προσφιλείς και τους θεωρούσαμε αδελφούς και ομοϊδεάτες και σε εμάς που έπρεπε να καταβάλλουμε αυξημένες προσπάθειες για να υπερβούμε τις ντροπές μας και τις προδιαγραφές του κοινωνικού μας περιβάλλοντος. Ειδικά σε ό,τι αφορούσε το σεξ υπήρχε μεγάλη συστολή που δεν ξεπερνιόταν εύκολα. Χρειάστηκε χρόνος και προσπάθεια για να αφαιρεθεί από το σύγχρονο λεξιλόγιο η συνηθισμένη έκφραση της εποχής περί «πλατωνικού» έρωτα.



Καμάκια και ιδεολόγοι

Σ’ αυτά τα δειλά βήματα, βοήθησαν τα νεαρά κορίτσια που έρχονταν από την Ευρώπη και την Αμερική. Τα πιο λαϊκά παιδιά, από το Περιστέρι, το Μπραχάμι ή τα Σεπόλια, που καθιερώθηκαν διεθνώς σαν «καμάκια», σύχναζαν στις καφετέριες του Συντάγματος ή εξορμούσαν στα λίγα τότε τουριστικά νησιά, όπως η Ρόδος και μερικά μέρη στην Κρήτη, με στόχο να «χτυπήσουν» καμιά τουρίστρια που ήθελε περιπέτεια made in Greece. Η φήμη του Ζορμπά, χάρη στην ταινία του Κακογιάννη, στη δεκαετία του ’60, διευκόλυνε την προσέγγιση. Γι’ αυτό, οι ενδιαφερόμενοι και οι ενδιαφερόμενες, προσπερνούσαν γρήγορα τη δυσκολία συνεννόησης αφού κανένας από τους ντόπιους δεν γνώριζε αγγλικά, γαλλικά ή κάποια άλλη γλώσσα, πέρα από δυο-τρεις φράσεις κλειδιά με την πιο αστεία προφορά που μπορεί κανείς να φανταστεί. Όπως, βέβαια, και οι ξένες κοπέλες δεν γνώριζαν ελληνικά.

Κι εμείς δεν ήμασταν από άλλη τάξη, αλλά ψάχναμε για ομοϊδεάτες και ομοϊδεάτισσες. Τα ερωτικά δεν τα σνομπάραμε, αλλά ήταν παρεπόμενα. Ψάχναμε να κάνουμε γνωριμίες με αγόρια και κορίτσια που είχαν τα ίδια με μας μυαλά, άκουγαν τα ίδια τραγούδια, θαύμαζαν τους ίδιους συγγραφείς, μοιράζονταν τις ίδιες ανησυχίες για τον πόλεμο και την ειρήνη, επιθυμούσαν την ίδια ελευθερία που για μας ήταν πολύ πιο περιορισμένη λόγω της κοινωνικής καθυστέρησης, αλλά και των ασφυκτικών περιορισμών που έθετε το δικτατορικό καθεστώς.

Αλλά και οι νέοι που έρχονταν από το εξωτερικό, αισθάνονταν πιο ελεύθερα στην Ελλάδα, γιατί αφενός τους ενέπνεε η πανέμορφη φύση, ο λαϊκός πολιτισμός στα χωριά, η σπουδαία ιστορία του τόπου, η φιλικότητα των κατοίκων και αφετέρου γιατί ξέφευγαν από τους περιορισμούς των δικών τους κοινωνιών και βρίσκονταν με ομόψυχους από όλα τα σημεία του ορίζοντα σε συγκεκριμένα σημεία συνάντησης όπου σχηματίζονταν πρόσκαιρες, αλλά ζεστές παρέες. Επί πλέον, η χούντα απέφευγε να τους παρενοχλεί όχι μόνο γιατί δεν τους θεωρούσε υπηκόους της, αλλά και γιατί δεν ήθελε να μπλέξει περισσότερο με τις κυβερνήσεις των χωρών προέλευσής τους, μερικές από τις οποίες δεν είχαν και την καλύτερη γνώμη για το καθεστώς των συνταγματαρχών.



Στρατιωτικό κούρεμα

Το να έχεις μαλλιά που κάλυπταν τα αφτιά ή φαβορίτες που κατέβαιναν λίγο κάτω από τους κροτάφους ήταν προκλητικό το 1968, αρκετά χρόνια μετά από την «μπιτλομανία». Στην Πατησίων, περαστικοί οδηγοί ξεφώνιζαν όποιο νεαρό έβλεπαν με μακριά μαλλιά και ασυνήθιστο ντύσιμο. Αλλά και στη Νομική Σχολή, οι φοιτητές χειροκροτούσαν και σφύριζαν μόλις έμπαινε στο κατάμεστο αμφιθέατρο κάποιος –με τα στάνταρντ της εποχής- μακρυμάλλης. Και δεν ήμασταν πολλοί στο πανεπιστήμιο με μαλλιά που κάλυπταν τα αφτιά το 1968-69. Στα δάχτυλα μετριόμασταν. Από προσωπική πείρα, η επίσημη γραμμή ήταν να κουρευόμαστε στρατιωτικά. Όταν με κάλεσε στο γραφείο του ο γενικός γραμματέας της Νομικής Σχολής κ. Δεδούσης ήταν αυστηρός και σαφής. «Εάν δεν κόψεις τα μαλλιά σου κατά το πρότυπο του Έλληνα αξιωματικού, δεν θα σε διώξω από τη σχολή, αλλά θα διακοπούν οι συναλλαγές σου με τη γραμματεία», μου είπε κοφτά. «Θα συναλλάσσεσαι με εξουσιοδότηση». Δεν συμμορφώθηκα και δεν ξαναπήγα ποτέ στα γκισέ της γραμματείας, που βρίσκονταν στο ισόγειο της Νομικής, ούτε για πληροφορίες ούτε για πιστοποιητικά κι ό,τι άλλο χρειαζόμουν. Ήμουν αποφασισμένος και πεισματωμένος. Δεν του πέρασε του Δεδούση. Βέβαια, αργότερα, που οι «μαλλιάδες» αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο, ο αποκλεισμός των απείθαρχων γινόταν όλο και πιο ανεφάρμοστος μέχρι που ατόνησε, ειδικά όταν ξέσπασε το φοιτητικό κίνημα. Για την Ιστορία, ο Δεδούσης έμεινε γενικός γραμματέας της Νομικής Σχολής και μετά την πτώση της χούντας, μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε. Η αποχουντοποίηση ήταν πολύ περιορισμένη σε όλο τον κρατικό μηχανισμό. Και ο άνθρωπος αυτός είχε διατηρήσει απαράλλαχτες τις απόψεις του μέχρι το τέλος της θητείας του στο πανεπιστήμιο.



Χουντικά σταγονίδια

Το διαπίστωσα, πολλά χρόνια μετά, όταν τηλεφώνησα στη σχολή στη δεκαετία του ’80 για να πάρω ένα έγγραφο και με παρέπεμψαν στον άνθρωπο που μου είχε κάνει το καψόνι. Από περιέργεια του υπενθύμισα την περίπτωσή μου και τον ρώτησα εάν το θεωρούσε σωστό αυτό που είχε κάνει. «Ασφαλώς», είπε, «και ήταν σωστό. Αν είχατε συμμορφωθεί όλοι, το πανεπιστήμιο θα ήταν καλύτερο και θα έβγαζε σωστότερους ανθρώπους». Με ξάφνιασε με την χοντροκεφαλιά του τόσα χρόνια αργότερα, αλλά του απάντησα ότι τα ψάρια πάντα βρωμάνε από κεφάλια σαν και το δικό του. Η συντηρητική αισθητική συμβάδιζε με τη χουντική αυθαιρεσία μέσα στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Ένα πανεπιστήμιο στου οποίου τους πίνακες ανακοινώσεων αναρτούσε η Σύγκλητος τις αποφάσεις της για την οριστική αποβολή φοιτητών επειδή είχαν καταστήσει έγκυο κάποια φοιτήτρια εκτός γάμου!

Οι νέοι που γούσταραν τη ροκ μουσική είχαν να αντιμετωπίσουν ένα ολόκληρο πλέγμα αντιλήψεων και συμπεριφορών το οποίο συνέπλεε με το δόγμα ηθικής, αισθητικής και χριστιανοπατριωτισμού της χούντας. Αλλά ενώ η χούντα παρέμενε αδιάλλακτη και δύσκαμπτη, οι ρωγμές στο κοινωνικό πεδίο μεγάλωναν με ταχείς ρυθμούς. Η πολιτικοποίηση των ροκάδων του 1968 ακολουθούσε τη ριζοσπαστικοποίηση του φοιτητικού κινήματος και η αισθητική των πολιτικοποιημένων ακολουθούσε την αισθητική των ροκάδων. Εάν συγκρίνει κανείς τις φωτογραφίες από την εξέγερση του Πολυτεχνείου με τις φωτογραφίες στις ροκ συναυλίες του 1967-68 θα διαπιστώσει τις αλλαγές στην εξωτερική εμφάνιση των νέων, φοιτητών και εργαζομένων. Το 1973, πολλά από τα πολιτικοποιημένα παιδιά είχαν μακριά μαλλιά, φορούσαν παντελόνια καμπάνες και άκουγαν Ρόλινγκ Στόουνς και Λεντ Ζέππελιν.



Ελληνικό ροκ

Οι παράγοντες που δημιούργησαν αυτό το ρεύμα, του λεγόμενου «ελληνικού ροκ», ήταν πολλοί. Η διεθνής εμβέλεια και γοητεία του αγγλοαμερικάνικου ροκ, που δεν ήταν μονοδιάστατο, δεν αφορούσε μόνο τη μουσική, αλλά συναπαρτιζόταν από πολλά στοιχεία συνδεδεμένα μεταξύ τους, αλληλοεπηρεαζόμενα, από τη μόδα μέχρι την πολιτική. Ήταν ένα κίνημα νέων που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και την Αγγλία, για να εξαπλωθεί πολύ γρήγορα σε όλη την Ευρώπη, την Ιαπωνία και τελικά σε όλο τον κόσμο, με πολλές παραλλαγές, ιδιαιτερότητες και διαβαθμίσεις. Ειδικά στην Ελλάδα, ο παράγοντας δικτατορία έπαιξε σημαντικό ρόλο στο πώς προσλάβαμε το ροκ και στο πώς διαμορφώθηκε, τι ύφος και τι περιεχόμενο πήρε, αλλά και πόσο μακριά πήγε.

Εννοείται, ότι όσοι ήμασταν έφηβοι στη δεκαετία του 1960, ξεκινήσαμε από την ποπ μουσική, η οποία στο ξεκίνημά της φαινόταν –με τα δεδομένα της εποχής- ανατρεπτική. Παρ’ όλο που, εκ των υστέρων, μοιάζει τόσο αθώα, τόσο παιδική, τόσο ανάλαφρη. Όταν, όμως ξεκίνησε, με τους Μπιτλς στην κορυφή, και μόνο από τις αντιδράσεις που ξεσήκωσε, αποκτούσε ένα χαρακτήρα ανατρεπτικό. Σηματοδοτούσε και διαμόρφωνε τη δυναμική είσοδο των νέων στο μεταπολεμικό προσκήνιο. Οι προηγούμενοι νέοι είχαν κατασφαγεί στα μέτωπα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και οι επιζήσαντες είχαν μεγαλώσει με ένα μεγάλο βάρος στην ψυχή τους. Αυτοί, όμως, που είχαν γεννηθεί από το 1945 και μετά, διεκδικούσαν μια θέση πρωταγωνιστή, εφ’ όσον σ’ αυτούς θα στηριζόταν η ανοικοδόμηση και ανασυγκρότηση και γι’ αυτούς ξαναχτιζόταν εκ θεμελίων ο κατεστραμμένος κόσμος των προηγούμενων γενιών. Η σταθεροποίηση της ειρήνης, οι νέες τεχνολογίες, η σημαντική εξέλιξη στις επικοινωνίες, η αναδυόμενη κοινωνία της κατανάλωσης και άλλοι παράγοντες, άνοιγαν μονοπάτια στη νεολαία η οποία προσπαθούσε να τα κάνει δρόμους και λεωφόρους. Κι αυτή η νεολαία χρειαζόταν κάτι νέο, κάτι δικό της, κάτι διαφορετικό, κάτι πλήρες για να εκφραστεί, για να συσπειρωθεί, για να κινητοποιηθεί. Η μουσική έπαιξε ένα καταλυτικό ρόλο στην αναζήτηση ενός ρόλου, μιας ταυτότητας και μιας ελευθερίας πρωτόγνωρης στις μεταπολεμικές κοινωνίες. Εάν τα μακριά μαλλιά και οι μίνι φούστες τραβούσαν την προσοχή των συντηρητικών κύκλων και των ΜΜΕ, οι αλλαγές που συντελούνταν ήταν πολύ πιο σημαντικές, πολύ πιο βαθιές και πολύ πιο μακροπρόθεσμες. Γι’ αυτό, όχι άδικα, όσοι γοητεύτηκαν, εμπνεύστηκαν και συμμετείχαν, ένιωθαν και υποστήριζαν ότι δεν πρόκειται απλώς για μια άλλη μουσική, αλλά για κάτι πιο σύνθετο, πιο μεγάλο, πιο ολοκληρωμένο, για ένα νέο τρόπο ζωής. Εκείνα τα χρόνια, τουλάχιστον, αυτό δεν ακουγόταν καθόλου υπερβολικό. Εάν δει κανείς τη μεγάλη εικόνα, δηλαδή εάν λάβει υπόψη του, πέρα από τη δημοτικότητα και την παραγωγικότητα της μουσικής, από τα πιο μικρά μέχρι τα πιο μεγάλα γεγονότα που συνδέονταν μ’ αυτό τον μεγάλο νεανικό οργασμό, όπως το πελώριο αντιπολεμικό κίνημα, τον Γαλλικό Μάη του 1968, την Άνοιξη της Πράγας και το Γούντστοκ, γίνεται πιο σαφές ότι επρόκειτο για ένα μεγάλο ρεύμα, πολύμορφο, σαρωτικό και ενθουσιώδες που διαμόρφωσε καθοριστικά τη μεταπολεμική νεωτερικότητα.

(συνεχίζεται)



Στέλιος Ελληνιάδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τρέχοντας τον χρόνο

  Σπρώχνουμε το χρόνο προς τα εμπρός οι άνθρωποι. Με τέτοια μανία που ξεχνάμε φαίνεται πως όταν κάνεις το χρόνο να τρέχει πιο γρήγορα, σε πα...