Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Ὁ κόσμος ἔγινε ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ Ἐκκλησία ἔγινε σὰν τὸν Θεό


Ἢ Ἅγια Γραφὴ ἀγνοεῖ τελείως ἕναν κόσμο ἄσχετο καὶ ἀνε­ξάρτητο ἀπὸ τὸν τριαδικὸ Θεό. Τὸ γεγονὸς ὅτι ζοῦμε καὶ ἀναπνέουμε, ὅτι τρῶμε ψωμὶ καὶ πίνουμε κρα­σί, ὅτι εὐφραινόμαστε ἀπὸ τὶς ὀμορφιὲς αὐτοῦ τοῦ ὁρατοῦ κόσμου, εἶναι ἔργο τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ ἀναγέννησή μας μὲ τὸ βάπτισμα καὶ ἡ ἀντίστασή μας στοὺς πειρασμούς, ἡ μετάνοιά μας καὶ ἡ εὐχαριστιακή μας σύναξη. Γιὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ ἀκατανόητη θὰ ἦταν ἡ ἀν­τίληψη ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα γιὰ τὸν κόσμο: ἡ ἰδέα πὼς ἡ φύση εἶναι μία μηχανὴ ποὺ δουλεύει μό­νη της καὶ πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ἡγεμονικὸ πνεῦ­μα, κλεισμένο στὸ διανοητικό του κόσμο, ποὺ χρειά­ζεται τὸ Θεὸ ὄχι γιὰ νὰ κυβερνήση καὶ νὰ διαμορφώ­ση τὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸν χρειάζεται ἴσως μόνον ὅταν πρόκειται νὰ πεθάνη ἢ τὸ πολὺ πολὺ νὰ μετανοήση.
Μέσα σ’ αὐτὴν τὴν τάξη τῆς δημιουργίας, στὸν «κόσμον», ὅπου ὁ Θεὸς τὸν ἐτοποθέτησε, ὁ ἄνθρωπος εὐφραίνεται ὄχι μόνο μὲ τὴ βρώση καὶ τὴν πόση (ἂν καὶ αὐτὲς ἀκόμη οἱ στοιχειώδεις καὶ πρωταρχικὲς πράξεις τοῦ ἄνθρωπου, ἔχουν ἀσφαλῶς τὴν ἀναφορά τους στὸ Θεό) ἀλλὰ καὶ μὲ ὁρισμένες ἄλλες ἐνέργειες ποὺ ἔχουμε συνηθίσει νὰ τὶς ὀνομά­ζουμε καλλιτεχνικές, τὶς Τέχνες. Ὁ ἄνθρωπος τρα­γουδάει, συνθέτει στίχους, ζωγραφίζει, κάνει γλυ­πτική. Καὶ μέσα σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔργα βρίσκει εὐφρο­σύνη, ἀνάλογη μὲ τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀπόλαυση ποὺ τοῦ προσφέρει ἡ θέα τῆς φύσης καὶ τῶν ἄλλων ἔργων τοῦ Θεοῦ. Μὲ αὐτὴ τὴν δραστηριότητα ὁ ἄνθρωπος φαί­νεται νὰ μετέχη στὴν ἐνέργεια τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, παραμένοντας ὅμοιος μὲ κάποιο παράξενο τρόπο στὸ δικό του ἐπίπεδο. Ἔχει τὸ αἴσθημα πὼς ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι «ποιητὴς οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων» ἔχει φυτέψει μέσα στὴν καρδιά του τὴν ἐπιθυμία καὶ τὴν ἱκανότητα νὰ γίνη καὶ αὐτὸς δημι­ουργός. Ἔτσι κάθε ἀνθρώπινη δραστηριότητα ἀπο­κτᾶ χαρακτήρα «συμβολικό», γίνεται ἔκφραση δηλωτικὴ μιᾶς πραγματικότητας ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τὸν ἑαυτό της. Ἡ καλλιτεχνικὴ δραστηριότητα, ὁποιου­δήποτε εἴδους, εἶναι ἰδιαίτερα φορτισμένη μὲ αὐτὴ τὴν μυστικὴ συμβολικὴ ἰδιότητα. Εἶναι φανερὸ πὼς κάθε ἔργο τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἰδιαίτερα κάθε καλλι­τέχνημα, δὲν εἶναι μόνο μιὰ ἐξήγηση τοῦ ἑαυτοῦ του. Περιέχει καὶ ἀποκαλύπτει νοήματα καὶ σκοπούς, ποὺ δὲ γίνουνται πάντοτε φανεροὶ στὴν ἐπιφάνεια.

Εἶναι πραγματικὰ δύσκολο νὰ μιλήσουμε μὲ ἀ­κρίβεια γιὰ ἕνα τόσο μεγάλο θέμα. Ἀλλὰ ἡ διαίσθη­ση ποὺ ἔχουμε ὅταν ἀκοῦμε ἕνα μουσικὸ κομμάτι ἢ ὅταν βλέπουμε ἕνα ζωγραφικὸ πίνακα ἢ διαβάζουμε ἕνα ποίημα, ἡ ἐσωτερικὴ βεβαιότητα πὼς βρισκόμαστε τότε, κατὰ κάποιον τρόπο, σὲ ἐπαφὴ μὲ αἰώνιες πρα­γματικότητες, εἶναι ὑποθέτω τόσο γενικὴ ποὺ γίνεται ἀναντίρρητη: Ὁ μυθιστοριογράφος ἢ ὁ θεατρικὸς συγγραφέας μᾶς ἀποκαλύπτουν τὰ βάθη καὶ τὴ σημασία τῶν καταστάσεων τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ὁ ποιητὴς ἀποκαλύπτει τὴ φύση αὐτοῦ τοῦ κόσμου ὅπως πραγματικὰ εἶναι, ὁ μουσικὸς μᾶς δίνει τὸ ὅραμα μιᾶς τάξης καὶ μιᾶς ὀμορφιᾶς ποὺ φαίνεται ἀνέγγι­χτη ἀπὸ τὸ χρόνο. Καὶ ὅλα αὐτὰ γίνονται μὲ τὴ βοή­θεια ὑλικῶν πραγμάτων, συμβολικῶν ἀντικειμένων καὶ λέξεων ὅπως καὶ ρυθμισμέσης ἀκολουθίας ἤχων.

Θὰ ἤθελα σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο νὰ παραθέσω κάτι ἀπὸ τὸ ἔργο τῆς Iris Murdoch. Στὸ βιβλίο της The Bell ἡ ἡρωίδα, ἡ Ντόρα, φτάνει σὲ ἕνα εἶδος κατα­θλιπτικῆς κρίσης. Πηγαίνει, σχεδὸν ἀσυναίσθητα, στὴν Ἐθνικὴ Πινακοθήκη, ὅπου συχνὰ εἶχε ξαναπάει. «Τὴ Ντόρα πάντα τὴ συγκινοῦσε ἡ ζωγραφική. Ἀλ­λὰ σήμερα τὴ συγκινοῦσε μὲ καινούριο τρόπο. Τῆς φαινόταν θαυμάσιο κι εἶχε ἕνα εἶδος εὐγνωμοσύνης, ποὺ βρίσκονταν ὅλοι οἱ πίνακες μαζεμένοι ἐκεῖ. Ἡ καρδιά της γέμισε μὲ ἀγάπη γιὰ τοὺς πίνακες, τὴν αὐθεντικὴ ὀμορφιά τους, τὴ θαυμαστὴ γενναιοδωρία τους, τὴ λαμπράδα τους. Τῆς φαινόταν σὰ νὰ βρι­σκόταν ἐπὶ τέλους μπροστὰ σὲ κάτι πραγματικό, σὲ κάτι τέλειο… Ἐδῶ ἦταν κάτι ποὺ τὸ ἐγώ της δὲν μποροῦσε νὰ καταβροχθίση θλιβερὰ καὶ ἐγωιστικὰ καί, κάνοντάς το τμῆμα τῆς φαντασίας της, νὰ τοῦ στερήση τὴν ἀξία… Οἱ πίνακες ἦταν κάτι πραγματι­κὸ ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό της, ποὺ τῆς μιλοῦσε ἀπαλά, ἀλλὰ μὲ τόνο αὐθεντικό, κάτι ἀνώτερο καὶ ἀγαθὸ ποὺ ἡ παρουσία του διέλυσε τὴν ὀνειρώδη, κάπως ἐκ­στατικὴ αὐτο-μόνωση τῆς προηγούμενης διάθεσής της. Ὅσο, μέχρι τώρα, ὁ κόσμος ἔδειχνε ὑποκειμενικός, φαινόταν σὰν χωρὶς ἐνδιαφέρον καὶ ἀξία. Ἀλ­λὰ τώρα πάντως ὑπῆρχε κάτι ἄλλο μέσα του. Αὐτὲς οἱ σκέψεις, χωρὶς νὰ εἶναι μὲ σαφήνεια διατυπωμέ­νες, περνοῦσαν σὰν ἀστραπὲς μὲς τὸ μυαλὸ τῆς Ντό­ρας. Ποτὲ πρὶν δὲν εἶχε σκεφθῆ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο γιὰ τοὺς πίνακες. Οὔτε τώρα ἔβγαζε κανένα ρητὸ δίδαγμα. Παρ’ ὅλα αὐτά, αἰσθανόταν ὅτι εἶχε δεχτῆ μιὰν ἀποκάλυψη. Κοίταζε τὸ ἀκτινοβόλο, σοβαρό, τρυ­φερό, δυναμικὸ καναβάτσο τοῦ Gainsborough καὶ αἰσθανόταν μιὰ ξαφνικὴ ἐπιθυμία νὰ γονατίση μπροστά του, ἀγκαλιάζοντας τό, χύνοντας δάκρυα».
Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπιμείνουμε στὴ φύση τοῦ βιώματος ποὺ περιγράφεται ἐδῶ τόσο συγκινητικά. Ἀλλὰ ἴσως θὰ ἦταν σωστὸ νὰ προσθέσουμε ὅτι γιὰ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς συγχρόνους μας, πάρα πολλούς, αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ἀποκαλυπτικῆς συγκίνησης μπροστὰ σὲ κάποιο ἔργο τέχνης, εἴτε μουσικῆς εἴτε ζωγραφι­κῆς, εἶναι ἴσως ἡ μόνη προσέγγισή τους σὲ κάποια γνώση τοῦ θείου. Μέσα σ’ αὐτὴν ἐκχύνονται ὅλος ὁ πόθος, ἡ λατρεία καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ προσφέρωνται κατευθείαν στὸ Θεὸ μὲ τὴ δοξολο­γία καὶ τὴ λατρεία. Καὶ σκέπτομαι πόση σημασία εἶχαν γιὰ τὴ δική μου ζωὴ τὰ μακρὰ ἀπογεύματα πού, μαθητής, περνοῦσα μὲ τὴ συντροφιὰ χιλιάδων ἄλλων νέων στὰ Promenade Concerts στὸ Λονδίνο. Γιὰ πολλοὺς στὸ ἀκροατήριο, αὐτὴ ἦταν ἡ μόνη τους ἐπαφὴ μὲ ἕναν κόσμο ἐπέκεινα ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ παροδικὰ
Φυσικά, αὐτὴ ἡ ἰδιότητα τῆς τέχνης νὰ μᾶς ἀποκαλύπτη κόσμους πέραν ἀπὸ τὸ πρόσκαιρο καὶ τὸ καθημερινὸ εἶναι, θὰ πῆτε, κάτι πολὺ ἀβέβαιο καὶ συγκεχυμένο. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀσφαλῶς ἀλήθεια. Ὁ κόσμος μας εἶναι «κόσμος τῆς πτώσεως». Ὁ ἄνθρω­πος χρησιμοποίησε ἐσφαλμένα τὶς ἱκανότητες ποὺ ὁ Θεὸς εἶχε φυτέψει μέσα του. Οἱ καλλιτεχνικές του δραστηριότητες μπορεῖ νὰ παίρνουν συχνὰ δαιμονικὸ μᾶλλον παρὰ θεῖο χαρακτήρα. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν κατα­στρέφει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐ­ξακολουθοῦν νὰ εἶναι, στὴν οὐσία τους, καλοί. Καὶ ὅτι τὸ κακὸ εἶναι μιὰ παραμόρφωση, μιὰ διαστρέ­βλωση κάποιου καλοῦ πράγματος, ποὺ ἐξακολουθεῖ, νὰ παραμένη καλό. Οὔτε, νομίζω, λαμπρύνεται καὶ μεγαλύνεται τὸ λυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ὅταν προ­σπαθοῦμε νὰ δυσφημίσουμε καὶ νὰ ὑποτιμήσουμε ὅσα στοιχεῖα ὀμορφιᾶς καὶ καλωσύνης ἐναπομένουν στὸν κόσμο. Τὸ ἔργο τοῦ Λόγου καὶ τοῦ Πνεύματος μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι τόσο φτωχὸ πρᾶγμα ὥστε νὰ μειώνεται ὅταν συγκρίνεται μὲ τὴν καλοσύνη καὶ τὴν ἀγαθότητα ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ ἐμφανίζωνται στὸν κόσμο καὶ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Δὲ χρειάζεται νὰ φοβόμαστε νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν ἀξιοπρέ­πεια τοῦ πεσόντος ἀνθρώπου. Ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου δὲν σημαίνει ἄρνηση ἢ ἀμφισβήτηση αὐτῆς τῆς ἀξιοπρέπειας. Μὲ τὸ λυτρωτικὸ ἔργο ὁ Λόγος καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Πατρὸς ἔρχονται νὰ προσφέρουν στὸν ἄνθρωπο ἀκόμη περισσότερα. Ὅπως κάποιος ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους Ἐπισκόπους τοῦ 17ου αἰώνα, ὁ Edward Reynolds, γράφει: «Τὸ ἄθροισμα καὶ τὸ σύνολο τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Κόσμος καὶ ἡ Ἐκκλησία. Ὁ κόσμος ὀνομάζεται κόσμος, δηλαδὴ στολίδι, γιὰ τὸ κάλλος καὶ τὴν εὐπρέπειά του, ἐπειδὴ ὅλα μέσα σ’ αὐτὸν βρέθηκαν «καλὰ λίαν» ὅταν ὁ Κύριος τὰ εἶδε μετὰ τὴ δημιουργία. Μέσα ὅμως σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ὁ Κύριος διάλεξε τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ χαρίση σὲ αὐτὴ ἀφθονώτερη λαμπρότητα καὶ δόξα. Τὴν ὀνόμασε «γῆ τοῦ κοσμήματος» (Δαν. 11, 16), «χώ­ρα τῶν ἐπιθυμιῶν» του (Ἱερ. 3, 1), κατοικητήριο, ναὸ καὶ τόπο ὅπου θὰ φανερώνεται ὁ Ἴδιος «ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ» (Ψαλμ. 101, 17). Ὁ κόσμος εἶναι ὄμορφος, ἐπειδὴ φανερώνει τὴ δύναμη καὶ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὄμορφη, ἐπειδὴ φανε­ρώνει τὴν ἀγάπη καὶ τὴ χάρη του. Στὸν κόσμο ἀνα­καλύπτουμε τὰ ἴχνη τῆς μεγαλοσύνης του, στὴν Ἐκ­κλησία βλέπουμε τὴν εἰκόνα τῆς ἁγιοσύνης του. Ὁ κόσμος ἔγινε ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ Ἐκκλησία ἔγινε σὰν τὸν Θεό· ὁ κόσμος γιὰ νὰ διηγῆται τὴ δόξα Του· ἡ Ἐκ­κλησία, γιὰ νὰ εἶναι ἡ ἀπόλαυσή Του. Ὁ κόσμος, ἕνα ἐνδιαίτημα ὅπου θὰ κατοικοῦν τὰ πλάσματά του· ἡ Ἐκκλησία, ἕνα παλάτιον, ὅπου θὰ κατοικῆ καὶ θὰ ἐμπεριπατῆ ὁ Ἴδιος. Τόπος ἐπιθυμίας, γιὰ νὰ εἶναι μονή Του. Σκηνὴ εὐφρόσυνη γιὰ τὴν αἰώνια κατά­παυσή Του»*. Ἡ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἡ πραγματοποίηση αὐτῆς τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἡ γεμάτη ὀμορφιὰ καὶ ἀλή­θεια σκήνωσή του ἀνάμεσά μας, ἡ σάρκωσή του.


Μικρὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ κείμενο «Δημιουργία – Σάρκωση – Μετάφραση», τὸ ὁποῖο περιλαμβάνεται στὸ βιβλίο «Περὶ Ὕλης καὶ Τέχνης», ἐκδ. Ἀθηνά, σειρὰ «Σύνορο», Ἀθήνα 1971.
Αναδημοσιευμένο στο τχ 310 (Ιανουάριος 2019) του περιοδικού “Πειραϊκή Εκκλησία”, μέσα στα πλαίσια του αφιερώματος «Εκκλησία και Πολιτισμός».
A.M. Allchin: Ἀγγλικανὸς θεολόγος
Μετάφραση: Κ. Κακούρης, Δ. Κουρτέσης

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Ο σπορέας”, 1888) είναι έργο του Βίνσεντ Βαν Γκογκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι Μυροφόρες

  Εκείνο τον καιρό, ο Ιωσήφ, ένα αξιοσέβαστο μέλος του συνεδρίου, που καταγόταν από την Αριμαθαία, και περίμενε κι αυτός τη βασιλεία του Θεο...