Για δύο πράγματα μπορώ να περηφανευτώ -αν και δεν κάνει να περηφανευόμαστε, φτου κακά- μέχρι τώρα για τη ζωή μου. Μπορώ και για κάποια ακόμα αλλά δε δύο θέλω να επικεντρωθώ.
Το ένα είναι ότι είμαι άφραγκος. Δεν έχω ακίνητα, εξοχικά, επιχειρήσεις, βγάζω τον μήνα ίσα ίσα και δεν έχω καταθέσεις στο εσωτερικό ή το εξωτερικό. Ναι, κάποια πράγματα που θέλω δε μπορώ να τα κάνω(ταξίδια, διακοπές, αγορές, άμφια ακριβά και μανικετόκουμπα-αλλά έτσι κι αλλιώς δε φοράω πουκάμισα οπότε πού θα έμπαιναν τα μανικετόκουμπα) αλλά αν και κάπως με ρίχνει αυτό ώρες ώρες, τελικά δεν αλλάζει κάτι στο ότι αυτό είναι κάτι για το οποίο χαίρομαι και αισθάνομαι κάποια περηφάνεια. Στο κάτω κάτω, παπάς είμαι, δεν είμαι σαν αυτόν που κάνει εκείνη την εκπομπή με τα ταξίδια.
Το δεύτερο είναι πως μπόρεσα κι έζησα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου -ακόμα και το έγγαμο κομμάτι, που με την οικογένεια είναι πιο δύσκολο- σε μια ημινομαδική κατάσταση. Δεν ήμουν ποτέ ούτε εδώ ούτε εκεί, όπου κι αν βρέθηκα υπήρχε η αίσθηση της προσωρινότητας και αυτό μου άρεσε πραγματικά. Είναι κάτι που από τα φοιτητικά χρόνια το έχω πετύχει.
Αυτό το είχα βέβαια όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και με τις παρέες, τις δουλειές, τις ιδεολογίες ακόμα. Πάντα και παντού υπήρχε η προοπτική της αναχώρησης. Του φευγιού.
Αυτό είναι και που με κρατά τελικά. Που μου δίνει μια κάποια ενέργεια. Ότι θα έρθει η ώρα να φύγω. Ό,τι κι αν κάνω είναι μόνιμο ώσπου να αποδειχτεί προσωρινό. Και αν και οι συνθήκες είναι πιο δύσκολες πια -και οι αναχωρήσεις έχουν πιο μικρό και περιορισμένο χαρακτήρα- ελπίζω πως στα επόμενα χρόνια θα δωθεί η ευκαιρία να συνεχιστούν οι μετακινήσεις.
Αυτά τα πιο προσωπικά για σήμερα. Αν δε πεθάνω μέχρι αύριο κάτι θα βρω για να γκρινιάξω. Τα λέμε! Ή και όχι...